Ο ρόλος του διπλού πράκτορα την περίοδο της κατοχής 1941-1945 δεν ήταν πάντοτε εύκολος. Ο ρόλος αυτός αφορούσε άντρες και γυναίκες που εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία του Συμμαχικού Στρατηγείου κοντά σε Γερμανούς αξιωματούχους και υπηρετούσαν σε γερμανικές υπηρεσίες.
Αφορούσε όμως το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων διερμηνέων, ανδρών και γυναικών, αφού από τη θέση τους μπορούσαν να υποκλέψουν πολλά μυστικά του κατοχικού στρατού, να τα μεταφέρουν στους άντρες της Αντίστασης και αυτοί με τη σειρά τους στους συμμάχους.
Η αντιμετώπιση των διερμηνέων από τον ντόπιο πληθυσμό ήταν άσχημη αφού δεν γνώριζαν και πολλές φορές οι διερμηνείς κινδύνευαν να χάσουν και τη ζωή τους ακόμη από τους Κρήτες πατριώτες.
Τα μετακατοχικά χρόνια η αμφιβολία για τους διερμηνείς (πατριώτες ή προδότες;) υπήρχε και σε μερικές περιπτώσεις διατηρείται ακόμα και σήμερα. Η ιστορική έρευνα όμως οφείλει να αποκαλύψει την αλήθεια και να αποδώσει τους ανθρώπους αυτούς καθαρούς στην κοινωνία έστω και μετά τον θάνατό τους, τονίζοντας τη μεγάλη και σημαντική προσφορά τους.
Ενδεικτικά παρουσιάζουμε ορισμένα βιογραφικά στοιχεία πέντε διερμηνέων, (τεσσάρων ανδρών και μιας γυναίκας), που εργάστηκαν ως διπλοί πράκτορες δίπλα στους Γερμανούς αξιωματούχους στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου. Ως διερμηνείς των γερμανικών υπηρεσιών, ενταγμένοι συγχρόνως στις Οργανώσεις και τις Ανταρτικές Ομάδες της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης.
Ιωάννης και Πρίαμος Τζοβενής
Ο Ιωάννης Τζοβενής του Αριστείδη και της Σμαράγδας, το γένος Μαυρομάτη, γεννήθηκε το 1882. Υπηρέτησε επί πολλά χρόνια ως Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο Καστελλίου Πεδιάδος. Παντρεύτηκε την Κυριακή Ανδρουλάκη από την Κασταμονίτσα και απέκτησε τρία παιδιά.
Τον Τηλέμαχο, τον Πρίαμο και τη Μαρίκα. Γνώριζε τα γερμανικά και οι γιοι του Πρίαμος και Τηλέμαχος σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο, (Πάντειο και Νομική ο Πρίαμος, Ανωτάτη Εμπορική ο Τηλέμαχος), όταν η Κρήτη υποτάχτηκε στους Γερμανούς.
Ο Ιωάννης Τζοβενής γνώριζε τα γερμανικά, το ίδιο και ο γιος του Πρίαμος. Έτσι οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν τον ίδιο αλλά και τον γιο του Πρίαμο ως διερμηνείς στις διοικητικές υπηρεσίες του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου.
Από τη θέση αυτή, ο Πρίαμος βοήθησε όσο μπορούσε τους εργάτες της καταναγκαστικής εργασίας του αεροδρομίου, δεκάδες είναι εξάλλου και οι μαρτυρίες που το επιβεβαιώνουν.
Ο Ιωάννης Τζοβενής πέθανε τον πρώτο χρόνο της κατοχής, την ημέρα των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου 1941, σε ηλικία 59 ετών από περιτονίτιδα. Ο γιος του Πρίαμος συνέχισε να υπηρετεί τους κατακτητές αλλά συγχρόνως και την Αντίσταση μέχρι την αποχώρησή τους.
Η μόρφωσή του τον βοήθησε να μην αντιληφθούν οι Γερμανοί τη διπλή του ιδιότητα και να αναγκαστεί να καταφύγει στο βουνό.
Αλέκος Ζαλώνης
Ο Αλέκος Ζαλώνης ήταν το μικρότερο παιδί του Αριστείδη και της Αναστασίας Ζαλώνη που είχαν έρθει στο Ηράκλειο με τον ξεριζωμό του 1922 από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας.
Ο Αλέκος ήταν τότε δύο χρονών στα χέρια της μητέρας του, που την ακολουθούσαν άλλα δυο κορίτσια, η Νίκη και η Μαρία. Ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ο Δημήτρης, είχε χαθεί στην αναταραχή που γινόταν στην προκυμαία της Σμύρνης και ενώθηκε μαζί της μετά από αρκετά χρόνια μέσω των αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού.
Η πτώση των αλεξιπτωτιστών τον βρήκε στο Ηράκλειο όπου είχε μείνει γενικός προστάτης των γονιών του μια και η αδερφή του Νίκη υπηρετούσε δασκάλα στο χωριό Καρές Αποκορώνου και τα άλλα αδέρφια του ζούσαν μακριά από τη συνοικία “Προσφυγικά” που ήταν το σπίτι τους, δίνοντας τον δικό τους αγώνα επιβίωσης. Στη μάχη της Κρήτης πήρε μέρος με τα εθελοντικά σώματα αντίστασης που συγκροτήθηκαν όπως όπως την τελευταία στιγμή, μαζί με πολλούς άλλους νέους της ηλικίας του.
Όταν ο άνισος αγώνας είχε πλέον κριθεί, κυνηγημένος στα σοκάκια της πόλης, κατάφερε να ξεφύγει και να κρυφτεί άγνωστο πού, απ’ όπου γύρισε μετά από μέρες όταν είχαν καταλαγιάσει τα πράγματα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ο Γιάννης Συνατσάκης είχε γυρίσει τραυματίας από το μέτωπο της Αλβανίας και παντρεύτηκε στο υπό κατοχή Ηράκλειο την αδελφή του Αλέκου Νίκη με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος από το 1939.
Η γνωστή εκτίμηση που έτρεφαν οι Γερμανοί σε όσους είχαν ρεζιλέψει τις Ιταλικές μεραρχίες, πρέπει να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άδεια που δόθηκε στον Αλέκο και το γαμπρό του Γιάννη να ανοίξουν ένα ταβερνείο.
Το ταβερνείο αυτό είχε γίνει στέκι πολλών Γερμανών αξιωματικών και υπαξιωματικών μια και στην περιοχή Προσφυγικά υπήρχε εγκατεστημένη Α/Α πυροβολαρχία. Εκεί ο νεαρός Αλέκος σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και από την ανάγκη της δουλειάς, έμαθε όχι μόνο να συνεννοείται αλλά και να λέει ανέκδοτα στα Γερμανικά.
Η σχέση του με το Καστέλλι, ως διερμηνέας των Γερμανών, δεν ήταν μόνιμη αλλά ερχόταν όποτε τον είχαν ανάγκη οι Γερμανοί και έμενε μεγάλα χρονικά διαστήματα κυρίως τα έτη 1943-1944.
Η ταβέρνα ήταν ένας χώρος που λύνονταν πολλές γλώσσες που μιλούσαν για επικείμενες διώξεις, υποψίες για πρόσωπα και ανακρίσεις που έγιναν ή που θα γίνονταν. Συνδυάζοντας όλα αυτά, όποτε τον καλούσαν για διερμηνέα σε ανάκριση, κατάφερνε πολλές φορές, λέγοντας αυτά που ήθελαν να ακούσουν οι Γερμανοί, να ελαφρύνει τη θέση των ανακρινομένων ή ακόμη και να σώσει τις ζωές τους.
Δεκάδες μαρτυρίες υπάρχουν από ανθρώπους που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου, όπου καταδεικνύουν την αντιστασιακή του δράση και βοήθεια προς τους υπόδουλους Κρήτες.
Ενδεικτικά, ακολουθεί διήγηση του Καστελλιανού Γεωργίου Πολεμαρχάκη στο γράφοντα, το καλοκαίρι του έτους 2006:
«…ήρθε και με βρήκε ο Αλέκος (σημ.: Αλέξανδρος Αριστείδου Ζαλώνης). Μου λέει Γιώργη, φύγε για μερικές μέρες από το σπίτι σου. Οι Γερμανοί θα σε συλλάβουν.
Σε γυρεύουν για μια μπαταρία. Εκείνες τις μέρες είχα πάρει μια μπαταρία από το συνεργείο του Διαβαϊδέ, έφταχναν τα γερμανικά αυτοκίνητα εκεί, με βοήθησε ο Γαρέφαλλος να την πάρω και την επήγα στο Ηράκλειο να τη γεμίσω.
Τη θέλανε στο βουνό, ο Κωσταντούρος, (σημ.: Κωνσταντίνος Ανδριανάκης, αντιστασιακός από το χωριό Κασταμονίτσα), μου είχε πέψει μήνυμα πως ο Μαθιός, (σημ.: Μάθιου Χουάιτ, λοχίας ασυρματιστής του συμμαχικού σταθμού ασυρμάτου που βρίσκονταν στη θέση Βατονερό των Λασιθιώτικων βουνών, στα ορεινά της Κασταμονίτσας),
θέλει μια καινούρια μπαταρία για τον ασύρματο στο Βατονερό.
Επήγα τη, φαίνεται πως εμαθεύτηκε αυτό γιατί μόλις με ειδοποίησε ο Αλέκος και ανέβηκα στο βουνό, οι Γερμανοί επήγαν στο σπίτι μας και με ζητούσαν. Ο Αλέκος μας εβοήθησε. Αυτός εξώμενε στο Μεϊντάνι και τον είχανε οι Γερμανοί διερμηνέα. Τον εχάσαμε όμως προτού φύγουνε οι Γερμανοί από το Καστέλλι…».
Το μέρος αυτό της δραστηριότητας τού στοίχισε τελικά όταν άκουσε να συζητιέται κάποτε μια επιχείρηση σκούπα των Γερμανών για σύλληψη ομήρων σε κάποια περιοχή όπου είχαν καταλύσει αντάρτες.
Μια έγκαιρη ειδοποίηση εκκένωσε τελικά την περιοχή και η επιχείρηση απέτυχε. Πιάστηκαν μόνο δυο τρία άτομα στους οποίους υποσχέθηκαν να τους αφήσουν ελεύθερους αν έλεγαν ποιος τους ειδοποίησε. Έτσι ο Αλέκος Ζαλώνης έπεσε στη δυσμένεια των Γερμανών και δόθηκε εντολή για την παρακολούθηση και σύλληψή του.
Δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει αν ήταν αγαθή πρόθεση ή ήταν από αφέλεια όταν ο Γερμανός Λοχίας, τακτικός θαμώνας της ταβέρνας τον ρώτησε τι είχε κάνει και συζητάνε το όνομά του στην Κομαντατούρ.
Δεν χρειάστηκε περισσότερα για να καταλάβει ότι το παιγνίδι είχε τελειώσει. Την ίδια στιγμή με κάποια πρόφαση έφυγε από την ταβέρνα και χωρίς να ειδοποιήσει κανένα στην οικογένεια, πήγε να συναντήσει τους αντάρτες στο βουνό, απ’ όπου γύρισε μετά την απελευθέρωση.
Δεν θα αναφερθούμε σε λεπτομέρειες για τη ζωή του Αλέκου Ζαλώνη τα μετακατοχικά χρόνια. Να σημειώσουμε πως δεν παρέλασε ποτέ με τους ήρωες της Αντίστασης ούτε κλήθηκε σε ανάλογες εκδηλώσεις μνήμης.
Κάποτε που τον κάλεσαν για κάποιο παράσημο δεν πήγε αφού έπρεπε να πληρώσει τα έξοδα μεταφοράς και διαμονής του και που γι’αυτόν ήταν πολυτέλεια τότε. Πέθανε το Νοέμβριο του 1998 σε ηλικία 78 ετών, παράλυτος και διασωληνωμένος για τις βασικές του ανάγκες στο Αιγάλεω.
Νίκος Καραγιάννης
Ο Νίκος Καραγιάννης γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1923. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και βρέθηκαν στο Ηράκλειο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πατέρας του ήταν ο Σωκράτης και η μητέρα του ήταν η Παγωνίτσα, από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας.
Ο Σωκράτης με την Παγωνίτσα οικογένεια με πέντε παιδιά. Την Αφροδίτη, μοναδική κόρη και τους Γιώργο, Κώστα, Νίκο και Χρήστο. Ο Νίκος στην Κατοχή ήταν δεκαεφτάχρονος μαθητής της Πέμπτης Τάξης της Εμπορικής Σχολής Ηρακλείου.
Το 1941 οργανώθηκε από τον Σήφη Μιγάδη στην Φορς 133, υπηρεσία αντικατασκοπίας των Συμμάχων και δούλεψε ως διερμηνέας στις γερμανικές υπηρεσίες. Αρχικά στα οχυρωματικά έργα στην Αγία Γαλήνη και έπειτα στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου.
Από το Καστέλλι, όταν πια είχε ατονήσει το πολεμικό ενδιαφέρον του αεροδρομίου για τους Γερμανούς, έρχεται στα τέλη του 1943 στο Ηράκλειο, προσφέροντας τις μυστικές υπηρεσίες του στους συμμάχους και αναλαμβάνοντας επικίνδυνες αποστολές, πάντοτε ενταγμένος στην Φορς 133 – τμήμα αντικατασκοπίας.
Σε μια τέτοια αποστολή με έναν επικίνδυνο προδότη, τον Αναστάση Συμεωνίδη, προδίδεται και συλλαμβάνεται. Βασανίζεται σκληρά στα μπουντρούμια της Γκεστάπο στην οδό Πεδιάδος (στου Πλεύρη), αλλά παρόλα τα βασανιστήρια, δεν ομολογεί τίποτα.
Δικάζεται στο στρατοδικείο της Αγυιάς στα Χανιά σε θάνατο. Κλείνεται στα κελιά των μελλοθανάτων, όπου την τελευταία στιγμή του δίδεται χάρη και η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σε υπερορία, (εγκλεισμό σε Στρατόπεδα Συγκέντρωσης της Γερμανίας και της Αυστρίας).
Μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, μεταφέρεται με άλλους εννέα Ηρακλειώτες στο Στρατόπεδο Μάουτχαουζεν και από εκεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μελκ στην Αυστρία.
Όταν η πολεμική μηχανή της Γερμανίας αρχίζει να καταρρέει, οι κρατούμενοι του Μελκ μεταφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Εμπενζεέ, κοντά στο Τυρόλο της Αυστρίας.
Στις 5/5/1945, οι έγκλειστοι απελευθερώνονται από τον Αμερικάνικο στρατό και ο Νίκος Καραγιάννης επιστρέφει στο Ηράκλειο την 1η Αυγούστου 1945.
Το 1994, έγραψε μετά από παρότρυνση των φίλων του, ένα χειρόγραφο κείμενο 120 σελίδων, με τις περιπέτειές του τα χρόνια 1941-1945.
Του έδωσε τον τίτλο «Πέρα από το Μαουτχάουζεν». Στο κείμενό του, ο Νίκος Καραγιάννης περιγράφει την πρόσληψή τους ως διερμηνέας στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου, τα καθήκοντα που ανέλαβε και τις «δεκαπενταμερίες» των κατοίκων των Κοινοτήτων, που ήταν υποχρεωμένες να στέλνουν στα οχυρωματικά έργα της ευρύτερης περιοχής.
Γεωργία Μπαλτζάκη – Μόνικα
Η Γεωργία Μπαλτζάκη γεννήθηκε στο Καστέλλι Πεδιάδος το έτος 1923. Κόρη του Μανόλη Μπαλτζάκη και της Καλλιόπης (το γένος Χαλκιαδάκη). Ο Μανόλης Μπαλτζάκης με την Καλλιόπη απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Τον Γιάννη, τη Μαρία, τη Γεωργία και την Ειρήνη. Από τους συγχωριανούς της, τα χρόνια της κατοχής, πήρε το προσωνύμιο Μόνικα. Οι περισσότεροι τη γνώριζαν ως Μόνικα παρά ως Γεωργία Μπαλτζάκη. Η Γεωργία ήταν φαινόμενο φιλομάθειας για την εποχή της.
Από πολύ μικρή διάβαζε συνεχώς και πλούτιζε τις γνώσεις της. Μαθήτρια του Γυμνασίου το 1938, έσπασε το πόδι της και έμεινε στο κρεβάτι δύο (2) χρόνια. Από το κρεβάτι διάβαζε και περνούσε τα μαθήματα στις εξετάσεις του Γυμνασίου χωρίς να παρακολουθεί τις παραδόσεις.
Στη διάρκεια της κατάκλισής της, κατάφερε να μάθει μόνη της δύο ξένες γλώσσες, Αγγλικά και Γερμανικά. Την περίοδο της γερμανικής Κατοχής εργάστηκε ως διερμηνέας δίπλα στον Φρούραρχο του αεροδρομίου Καστελλίου Ταγματάρχη Τροστ.
Λόγω της δουλειάς της διερμηνέως, η Γεωργία Μπαλτζάκη – Μόνικα ίσως ήταν το πιο αμφιλεγόμενο πρόσωπο του Καστελλίου μετά την Κατοχή και μέχρι τον θάνατό της.
Καθημερινά, τα δύσκολα χρόνια 1941-1944, την συναντούσαν δεκάδες πολίτες απ’ όλα τα χωριά της ευρύτερης περιοχής της επαρχίας Πεδιάδος, της Βιάννου, του Μονοφατσίου, της Μεσαράς, του Λασιθίου.
Κι όταν την έβλεπαν δίπλα στον Γερμανό Ταγματάρχη, φυσικό ήταν να την κοιτάζουν ύποπτα. Έτσι άλλοι έλεγαν ότι είναι συνεργάτης των Γερμανών και άλλοι ότι βοήθησε την Αντίσταση, μέλος της οποίας ήταν και η ίδια.
Η Γεωργία Μπαλτζάκη, μετά την Κατοχή συνέχισε να διαβάζει και να μορφώνεται. Κατάφερε να μάθει οχτώ ξένες γλώσσες μεταξύ των οποίων και Ρωσικά. Η επιθυμία της ήταν να σπουδάσει και να γίνει γυμνάστρια. Έδωσε εξετάσεις και πέτυχε στη Γυμναστική Ακαδημία. Δεν κατάφερε όμως να πραγματοποιήσει το όνειρό της.
Οικονομικοί λόγοι την ανάγκασαν να μην εγγραφεί στη Σχολή. Εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά σε φαρμακείο. Ήταν η πρώτη γυναίκα που φόρεσε πανταλόνια στο Καστέλλι.
Η πρώτη γυναίκα που οδήγησε και διέθετε αυτοκίνητο την δεκαετία του 1950 στην πόλη του Ηρακλείου. Τόσο πολύ είχε κάνει αυτό εντύπωση, ώστε οι εφημερίδες της εποχής το έκαναν είδηση στις στήλες τους (μία από τις εφημερίδες που το ανέφεραν ήταν και η «ΠΑΤΡΙΣ» του Ηρακλείου).
Από το φαρμακείο έφυγε γρήγορα και έπιασε δουλειά στο Ξενοδοχείο ΚΑΝΤΙΑ ως διευθύντρια (λόγω των πολλών ξένων γλωσσών που γνώριζε).Το ξενοδοχείο βρισκόταν στο κέντρο του Ηρακλείου στη λεωφόρο Δικαιοσύνης και ήταν ιδιοκτησίας του πατέρα του γνωστού Κώστα Ζουράρη.
Μόλις ο Αριστοτέλης Ωνάσης δημιούργησε τις ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ, η Γεωργία Μπαλτζάκη ήταν ένα από τα πρώτα διευθυντικά στελέχη που στελέχωσαν την εταιρεία. Στην Γεωργία άρεσαν πολύ τα ταξίδια. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι έφτασε μέχρι το Θιβέτ, όπου παρέμεινε ένα μήνα.
Πολιτικά κόμματα στη διάρκεια της μεταπολίτευσης τής έκαναν προτάσεις να κατέλθει στον πολιτικό στίβο διεκδικώντας μια θέση στην Ελληνική Βουλή. Η ίδια αρνήθηκε.
Το 1992 ένα μηχανάκι την χτύπησε έξω από τον πολιούχο ναό της πόλεως του Ηρακλείου Άγιο Μηνά. Το χτύπημα ήταν βαρύ και η Γεωργία έπεσε σε κώμα. Πέθανε στις 25 Δεκεμβρίου 1992.
Ένα από τα παράπονα των φίλων της ήταν ότι δεν μιλούσε ποτέ για τα τέσσερα χρόνια της Κατοχής και την περίοδο που η ίδια ήταν διερμηνέας των Γερμανών. Μόλις επιχειρούσε κανείς από την παρέα να ανοίξει ένα θέμα για τα κατοχικά χρόνια, η Γεωργία ευγενικά άλλαζε συζήτηση.
Δεν υπερασπίστηκε ποτέ το εαυτό της στις κατηγορίες ή στα κενά που άφησε το πέρασμά της από τα γραφεία του γερμανικού Φρουραρχείου.
Γεώργιος Α. Καλογεράκης
Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου