(80 χρόνια από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41)
Συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Αυτός ο πόλεμος ξεκίνησε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, με όλα τα χαρακτηριστικά των επιτιθέμενων, που καλούνταν να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες διαχρονικά. Την άκρατη επιθυμία ενός λαού να καταλάβει την Ελλάδα, χωρίς αιτία και αφορμή. Πέρσες, Ρωμαίοι, Ενετοί, Άραβες, Τούρκοι, Ιταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι, με τα ίδια κίνητρα. Την κατάληψη της Ελλάδας και την υποδούλωση του Ελληνικού λαού.
Οι Έλληνες ξεχύθηκαν από κάθε γωνιά της χώρας, έτοιμοι να καταπνίξουν τις ιταλικές δυνάμεις που εισέβαλαν στα πάτρια εδάφη. Το προσκλητήριο ακούστηκε σε όλα τα χωριά και τους οικισμούς της επικράτειας.
Με γέλιο, με αισιοδοξία, με ενθουσιασμό, κίνησαν τα παλικάρια για το μέτωπο. Πάλεψαν με πολλούς εχθρούς. Με τους Ιταλούς, με το χιόνι, με το κρύο, με τη λάσπη, με την πείνα. Στο τέλος βγήκαν νικητές. Το τίμημα ήταν βαρύ. Αξιωματικοί νεκροί 604, εξαφανισθέντες 7, σύνολο 611. Στρατιώτες νεκροί 11.307, εξαφανισθέντες 1.335, σύνολο 12.642.
Μεγάλο μέρος των νεκρών και αγνοούμενων ήταν Κρητικοί. Σ’αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι στρατιώτες που χάθηκαν στην προσπάθεια επιστροφής τους στην Κρήτη, όταν τα πλοιάρια που τους μετέφεραν βυθίζονταν από το πολεμικό γερμανικό ναυτικό στα νερά του Αιγαίου και του Κρητικού Πελάγους. Ενδεικτικά, παρουσιάζουμε τη θυσία έξι (6) Κρητικών παλικαριών, έξι ηρώων:
-
Χλειουνάκης Ιωάννης του Εμμανουήλ, Βιάννος
Γεννήθηκε στη Βιάννο το έτος 1918. Παιδί του Μανόλη Χλειουνάκη από το χωριό Βρύσες Αμαρίου και της Μαρίας Αγαπάκη από τη Βιάννο. Παππούς του Ιωάννη Χλειουνάκη ήταν ο καπετάν Σπυρίδος, (Αγαπάκης), Οπλαρχηγός των Κρητών Επαναστατών στους απελευθερωτικούς πολέμους. Ο Γιάννης Χλειουνάκης ήταν ένα από τα δεκαέξι παιδιά της οικογενείας του. Τελείωσε το Γυμνάσιο Βιάννου με άριστα και ήταν το μόνο από τα έντεκα αδέρφια που σπούδασε (δάσκαλος στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου).
Όταν τελείωσε τις σπουδές του στρατεύτηκε για μικρό χρονικό διάστημα (λόγω πολυτεκνίας). Αγάπησε την Ειρήνη Σηφάκη και σε ηλικία δεκαεννέα ετών την παντρεύτηκε και απέκτησε ένα κορίτσι, τη Μαρία Χλειουνάκη. Το έτος 1940 ανέμενε τον διορισμό του. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, επιστρατεύτηκε με τον βαθμό του λοχία, στο 43ο Σύνταγμα Κρητών. Πήρε μέρος στον πόλεμο. Σκοτώθηκε στην Κορυτσά, στις 6 Ιανουαρίου 1941.
Η ανιψιά του Μαρία Χλειουνάκη Μαστρογιωργάκη, το έτος 2016, αφηγείται για τον θείο της: «…ο παππούς μου ήταν από τις Βρύσες Αμαρίου. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, την κόρη του Καπετάν Σπυρίδω, και έκαναν δεκάξι παιδιά. Από τα δεκάξι, τους ζήσανε τα έντεκα. Έγινε δάσκαλος, αλλά δεν πρόλαβε να πάει σε σχολείο γιατί οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Ο παππούς μου άνοιξε ένα μαγειρείο στη Βιάννο και πήγαιναν πολλοί και τρώγανε.
Δάσκαλοι, καθηγητές, υπάλληλοι, κόσμος περαστικός, πολλοί. Ήταν η πρώτη ταβέρνα της Βιάννου. Καμάρωνε για το γιο του το Γιάννη, γιατί οι καθηγητές του Γυμνασίου του λέγανε ότι ήταν άριστος μαθητής. Θα βγω στη ζητιανιά, να σπουδάσω το παιδί μου, έλεγε. Και σπούδασε ο Γιάννης δάσκαλος. Αυτό ήθελε. Και καμάρωνε η οικογένεια, για τον ένα και μοναδικό σπουδασμένο που είχε.
Παντρεύτηκε και έκαμε ένα παιδί, τη Μαρία, αλλά η γυναίκα του η Ειρήνη πέθανε από φυματίωση το 1938. Όταν έγινε η επιστράτευση και καλέσανε στρατιώτη το Γιάννη, στο σπίτι του παππού μου έγινε θρήνος. Σα να το ξέρανε όλοι ότι δε θα ξαναγυρίσει. Ο παππούς μου είχε και ένα καλό μουλάρι, το καλύτερο της Βιάννου, Μπιρμπίλω τη λέγαμε, το πήρε κι αυτό ο Ελληνικός στρατός.
Ούτε ο Γιάννης μας γύρισε, ούτε το μουλάρι. Μας είπαν ότι το μουλάρι έμεινε στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Όταν ήρθε το μαντάτο του χαμού του Γιάννη στη Βιάννο, έγινε μεγάλος θρήνος. Έξι αδερφές και τέσσερα αδέρφια κλαίγανε στο σπίτι, η γιαγιά μου η Μαρία και ο παππούς μου αμίλητος.
Η μια του αδερφή, η Ελένη, είχε ωραία φωνή, τραγουδούσε όμορφα και γλυκά και έλεγε του Γιάννη μοιρολόγια. Λένε πως πολλοί Βιαννίτες, που πήγανε στο σπίτι του παππού μου για να του συμπαρασταθούν, από τα μοιρολόγια της Ελένης λιποθυμούσαν. Ο παππούς, σκληρός άνθρωπος, οπλαρχηγός, πήρε μέρος σε πολέμους με τους Τούρκους, δεν το ξεπέρασε ποτέ. Αρρώστησε, δεν έβγαινε από το σπίτι και σε λίγο καιρό πέθανε…».
-
Κριτσωτάκης Νικόλαος του Ευσταθίου, Νεάπολη Λασιθίου
Ο Νικόλαος Κριτσωτάκης γεννήθηκε στη Νεάπολη Λασιθίου το 1913. Οι γονείς του ήταν ο Ευστάθιος και η Μαρία. Η οικογένεια του Ευστάθιου Κριτσωτάκη είχε ακόμη τέσσερις κόρες και δυο αγόρια. Την Αργυρώ, την Ελένη (δασκάλα), τη Σοφία, την Καλλιόπη, τον Γιώργο και τον Βαγγέλη.
Ο Νικόλαος Κριτσωτάκης διορίστηκε δάσκαλος στο Δημοτικό Σχολείο Φουρνέ Χανίων. Πήρε μαζί του την αδερφή του Αργυρώ για να τον βοηθά τους πρώτους μήνες της εγκατάστασής του. Η αδερφή του παντρεύτηκε από το Φουρνέ και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.
Ο ίδιος αρραβωνιάστηκε την Δήμητρα Φραγκομιχελάκη από το ίδιο χωριό. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Νικόλαος Κριτσωτάκης επιστρατεύεσαι και υπηρετεί στο 43ο Σύνταγμα Πεζικού. Εγκαταλείπει το σχολείο και την αρραβωνιαστικιά του Δήμητρα. Στις 24 Ιανουαρίου 1941, φονεύεται στη μεγάλη επίθεση των Ελλήνων κατά των Ιταλών στο χωριό Άρτζα Ντι Σόμπρα. Η ανιψιά του Αικατερίνης Μπριτζολάκη-Αποστολάκη, στον Φουρνέ Χανίων στις 18 Αυγούστου 2018, αναφέρει για τον θείο της:
«…η μητέρα μου Αργυρή ήταν αδερφή του Νίκου. Όταν ήρθε ο θείος μου δάσκαλος εδώ στο Φουρνέ, τον ακολούθησε. Ήταν άντρας και ήθελε να τον βοηθήσει στην εγκατάστασή του. Ο Νίκος ήταν ψάλτης στην εκκλησία στη Νεάπολη και καλό παιδί. Ευγενικός και όμορφος νέος.
Εδώ στο Φουρνέ αρραβωνιάστηκε την Δήμητρα Φραγκομιχελάκη, αλλά ο Θείος δεν ήθελε να τελειώσει με γάμο. Όταν έγινε ο πόλεμος με τσι Ιταλούς, ο Νίκος έφυγε να πάει να πολεμήσει. Δεν εγύρισε ποτέ. Μάθαμε ότι σκοτώθηκε στις 24 του Φλεβάρη το 1941…».
Για τον Νικόλαο Ευσταθίου Κριτσωτάκη, στην τέλεση του μνημοσύνου των σαράντα ημερών, ο παππούς του Νικόλαος Γεωργίου Κριτσωτάκης έγραψε και απήγγειλε στον ιερό ναό Μεγάλης Παναγίας Νεάπολης, τους παρακάτω στίχους:
Σκίσου καρδιά μου σκόρπισε, γίνου χίλια κομάθια,
πράγμα που δεν ελόγιασα, είδαν τα δυο μου μάθια.
Κλάψετε μάθια κλάψετε, ως ότου να μπορείτε,
τον Νίκο τον πρωτέγγονο, δεν θα τον ξαναδείτε.
Κλάψετε όλοι κλάψετε, όλοι μικροί μεγάλοι,
ο Νίκος δεν θα ξαναβγεί, στ’ αναλογιό να ψάλλει.
Όταν ακούω άλλη φωνή, στ’ αναλογιό να ψάλλει,
ακούω πόνο στη καρδιά και ζάλη στο κεφάλι.
Νίκο μας ψάλτη δάσκαλε, τι ήτανε γραφτό σου,
στης Αλβανίας τα βουνά, να βρεις το θάνατό σου.
Στης Αλβανίας τα βουνά,
στους βράχους τα χαράκια,
επέσατε Νικάκι μου
έντεκα χωριανάκια.
Στης Αλβανίας τα βουνά,
στους βράχους και στα χόρτα,
θα κάνετε Νικάκι μου,
Χριστούγεννα και Φώτα.
Αρχιμηνιά κι αποκριές
Χριστούγεννα και Πάσχα,
μονάχοι με τον ήλιο σας,
φεγγάρι και με τ’άστρα.
Εκεί θα ψάλλεις Νίκο μου
και το Χριστός Ανέστη,
εκεί ’χτισες το σπίτι σου,
χωρίς πέτρες κι ασβέστη.
Κι εκεί θε νά ‘σαι πάντοτε,
κι εκεί πάντοτε θά ‘σαι,
Φουρνέ ούτε Νεάπολη,
καθόλου δε θυμάσαι.
Άραγε να θυμήθηκες
τ’ αραβωνιάσματά σου,
την ώρα που ξεψύχαγες
και νέκρωνε η καρδιά σου.
Ποτέ σου δεν θα πιάσεις πια,
της Δήμητρας τη χέρα,
ούτε και των γονέων της,
θα πεις μια καλημέρα.
Παρακαλούμε πρόβαλε,
στον ύπνο να σε δούμε,
κι απάληνε τον πόνο μας,
να παρηγορηθούμε.
Να πας και στους γονέους σου,
που κλαίνε και στενάζουν,
που ήτανε ο πόθος τους να σε καλοσπουδάσουν.
Να δεις και τ’αδελφάκια σου,
πουν’ όλα λυπημένα,
που από μεγάλα ως τα μικρά ειν΄μαυροφορεμένα.
Ποτέ πια δεν ελπίζουμε,
Νίκο μας να σε δούμε,
εκτός μόνο στον ύπνο μας,
εάν σ’ονειρευτούμε.
Παρακαλούμε τον Θεό,
Χριστό και Παναγία,
να μας σε δίνει υπομονή, αγάπη και υγεία.
Ώστε να σε θυμούμαστε,
σε όλη τη ζωή μας,
για την Πατρίδα έπεσες
και είναι προς τιμή μας.
-
Περράκης Νικόλαος του Βασιλείου, Δαμάστα
Για τον Νικόλαο Περράκη, ο Νικόλαος Χαρίδημου Σαρρής στο βιβλίο του «Η Δαμάστα στο πέρασμα του χρόνου», Αθήνα, Αύγουστος 1994, αφιερώνει με σεβασμό στη μνήμη του λίγους στίχους:
Κι αυτός εξαφανίστηκε γυρίζοντας οπίσω
του Θεοφανοβασίλη ο γιος που τον ελέγαν Νίκο.
Άνδρας διπλός, στημονερός,
γενναίο παλικάρι
δυο αδερφάδες κι οι γονείς
είχαν σ’αυτόν τα θάρρη.
Ηρωικά πολέμησε στην Αλβανία πέρα
με τόση κοσμοχαλασιά
δεν τ’άγγιξε μια σφαίρα.
Ξεκίνησε μ’ άλλους πολλούς
το Αιγαίο να περάσει
κι όσο πιο γρήγορα μπορεί στην Κρήτη για να φτάσει.
Μ’ένα καΐκι προχωρούν
στα Κύθηρα βαδίζουν
και τ’ Αντικύθηρα θωρούν
να τους καλωσορίζουν.
Σ’ εκείνο το αναμεσός η θάλασσα ανοίγει καΐκι, άνδρες πράγματα, όλα τα καταπίνει.
Δεν πήγαν από θάλασσα πολυφουρτουνιασμένη
μόνο από βόμβα Γερμανού καλοσημαδεμένη.
Ήταν δεκάδες χωριανοί πέρα στην Αλβανία
τα στήθη τους στου Ιταλού πρόσταξαν τη μανία.
Σ’αυτό το έπος το ένδοξο
κανείς δεν εσκοτώθη
κι ας πολεμούσαν κάποτε
ώρες πολλές ολόρθοι.
Μα του Αιγαίου η θάλασσα
η γλυκοκυματούσα
δυο χωριανούς μας κράτησε
’πο κείνους που γυρνούσαν.
Δυο χωριανούς που είχανε
γενναία πολεμήσει
άρπαξε και στα σπλάχνα της
έχει για πάντα κλείσει.
Αγκαλιασμένοι στο βυθό
φέραν την αγγελία
πως νίκησαν οι Έλληνες
πάνω στην Αλβανία.
-
Πατσάκης Ανδρέας του Ιωσήφ, Πατσιανός Χανίων
Για τον Ανδρέα Πατσάκη από τον Πατσιανό Σφακίων, ο Γεώργιος Μ. Μανουσέλης, στο βιβλίο του «Καλλικράτης Σφακίων μαρτυρικό χωριό», Χανιά 2010, στις σελίδες 257-258 γράφει:
«Ο Πατσάκης Ανδρέας γεννήθηκε στον Καλλικράτη Σφακίων της Κοινότητας Πατσιανού Σφακίων το 1916. Ήτο πτυχιούχος Διδασκαλείου. Διορίστηκε δάσκαλος στο νομό Ρεθύμνης. Ενώ υπηρετούσε ως ανθυπολοχαγός το έτος 1940 σκοτώθηκε ή αιχμαλωτίστηκε κοντά στην Αυλώνα, ενώ πολεμούσε ηρωικά.
Όπως δηγηθήκανε συμπολεμιστές του που επιζήσανε, η δύναμη του Λόχου του έκανε απόβαση από την Κέρκυρα στην Αυλώνα. Άλλες δυνάμεις ελληνικές από την Ήπειρο, θα έκαναν συνδυασμένη επίθεση για να αποκόψουν τμήμα των Ιταλών. Οι χερσαίες όμως ελληνικές δυνάμεις καθυστερήθηκαν από τον εχθρό.
Τότε τα πυρά των Ιταλών στράφηκαν εναντίον των αποβιβασθέντων. Αγωνίστηκε η δύναμη του Πατσάκη με πείσμα. Αναγκαστήκανε να περιοριστούν σ’ ένα ύψωμα (λόφο) γιατί βρεθήκανε προ συντριπτικά μεγαλυτέρων ιταλικών δυνάμεων. Οι στρατιώτες του Πατσάκη έπεσαν οι περισσότεροι στο ύψωμα.
Από τους μαχόμενους ένας στρατιώτης που έβλεπε τον άνισο αγώνα φώναξε στον Πατσάκη: Κύριε ανθυπολοχαγέ να παραδοθούμε. Τότε φώναξε ο ήρωας Πατσάκης: ΟΧΙ δε θα παραδοθούμε, αλλά θα πολεμήσομε μέχρι ενός. Από τότε αγνοείται η τύχη του.
Επίσημα στοιχεία της Στρατολογίας Χανίων το 1960 είναι: Πατσάκης Ανδρέας του Ιωσήφ και της Καλλιόπης, γεννηθείς το έτος 1916 κλάσεως 1937 εν Καλλικράτει (Πατσιανού) Σφακίων, την 24/11/1940 υπηρετών ως έφεδρος Ανθ/γός Πεζικού εις 10ον Σύνταγμα Πεζικού, εξηφανίσθη εν Αλβανία μεσούντος του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ο ανωτέρω είχε καταταγεί προς εκπλήρωσιν των υποχρεώσεών του εις τον στρατόν την 7/4/1938 και έκτοτε υπηρέτει συνεχώς μέχρι της ημερομηνίας της εξαφανίσεώς του.
Ήτο ο τελευταίος απόγονος (ο πατέρας του δεν είχε άλλο αδελφό, ούτε παιδί) της ιστορικής οικογένειας Πατσών, από την οποία οικογένεια πήρε το όνομα το χωριό Πατσιανός…».
Η ΔΙΣ, στο βιβλίο “Αγώνες και νεκροί 1940-1945”, στη σελίδα 39 σημειώνει:
«Πατσάκης Ανδρέας. Έφεδρος Ανθυπολοχαγός. Γεννήθηκε στον Πατσιανό Σφακίων Χανίων, του 10ου ΣΠ. Φονεύθηκε στην περιοχή Αγίων Σαράντα – Κονισπόλεως στις 24 Νοεμβρίου 1940».
-
Κυριακάκης Γεώργιος του Βασιλείου, Σταυράκια Μαλεβυζίου
Ο Γεώργιος Κυριακάκης ήταν παιδί του Βασίλη και της Κλεάνθης. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, έκτιζε το σπίτι του στο χωριό του Σταυράκια για να παντρευτεί. Επιστρατεύτηκε και στις μάχες με τους Ιταλούς, έδειξε αυταπάρνηση και ηρωισμό.
Μετά τη λήξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Απρίλιο του 1941, με άλλους Κρητικούς κατευθύνθηκαν στον Πειραιά, αναζητώντας καράβι για την επάνοδό τους στην Κρήτη.
Με την κατάληψη της Αθήνας από τους Γερμανούς (27 Απριλίου 1941), πιάστηκε αιχμάλωτος. Οδηγούνταν καθημερινά στις αγγαρείες. Στην έναρξη της επιχείρησης “Ερμής”, (κατάληψης της Κρήτης), οι Γερμανοί μετέφεραν στρατεύματά τους στο νησί με καράβια.
Σ’αυτά επιβίβαζαν και αριθμό αιχμαλώτων Κρητικών, ως αποτροπή καταβύθισης των πλοιαρίων από τα συμμαχικά πλοία και αεροπλάνα.
Σε ένα πλοίο οδηγήθηκε και ο Γεώργιος Κυριακάκης. Στη διαδρομή οι σύμμαχοι βύθισαν το σκάφος. Ο Γεώργιος Κυριακάκης πάλεψε πολλές ώρες με τα κύματα. Δεν τα κατάφερε. Πνίγηκε μπροστά στα μάτια συντρόφου του από το χωριό Αθάνατοι.
Ο σύντροφός του επέζησε και επέστρεψα στους Αθανάτους. Στη μητέρα του Κλεάνθη (Κουβιδάκη) δόθηκε τιμητική σύνταξη. Τα χρήματα της σύνταξης η χαροκαμένη μητέρα τα φύλαγε. Και όταν συγκεντρώθηκε ένα σεβαστό ποσόν, έχτισε στα Σταυράκια τον ναό του Αγίου Γεωργίου (σημερινό νεκροταφείο) στη μνήμη του παλικαριού της, του Γεωργίου Κυριακάκη.
-
Μανουσακάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ, Άγιος Κωνσταντίνος Ρεθύμνου
Ο Γεώργιος Μανουσακάκης γεννήθηκε στον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνου το 1916.
Τελείωσε την Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου το 1936. Το 1937 κατετάγη ως υποψήφιος έφεδρος Ανθ/γός Πεζικού στη σχολή Εφ. Αξιωματικών στην Κέρκυρα. Στις 23 Δεκεμβρίου 1940, έπεσε μαχόμενος στο ύψωμα 1220, στο Φράταρι Αλβανίας.
Γονείς του ήταν ο Μανώλης Μανούσακας και η Αργυρένια το γένος Παπαδάκη. Αδέλφια του ο Μανούσος, ο Γιάννης, ο Στέλιος, ο Μιχάλης, η Ελένη, η Ευαγγελία και η Θεοφίλη. Στην έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρετούσε ως δάσκαλος στο χωριό Αγία Σεμνή Ηρακλείου.
Για τον Γεώργιο Μανουσακάκη, ο Γιάννης Ηλιάκης στην εφημερίδα ΡΕΘΕΜΝΟΣ στις 11 Δεκεμβρίου 2014, παρουσίασε ένα έγγραφο του Π. Δημητριάδη, Διοικητή του Τάγματος που υπηρετούσε ο ηρωικός νεκρός, με ημερομηνία 2.1.1941:
«Κύριε Βανδαράκη
Δεν γνωρίζω τον βαθμόν συγγενείας σας με τον Αν/γόν Μανουσακάκην Γεώργιον του 7ου Λόχου του υπ’εμέ 11/52 τάγματος. Σας γνωρίζω όμως καίτοι με λυπεί το σκληρόν τούτο καθήκον ότι έπεσεν ηρωϊκώτατα μαχόμενος την 14.30 ώραν της 23/12/40 εις την έφοδον προς κατάληψιν του υψώματος 1220 βληθείς καιρίως και δια χειροβομβίδος και δια σφαίρας πολυβόλου.
Εν τω προσώπω του διέκρινα και διεπίστωσα την ανδρείαν και αυτοθυσίαν των Κρητών και εν τη Ιστορία του 11/52 τάγματος ο ένδοξος νεκρός θα καταλάβει μίαν των εκλεκτών σελίδων της. Προέτεινα όπως η οικογένειά του τύχει της ηθικής αμοιβής του πεσόντος εν πολεμώ Ανθ/γού και το χρυσούν αριστείον ανδρείας.
Μετά πάσης τιμής
Π. Δημητριάδης».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος