Από αριστερά τα τρία αδέλφια Παναγιώτης, Κωνσταντίνος και Κυριάκος Καμπάκος από το Δούλι.
Από αριστερά τα τρία αδέλφια Παναγιώτης, Κωνσταντίνος και Κυριάκος Καμπάκος από το Δούλι. Συνελήφθησαν από τους Γερμανούς στη μεγάλη τυλιξά στο Μονοδένδρι, τους επιβίβασαν στο πλοίο Τάναϊς και πνίγηκαν κατά την καταβύθισή του, στις 9 Ιουνίου 1944.

Στις 26 Απριλίου 1944 απήχθη ο Διοικητής των γερμανικών δυνάμεων του νομού Ηρακλείου Στρατηγός Κράιπε. Μετά από μια σκληρή και περιπετειώδη καταδίωξη των απαγωγέων στα βουνά και τα ρουμάνια του νησιού, στις 15 Μαΐου 1944 κατορθώθηκε η επιβίβαση των απαγωγέων με τον στρατηγό σε σκάφος επιφανείας και η μεταφορά τους τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας στο λιμάνι της Μάσα Ματρούχ.

Η περιπλάνησή τους διήρκεσε δεκαεννέα ημέρες και διαμέσου των νομών Ηρακλείου Ρεθύμνου και Χανίων, η φυγάδευση έγινε από την παραλία Περιστερέ του Ροδάκινου Χανίων. Κυβερνήτης του πλοίου επιφανείας που προσέγγισε την ακτή και επιβίβασε τους απαγωγείς με τον Στρατηγό, ήταν ο Βρετανός Μπράιαν Κόλεμαν.

Την επομένη ημέρα 16 Μαΐου, ολόκληρος ο συμμαχικός τύπος και τα ραδιόφωνα μετέδιδαν το γεγονός. Οι συμμαχικές εφημερίδες κυκλοφόρησαν με φωτογραφίες του στρατηγού στην πρώτη τους σελίδα.

Από αριστερά τα αδέλφια Θωμάς και Γεώργιος Τσαφαντάκης του Συμεών από το Δούλι.
Από αριστερά τα αδέλφια Θωμάς και Γεώργιος Τσαφαντάκης του Συμεών από το Δούλι. Οχτώ παιδιά είχε ο Συμεών με τη γυναίκα του Μαρία (Συμαιώνενα). Έξι κόρες και δύο γιους. Τα αγόρια τους επέλεξαν οι Γερμανοί, τα επιβίβασαν στο πλοίο Τάναϊς και πνίγηκαν στις 9 Ιουνίου 1944 κατά την καταβύθιση του.

Ως εκείνη την ημέρα οι Γερμανοί δεν είχαν σταματήσει να αναζητούν με όλες τις δυνάμεις που διέθεταν τον Στρατηγό τους. Μόλις πληροφορήθηκαν ότι ο Κράιπε ήταν πλέον στο Κάιρο, ξεκίνησαν με διαταγή του Διοικητή του «Φρουρίου Κρήτης» Στρατηγού Μπρώυερ τα αντίποινα σε όλο το νησί.

Το τρίτο δεκαήμερο του Μαΐου 1944, γερμανικές δυνάμεις κύκλωσαν μια μεγάλη περιοχή του Μονοφατσίου, που μέσα της έκλεινε δεκάδες χωριά. Οι κάτοικοι της περιοχής ονόμασαν αυτή την κύκλωση «Η μεγάλη τυλιξά στο Μονοδένδρι». Το Μονοδένδρι είναι ένα βουνό της περιοχής. Τα χωριά Ντουμπρουτζή, Πυργού, Καλού, Γαλένι, Γέννα, Μελιδοχώρι, Δαμάνια, Αρκάδι, Καρκαδιώτισσα και Λαράνι, Επάνω και Κάτω Άκρια, Ατσιπάδες, Ίνια, Δούλι, Βοριά, ήταν ορισμένα απ’αυτά που οι Γερμανοί διάλεξαν και πήραν ομήρους τους καλύτερους άνδρες τους, εκείνους που βρέθηκαν μέσα στην “τυλιξά”.

Από το χωριό Δούλι συνέλαβαν παλικάρια: τα αδέλφια Παναγιώτη, Κωνσταντίνο και Κυριάκο Καμπάκο, τα αδέρφια Θωμά και Γεώργιο Τσαφαντάκη του Συμεών, τα αδέλφια Κωνσταντίνο και Γεώργιο Τσαφαντάκη του Ιωάννου, τον Ευτύχη Τσουρακάκη του Μιχαήλ και τον Λευτέρη Τσαφαντάκη του Εμμανουήλ. Τελικός προορισμός τους, μαζί με δεκάδες άλλους ομήρους, η πόλη του Ηρακλείου και ο εγκλεισμός τους στην ενετική στοά Μακάσι.

Από αριστερά τα αδέλφια Κωνσταντίνος και Γεώργιος Τσαφαντάκης του Ιωάννου από το Δούλι.

Από εκεί τα παλικάρια από το Δούλι το πρωινό της 9ης Ιουνίου 1944 επιβιβάστηκαν στο πλοίο Τάναϊς με προορισμό τον Πειραιά και τελικό προορισμό τη Γερμανία για να χρησιμοποιηθούν ως εργάτες.

Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Βυθίστηκε από βρετανικό υποβρύχιο και πήρε στον βυθό τους εννέα πατριώτες από το Δούλι.

Η στοά Μακάσι που βρίσκεται κάτω από τον Προμαχώνα Μαρτινένγκο είναι μια από τις πολλές στρατιωτικές στοές του ενετικού οχυρωματικού περιβόλου που εξυπηρετούσε αποκλειστικά στη διακίνηση των στρατιωτών από το εσωτερικό της πόλης προς τον ανοιχτό χώρο της χαμηλής πλατείας.

Μέχρι και το Νοέμβριο του 1943 χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο για τους πολίτες του Ηρακλείου, όπως αναγράφεται σε δύο έγγραφα της εποχής. Το πρώτο είναι της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου Ηρακλείου με ημερομηνία 9 Νοεμβρίου 1942, βρίσκεται στο αρχείο της γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης και αναφέρεται στα χαρτογραφημένα καταφύγια που διαθέτει η πόλη και τη συντήρηση που απαιτείται για καθένα απ’ αυτά.

Μεταξύ άλλων το έγγραφο τονίζει: «…τα σημειούμενα 29 τον αριθμόν είναι τα ευρισκόμενα υπό την κατοχήν των πολιτών μεταξύ δε τούτων περιλαμβάνονται και τρεις ενετικαί στοαί.  Υπάρχουσι και άλλα διπλάσια των ανωτέρω πλην ευρίσκονται υπό την κατοχήν των γερμανικών Αρχών μεταξύ των οποίων και Ενετικαί Στοαί μεγάλης σπουδαιότητος…ª”.

Το δεύτερο είναι ένα δημοσίευμα της γερμανόφιλης εφημερίδας του Ηρακλείου ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ  με ημερομηνία Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 1943 και αριθμό φύλλου 696. Στο δημοσίευμα διαβάζουμε: «Εν τω πλαισίω συμπληρωματικών τινών μέτρων τα οποία πρέπει να ληφθούν δια την τάξιν και την ασφάλειαν εν τοις καταφυγίοις φέρομεν εις γνώσιν των αρμοδίων και μίαν αίτησιν των κατοίκων της συνοικίας Πηγάιδα.

Πρόκειται δια το «μακάσι» όπου ως γνωστόν καταφεύγουν οι κάτοικοι όλων των πέριξ και του οποίου η μία θύρα εξόδου έχει φραχθή δυσχαιραίνουσα την κίνησιν του κόσμου και προκαλούσα μικροατυχήματα εις τας καταφευγούσας εκεί  ιδίως γυναίκας και παιδιά. Αν δεν υπάρχη λοιπόν άλλος σοβαρώτερος λόγος ας ανοιχθή η θύρα αυτή”.

Την ενετική στοά ΜΑΚΑΣΙ, χρησιμοποιούσαν περιστασιακά οι κατακτητές για να φυλακίζουν αμάχους και ομήρους που συνελάμβαναν την περίοδο 1941-1944.

Στις 9 Ιουνίου το πρωί, ξεκίνησε μια μεγάλη αποστολή από τη στοά Μακάσι και στην οποία μετείχε το σύνολο των Εβραίων της Κρήτης (269 άτομα) και 150 Κρήτες πατριώτες κρατούμενοι των Γερμανών, αλλά δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της.

Βαδίζοντας οι Εβραίοι και οι Κρήτες έφτασαν στο λιμάνι του Ηρακλείου.

Ο Ελευθέριος Τσαφαντάκης του Εμμανουήλ από το Δούλι.
Από αριστερά τα αδέλφια Κωνσταντίνος και Γεώργιος Τσαφαντάκης του Ιωάννου από το Δούλι. Πνίγηκαν στις 9 Ιουνίου 1944 όταν βρετανικό συμμαχικό υποβρύχιο τορπίλισε το πλοίο Τάναϊς που τους είχαν επιβιβάσει οι Γερμανοί.

Το πλοίο που επιβιβάστηκαν ήταν πλοιοκτησίας Στέφανου Παν. Συνοδινού. Αγοράστηκε το 1935 αντί του ποσού των 3800 λιρών Αγγλίας. Το όνομά του ήταν Hollywood. Ονομάστηκε Τάναϊς από τον πλοιοκτήτη που του άρεσε να ονοματίζει τα καράβια του με ονόματα ποταμών της Ρωσίας.

Ο ποταμός Δον (το αρχαίο του όνομα Τάναϊς) έδωσε το όνομά του στο πλοίο. Άλλα πλοία της εταιρείας του Συνοδινού ονομάζονταν Δάναπρις, Μαιώτις, Ύπανις κλπ. Με πλοίαρχο το Μιλτιάδη Νικ. Παπαγγελή, την 17η Μαΐου 1941 είχε καταπλεύσει στη Σούδα με φορτίο ξυλείας προερχόμενο από τον Πειραιά.

Την 26η Μαΐου εξακολουθούσε να παραμένει αγκυροβολημένο στη Σούδα, όταν τις πρωινές ώρες της ημέρας αυτής βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα και βυθίστηκε σε πολύ μικρό βάθος. Στη συνέχεια το πλοίο ανελκύστηκε και επισκευάστηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιείτο για δικές τους μεταφορές με το ίδιο όνομα Τάναϊς.

Σ’αυτό το πλοίο το πρωί της 9ης Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί επιβίβασαν τους Εβραίους της Κρήτης και τους Κρητικούς (οι περισσότεροι από τη μεγάλη τυλιξά στο Μονοδένδρι). Φόρτωσαν ακόμα και κάμποσους Ιταλούς. Προορισμός του πλοίου ήταν το λιμάνι του Πειραιά. Από τον Πειραιά οι Γερμανοί θα μετέφεραν τους ομήρους σε στρατόπεδα εργασίας στη Γερμανία. Τελικά το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της Σαντορίνης και παρέσυρε στο βυθό τις ψυχές που κουβαλούσε.

Η βύθιση του πλοίου Τάναϊς έγινε από το βρετανικό υποβρύχιο VIVID. Ο  πλοίαρχος που λεγόταν Μπάρλεϋ κατέθεσε την έκθεσή του που βρίσκεται  στο Βρετανικό αρχηγείο Ναυτικού και αντίγραφό της στο Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου. Σύμφωνα λοιπόν με την αναφορά του πλοιάρχου «το υποβρύχιό του ανήκε στο Βρετανικό στόλο της Ανατολικής Μεσογείου. Εκείνη την ημέρα περιπολούσε στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο.

Το Τάναϊς απέπλευσε από το λιμάνι του Ηρακλείου το πρωί της 9ης Ιουνίου 1944 στις 8.32 η ώρα, συνοδεία τριών σκαφών. Στις 2.31 μετά το μεσημέρι έγινε αντιληπτό από το υποβρύχιο VIVID. Στις 3.12 το υποβρύχιο είχε πάρει την σωστή θέση σκόπευσης. Η απόσταση μεταξύ του VIVID και Τάναϊς ήταν 2.300-2.700 μέτρα.

Το στίγμα του ήταν 35ο – 40΄ Βόρειο και 25ο – 11΄ Ανατολικό. Το VIVID εκτόξευσε τέσσερις τορπίλες. Τον στόχο βρήκαν οι δύο από τις τέσσερις. Μετά την βύθιση του Τάναϊς το VIVID καταδύθηκε στα 80 πόδια, (σε βάθος 24 μέτρων). Εκεί, σε κατάσταση κατάδυσης παρέμεινε μέχρι τις 5.30 η ώρα το απόγευμα. Σαράντα πέντε λεπτά μετά τον τορπιλισμό του ακούστηκαν τέσσερις δυνατές εκρήξεις. Ίσως από το πολεμικό υλικό που μετέφερε στα αμπάρια του το πλοίο. Από την βυθομέτρηση που έκανε ο πλοίαρχος του υποβρυχίου Μπάρλεϋ, το Τάναϊς βυθίστηκε σε βάθος 1858 μέτρων».

Αυτά γράφει ο πλοίαρχος Μπάρλεϋ για τη βύθιση του Τάναϊς. Οι Βρετανοί, εξηγώντας με άλλο έγγραφο την ενέργειά τους, μιλούν για «μεγάλη τραγωδία». Από τους Εβραίους τους Κρήτες και τους Ιταλούς που ήταν κλειδωμένοι στα αμπάρια δεν σώθηκε κανείς.

Το χωριό Δούλι Μονοφατσίου είχε αναπτύξει από την πρώτη στιγμή κατάληψης της Κρήτης αντιστασιακή δραστηριότητα. Ενδεικτικά αναφέρουμε μία ανέκδοτη επιστολή από το αρχείο του Μουσείου Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης Ομάδες Μπαντουβάδων, που αφορά τον Πρόεδρο του χωριού Βιολάκη. Την επιστολή στέλνει ο αξιωματικός της χωροφυλακής Νικόλαος Δραμητινός (υπογράφει με το ψευδώνυμο Νικήστρατος), στον Καπετάν Μανόλη Μπανουβά. Συγκεκριμένα η επιστολή με ημερομηνία 12 Αυγούστου 1943, αναφέρει:

Ο Ιωάννης Τσαφαντάκης του Κωνσταντίνου.
Ο Ευτύχιος Τσουρακάκης του Μιχαήλ από το Δούλι. Πνίγηκε στις 9 Ιουνίου 1944, όταν το πλοίο Τάναϊς βυθίστηκε ανοιχτά της Σαντορίνης.

“Αγαπητέ Μανώλη

Προ δύο ημερών είμουν εις το Δούλι, ο εκεί Πρόεδρος Κοινότητος Βιολάκης Στυλιανός, έφεδρος ανθυπολοχαγός, καλός πατριώτης, δικός μας απολύτω…, θέλει να έλθη μαζύ σου και παραλλήλως έχει 2000 και άνω οκάδες καρπό της συγκεντρώσεως τον οποίον διαθέτει, δηλ. να έλθουν μια βραδιά ζώα και σακκιά να τον πάρουν υπέρ του αγώνος αυτός δε αδιαφορεί για τας ευθύνας διότι θ`ακολουθίση αμέσως για να έλθη.

Εάν νομίζης ότι η άποψίς του αυτή είναι λογική και συμφέρουσα για τον αγώνα, να με ειδοποιήσης αμέσως ποια βραδιά και πού θα σας περιμένη και διά ποίου τρόπου θα γίνη η συνάντησις και αναγνώρισις να σας οδηγήση και σας παραδώση τα σιτηρά αυτά.

Για το ζήτημα της Κυρίας σου θα ληφθή μέριμνα απόψε ή αύριο βράδυ.

Κάπου-κάπου στέλνε μας καμιά επιστολή και να μας πληροφορής για την κατάστασιν. Είμεθα όλοι έτοιμοι και αναμένομεν την στιγμήν.

Με πολύν αγάπην

Νικήστρατος”.

Με τον καλό φίλο Νίκο Κουλτζή, βρεθήκαμε στο Δούλι να αναζητήσουμε μνήμες των εννέα παλικαριών που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα, πεθαίνοντας με έναν βάρβαρο τρόπο, δεμένοι και κλειδωμένοι στα αμπάρια ενός καραβιού που τους πήρε μαζί του στο βυθό.

Συναντήσαμε τον γιο ενός από τα θύματα, τον Γιάννη Τσαφαντάκη – Τσαφαντογιάννη του Κωνσταντίνου, 91 ετών, δεκαεξάχρονο παλικαράκι τότε που έζησε όλη την οικογενειακή τραγωδία. Στη διήγησή του, ο Τσαφαντογιάννης καταθέτει τη μαρτυρία του ως εξής:

“´Ήτανε καλοκαίρι. Αξημέρωτα γροικούμε φασαρία, φωνές, πυροβολισμούς να χαλά ο κόσμος στο χωριό. Ήντα συμβαίνει; Ο πατέρας μου εσηκώθηκε και η μάνα μου και όλοι μας. Τον πατέρα μου τόνε λέγανε Κωστή, τη μάνα μου Κυριακή, δυο αδερφές η Ρωσία η Ραχήλ κι εγώ. Είδε ο πατέρας μου από το παραθύρι ότι το χωριό το είχανε μπλοκάρει οι Γερμανοί. Ενοίγανε τσι πόρτες, εφωνάζανε, επυροβολούσανε στον αέρα κι εβγάζανε όλους έξω. Επήγαμε κι εμείς κι όλοι οι χωριανοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά, γέροι και γριές όλοι στο σχολειό. Μας οδηγήσανε στην αυλή του σκολειού. Κι άρχιξε να ξημερώνει. Γύρω γύρω οι Γερμανοί με τα τουφέκια. Φασαρία, να κλαίνε τα κοπέλια και οι γυναίκες. Ήντα θα γενούμε; ελέγανε πολλοί. Δεν εμπορούσαμε να τοσε μιλήσομε. Δεν ξέραμε τη γλώσσα ντως. Αυτοί είχανε μαζί ντως και δικούς μας δοσίλογους. Δεν τσι γνωρίζαμε. Εγώ εγεννήθηκα το 1928, ήμουνε τότε δεκάξε χρονώ. Και εβρήκα ένα μέρος στο σχολειό και εκάθισα. Μου σιμώνει ένας Γερμανός και μου λέει εσύ φύγε. Εγώ δεν εκατάλαβα αλλά με τα χέρια του μου’δωσε και κατάλαβα ότι μου λέει να φύγω. Ήρθε η μάνα μου και με πήρε και επήγαμε στο σπίτι. Από το σπίτι είδα να ξεδιαλέγουνε εννιά χωριανούς και να τσι παίρνουνε.

Ήτανε κι ο πατέρας μου με τσ’εννιά. Η μάνα μου ετραβούσε τα μαλλιά τση. Όλους τσι άλλους τσι φήκανε. Επήρανε το πατέρα μου και εμάθαμε μετά ότι τσι πήγανε στσι Δαφνές. Και από τσι Δαφνές στο Ηράκλειο. Τσι βάλανε σε μια φυλακή στο Μακάσι.

Ελέγανε ήντα θα κάνομε τώρα; Εμαζωχτήκανε τέσσερις γυναίκες, Η μάνα μου η Κυριακή, η Συμαιώνενα (Μαρία Τσαφαντάκη), οι Γερμανοί είχανε πάρει τα δυο τση αγόρια είχε άλλα έξε παιδιά κόρες, η Σοφία Τσαφαντάκη και η Μαρία Αθανασάκη. Και εσφάξανε οζά, και εζυμώσανε και επήρα και πήρανε και κρασί και τα επήγανε στο Κρουσώνα. Να βρούνε τσι Τζουλιάδες. Και τσι ταΐζανε, τσι ποτίζανε όλη μέρα αλλά δεν εγίνηκε πράμα. Τος είπανε να τσι βγάλουνε από τη φυλακή αλλά δεν έγινε τίποτα. Επήρανέ τσι μετά εβάλασί τσι σ’ένα πλοίο. Δεν εμάθαμε τίποτα. Άλλοι που μάθανε δε μας ελέγανε.

Ο Ευτύχιος Τσουρακάκης του Μιχαήλ από το Δούλι.

Και εμείς επεριμέναμε. Και η μάνα μου έλεγε ότι θα γυρίσει ο πατέρας σου. Και στση 11 του Οκτώβρη εφύγανε οι Γερμανοί από το Ηράκλειο.

Εκείνη την ημέρα εγώ ήμουνε σε ένα τόπο, Μασιδιά τόνε λέμε. Και βλέπω το Γιώργη του Χανιωτάκη. Και τόνε ρωτώ θείε, ήντα θα γίνει, θα γαύρει ο πατέρας μου;

Και μου λέει ότι ο πατέρας μου επνίγηκε. Επνίγηκε;

Ναι, το καράβι το βουλιάξανε. Μόνο άμε να το πεις στη μάνα σου. Να μη τόνε περιμένετε.

Το καράβι βούλιαξε. Εθάμπωσε το φως μου. Και πήγα και το’πα στη μάνα μου.

Άρχιξε κι ήκλαιγε. Στενοχωρία μεγάλη. Κι εκάναμέ ντου μετά τα μνημόσυνα”.

Στην είσοδο του χωριού Δούλι, έχει στηθεί το ηρώον.

Πάνω του είναι χαραγμένα δέκα οχτώ ονόματα. Στη μαρμάρινη στήλη του μνημείου διαβάζουμε: Θωμάς Συμ. Τσαφαντάκης, Γεώργιος Συμ. Τσαφαντάκης, Γεώργιος Ιωάν. Τσαφαντάκης, Κωνσταντίνος Ιωάν. Τσαφαντάκης, Ελευθέριος Εμμ. Τσαφαντάκης, Ευτύχιος Μιχ. Τσουρακάκης, Κωνσταντίνος Ιωάν. Καμπάκος, Παναγιώτης Ιωάν. Καμπάκος, Κυριάκος Ιωάν. Καμπάκος. Ημερομηνία συλλήψεως 9/6/1944. Πεσόντες υπέρ πίστεως και πατρίδος.

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης  είναι  δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,  διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος