Τα μεσάνυχτα της 4ης Ιουλίου 1943, καταδρομείς του Συμμαχικού Στρατηγείου με επικεφαλής τον Δανό Υπολοχαγό Άντερς Λάσσεν και Κρήτες βοηθούς, επιχείρησαν σαμποτάζ στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου.
Το σαμποτάζ πέτυχε και ο Γερμανός Διοικητής Κρήτης Στρατηγός Μπρώυερ ως αντίποινα διέταξε την εκτέλεση πενήντα (50) πατριωτών. Είκοσι από τον νομό Ηρακλείου, δέκα από τον νομό Ρεθύμνου και είκοσι από τον νομό Χανίων.
Η σχετική διαταγή είχε ημερομηνία 6 Ιουλίου 1943. Μεταξύ των θυμάτων του Ηρακλείου ήταν ο Γιάννης Χρονάκης από το χωριό Άνω Ασίτες και ο Αγρονόμος Κωνσταντίνος Μανουράς από το χωριό Άγιος Μάμας Ρεθύμνου και μόνιμος κάτοικος Αρκαλοχωρίου.
Στο έγγραφο της εκτέλεσης η αιτιολογία για τον Γιάννη Χρονάκη ήταν “εις θάνατον την 6.7.1943 γιατί είναι δραστήριος εχθρός των Γερμανών” και για τον Κωνσταντίνο Μανουρά «εις θάνατον την 6.7.1943 για εχθρική προπαγάνδα και ύποπτος κατασκοπείας».
• Γιάννης Χρονάκης
Ο Γιάννης Χρονάκης γεννήθηκε στις Άνω Ασίτες Μαλεβιζίου το έτος 1920. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα. Ένα από τα τέσσερα παιδιά του Γεωργίου Ιωάννου Χρονάκη και της Ζαχαρένιας Σταυρουλάκη. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο υπηρέτησε την πατρίδα και πολέμησε με ανδρεία τους Ιταλούς στα βουνά της Αλβανίας. Όταν η Κρήτη υπέκυψε στους Γερμανοϊταλούς την 1η Ιουνίου 1941, ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν στην Αντίσταση και οργανώθηκε στην Ομάδα του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά.
Επικηρυγμένος από τους Γερμανούς, ξέφυγε τέσσερις φορές από τα χέρια τους. Την πέμπτη φορά που πιάστηκε, στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο αδερφός του Νικόλαος Χρονάκης, αφηγείται:
«Τον κύρη μου τον ελέγανε Γεώργιο Ιωάννου Χρονάκη και τη μάνα μου Ζαχαρένια Σταυρουλάκη κι ήτανε από τον Πρινιά. Είμαστε τέσσερα αδέρφια, ο Γιάννης, ο Βαγγέλης, ο Μανόλης κι εγώ. Ο πατέρας μας πέθανε όταν είμαστε μικροί από καρδιά. Ο Μπαντουβάς ήκανε την οργάνωση για την Εθνική Αντίσταση από δω από το χωριό μας τσι Ασίτες και οργανωθήκαμε όλοι μας και οι τέσσερις. Οι Γερμανοί εσκοτώσανε τσι μισούς που ήτανε βαρμένοι στην οργάνωση και από τσ’άλλους μισούς έχουνε ποθάνει οι πιο πολλοί.
Μας έβαλε κι εμάς ο Μπαντουβομανόλης και είχαμε δυο όπλα που τα ρίξανε με
τ ’ αεροπλάνο οι Εγγλέζοι. Για τσ’ Εγγλέζους έχω να σου πω ότι εμείς δεν είχαμε να φάμε ψωμί και τσ’είχαμε στο σπίτι μας. Εκάναμε μεροκάματα να βγάλομε μια οκά αλεύρι να κάνομε ψωμί να τσι ταΐζομε. Είχαμε λοιπόν δυο Εγγλέζους και είπε ο Μπαντουβομανόλης του αδερφού μου του Γιάννη να τσι πάρει να πάει στη Μεσσαρά να τσι φυγαδεύσει από τον Τσούτσουρο.
Στο δρόμο ο αδερφός μου ο Γιάννης εβάδιζε με τσ’ Εγγλέζους και τσι τρακέρνουνε στο κάμπο τση Μεσσαράς οι Γερμανοί. Είχε ομίχλη και επέσανε απάνω σε ένα φυλάκιο. Χειμώνας καιρός. Ο αδερφός μου είχε βγάλει το σακάκι του. Ήτανε δρωμένοι και κουρασμένοι. Ο ένας Εγγλέζος δεν μπορούσε να προπατεί και εσταματήσανε. Οι Γερμανοί φανήκανε με τα όπλα και εκάνανε:
-Ίγγλις, Ίγγλις!
Δεν εκατάλαβα ποτέ, από που τσι γνωρίσανε ότι ήτανε Άγγλοι, αφού εφορούσανε ρούχα σα και τα δικά μας. Του αδερφού μου του κάνουνε:
-Εσύ Γκρέκο!
Ο ένας Εγγλέζος είπε του αδερφού μου ότι εδά Γιάννη εσένα θα σε σκοτώσουνε, μόνο να φύγεις.
Ο αδερφός μου στη βούργια είχε ένα πιστόλι και έγγραφα. Ο Άγγλος του’πε:
-Γιάννη άστα κάτω και φύγε!
Αφήνει κάτω τη βούργια ο αδερφός μου και οι Γερμανοί αρχίσανε να τη ψάχνουνε. Ο Γιάννης το βάνει στα πόδια, αλλά πήγαινε εδά σαν τον αέρα, είκοσι χρονών ήτανε τότε. Οι Γερμανοί αρχίξανε να του βάνουνε με τα όπλα αλλά δεν ήτανε τυχερό να σκοτωθεί τοτεσάς. Ήφταξε στο χωριό στσ’Ασίτες και το σακάκι του είχε δυο τρύπες από σφαίρες.
Επήγε και τόπε του Μπαντουβομανόλη, ήντα γίνηκε δηλαδή στο δρόμο. Από το χωριό εφύγαμε και πήγαμε στση μάνας μου το χωριό τον Πρινιά. Οι Γερμανοί μας εμάθανε μετά και μας εζυγώνανε να μας πιάσουνε. Εκαταφέρανε κι επιάσανε μια μέρα τον Γιάννη στον Πρινιά. Ήτανε ένας χωροφύλακας δικός μας από τη Μεσσαρά που υπηρετούσε στον Άγιο Μύρωνα και τον είχανε πιάσει κι αυτόν. Οι Γερμανοί τον αδερφό μας το Γιάννη τον επέμπανε στην αγγαρεία με το χωροφύλακα μαζί. Μια μέρα του λέει ο χωροφύλακας:
-Μωρέ Γιάννη, να’ρθεις θες να φύγομε; Στα τελευταία θα μας ε σκοτώσουνε!
Επιάσανε μια μέρα και τος εφύγανε τω Γερμανώ και επεράσανε από το χωριό. Τη μάνα μου την ήλεγε ο χωροφύλακας μάνα, γιατί τού ’πλυνε τα ρούχα. Μετά τη Κατοχή τόνε βάλανε φύλακα στο Πανάνειο νοσοκομείο. Μια μέρα ο αδερφός μου ήτανε στον Άρδαχτο, ένα χωριό κοντά στο Ζαρό. Επεράσανε από κεια τα αποσπάσματα τα δικά μας, Έλληνες δηλαδή. Ο αδερφός μου ήτανε επικηρυγμένος από τσι Γερμανούς και επήγαινε χαρτιά στο Πετρακογιώργη από το Μπαντουβομανόλη. Τόνε πιάσανε και τον επήγανε στου Πολιουδάκη στο Ηράκλειο. Ο Πολιουδάκης του λέει:
-Καλώς τονε! Εδά θα σε καταστέσω! Τον εβάλανε σε μια αποθήκη αλλά ο Γιάννης το ίδιο βράδυ τος ήφυγε πάλι. Ήρθε στο Πρινιά. Οι Γερμανοί και οι δικοί μας οι χωροφυλάκοι τον εψάχνανε μετά στσι Ασίτες και τος είπανε ότι το Χρονάκη θα τόνε βρείτε μόνο στο Πρινιά.
Πήγανε 80 Γερμανοί στο Πρινιά και εζώσανε το χωριό. Ο αδερφός μου ήθελε να φύγει αλλά επήγε από τη μια πάντα, Γερμανοί. Από την άλλη πάντα Γερμανοί. Δε τα κατάφερε. Ο αδερφός μου εκράθιε ένα εγγλέζικο λεξικό κι ένα πιστόλι, από κειανά τα κοκκινοκάλυκα που φέρανε οι Εγγλέζοι. Ένας Πρινιανός αγροφύλακας κάνει:
-Αν είναι εδώ ο Χρονάκης ο Γιάννης να παρουσιαστεί!
Ο αδερφός μου ήστεκε δίπλα του. Ο αγροφύλακας το’πε τρεις φορές. Ο αδερφός μου αναγκάστηκε να φανερωθεί. Οι Γερμανοί είχανε ένα διερμηνέα μαζί τους. Το λεξικό και το πιστόλι ο αδερφός μου εσίμωσε στσι γυναίκες που εκάθουντανε ανεκούρκουδα στη πλατεία του Πρινιά και το’δωκε τσι Φουκάκαινας. Αυτή τόνε κάτεχε το Γιάννη και του φώναξε:
-Γιαννιό, Γιαννιό, έλα να σου πω!
Η Ευτυχία Φουκάκη, ο άντρας της ήτανε από τον Πανασσό. Εσίμωσε ο Γιάννης και με μια κίνηση τσ’ήδωσε το λεξικό και το πιστόλι. Το’βαλε η γυναίκα από κάτω από τα ρούχα τσι και δεν πήρε κανείς χαμπάρι. Επήρανε το Γιάννη και του λέγανε να πει ότι ξέρει για το Μπαντουβομανόλη. Εψάχνανε το Μπαντουβομανόλη να τόνε πιάσουνε να τόνε γδάρουνε. Επήρανέ τονε και τόνε βάλανε μέσα σ’ένα σπίτι στην Αγία Βαρβάρα. Του λέει ο ενωματάρχης:
-Αύριο θα φέρω το μεγάλο Γερμανό από το Ηράκλειο να του τα πεις όλα για το Μπαντουβομανόλη.
-Εγώ δε κατέχω πράμα, του λέει ο Γιάννης.
-Επαέ μας λένε ότι τα κατέχεις όλα, κι εσύ και τ’ αδέρφια σου. Τόνε δέσανε και τόνε πετάξανε σ’ένα δωμάτιο. Τη νύχτα ελύθηκε ο Γιάννης και εβρήκε ένα κομμάτι σίδερο κι έσκαψε όλη τη νύχτα από κάτω από το κατώφλι της μεσόπορτας ένα πόρο. Ήβαλε τη κεφαλή του και το σώμα του στη τρύπα και εμαγγανίστηκε. Δεν εχωρούσε να προχωρήσει. Εσκέφτηκα μωρέ Νικολή, μού ’πε μετά, ότι εδά θα με σκοτώσουνε ίδια πα δα. Έψαξε με τα χέρια του και το ξαναβρήκε το σίδερο και χωρίς να βλέπει εσυνέχισε να σκάβει μέχρι που πόρισε. Εβγήκε απ’ όξω στο άλλο δωμάτιο κι ήτανε ένα παραθύρι με σταυρωτά σίδερα. Έπιασε τα σίδερα και τα τράβηξε και τα ξεκόλλησε. Επόρισε όξω στα περβόλια και ήρθε στο Βορού.
Το σπίτι που τον είχανε σώζεται ακόμη. Και το παραθύρι που επόρισε ο αδερφός μου. Δεν είναι πολλά χρόνια που επήγα και το’δα. Αν δε το χαλάσανε το σπίτι τα σίδερα του παραθυριού θα είναι ακόμη στραβωμένα. Ο αδερφός μου μετά που ήρθε στο Βορού, μας είπε ότι εγροίκα το Γερμανό απ’όξω που τραγούδιε όντεν έφυγε.
Ο Μπαντουβομανόλης ήλεγε καμιά φορά για τσ’άλλους:
-Εσείς είστε μωρέ αχεριώνηδες, τάξε και καλά κοιμάστε. Όντεν είναι επαδά ο Ποδιάς ο Γιάννης και ο ανηψός μου ο Γιάννης ο Χρονάκης, τοτεσάς μόνο κοιμούμαι. Τό’λεγε για τον αδερφό μου επειδή είχε φύγει τω Γερμανώ τόσες φορές.
Οι Γερμανοί το πήρανε το πράμα βαρά μετά που τος ήφυγε πάλι ο Γιάννης και μια μέρα ήρθανε στον Πρινιά και επιάσανε τον πιο μικρό αδερφό μας, το Βαγγέλη, όμηρο.
Μια γυναίκα που είχε βάλει η Οργάνωση μέσα στσι Γερμανούς στο Ηράκλειο για να μαθαίνει τα μυστικά και να τα λέει, ήπεψε μήνυμα μια μέρα ότι το Βαγγέλη το Χρονάκη θα τόνε σκοτώσουνε.
Για να μη τόνε σκοτώσουνε, ήπρεπε να πάει να παραδοθεί ο άλλος μου αδερφός ο Γιάννης. Όντε το’μαθε ο Γιάννης είπε ότι θα πάει να παρουσιαστεί, γιατί δε θέλει να ’ναι η αιτία να σκοτώσουνε το Βαγγέλη.
Είχε έρθει μια μέρα η μάνα μας να δει το Βαγγέλη κι ο Βαγγέλης της είπε να μην αφήσει το Γιάννη να σιμώσει. Ο Βαγγέλης ήλεγε:
-Καλλιά να ζήσει ο Γιάννης παρά εγώ.
Ο Γιάννης όμως επαρουσιάστηκε κι αφήκανε το Βαγγέλη. Τον επήγανε στσι Κάτω Φυλακές, εκειά πού’ναι το πάρκο εδά (πάρκο Γεωργιάδη). Επήγαμέ του δυο τρεις φορές ψωμί και μετά δεν τόνε ξανάδαμε τον αδερφό μας το Γιάννη.
Εμάθαμε μετά ότι τόνε σκοτώσανε. Ούτε ξέρομε που, ούτε και το τρόπο.
Ακούστηκε αργότερα ότι ο Γερμανός στρατηγός, είπε στον Πολιουδάκη και στο Κούβο να του βρούνε είκοσι άτομα να εκτελέσει για το σαμποτάζ που γίνηκε στο αεροδρόμιο στο Καστέλλι τση Πεδιάδας. Αλλιώς οι Γερμανοί θα πιάνανε απ’όξω από το δρόμο κι όποιο τύχει. Ο Πολιουδάκης με το Κούβο υποδείξανε έξε Οβραίους και μερικούς από τη φυλακή μέσα. Επιάσανε και από το Καστέλλι, αλλά δεν εσυμληρώνουντανε ο αριθμός είκοσι. Ήτανε δεκαοχτώ. Εφέρανε κι από τσι κάτω φυλακές άλλους δυο, τον αδερφό μου το Γιάννη και ένα από τη Γέργερη και εσυμπληρώθηκε ο αριθμός. Ετσά εχάθηκε ο αδερφός μας. Κρίμα για μας. Ήτανε πραγματικό παλικάρι…”.
• Κωνσταντίνος Μανουράς
Για την εκτέλεση του Κωνσταντίνου Μανουρά, αναδημοσιεύουμε απόσπασμα από άρθρο του Ιωάννου Μανουρά, δικηγόρου και πρώτου ξαδέλφου του Κωνσταντίνου, στην εφημερίδα του Ηρακλείου «ΑΛΛΑΓΗ», στις 6 Ιουλίου 1997:
“…στο Αρκαλοχώρι βρέθηκα φιλοξενούμενος – μια από τις πολλές φορές – στο σπίτι του πρωτεξαδέλφου μου Ιωάννη Α. Μανουρά, κουρέα και μετά τον τραυματισμό του χεριού του στην Αλβανία, εμπόρου. Μαζί μας και ο αδελφός του – πρωτοξάδελφος επίσης – Κωνσταντίνος Α. Μανουράς, αγρονόμος Αρκαλοχωρίου, και αφού ήπιαμε τους καφέδες μας στο καφενείο της «Μπογιατζίνας» (στον κεντρικό δρόμο) αναχωρήσαμε για το σπίτι του Γιάννη, για το βραδινό φαγητό. Ο Κώστας ήταν μόνος, γιατί η σύζυγός του Γαρυφαλιά το γένος Μπουνάκη (διδασκάλισσα Χουμερίου) είχε μεταβεί στις Αρχάνες, για να επισκεφθή την ασθενούσα μητέρα της. Μετά το δείπνο τόσον ο Γιάννης όσο και η σύζυγός του Ευτυχία (το γένος Γεωργ. Γαλυφιανάκη), εζήτησαν από τον Κώστα να κοιμηθεί στο σπίτι τους (για να μην είναι μόνος στο δικό του), όμως η απάντηση ήταν αρνητική. Τον άκουσα να δικαιολογή την άρνησή του, γιατί ως είπεν ì”σκόπευε να κοιμηθεί στη λοτζέτα (ταρατσάκι ορόφου) του σπιτιού του, για να απολαύση το νυχτερινό θέαμα του αεροδρομίου του Καστελλίου”. Το αποκάλεσε «πανηγύρι» και δεν ήθελε να το χάση. Δεν είπε τίποτε περισσότερο και όλοι εσιωπήσαμε θεωρούντες πλήρως αιτιολογημένη την άρνηση. Ήταν το βράδυ της Κυριακής 4 – 7 – 1943. Τη νύχτα αυτή της 4ης προς την 5ην Ιουλίου 1943 οι σύμμαχοι μας Βρετανοί, πληροφορημένοι από τους οργανωμένους στην Αντίσταση Κρητικούς προσέβαλαν με κομάντος το πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου Πεδιάδος κατά τη διάρκεια ταυτόχρονου αεροπορικού βομβαρδισμού, με αποτέλεσμα να καταστραφούν αποθήκες καυσίμων και 50 περίπου αεροπλάνα, ως ακούστηκε τότε. Την αυγή της 5ης Ιουλίου 1943, περικυκλώθηκε το Αρκαλοχώρι από Γερμανούς στρατιώτες που απαγόρευαν την είσοδο και την έξοδο των πολιτών, συγχρόνως δε ερευνούσαν όλα τα σπίτια και συνελάμβαναν όλους τους άνδρες τους οποίους ενέκλεισαν σ’ένα καφενείο, που ευρίσκετο στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Συνελήφθη κι εγώ μαζί με τον εξάδελφό μου Γιάννη κι εγκλειστήκαμε στο ίδιο καφενείο. Ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες ήταν και ο Αγρονόμος Αρκαλοχωρίου Κωνσταντίνος Μανουράς, του οποίου η αντιστασιακή δράση ήταν ως φαίνεται γνωστή εις την γερμανική Υπηρεσία της Γκεστάπο, όργανα της οποίας ήρθαν το βραδινό της ίδιας ημέρας από το Ηράκλειο, τον ανεζήτησαν ανάμεσα στους δεκάδες συλληφθέντες και τον πήραν μαζί τους μ’ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο (Μερσεντές ανοικτό τύπου τζιπ), αφού προηγουμένως τον συνόδευσαν δύο Γερμανοί στρατιώτες μέχρι το σπίτι του για να πάρει μαζί του μία κουβέρτα και ψωμί και να αποχαιρετήσει τους οικείους του. Είχε προηγηθή ένας έλεγχος των ταυτοτήτων όλων των κρατουμένων, κάποιους ηλικιωμένους και νεαρούς έδιωξαν, μεταξύ δε αυτών και μένα, αφού διαπίστωσαν από την γερμανική ταυτότητά μου (έχει κατατεθεί στα αρχεία του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης), ότι ήμουν «μαθητής» και κάτοικος Ηρακλείου, με εφιλοδώρησαν δε και με δύο δυνατές κλωτσιές.
Έτσι βρέθηκα στον κεντρικό δρόμο και συνώδευσα κι εγώ προσεχτικά κι εξ αποστάσεως τον εξάδελφό μου Κώστα στη μεταφορά του προς το σπίτι του. Εκεί ενώ οι γυναίκες προσέφεραν τσικουδιά με ξηρούς καρπούς στους Γερμανούς στρατιώτες, υποδείξαμε όλοι στον Κώστα να φύγη πηδώντας από το παράθυρο, παρά την επιμονή μας όμως έμεινε αμετάπειστος με την αιτιολογία ότι «αν φύγω εγώ, κρατούν και θα εκτελέσουν τον αδελφό μου, κι αυτός έχει παιδιά, ενώ εγώ δεν έχω».
Έτσι κι αν μπορούσε άνετα να διαφύγη (από το μεσημέρι είχε διακοπή η πολιορκία του Αρκαλοχωρίου), προτίμησε να επιστρέψη στο καφενείο, εκεί επιβιβάστηκε στο γερμανικό αυτοκίνητο που τον περίμενε, κι αναχώρησε προς το Ηράκλειο με ολιγόλεπτη διακοπή πορείας, όταν αντάμωσαν στο Ιερό της Εκκλησίας τη μόλις αφιχθείσα εξ Αρχανών, σύζυγό του για το στερνό αντίο.
Λίγη ώρα αργότερα δύο μεγάλα γερμανικά αυτοκίνητα, μετέφεραν τους συλληφθέντες Αρκαλοχωρίτες, σε Γερμανικό Στρατόπεδο, πλησίον του χωρίου Πεζά, όπου ενεκλείσθησαν και μετά λίγες ημέρες, αφέθησαν ελεύθεροι, με εντολή του «Αξιότιμουª Διοικητού Φρουρίου που εδέχθη παράκλησιν να αφεθούν ελεύθεροι οι εις τα Πεζά 190 δια το τελευταίο σαμποτάζ κρατούμενοι, (δηλώσεις Γενικού Διοικητού Κρήτης εις εφημερίδαν του Ηρακλείου Κρητικός Κήρυξ – 10 Ιουλίου 1943).
Το ίδιο βράδυ της Δευτέρας 5 – 7 – 1943 επιστρέφοντας στο σπίτι του εξαδέλφου μου Γιάννη, όπου διέμενα, με πλησίασε ο ένας εκ των δύο Γερμανών Αξιωματικών που έμεναν στο επιταγμένο σαλόνι του σπιτιού. Εγνωριζόμεθα από παλιότερες μεταβάσεις μου στο Αρκαλοχώρι, είχε ζήσει στη κατεχόμενη Γαλλία και εγνώριζε την Γαλλική γλώσσα, στην οποία και συνεννοούμεθα. Δικαιολόγησε τις συλλήψεις επικαλούμενος σαμποτάζ στο Καστέλλι, ταυτοχρόνως δε έβγαλε από την τσέπη του χιτωνίου του, μία δακτυλογραφημένη σελίδα στα γερμανικά διατυπωμένη, που κάτωθι του κειμένου, υπήρχε κατάσταση ολιγάριθμων ονομάτων. Πρώτο όνομα ανεγράφετο Manouras K. agronomos. Πρόλαβα και ανέγνωσα ως δεύτερο όνομα Kariotakis G. (ήταν κι αυτός από τους μορφωμένους επιφανείς Αρκαλοχωρίτες, επιχειρηματίας ελαιουργείου στο Αρκαλοχώρι, στο οποίον και είχε κρυφθή και απέφυγε την σύλληψη).
Λίαν πρωί της επόμενης ημέρας έφθασαν στο Αρκαλοχώρι Γερμανοί μοτοσυκλετιστές κι ετοιχοκόλλησαν σε κεντρικά μέρη του χωριού Προκήρυξη της γερμανικής Διοίκησης του Φρουρίου Κρήτης, στην οποία μεταξύ των άλλων ανεφέρετο ότι σε αντίποινα για σαμποτάζ που έγιναν με την βοήθεια του πληθυσμού, ετυφεκίσθησαν 50 πολίτες. Η Προκήρυξη αυτή με χρονολογία 5 Ιουλίου 1943 και υπογραφήν Μπρώυερ Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης, επικαλούμενη το σαμποτάζ και την υποστήριξη των σαμποτέρ από τμήμα του πληθυσμού, επιβάλλει μέτρα εις βάρος του και αναγγέλλει ότι ετυφεκίσθησαν 50 βεβαρημένα πρόσωπα». Εδημοσιεύθη στην εφημερίδα Ηρακλείου Κρητικός Κήρυξ – 8 Ιουλίου 1943. Μεταξύ των εκτελεσθέντων, όπως αμέσως επιθανολογήθηκε από όλους και μετά επιβεβαιώθηκε από τη Χωροφυλακή Ηρακλείου, περιελαμβάνετο και ο Αγρονόμος Αρκαλοχωρίου Κων/νος Μανουράς…».
* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού