Τα Ανώγεια, το μεγαλύτερο χωριό του Μυλοποτάμου έχει τέσσερις ενοριακούς ναούς. Όλοι οι κάτοικοι την Κυριακή στις 13 Φεβρουαρίου 1944, περίμεναν να χτυπήσουν οι καμπάνες, να πάει ο καθένας στην εκκλησία της ενορίας του. Όμως οι καμπάνες δεν χτυπούσαν. Οι γυναίκες ετοιμάστηκαν και περίμεναν. Οι Ανωγειανοί αλαφιάστηκαν. Όλοι αναρωτιούνται, γιατί δεν χτυπούν οι καμπάνες;
Τα μεσάνυχτα του Σαββάτου 12 Φεβρουαρίου, ξημερώνοντας Κυριακή 13, τα Ανώγεια κυκλώθηκαν από 1.600 στρατιώτες του τακτικού γερμανικού στρατού. Σκοπός τους ήταν να συλλάβουν τους επικεφαλής της Ανωγειανής Αντίστασης, επιλέγοντας μια μέρα όπου το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα.
Τους Γερμανούς, όπως συνέβαινε σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, συνόδευαν Κρήτες γερμανόφιλοι, με μοναδικό σκοπό να υποδείξουν αν οι όποιοι συλληφθέντες, ήταν εκείνοι που αναζητούσαν, αφού οι ίδιοι οι κατακτητές δεν τους γνώριζαν.
Η ηγετική ομάδα των Ανωγείων βρέθηκε μέσα στον κλοιό και αποσύρθηκαν σε μυστικές κρύπτες, περιμένοντας με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Ο Αρχηγός Στεφανογιάννης αποφάσισε να διαφύγει. Στην προσπάθειά του πιάστηκε από γερμανούς σκοπούς στην βορειοανατολική έξοδο των Ανωγείων. Οδηγήθηκε στο Σχολείο δεμένος πισθάγκωνα, όπου είχαν συγκεντρωθεί με τη βία οι Ανωγειανοί.
Με τα χέρια δεμένα πίσω προχωρεί. Το βήμα του είναι σταθερό. Προχωρεί αγέρωχος με το μέτωπο ψηλά. Δεν τα κατάφερε να ξεφύγει από τους διώκτες του. Χωρίς να γνωρίζουν ποιος είναι, τον οδηγούν εκεί που έχουν συγκεντρώσει τους χωριανούς του.
Στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου. Στρέφει το βλέμμα του γύρω. Τα σοκάκια του χωριού ξέρει ότι δεν θα τα ξαναδεί.
Το Περαχώρι, την Καβαλαριά, το Αρμί, το Μετόχι. Προχωρεί αγέρωχος με το κεφάλι ψηλά. Ο αγώνας θέλει θυσίες. Έτσι δεν έγραφε προ δυο μηνών στον αδερφό του το Στεφανογιώργη στη Μέση Ανατολή; Υπεράνω όλων είναι η Πατρίς…
«10 Δεκεμβρίου 1943, Αγαπητέ μου Γιώργη
Έμαθα με μεγάλη χαρά ότι έγινες καλά εμείς εδώ είμεθα καλά δεν θέλω να σκέφτεσε τίποτε για μένα η κατάστασης του χωριού και της περιφερείας πάει πολύ καλά ίσως καλίτερα από, ότι την άφισες για το σπίτι σου να μη στενοχωριέσε φροντίζω πάντοτε τα παιδιά είνε πολύ καλά ο Στεφανής είνε θηρίο ως επείσης και η Σηδερούλα με την διαφορά πος της μαθένει ο Στεφανής κάθε μέρα κενούργια γιμνάσια η Ελλένη επείσης είνε καλά και μη ακούσης από ότι σου γράφω διότι αι γυναίκες έτσι γράφουν πάντοτε.
Τον χαμόν του ατυχούς Γιανάκο σου γράφω, λεπτομέρειες θα σου πουν οι φίλοι μας ος επείσης μαζί με αυτόν εχάθη και ο Γιώργης του Σμπωκομανόλη ο Ατζαροθωδορής ο Κουναλομιχάλης ο Κουναλοβασίλης ο Γιαρουμπής του Πασβάνη ο γιος, του Βρεντζοβασίλη δύο του γιοι χωριανοί.
Αλά νε μεν ος συγγενής μας θα τους λειπηθούμε. αλά πρέπει και να γνορίζομεν ότι ο αγώνας θέλει και απετεί θισίες και γιαυτό πρέπει να μη μας κλονίζη τίποτε. Και κανένα άλο ζήτημα διότι υπεράνω όλων είνε η Πατρίς.
δεν έχω να σου γράψω άλο τίποτε χαιρετισμούς πολλούς εις όλους τους φίλους μας εάν συναντίσης τον Μιχάλην του δώσε πολλούς χαιρετισμούς.
Έχεις πολλούς χαιρετισμούς από την Χαρίκλειαν Ζαφειρένια από την Μητέρα από τα παιδιά από ένα ένα χωριστά και σου φιλούν το χέρι, του Ζαχάρι και του Στεφανή να στείλης πιστόλια γιατί μου δηλόνουν ότι θα σκοτόσουν τους προδότες και τους Γερμανούς».
Το ημερολόγιο δείχνει 13 Φεβρουαρίου 1944. Το προηγούμενο βράδυ που λυσσομανούσε η χιονοθύελλα στη Νίδα αποφάσισε να κατεβεί στα Ανώγεια. Μόνο για ένα βράδυ. Εκείνο το βράδυ διάλεξαν οι Γερμανοί να κυκλώσουν το χωριό. Πίστευαν ότι οι αντάρτες θα βρίσκονται στ’Ανώγεια. Έτσι τους είχαν πει οι συνεργάτες τους. Και δεν έκαναν λάθος.
Τα βήματά του γίνονται πιο σταθερά. Φτάνει στο σχολειό. Μόλις τον αντικρίζουν τα γυναικόπαιδα ξεσπούν σε ουρλιαχτά απόγνωσης. Δε περνά κάμποση ώρα και οι Γερμανοί μαθαίνουν την ταυτότητά του. Από τους «υπηρέτες» που τους ακολουθούσαν. Γιάννης Δραμουντάνης ή Στεφανογιάννης. Ο Αρχηγός! Η απόφαση λαμβάνεται αμέσως.
-Θα εκτελεστείς!!! του ανακοινώνει ο επικεφαλής.
Ο Στεφανογιάννης τον κοιτάζει κατάματα. Η ματιά του κατακεραυνώνει τον Γερμανό. Ο αξιωματικός τρομάζει και κάνει δυο βήματα πίσω. Σε λίγο όλα θα τελειώσουν. Αναλογίζεται τον σύντεκνό του Σήφη, (Ραλφ Στόκπριτζ) και αυτά που του ‘γραφε ένα μήνα πριν.
«3 Ιανουαρίου 1944 Αγαπητέ μου σύντεκνε Γιάννη
Χρόνια πολλά και ελεύθεροι το καινούριο έτος! Είλθαμε εδώ με μεγάλη δυσκολία, και κουρασθήκαμεν πάρα πολύ. Οι άνθρωποι έχουνε την διάθεσιν να μας βοηθήσουνε όπως έχουνε παντού στον Νομό Ρεθύμνης, δυστυχώς όμως δεν ευρήχνομεν τα μέσα και τις ευκολίες που είχαμε πάντοτε μαζί σας.
Η αλήθεια είναι ότι τα καλλίτερα λημέρια είναι τα δικά σας και ότι η καλλίτερη δουλειά γίνεται μαζί σας και με την στενήν συνεργασίαν σας. Αν μετά μερικές εβδομάδες το επιτρέπει ο καιρός, τότε η παλαιά παρέα-οι τρεις μας δηλαδή-θα γυρίσωμε να σας ευρούμε και να σας ζητήσωμεν την προστασίαν σας.
Από εκεί πάλιν θέλω μίαν ημέραν να σου σηκωθούμε ενωρίς και να πάμε κατ’ευθείαν στη πόλιν όλοι μας,-όχι από εδώ. Πάντως θα ιδούμε τι θα γίνη-και εν τω μεταξύ θα στενοχωριέμαι συνεχώς δια την παλαιάν μας συντροφιάν και συνεργασίαν.
Σου στέλνω σύντεκνε τον αγαπητόν μας Λ. Θέλω πρώτα να κανονίζη με τον Κον Μίτσον Κ να είναι εκεί στις 15 του μηνός δύο δοχεία βενζίνης έτοιμα και ένα φορτίον πορτοκαλλίων και θα στείλω κάποιον εκείνη την ημέραν να τα παραλάβη από εκεί. Θα σε παρακαλέσω λοιπόν να του γυρίζης τουλάχιστον το ένα μεγάλο δοχείον από επάνω μέχρι κάτω.
Ως αναφορά την άλλην δουλιά, ο λ θα σας ειπή πότε ακριβώς και που και πως. Περιμένω 4 μεγάλα κασόνια και ένα μικρόν με ένα μηχάνημα και διάφορα εργαλεία. Εκείνο σε παρακαλώ σύντεκνε αν φθάνει εν τάξει να το φυλάξης με μεγάλην προσοχήν σε κανένα στεγνό μέρος μέχρι να γυρίζομε εμείς. Δια τα άλλα πράγματα – περιμένω αρβύλες, ύφασμα, εσώρουχα και λοιπά.
Έχω σκοπόν να στείλω τρία παιδιά από δω την 6-7 του μηνός να σας βοηθήσουνε και να βαστούνε μερικά πράγματα εδώ όταν γυρίζουνε ολίγα θα είναι οπωσδήποτε και τα περισσότερα θα είναι για σας. Θα στείλω ένα δελτίον μαζί τους άμα φεύγουνε. Σήμερα δεν ευρίσκονται εδώ. Σας παρακαλώ να δώσετε δύο τρεις κώτες στο Λ. αν υπάρχουνε ακόμη στο χωριό.
Με πολλή αγάπη και νοσταλγίαν Σ».
Ζητά μια τελευταία χάρη από τον Γερμανό αξιωματικό. Να μην εκτελεστεί μπροστά στους χωριανούς του. Εκείνος δέχεται. Διατάζει να τον οδηγήσουν πιο κάτω. Προχωρεί. Γυρίζει και ρίχνει μια τελευταία ματιά στα παιδιά. Ο γιος του Ζαχάρης τον πλησιάζει. Τον αγκαλιάζει.
Με ένα νεύμα αυστηρό και μια κλωτσιά τον διώχνει. Ο αρχηγός Στεφανογιάννης δεν θέλει οι κατακτητές να κάνουν κακό στην οικογένειά του και προσπαθεί μ’αυτόν τον τρόπο να τον προφυλάξει. Να μην καταλάβουν ότι είναι γιος του.
Εκεί ήταν και η κόρη του Αρχηγού Ριρίκα (σύζυγος Γεωργίου Σκουλά). Δώδεκα χρονών κοριτσάκι. Με την φιλενάδα της Ελένη Σταυρακάκη (κόρη του Μερτζανοζαχαράκη, σύζυγο του Βασίλη Σκουλά). Είδαν όλη τη σκηνή. Είδαν τον Αρχηγό να πλησιάζει τον Γερμανό αξιωματικό και να του ζητά να αφήσει τους χωριανούς του ελεύθερους. Τα είδαν όλα και παραμένουν μέχρι σήμερα στη μνήμη τους.
Προχωρεί. Προχωρεί στον δρόμο του Χ Ρ Ε Ο Υ Σ. Και ξέρει. Κοιτάζει πίσω του. Οι δήμιοι τον ακολουθούν. Αυτή την τελευταία στιγμή κάτι τον βασανίζει. Δεν θέλει να τους κάνει τη χάρη να στηθεί απέναντί τους. Κοιτάζει την πλαγιά που απλώνεται κάτω. Και δεν διστάζει.
Σπρώχνοντας το σώμα του μπροστά κάνει τρία γοργά βήματα. Πέφτει στην κάτω πλαγιά με τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω του. Συνεχίζει και κάνει άλλα τρία βήματα να πέσει στην πιο κάτω «πεζούλα».
Αν τα κατάφερνε θα ξέφευγε των Γερμανών παρά το ότι ήταν δεμένα τα χέρια του. Κι εκεί στον αέρα, πριν προλάβουν να πατήσουν τα πόδια του στη γη, δέχεται νέους απανωτούς πυροβολισμούς. Οι σφαίρες διαπερνούν το σώμα του. Δολοφονείται πισώπλατα.
Είναι τα τρία τελευταία βήματα του Αρχηγού προς την Ελευθερία. Το τελευταίο βήμα είναι και το μετέωρο βήμα της λευτεριάς και του θανάτου. Πέφτει. Το κεφάλι του ακουμπά στη γη. Το σώμα του κείτεται άψυχο. Ένα ρυάκι κόκκινο αρχίζει να σχηματίζεται στο χιόνι. Στις πλαγιές του Ψηλορείτη μερικά πουλιά πετούν τρομαγμένα από το σάλαγο των πυροβολισμών.
Ο πρώτος που τρέχει κοντά του είναι ο γιος του ο Ζαχαρίας. Πέφτει στο χιόνι και τον αγκαλιάζει για δεύτερη φορά. Τώρα ο πατέρας του δεν μπορεί να τον διώξει. Και γίνεται ένα με το αίμα του πατέρα του. Του χαϊδεύει το πρόσωπο. Τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Δάκρυα για τον πατέρα του, δάκρυα για τη θυσία του, δάκρυα για την τιμή της ελευθερίας.
Πιάνει το κόκκινο χιόνι και το τρίβει στο πρόσωπό του. Ακουμπά το χέρι του πατέρα του και φωνάζει το όνομά του. Η κόρη του η Ριρίκα, ακούγοντας τους πυροβολισμούς, δωδεκάχρονη κοπέλα, βγάζει κραυγές απόγνωσης. Όλοι οι Ανωγειανοί καταλαβαίνουν. Ο Αρχηγός τους είναι νεκρός.
Ο θάνατος του Καπετάν Στεφανογιάννη, περιγράφεται με τους παρακάτω στίχους:
-Ε, σεις βουνά σωπάσετε και ουρανοί φρουκάστε
να σας ε πω για ένα νιο περίσσα αντρειωμένο.
Στη Νίδα αστράφτει και βροντά και ρίχνει μαύρο χιόνι
στο Περαχώρι καταχνιά, στ’Αρμί μια κατσιφάρα
Μετόχι και Καβαλαριά ξεροβοριάς βρυχιέται
κι όλα του κάμπου τα χωριά ειν’ βαροκαρδισμένα
τα πόρτεγά τους σφαλιχτά, τα μάνταλα στσι πόρτες
στα καλντερίμια σιγαλιά, κουβέντες δε γρικούνται
μηδέ γλεντοκοπούνε νιοι, σβηστοί οι ανηφοράδες.
Ο Χάρος καλικώθηκε, εβγήκε καβαλάρης
στ’Ανώγεια μέσα αντροπατεί γυρεύγει μουσαφίρη
-Χάρε νιαβέ, διαγουμιστή, Χάρε ήντα λογάσαι;
Μη θες κρασί, μη θες πιοτί, μη θες σρωμνιό κρεβάτι
να πέσεις να ξεκουραστείς ταχιά πάλι μισέψεις;
-Ούτε κρασί, ούτε πιοτί, ούτε στρωμνιό κρεβάτι
να πέσω να ξεκουραστώ την ταχινή μισέψω
πεσκέσι να μου φέρετε το Γιάννη Δραμουντάνη
αμέτε δασκαλέψετε να βγει πάνω στο μαύρο
να’ρθει να πάμε στα μακρά γιατί’ναι πομονάρης
εκεί που ο ήλιος δε κεντά, θάλασσα δε βγορίζει
στο δρόμο τ’απομισεμού στση λησμονιάς τα μέρη.
Κι ο Αρχηγός φρουκάστηκε στο Χάρο ομπρός προβαίρνει
ρίχνει τ’αέρα καμουτσιά κάθεται στο μπεγίρι
λέει του Χάρου σάλευγε, και συρμαγιά του δίνει
να μη σταθεί ούτε λεφτό μην αλαξοπατήσει
θέλει να φτάξει ογλήγορα στου Άδη το κονάκι.
-Χάρε παντέρμε, νταμουλά, Χάρε αβαρεσάρη,
ξεχωρισάρη, ανέγνωρε, λιατίφη δραγουμάνε,
Χάρε καθόλου μη ξαργείς…μη στέκεις…
μόνο βιάσου…
Έξι μήνες μετά. Ακριβώς έξι μήνες. 13 Αυγούστου 1944. Το χωριό παραδίδεται στις φλόγες και την καταστροφή. Ο Στεφανογιώργης, τρεις ημέρες νωρίτερα, στις 10 Αυγούστου 1944, στέλνει επιστολή στον Αρχηγό Χριστομιχάλη Ξυλούρη, (που αντικατέστησε τον Στεφανογιάννη και βρίσκεται με την Ανωγειανή Ομάδα στον Ψηλορείτη).
«10 Αυγούστου 1944, Αγαπητέ Σύντεκνε
Του Μανόλη το τραύμα, είναι πολύ σοβαρό υπάρχει κίνδυνος μεγάλος μέχρη να περάση ένα εξαήμερον, περιτονίτιδος και σας παρακαλώ να μας στείλεται χιώνη και αν υπάρχουν ενέσης δια την μόλυσην να μας στείλεται κανένα δύο, εγώ πρέπη να παραμύνο εδώ κατά απέτιση του Μιχάλη διότη βγάζο κάθε βράδη φρουρές γύρο από το χωργιό μέχρη να περάσουν μερικές ημέρες να δούμε την εξέλιξη του τραύματος,
τον κουμουνιστόν την ενέργειαν θα ξέρεται ότι έκαψαν το πλείστον αρχίον της οιποδιηκύσεος και τα ρέστα πράγματα και από τον σταθμό τα πύραν γενικός όλα.
Του Κωστακογιάνη να πης να πάι από το αγγαβανοπούση να πιάση το ρίφι που είναι εκή την παραμονή της παναγίας να το έχη στίλη στην χαρείκλεια διότη θα κάνομε το μνημόσυνο τότε και πρέπη να φροτίση τότε να το έχομε όπως δίποτε.
Με αγάπη Στεφανογιώργης».
Ο Στεφανογιώργης ζητά από τον Χριστομιχάλη χιόνι και ενέσεις μόλυνσης για τον τραυματία του σαμποτάζ της Δαμάστας Μανόλη Σπιθούρη – Νταμπακομανόλη. Ζητά ακόμη κι ένα ρίφι για την Χαρίκλεια
– Στεφανογιάννενα για το εξάμηνο μνημόσυνο του άντρα της Στεφανογιάννη. Το ρίφι να το πιάσει και να το στείλει στα Ανώγεια ο Ιωάννης Σμπώκος – Κωστακογιάννης.
Η παραγγελιά του Στεφανογιώργη στον Κωστακογιάννη μένει ανεκπλήρωτη.
… να πιάση το ρίφι και την παραμονή της Παναγίας να το έχει στίλη στη Χαρίκλεια διότη θα κάνομε το μνημόσυνο…
Δεν πρόλαβαν. Την παραμονή της Παναγίας, αντί του εξάμηνου μνημοσύνου του Στεφανογιάννη, το χωριό φλέγεται. Για τρίτη φορά στην ιστορία του. Πυρπολείται και ανατινάζονται τα σπίτια από έναν βάρβαρο στρατό. Αντί για μνημόσυνο, μαύροι πυκνοί καπνοί, υψώνονται στον ουρανό. Και έμεινε με το παράπονο η χήρα Χαρίκλεια Δραμουντάνη, που δεν μπόρεσε να κάνει το εξάμηνο μνημόσυνο του άντρα της.
Ο Βρετανός αξιωματικός Τζακ Σμιθ Χιουζ, στην Απόρρητη Έκθεση επί της δράσεως της SOE στην Κρήτη (1941-1945), στην σελίδα 46 γράφει μεταξύ άλλων:
«…μια πιο ενεργητική οργάνωση ήταν η οργάνωση των Ανωγείων την οποία επισκέφτηκε ο λοχαγός Ταμπάμπιν, τον Σεπτέμβρη του 1942. Έμεινεν έκπληκτος από την ενθουσιώδη φιλοξενία και το ενωμένο μέτωπο που παρουσίαζαν οι παπάδες, γιατροί, αξιωματικοί, κομμουνιστές και οι γέροντες του χωριού, κάτω από την αρχηγία του Ιωάννη Δραμουντάνη.
Ο Δραμουντάνης ήταν κτηνοτρόφος, τύπος Μπαντουβά, αλλά περισσότερο ανοικτόκαρδος. Τα Ανώγεια, ένα μεγάλο χωριό με ιστορικό παρελθόν όχι μόνο είχε την αρχηγία του Άνω Μυλοποτάμου, αλλά διέθετε, επίσης, αποικία στο Ηράκλειο και στο μεγαλύτερο μέρος του Νομού Ηρακλείου. Έτσι ήταν ένα θαυμάσιο κέντρο διανομής οδηγιών και προπαγάνδας…».
Από το πλούσιο αρχείο του Ζαχαρία Ιωάννου Δραμουντάνη, γιου του Στεφανογιάννη, ανασύραμε ένα έγγραφο που υπογράφει η Χαρίκλεια Δραμουντάνη. Γράφει η Χαρίκλεια για τον άντρα της:
«Ο άνδρας μου Γιάννης Δραμουντάνης Στεφανογιάννης υπήρξε ένας χαρισματικός και γοητευτικός άνδρας της εποχής του. Άνθρωπος γεμάτος ζωή και ζωντάνια με μεγάλο πατριωτικό φρόνημα, στηριζόμενος στις παραδόσεις του χωριού του και της οικογένειάς του.
Γι’αυτό όταν σκλαβώθηκε η Κρήτη και η Ελλάδα, δεν είχε κανένα δισταγμό να στραφεί αμέσως κατά του κατακτητού και να γίνει πρωτεργάτης της αντίστασης στην Κρήτη, γιατί πίστευε ότι χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει δημοκρατία και οικογενειακή ευτυχία.
Γι’αυτό αν και είχε έξι παιδιά, θυσίασε και τον εαυτό του και τα υπάρχοντά του στο βωμό της ελευθερίας και της δημοκρατίας χωρίς να υπολογίσει ποτέ ότι ο θάνατός του ήταν ελάχιστο τίμημα για την ελευθερία της πατρίδας του.
Γι’αυτό θυσίασε τον εαυτό του ως μάρτυρας και ως ήρωας μπροστά στα μάτια όλου του χωριού του, για να δείξει ότι η ελευθερία είναι το ανώτερο αγαθό της ζωής, πάνω από παιδιά και οικογένεια.
Χ. Δραμουντάνη».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος