Στις 28 Ιουνίου 1942, στην Αυγενική Ηρακλείου, αφού βασανίστηκε απάνθρωπα από δοσίλογους και γερμανούς στρατιωτικούς ο Καπετάν Κωστής Ζαχαρία Μπαντουβάς, εκτελέστηκε στην είσοδο του νεκροταφείου του χωριού.
Στις 9 Ιουλίου 1941 ο Γκέριγκ, Στρατάρχης της Αεροπορίας και Διοικητής της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Δυτικής Ευρώπης, ορίζει νέο Στρατιωτικό Διοικητή Κρήτης τον Στρατηγό Αντρέ, αντικαθιστώντας τον Κουρτ Στούντεντ.
Η Κρήτη ονομάζεται «Φρούριο Κρήτη» ή «Οχυρά Θέση Κρήτης» και ξεκινούν σοβαρά οχυρωματικά έργα με την καταναγκαστική εργασία χιλιάδων Κρητών.
Τον Ιανουάριο του 1942 συνέβησαν δύο γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της ζωής του εθνομάρτυρα Κωνσταντίνου Ζαχαρία Μπαντουβά – Μπαντουβόκωστα.
Στις 11 Ιανουαρίου 1942, συμμαχικό σκάφος αποβιβάζει στον Τσούτσουρο όπλα και πυρομαχικά για τους άντρες της ένοπλης κρητικής αντίστασης. Μεγάλο μέρος προορίζονται για τους άντρες του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά.
Ο Καπετάν Μανόλης τα στέλνει στο μετόχι Βορού της οικογενείας των Μπαντουβάδων, στον ξάδερφό του Κωνσταντίνο Ζαχαρία Μπαντουβά για φύλαξη. Ο Μπαντουβόκωστας τα αποκρύπτει σε ένα χωράφι, γνωρίζοντας μόνον αυτός την κρυψώνα.
Τον ίδιο μήνα, με απόφαση του γερμανού Διοικητή Κρήτης Στρατηγού Αντρέ, ιδρύεται ένα καταδιωκτικό απόσπασμα με επικεφαλής τον υπαξιωματικό Επιλοχία Φριτς Σούμπερτ. Μέλη του αποσπάσματος ήταν κατάδικοι και γερμανόφιλοι Κρητικοί. Το απόσπασμα ονομάστηκε «Κυνηγοί Σούμπερτ» και αργότερα Ε.Κ.Α.Κ. ή Jacte Commando.
Ο σκοπός της ίδρυσής του, ήταν η ανεύρεση των Κρητών ανταρτών. Ο Σούμπερτ μπορούσε να χρησιμοποιήσει όποιο τρόπο και μέσον έκρινε για την επίτευξη των σκοπών του. Ο Σούμπερτ εγκαταστάθηκε στην Αυγενική Μαλεβυζίου, σε ένα σπίτι που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του χωριού και διέθετε υπόγειο. Η διαταγή ίδρυσης του καταδιωκτικού αποσπάσματος αναφέρει:
´Ιδρύεται εν Κρήτη Σώμα υπό την επωνυμίαν «Κυνηγοί Σούμπερτ».
Την Διοίκησιν θα έχει ο Επιλοχίας Σούμπερτ
Τα του οπλισμού, ενδυμασίας και τροφοδοσίας του ανωτέρω Σώματος κανονίζω δι’ ετέρας διαταγής.
Σκοπός του Σώματος τούτου θα είναι η εμπέδωση της τάξεως και η πάταξη των κακοποιών κομμουνιστών κλπ. της υπαίθρου, δι’ων μέσων ήθελε κρίνει κατάλληλα ο Διοικητής του Σώματος Επιλοχίας Σούμπερτ έχων από τούδε όλην την δικαιοδοσίαν και ελευθερίαν ενεργείας.
Πάντα τα σώματα και οι μονάδες δεν θα έχουν δικαίωμα να φέρουν προσκόμματα εις την εκτέλεση της ως άνω υπηρεσίας του Σώματός του. Τουναντίον δια της παρούσης υποχρεούνται να παρέχουν πάντα τα μέσα άτινα ήθελον ζητηθή παρά του Επιλοχίου Σούμπερτ δια την επίτευξιν του σκοπού.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Κρήτης ΑΝΤΡΕª.1
Τον Μάιο γίνονται οι εκτελέσεις έξι γερμανόφιλων Προέδρων Κοινοτήτων για να προετοιμαστούν τα σαμποτάζ των αεροδρομίων Καστελλίου Πεδιάδος και Ηρακλείου, στις 10 και 13 Ιουνίου 1942. Οι εκτελέσεις των Προέδρων και τα σαμποτάζ, δίδουν το έναυσμα στον Σούμπερτ και την ομάδα του να ξεχυθεί στην ύπαιθρο του νομού Ηρακλείου.
Τρομοκρατώντας τους κατοίκους, αναζητά όπλα και αντάρτες. Στις 27 Ιουνίου 1942, φτάνει μετά από προδοσία στο μετόχι Βορού των Μπαντουβάδων. Την ομάδα συγκροτούν Γερμανοί στρατιώτες και δοσίλογοι, αποβράσματα της κρητικής κοινωνίας.
Τον πρώτο λόγο στο Βορού, τον είχε ο Κωνσταντίνος Ζαχαρία Μπαντουβάς. Η οικογένεια του Μπαντουβόκωστα μόλις πριν από δεκατρείς ημέρες θρήνησε δύο θύματα στην εκτέλεση της 14ης Ιουνίου 1942 στον Ξηροπόταμο Ηρακλείου. Τον Ιωάννη Μπαντουβά, γιο του Γεωργίου Ζαχ. Μπαντουβά, αδερφού του Μπαντουβόκωστα και τον Ιωάννη Αποστολάκη, γιο της Στυλιανής Αποστολάκη – Μπαντουβά, αδερφής του Μπαντουβόκωστα.
Στη μάχη της Δοϊράνης, στις 5 Σεπτεμβρίου 1918, ο Μπαντουβόκωστας είχε χάσει τον αδερφό του Ιωάννη. Τον κατάλογο των θυμάτων της οικογένειας, συμπληρώνει ο θάνατος του Μιχαήλ Αποστολάκη στον Εληνοϊταλικό πόλεμο, γιου της Στυλιανής και αδερφής του Μπαντουβόκωστα.
Ήταν πρωτοούλης, εποχή του θερισμού και των αλωνιών. Στο Βορού βρίσκονταν αρκετοί, άντρες και γυναίκες, δουλεύοντας στο θέρος και τα αλωνίσματα των σιτηρών. Στο Βορού βρίσκονταν το πρωινό της 27ης Ιουνίου οι οπλαρχηγοί της Αντίστασης Καπετάν Χρήστος Μπαντουβάς με τη γυναίκα του Ζωή και την κόρη τους Ειρήνη, αδερφός του Μπαντουβόκωστα, καθώς και τα αδέρφια του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, Νίκος και Ζαχαρίας Μπαντουβάς με τη γυναίκα του Φιλαρέτη. Στο Βορού και οι τέσσερις κόρες του Νικολάου Ιωάννη Μπαντουβά, η Ανθή (με το σύζυγό της Εμμανουήλ Περιστέρη), η Σταυρούλα, η Αικατερίνη και η Μαρία.
Στο Βορού και όλα τα μέλη της οικογενείας του Μπαντουβόκωστα, η γυναίκα του Δέσποινα (είχε σπάσει το πόδι της και βρισκόταν στον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης), με τα τέσσερα παιδιά της Ζαχαρία, Γιάννη, Μαρία και Ελευθερία. Με απειλές και ξυλοδαρμούς, όλους όσοι ήταν στο Βορού τους συγκέντρωσαν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Αναζητούσαν τους Μπαντουβάδες.
Από τον κλοιό κατάφεραν και διέφυγαν ο Καπετάν Χρήστος Μπαντουβάς με την γυναίκα του Ζωή και οι Νίκος και Ζαχαρίας Μπαντουβάς. Ο Μπαντουβόκωστας δεν πρόλαβε να διαφύγει, είχε όμως πλαστή ταυτότητα στο όνομα Γεώργιος Νικ. Μαγκουσάκης από τον Άγιο Μύρωνα. Το μίσος και τη βαρβαρότητα των δοσιλόγων Νικολάου Τζουλιά και του αδερφού του Γεωργίου Τζουλιά, εισέπραξε ο Γεώργιος Σπυριδάκης ή Μανουράς από τις Κάτω Ασίτες, ήρωας του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ο Σπυριδάκης εργαζόταν στα κτήματα του Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά, αδερφού του Καπετάν Μανόλη. Οι δοσίλογοι αφού τον ξυλοκόπησαν άγρια, τον εκτέλεσαν. Και εκτελεστής ήταν ο Γιώργης Τζουλιάς. Είχε προηγηθεί η ανάκριση κατά σειρά του Ζαχαρία Γιατράκη, της Ζαχαρένιας Γεωργίου Μανουσάκη, του γιατρού που θεράπευε τη Δέσποινα, τη γυναίκα του Μπαντουβόκωστα και του Ζαχαρία Θεοχάρη Καμπιτάκη, βαφτισιμιού του Μπαντουβόκωστα.
Στο πρώτο χαστούκι, το παιδί φοβήθηκε και υπέδειξε τον νονό του που ως τότε οι Σουμπερίτες γνώριζαν ως Μαγκουσάκη. Σταμάτησαν τις ανακρίσεις και οδήγησαν όλους όσοι βρέθηκαν στο Βορού στη Μεγάλη Βρύση. Από τη Μεγάλη Βρύση, Γερμανοί και δοσίλογοι κατευθύνθηκαν στην Αγία Βαρβάρα με τους ομήρους. Από την Αγία Βαρβάρα, με στρατιωτικά αυτοκίνητα έφτασαν στην Αυγενική.
Στην Αυγενική έγινε η διαλογή. Τον Μπαντουβόκωστα με το γιο του Ζαχαρία έκλεισαν στο υπόγειο του σπιτιού της έδρας του Σούμπερτ. Τις γυναίκες Φιλαρέτη, σύζυγο Ζαχαρία Γ. Μπαντουβά, Ανθή Περιστέρη με τον άντρα της Εμμανουήλ, κόρη του Νικολάου Ι. Μπαντουβά και τις τρεις αδερφές της, Σταυρούλα, Αικατερίνη και Μαρία έκλεισαν σε ένα διπλανό δωμάτιο.
Οι δοσίλογοι και ο Σούμπερτ, πριν εγκαταλείψουν το Βορού λεηλάτησαν τα σπίτια από τα αγαθά, τυριά, μυζήθρες, υφάσματα και πήραν μαζί τους τα βόδια, τα πρόβατα, τα άλογα, τις κότες, ότι ζωντανό υπήρχε. Η κόρη του Καπετάν Χρήστου Ζαχαρία Μπαντουβά, η μικρή Ειρήνη, θυμάται τα παπούτσια που της άρπαξε ο Νικόλαος Τζουλιάς, πρωτοπαλίκαρο του Σούμπερτ: «…τα σπίτια με τις πόρτες ορθάνοιχτες ήταν λεηλατημένα, με τα πράγματα όσα δεν άρπαξαν, πεταμένα στο πάτωμα.
Θυμάμαι τα καλά μου άσπρα καστορένια παπούτσια να κρέμονται στη ζώνη του Νικολάου Τζουλιά αλλά δεν μου έκανε καμιά εντύπωση, γιατί ο τρόμος είχε αμβλύνει τις αισθήσεις μου και τα αγαπημένα μου παπούτσια ήταν ένα τίποτα τώρα για μένα…».
Εκεί στο υπόγειο του σπιτιού της Αυγενικής που είχε την έδρα του ο Σούμπερτ, άρχισε η ανάκριση και τα βασανιστήρια του Μπαντουβόκωστα. Την ανάκριση έκαναν ένας γερμανός υπολοχαγός και δύο υπαξιωματικοί. Τα βασανιστήρια οι δοσίλογοι. Ζητούσαν να μάθουν που είναι τα όπλα που απέκρυψε ο Μπαντουβόκωστας στο Βορού.
«… σε διάστημα μικρότερο της μισής ώρας είχαν μεταβάλει τον πατέρα μου σε ένα σωρό ματωμένες σάρκες. Του έσπασαν όλες τις αρθρώσεις του σώματος, του έβγαλαν το δεξί μάτι με ξιφολόγχη, αλλά δεν άκουσαν ούτε ένα ναι από το στόμα του…».2
Με όση δύναμη του είχε απομείνει, ψυχική και σωματική, ο Εθνομάρτυρας απαντούσε επίμονα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες οχτώ λέξεις κάθε φορά:
“Έχω τα μωρέ, μα δε σας τα δίνω !!!”
Αυτό κράτησε μέχρι που σκοτείνιασε. Την επόμενη ημέρα, ηλιοβασίλεμα Κυριακής 28 Ιουνίου 1942, έσυραν οι δήμιοι τον Μπα-ντουβόκωστα μέχρι την είσοδο του νεκροταφείου της Αυγενικής, γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Περνώντας το κατώφλι της εισόδου των βασανιστηρίων του, ο Μπαντουβόκωστας ψέλισσε μια μαντινάδα:
Δεν το λυπούμαι το κορμί, σάρκα’ναι και θα λιώσει
λυπούμαι πέντε ορφανά, ποιος θα τα μεγαλώσει
Οι Γερμανοί τον εκτέλεσαν στο νεκροταφείο της Αυγενικής. Οι μάρτυρες λένε ότι τον έθαψαν ενώ ακόμη ήταν ζωντανός. Για να επιβεβαιώσουν με τις πράξεις τους ότι ο καλύτερος στρατός του κόσμου, όπως έλεγε ο ίδιος ο Χίτλερ, αποτελούνταν από «εκλεκτούς» στρατιώτες και δεν ήταν άλλος από τον γερμανικό στρατό.
Τη Δευτέρα το πρωί 29 Ιουνίου1942, μια ημέρα μετά την εκτέλεση του Μπαντουβόκωστα, οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν με γερμανικό αυτοκίνητο στα κρατητήρια της Γκεστάπο του Ηρακλείου. Από το Ηράκλειο στάλθηκαν στις φυλακές της Αγυιάς. Η Φιλαρέτη Μπαντουβά αποφυλακίστηκε τον Δεκέμβριο του 1942.
Η Ανθή με το σύζυγό της Μανόλη Περιστέρη και τις αδερφές της Σταυρούλα, Αικατερίνη και Μαρία, αποφυλακίστηκαν τον Μάρτιο του 1943. Ο γιος του Εθνομάρτυρα Μπαντουβόκωστα Ζαχαρίας, αποφυλακίστηκε το καλοκαίρι του 1943.
Η γυναίκα του Κωνσταντίνου Μπαντουβά Δέσποινα, έγκυος εφτά μηνών και με σπασμένη κνήμη, μετά τη δολοφονία του άντρα της συνελήφθη από τους γερμανούς και παρέμεινε έγκλειστη στο τμήμα φυλακών του Πανανείου Νοσοκομείου. Ηρακλείου. Εκεί γέννησε το γιο της Κωνσταντίνο. Αποφυλακίστηκε το καλοκαίρι του 1943.
Η απόλυση από τις φυλακές της Αγυιάς της Φιλαρέτης Μπαντουβά, γυναίκας του Καπετάν Ζαχαρία Γεωργίου Μπαντουβά, γίνεται με εντολή του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης Μπρώυερ στις 5 Δεκεμβρίου 1942. Ο διορισμένος Νομάρχης Ηρακλείου άδραξε την ευκαιρία, σε άρθρο του στην εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, να κάνει υποδείξεις και να εξυμνήσει τον γερμανικό στρατό στους κατοίκους. Στο άρθρο της φιλογερμανικής εφημερίδας, διαβάζουμε:
´Ο Αξιότιμος Διοικητής του Φρουρίου διέταξε να αρθή η επιβληθείσα ποινή και να απολυθούν αι εκ του Νομού μας καταγόμενοι και δια λόγους ασφαλείας κρατούμεναι Φιλαρέτη Μπαντουβά και Διαμάντω Μπαούλου.
Ο Λαός του νομού μας δέον να εκτιμήση δεόντως το νέον τούτο δείγμα επιείκιας και γενναιοψυχίας του Εξωχοτάτου Στρατηγού κ. Μπρόιερ προς τας οικογενείας δύο προσώπων τα οποία είναι γνωστόν ότι έδρασαν κατά της Γερμανίας γενόμενα όργανα εχθρικής προπαγάνδας.
Δια της νέας ταύτης ευγενούς χειρονομίας διαπιστούται και πάλιν δια μίαν ακόμη φοράν η αλήθεια ότι, τα γενναία στρατεύματα Κατοχής εμφορούνται από αγαθάς διαθέσεις και αισθήματα φιλικώτατα προς τον πληθυσμόν μας.
Εάν δε λόγω των συνθηκών του Παγκοσμίου πολέμου ήλθαν τα στρατεύματα Κατοχής εις την Κρήτην, δεν το έπραξαν δια να πολεμήσουν ημάς, αλλά δια να πολεμήσουν και εκδιώξουν τους εχθρούς των Άγγλους, οίτινες προς μεγάλην δυστυχίαν μας την είχον καταλάβει προηγουμένως.
Ένεκα τούτου δεν φέρονται ταύτα προς τον Λαόν μας ως κατακτηταί, αλλ’ως φίλοι με καλοσύνην και επιείκιαν, διότι γνωρίζουν ότι, ούτος παρεπλανήθη και παρεσύρθη παρά την θέλησίν του από τους τότε κακούς Κυβερνήτας του εις πόλεμον εναντίον των.
Ούτω αποφεύγουν να λάβουν μέτρα αυστηρά εναντίον του πληθυσμού, παρά μόνον οσάκις η στρατιωτική ανάγκη ή η ασφάλεια αυτών το απαιτεί, μέτρα τα οποία άλλωστε λαμβάνουν, ως γνωστόν, όλοι οι στρατοί του κόσμου.
Εάν η αλήθεια αύτη περί των προς ημάς φιλικών αισθημάτων των στρατευμάτων κατοχής είχε κατανοηθή παρ’όλων των κατοίκων και εξετιμάτο όπως έπρεπεν από πέρυσι, θα απεφεύγοντο αι διάφοροι εχθρικαί πράξεις κατά των στρατευμάτων Κατοχής μερικών συμπατριωτών μας πλανηθέντων, αίτινες δυστυχώς υπήρξαν και η αιτία θλιβερών γεγονότων τα οποία μας εστενοχώρησαν όλους.
Αλλ’ότι έγινεν εκ παρεξηγήσεως πέρισυ εις την αρχήν της Κατοχής δεν επιτρέπεται πλέον να επαναληφθή.
Πέρισυ εις συμπολίτης μας υπό την επίδρασιν του δηλητηρίου της μακροχρονίου Αγγλικής Προπαγάνδας ηδύνατο να πλανηθή, σήμερον όμως ότε συνανεστάφημεν και εγνωρίσαμεν εκ του πλησίον τους Γερμανούς και εξετιμήσαμεν την πολεμικήν των ανδρείαν κατά τον χρόνον της καταλήψεως και βραδύτερον την ικανότητα, τιμιότητα, ευθύτητα και την αγαθότητά των, όχι μόνον ως στρατιωτών αλλά και ως ατόμων, δεν επιτρέπεται πλέον να αισθάνεται κανείς κάτοικος μίσος κατά των στρατευμάτων Κατοχής και όχι μόνον να μη διαπράξη πράξιν εχθρικήν κατ’αυτών, αλλ’ούτε να διανοηθή καν τοιούτον τι.
Άλλωστε και άλλοτε σας ετόνισα ότι τα στρατεύματα Κατοχής είναι οι παραστάται μας, πολεμούν τους αθέους Μπολσεβίκους όχι μόνον δια το συμφέρον το ιδικόν των, αλλά και το ιδικόν μας και ότι εάν καταστραφή η Γερμανία από τους Μπολσεβίκους θα καταστραφώμεν και ημείς μαζύ της.
Εις τον πόλεμον αυτόν έγραψα και άλλοτε ότι παρά τας περιπετείας και φάσεις ας ούτος δύναται να έχη κατά την εξέλιξίν του εν τούτοις μία μόνη Νίκη δύναται να υπάρξη, η Νίκη εκείνου όστις έχει τον ισχυρότερον στρατόν της ξηράς με μόνον τον οποίον κατακτώνται και κρατούνται αι χώραι.
Τα Κράτη άτινα διαθέτουν μόνον αεροπορίαν και ναυτικόν είναι εις θέσιν να κάμουν ζημίας και καταστροφάς εις την Ευρώπην αλλά δεν είναι εις θέσιν να την κατακτήσουν, και να την κρατήσουν.
Συνεπώς οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί ως στερούμενοι τώρα, αλλ’ούτε δυνάμενοι να αποκτήσουν ποτέ μεγάλας δυνάμεις αξιολόγου στρατού ξηράς, δια να ανακτήσουν και να κρατήσουν αυτοί την Ευρώπην, δεν παίζουν εις τον πόλεμον αυτόν παρά ένα κακοποιόν ρόλον και βοηθούν με τον στόλον των και την αεροπορίαν των τους Μπολσεβίκους εις τους οποίους κατά τρόπον φρικτόν σκεπτόμενοι, προσπαθούν να δώσουν την Νίκην εις βάρος και αυτών των ιδίων.
Οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί δεν είναι ο πραγματικός αντίπαλος της γερμανίας ο οποίος θα κερδίση την Νίκην εάν αύτη χάση τον πόλεμον. Είναι απλώς κομπάρσοι ασυνείδητοι που βοηθούν τον Μπολσεβίκον Σατανάν εις την Νίκην του.
Δια τούτο λέγω ότι η τύχη μας έχει ταυτισθή απολύτως με τα γερμανικά στρατεύματα. Εάν ταύτα συγκρατήσουν εις το Ρωσικόν μέτωπον και νικήσουν τους Μπολσεβίκους, εσώθημεν και ημείς εδώ. Εάν αυτά καταστραφούν εκεί, ό μη γένοιτο, είμεθα και ημείς χαμένοι.
Ούτως έχουν τα πράγματα και αυτή είναι η αλήθεια και μόνη, ήτις επιβάλλει εις ημάς όχι μόνον να αποφεύγομεν κάθε εχθρικήν ενέργειαν αλλά και να μη διστάσωμεν να ταχθώμεν ψυχή και σώματι εν δεδομένη στιγμή εις το πλευρόν των στρατευμάτων Κατοχής, των οποίων την τελικήν Νίκην πρέπει να ευχώμεθα, διότι η Νίκη αύτη θα είναι όχι μόνον ιδική των αλλά θα είναι και ιδική μας όπως άλλωστε και η καταστροφή μας θα είναι κοινή.
Η τελευταία φιλική χειρονομία του Στρατηγού Μπρόϊερ γενναιόψυχος και άκρως επιεικής ευχόμεθα όπως γίνη αφορμή του τέλους των παρεξηγήσεων και της ενάρξεως υπό τας παρούσας πολεμικάς συνθήκας, μιας νέας περιόδου της πλέον στενής ειλικρινούς αδελφικής συνεργασίας του πληθυσμού μας προς τα στρατεύματα Κατοχής».3
Η φράση «ΕΧΩ ΤΑ ΜΩΡΕ ΜΑ ΔΕ ΣΑΣ ΤΑ ΔΙΝΩ», του Μπαντουβόκωστα προς τους βασανιστές του, χαρακτηρίζουν την περίοδο της Κρητικής Αντίστασης 1941-1945. Οχτώ λέξεις που δίνουν υπόσταση στην έννοια της Αντίστασης. Οχτώ λέξεις που οφείλουμε να τις τοποθετήσουμε σε κάδρο και να στολίζουν τα σπίτια μας.
Για να θυμίζουν σε όλους, φίλους και εχθρούς, νέους και ηλικιωμένους, γυναίκες και άντρες, πολιτικούς και πολίτες, ότι η λευτεριά θέλει θυσίες. Και οι θυσίες απαιτούν αίμα και άντρες. Κι αυτές οι οχτώ λέξεις, στάζουν αίμα. Το αίμα ενός ανθρώπου με μεγάλο ανάστημα. Που σήκωσε μόνος του, ολόκληρη την Κρήτη στα χέρια του.
-
Γεώργιος Κάββος, Γερμανοϊταλική Κατοχή και Αντίσταση Κρήτης 1941-1945, Ηράκλειο 1991, σελ. 229.
-
Ζαχαρίας Κωνσταντίνου Μπαντουβάς, γιος Μπαντουβόκωστα, φυλλάδιο εκδηλώσεων τιμής και μνήμης στον Μπαντουβόκωστα, Ιούνιος 2002, σελ. 21.
-
Ο Νομάρχης Ιωάννης Πασσαδάκης, Προς άπαντας τους κατοίκους του Νομού Ηρακλείου, Εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 1942, αρ. φύλ. 404.
* Του Γεωργίου Α. Καλογεράκη, δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντή Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος