Με διαταγές και των τεσσάρων Γερμανών Διοικητών του «Φρουρίου Κρήτης» Στούντεντ, Αντρέ, Μπρώυερ και Μίλερ τα έτη 1941-1944, καθορίστηκαν οι όροι καταναγκαστικής εργασίας των Κρητών στα οχυρωματικά έργα των Γερμανών. Σκοπός των κατοχικών δυνάμεων και των αξιωματούχων, ήταν να καταστήσουν την Κρήτη βάση για τις εξορμήσεις τους στη Μέση Ανατολή, στις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας και την εκστρατεία που προετοίμαζαν στη Ρωσία.
Καθόρισαν τον αριθμό των εργατών με την αναλογία ένα (1) προς δέκα (10) στο σύνολο των κατοίκων. Από την καταναγκαστική εργασία δεν εξαιρούνταν κανείς, αφού στις διαταγές των Γερμανών Διοικητών τονιζόταν ότι: «υποχρέωση εργασίας έχει όλος ο πληθυσμός ανεξαρτήτου επαγγέλματος ηλικίας και φύλου». Αργότερα και μετά από την παρέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, καθόρισαν ως όριο ηλικίας το 16ο έτος για τους εργάτες.
Με την καταναγκαστική εργασία, κατασκευάστηκαν στην Κρήτη όλα τα οχυρωματικά έργα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του γερμανικού κατοχικού στρατού.
Οι κατακτητές έδωσαν προτεραιότητα στα αεροδρόμια Μάλεμε στα Χανιά, Ηρακλείου, Τυμπακίου, Καστελλίου Πεδιάδος στον νομό Ηρακλείου και στα λιμάνια Σούδας και Ηρακλείου.
Χιλιάδες εργάτες οδηγούνταν καθημερινά στα έργα, δουλεύοντας από το πρωί ως το βράδυ, υποσιτιζόμενοι, με συνεχείς ξυλοδαρμούς, άλλοτε κάτω από συνεχή βροχή και άλλοτε κάτω από ανυπόφορη ζέστη.
Ο Παναγιώτης Σαριντζώτης από το χωριό Αμουργέλλες, σε ένα χειρόγραφο σημείωμα δεκαπέντε σελίδων που έγραψε το έτος 1970, περιγράφει τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες του ως καταναγκαστικός εργάτης σε ηλικία 13 ετών στα έργα του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου.
Στο χειρόγραφό του, ο Παναγιώτης Σαριντζώτης γράφει μεταξύ άλλων:
«…ξεκινώντας ένα οδοιπορικό, στις μαύρες εκείνες ημέρες της κατοχής από τα Γερμανικά στρατεύματα, θα περιγράψω μερικά στιγμιότυπα, που έζησα τις ημέρες εκείνες.
Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη, το Μάιο του 1941 και η ζωή αλλάζει στον τόπο μας. Είναι θέρος και οι Γερμανοί λεηλατούν τον τόπο.
Παίρνουν το σιτάρι από το αλώνι, κάνουν επίταξη τα βόδια, τα έσφαζαν και τα έτρωγε ο στρατός.
Η ζωή, όσο περνά ο καιρός, γίνεται και πιο δύσκολη. Όλοι οι Έλληνες είναι επιταγμένοι, να δουλεύουν στα κατά τόπους αεροδρόμια. Οι Ηρακλειώτες πάνε στα καταναγκαστικά έργα των τριών αεροδρομίων, Ηρακλείου, Καστελλίου και Τυμπακίου.
Η Κοινότητά μας, που ήταν ο Πατσίδερος τότε, πήγαινε στο Καστέλλι.
Ο Πρόεδρος έκανε κατάσταση με τα ονόματα 40 ατόμων, από τα τέσσερα χωριά, Πατσίδερο, Στείρωνα, Πανόραμα και Αμουργέλλες και τα έστελνε στο Καστέλλι. Τους άλλαζε κάθε 15 μέρες.
Ο πατέρας μου έκανε τη δική του δεκαπενταμερία και εγώ, μόλις 13 ετών, έκανα ξένες δεκαπενταμερίες και με πλήρωναν 10 οκάδες κριθάρι για 15 ημέρες. Από αυτούς ήταν ο Καραβασίλης, ο Ν. Φετφατζής, ο Φάρας. Εγώ έπρεπε να γίνω 16 χρονών, για να κάνω δική μου δεκαπενταμερία.
Αρχίζει η σκληρή δουλειά. Οι μεγάλοι δούλευαν στο νταμάρι, έσπαζαν και φόρτωναν πέτρες, εμείς οι μικροί, μας πήγαιναν και μαζεύαμε ελιές, γύρω από το αεροδρόμιο.
Το χωριό μας, οι Αμουργέλλες, μέναμε σ’ ένα χωριό τον Καρδουλιανό, στο σπίτι του Δημήτρη Μπουγκά. Το χωριό αυτό ευρίσκεται χίλια μέτρα από το Καστέλλι.
Για να φθάσουμε από Αμουργέλλες Καρδουλιανό με τα πόδια, σηκώνοντας ρούχα για ύπνο και τρόφιμα, είναι 25 χιλιόμετρα. Το σπίτι που μέναμε, είχε οντά με σανίδια και η ψείρα είχε πέραση. Μόλις πηγαίναμε καθαροί, γεμίζαμε ψείρα. Πολλές φορές τελείωναν και τα τρόφιμα τις τελευταίες μέρες. Ψείρα και πείνα, ήταν ανυπόφορη.
Οι Γερμανοί, δεν έμεναν ικανοποιημένοι από τη δουλειά μας, λόγω εξάντλησης και έπεφτε και ξύλο. Στο Καστέλλι, στο αεροδρόμιο, δούλεψα στα τρία μαύρα χρόνια δεκαπέντε δεκαπενταμερίες με την ίδια κατάσταση.
Σε μια δεκαπενταμερία μας τέλειωσαν τα τρόφιμα τρεις μέρες πριν το τέλος και η πείνα ήταν ανυπόφορη, πηγαίνοντας στη δουλειά, στις ελιές, τρώγαμε τις ελιές σαν σταφίδα. Φεύγοντας από την αγγαρεία για να επιστρέψουμε στο χωριό μας, περάσαμε από το χωριό Βόνη. Συνταξιδεύαμε με ένα συνήλικό μου, τον Κυριάκο Μαυρόπουλο.
Φτάνοντας στο χωριό Βόνη, δεν πήγαινε άλλο, από την πείνα, δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε. Αποφασίσαμε να γυρέψουμε κανένα κομμάτι ψωμί. Ο Κυριάκος ήταν ντροπιάρης και έστειλε εμένα.
Εγώ άφησα την ντροπή στην μπάντα και χτύπησα σε μια πόρτα. Μου άνοιξαν οι άνθρωποι και λέω: «δώσε μου λίγο ψωμί να φάμε, διότι ερχόμαστε από την αγγαρεία και δεν μπορούμε να πάμε στο χωριό μας». Η γυναίκα αναστέναξε και μου είπε με δακρυσμένα μάτια: «Αχ παιδί μου!
Δεκαπέντε μέρες έχομε να φάμε ψωμί, αν θες να σου δώσω μερικά χαρούπια, από τούτα –να- τρώμε και μεις παιδί μου». Την ώρα που μπήκα στο σπίτι είχαν ένα σωρό χαρούπια στη μέση του σπιτιού και τα διαλέγανε, τα καλά για να φάνε αυτοί και τα σκάρτα τα δίνανε στους χοίρους.
Από τα καλά μου έδωσε μερικά και έφυγα, πήγα κοντά στον Κυριάκο και του είπα, ότι αντίκρισα στο σπίτι αυτό. Περπατώντας στο δρόμο σιγά- σιγά και τρώγοντας τα χαρούπια μου λέει ο Κυριάκος: « Ρε! Δεν είναι σαν καραμέλες;». Τρώγοντας τα χαρούπια δυναμώσαμε και σιγά- σιγά φθάσαμε στο χωριό…
Ήταν χειμώνας το 1944, Γενάρης μήνας. Οι Γερμανοί ζητούν απόντες από τις καταστάσεις, που έστειλε ο Πρόεδρος για αγγαρεία. Απόντες ήταν μερικοί χωριανοί, που είχαν βγει στο βουνό για αντίσταση. Από αυτούς ήταν ο Δημήτριος Γκαγκάς Γ., Τερζάκης Ιωάννης Γ., Νικόλαος Πραματευτάκης και άλλοι.
Μια μέρα έφθασαν στο χωριό οι Γερμανοί για να πιάσουν τους απόντες, μα αυτοί έλειπαν στο βουνό και έπιασαν άλλους, όποιους βρήκαν, μεταξύ αυτών κι εγώ. Οι πολλοί το έσκασαν κι έφυγαν. Να αναφέρω ονόματα κρατουμένων: Παναγιώτης Σαριντζώτης, Κωνσταντίνος Γενίτσαρης, Κωνσταντίνος Γ. Χατζηβασίλης, Ανδρέας Μακριδάκης.
Συνοδεία οι Γερμανοί με τα όπλα, με τα πόδια, μας πήγαν στο Καστέλλι στο Φρούραρχο, όπου και διέταξε την κράτησή μας. Μας πήγαν στο χωριό Βαρβάρω, που είναι πολύ κοντά στο αεροδρόμιο. Εκεί είχαν στρατόπεδο συγκεντρώσεως, από εκεί έπαιρναν πότε- πότε κι ένα και τον εκτελούσαν, προς γνώση και συμμόρφωση όλων.
Μέσα στο στρατόπεδο ήταν το σχολείο του χωριού, εκεί είχαν φέρει και από άλλα χωριά και θα ήμασταν απάνω από 100. Εκεί μας είχαν τρεις μέρες χωρίς τρόφιμα και νερό και περιμέναμε την ώρα για εκτέλεση. Τα βράδια έκανε πολύ κρύο και σωριαζόμασταν όλοι μαζί και ζεσταινόμασταν λίγο. Είχαν βγάλει από τα παράθυρα, τα πατζούρια και τα τζάμια. Μετά από τρεις ημέρες, ήρθε ο Φρούραρχος του αεροδρομίου ένα απόγευμα, μας μίλησε μέσω διερμηνέα και μας είπε: «Η δεύτερη φορά δε χαρίζεται, θα πηγαίνετε για εκτέλεση». Μήνυμα και αυτό το βράδυ μέσα.
Αυτό το βράδυ ήταν το χειρότερο απ’ όλα. Κατά τα μεσάνυχτα ήρθαν Εγγλέζικα αεροπλάνα και βομβάρδιζαν το αεροδρόμιο, έπαιζαν οι σειρήνες, έπεφταν βόμβες, έριξαν πυρσούς με αλεξίπτωτα και έλαμπε ο κόσμος. Έπεσαν βόμβες σε αποθήκες βενζίνης με βαρέλια, πήραν φωτιά και έσκαγαν στον αέρα, όλο εκείνο το βράδυ ήταν μια κόλαση. Ευτυχώς δεν έπεσαν οι βόμβες απάνω μας, μόλις 200 μέτρα δίπλα μας έπεσαν και το σχολείο κουνιόταν, σα να γίνεται σεισμός.
Το πρωί αυτής της μαύρης νύχτας μας πήγαν στη δουλειά στα νταμάρια και σπάγαμε πέτρες με την βαργιά και φορτώναμε τα βαγόνια του συρμού. Με τις πέτρες έχτιζαν φυλάκια και έκαναν καλντερίμια για να μη λασπώνουν οι διαδρόμοι των αεροπλάνων.
Σε μας που ήμαστε κρατούμενοι, μας έφερναν κάθε μεσημέρι φασολάδα. Η κάθε μερίδα είχε δέκα έως δεκαπέντε φασόλες και λίγη κουραμάνα. Μετά από 5 ημέρες, ο Πρόεδρος από τον Πατσίδερο έστειλε αντικαταστάτες και έτσι μας άφησαν και φύγαμε. Το βάλαμε στα πόδια για το χωριό. Φτάνοντας στο χωριό Χουμέρι μπήκαμε σε ένα περβόλι γεμάτο λάχανα, κόψαμε από ένα ο καθένας, καθίσαμε λίγο πιο πάνω από το χωριό και τα φάγαμε.
Μετά περπατήσαμε και φθάσαμε στις Αμουργέλλες. Εκεί μαζεύτηκαν και μας ρωτούσαν, τι μας έκαναν και τους τα είπαμε ως είχαν. Άλλη φορά που έστελνε ο Πρόεδρος την κατάσταση με τα ονόματα, δεν απουσίαζε κανείς, γιατί γνώριζε τι θα παθαίνανε. Έτσι μέχρι που φύγανε οι Γερμανοί τον Οκτώβριο του 1944, συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση. Τότε βγήκαν πολλά ποιήματα για την Απελευθέρωση, θα γράψω ένα στίχο:
Μες το σαράντα τέσσερα, ξημέρωσε μια μέρα,
βγήκε ο Ήλιος με χαρά, τη νύχτα κάνει μέρα…”
Ο Ιωάννης Σαριδάκης του Λεωνίδα από το χωριό Πατσίδερος, ως δεκάχρονο παιδί την κατοχή, θυμάται για τις αγγαρείες:
«…ο πατέρας μου ο Λεωνίδας έφυγε νεαρός από την Κασταμονίτσα κι επαντρεύτηκε εδώ στον Πατσίδερο τη Σοφία. Τση μάνας μου το επίθετο ελέγουντανε Γερακιανάκη.
Στο αεροδρόμιο στο Καστέλλι, ο Πρόεδρος είχε βγάλει να πηγαίνουνε αγγαρεία από τον Πατσίδερο 40 άτομα. Στη μια δεκαπενταμερία επηγαίνανε 20 και στην άλλη πάλι 20 χωριανοί. Επήγαινε και ο πατέρας μου ο Σαριδάκης Λεωνίδας του Δημητρίου. Μια μέρα με πήρε η μάνα μου να πάμε στο Καστέλλι.
Εκειά που εδούλευγε ο πατέρας μου, στην αγγαρεία. Να του πάει φαΐ και να του πλύνει τα ρούχα. Ο πατέρας μου εδούλευγε κοντά στο Βαρβάρω. Δίπλα από τα έργα, ήτανε ένα πηγάι με ένα μύλο. Εκειά στο μύλο έπλυνε η μάνα του πατέρα τα ρούχα. Εγώ ήμουνε κοπέλι. Και είχανε οι Γερμανοί απέναντι καρίκια με βαρέλια γεμάτα βενζίνη. Και ήτανε και ο Σηφογιάννης από την Κασταμονίτσα στην αγγαρεία, μαζί με τσι δικούς μας. Και λέει ο Σηφογιάννης στσι δικούς μας πως μπορούμε να μετρήσομε τα βαρέλια με τσι βενζίνες, πόσα βαρέλια υπάρχουνε στο χωράφι.
Ο πατέρας μου ο Λεωνίδας του’πε ότι το κοπέλι μου, ο Γιάννης, πάει στο σκολειό και μπορεί να τα μετρήσει. Με ξανοίγει ο Σηφογιάννης και λέει ντα μπορεί να μετρήσει κιονέ το κοπέλι; Ναι μπορεί λέει ο πατέρας μου. Και με φωνάζει ο πατέρας μου και λέει, Γιαννιό πήγαινε να μετρήσεις τα βαρέλια και να μας ε πεις πόσα είναι. Και μου λέει να πάω χωρίς να καταλάβουνε οι Γερμανοί ήντα κάνω. Ήτανε ένας Γερμανός σκοπός με τουφέκι και τα πρόσεχε.
Και πάω εγώ και πήδουνα απάνω στα βαρέλια, κι έκανα πως ήπαιζα. Και εγέλανε ο σκοπός. Και μετρώ τσι σειρές, πόσα βαρέλια έχει κάθε σειρά. Στο σκολειό ήμουνε καλός στην αριθμητική. Το’λεγε και ο δάσκαλος. Και γυρίζω και λέω του πατέρα μου τα βαρέλια. Κι αυτός φωνάζει το Σηφογιάννη και του λέει ότι το κοπέλι εμέτρησε, δε θυμούμαι πόσα βαρέλια.
Και μετά από μερικές μέρες έρχουνται αεροπλάνα και βομβαρδίζουνε το αεροδρόμιο. Κι εγίνηκε κι ένα σαμποτάζ. Έμαθα μετά την κατοχή ότι ο Σηφογιάννης ήτανε στην Αντίσταση κι ότι υπήρχε κι ένας ασύρματος στη μάντρα του κι από εκεί εδίνανε τσι πληροφορίες. Κι ήρθε και ο Κίμωνας του Ξηρούχη από το Καστέλλι με Εγγλέζους κι εκάψανε το αεροδρόμιο…».
Ο Μανόλης Σμαριαννάκης του Χριστόφορου από το χωριό Διαβαϊδέ Πεδιάδος, δούλευε καταναγκαστικά στα ραφεία που είχαν οι Γερμανοί στο Καστέλλι για τις ανάγκες των στρατευμάτων τους. Ο ίδιος περιγράφει τα εξής:
“… το πιο δύσκολο στη κατοχή ήτανε που μας επαίρνανε στα έργα. Ο πατέρας μου ο Χριστόφορος επήγαινε στα έργα, τόνε πηγαίνανε στο νταμάρι στο Δροζίτη.
Αλλά είχαμε και τα σπαρμένα, είχαμε τσ’ελιές, είχαμε τα χωράφια και στο τέλος επήγαινα εγώ στη θέση του. Κάθε πρωί εμαζευόμαστε στη Μανταριώτισσα χίλιοι αθρώποι. Και από εκειά μας εμοιράζανε.
Ήτανε και κάποιοι άγριοι Γερμανοί και μας ε χτυπούσανε με βέργες χοντρές στσι πλάτες, στα πόδια, όπου εβρίσκανε. Χωρίς λόγο. Γιατί’τονε βάρβαροι.
Στην αρχή εδίδανε και λεφτά, εμάθαμε ότι τα παίρνανε από το δικό μας κράτος, αλλά με τα λεφτά που μας εδίδανε οι Γερμανοί στη δεκαπενταμερία θυμούμαι κι αγόραζε ο πατέρας μου δυο αυγά.
Δυο αυγά για δουλειά ολημερνίς, από το πρωί μέχρι τη νύχτα. Μια μέρα λέω ενός Γερμανού που εκάθουντανε σε μια ελιά. Εγώ ξέρω τη ραφτική μη και θέλετε κανένα ράφτη; Δε μου μίλησε.
Ο χωριανός μου ο Καμπάνης έκανε το διερμηνέα και τα’πε του Γερμανού. Επεράσανε μια δεκαρά μέρες και ήρθε ο ίδιος Γερμανός και μου λέει να φύγω και να πάω στο Διοικητή, το Κουτσάφτη. Επήγα. Ήτανε η Μόνικα στο γραφείο του και μου λέει να πω για τη ραφτική που κατέχω. Είπα στο Διοικητή ότι ξέρω ράφτης και με πήγε στα γερμανικά ραφεία. Τα ραφτάδικα ήτανε στου Μπουρνέλη τα σπίθια, εκειά που ήτανε το παλιό Δημοτικό Σχολείο.
Και επήγαινα κάθε μέρα και εράβαμε τα ρούχα τω στρατιωτώ, τα παντελόνια, τα ποκάμισα, ότι εμπορούσαμε και μας εδίδανε για δουλειά, Ετσά εγλίτωσα το νταμάρι στο Δροζίτη. Μέχρι που εφύγανε οι Γερμανοί εγώ κάθε μέρα επήγαινα στο ραφτάδικο. Και ερχόντανε πολλοί και μου ζητούσανε πανιά και ποκάμισα. Δικοί μας, Καστελλιανοί και από τα γύρω χωριά.
Εγώ όμως δεν έδιδα γιατί μια φορά που’δωσα ένα καπέλο του Μπιτζάρο με πιάσανε οι Γερμανοί και με χτυπούσανε δυο ώρες. Παραλίγο να ποθάνω. Επήγανέ με στση μάνας μου, απάνω σε μια πόρτα και έκατσα στο σπίτι δυο μήνες. Δυο μήνες δεν εμπόρουνα να προπατήξω. Άμα εγίνηκα καλά ήρθανε οι ίδιοι οι Γερμανοί και με επήρανε και με ξαναπήγανε στο ραφείο…ª”.
Η Ειρήνη Ανταλουδάκη-Σμυρνάκη από το χωριό Σκλαβεροχώρι, ως γυναίκα διατάχτηκε να πλύνει ρούχα των Γερμανών στρατιωτών. Την εμπειρία της μας περιγράφει με τα παρακάτω λόγια:
“… τον Πλυτά, τον είχανε βάλλει οι Γερμανοί πρόεδρο στσι δικούς μας εργάτες που πηγαίνανε στην αγγαρεία. Τον είχανε φέρει οι Γερμανοί από την Αθήνα. Εμάζευε τσι γυναίκες να πλύνουνε τω Γερμανώ τα ρούχα. Εφέρνανε ρούχα και από την Αφρική. Το θυμούμαι γιατί απάνω είχανε άμμο. Άμμος στα μανίκια, στα παντελόνια, παντού. Μια μέρα τόνε ρωτήξαμε, μα από πού τα φέρνουνε αυτά τα ρούχα και αυτός μας είπε ότι είναι τω Γερμανώ στρατιωτώ που πολεμούνε στην Αφρική.
Κάθε μέρα πλύνανε κι άλλες γυναίκες. Εμένα με κατέβαζε δυο φορές τη βδομάδα από το Αμαριανό. Τα ρούχα τα πλύναμε στο Καρδουλιανώ στου Μπαλτζή το σπίτι. Είχε κήπο απ’όξω κι ένα πηγάδι. Ο Πλυτάς ήθελα να φέρνει τρεις γυναίκες κάθε μέρα και απάντρευτες. Τα ρούχα ήτανε γεμάτα ψείρες.
Εγράψανε την αδερφή μου τη Λευτερία. Και μου λέει ο αδερφός μου ο Βαγγέλης, άντε να πας εσύ γιατί η Λευτερία είναι όμορφη και θα τη κοντέψουνε οι Γερμανοί. Κι άμα πάμε να τη γυρέψομε θα μας εσκοτώσουνε. Εγώ ήμουνα παντρεμένη με δυο παιδιά, εφόρουνα το τζεμπέρι, το σκισμένο φουστάνι, η Λευτερία μας όμως ήταν απάντρευτη και κοπελιά όμορφη. Ήτανε στρατιώτες Γερμανοί και άφτανε φωθιά στο κήπο του Μπαλτζή και εζεσταίνανε το νερό.
Σ’ένα καζάνι που΄βγαζε ο Μπαλτζής τη ρακή. Εμείς επλύναμε τα ρούχα και το βράδυ εφεύγαμε. Εγώ μια, του Δημάρχου του Σμυρνάκη η μάνα δυο και η Βαγγελιά Ζαμπετάκη του Κασολιά η τρίτη. Μια μέρα, άμα σκολάσαμε, επήραμε ένα γκαζοντενεκέ και πήγαμε στον Καρδουλιανώ που’χανε οι Γερμανοί ένα καζάνι και μαγερεύγανε, να ζητήξομε φαί.
Τόσε λέμε, εμείς πλύνομε ρούχα, μαντζαρία. Μας πιάνει ένας Γερμανός το ντενεκέ και μας λέει κομέα. Μόλις επήγαμε να μπούμε στη πόρτα μας παίζε κάθε μιας μια κλωτσά. Επέσαμε χάμω από τον πόνο και τρέξαμε και φύγαμε.
Οι Γερμανοί. Που ήρθανε και μας επήρανε το τόπο μας. Δεν τσι θέλω καθόλου, ούτε να τσι θωρώ. Εσκοτώσανε τον αδερφό μου. Κι εμείς να τόσε δουλεύγομε μέρα νύχτα και να μας εφέρουνται έτσι.
Ο Πλυτάς είχε φέρει και τη γυναίκα του εδώ στο Καστέλλι. Επέθανε όμως και επήγε αυτός στον Άγιο Νικόλαο και ξαναπαντρεύτηκε…ª”.
Ο Παύλος Ρασιδάκης από το χωριό Ίνι, δούλεψε στα καταναγκαστικά έργα των Γερμανών. Μετά την κατοχή, με δίστιχα περιέγραψε τις εμπειρίες του, όπως:
“´ΤΣΗ ΚΑΤΟΧΗΣ ΕΝΘΥΜΙΑ
Δεκαπενταμερίες έκαμα, πολλές εις το Καστέλλι
το τι τραβούσαμε σ’αυτό, ένας Θεός το ξέρει.
Βαγόνια πέτρες σπρώχναμε, στη πίστα να τα πάμε
κι άλλοι με τα σφυράκια ντως, αμέσως να τσι σπάνε.
Σφυράκια μας ε δίνανε, τσι πέτρες για να σπούμε
χαλίκια να τσι κάνομε, οι δρόμοι να στρωθούνε”.
O Γεώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού.