…το γεγονός όμως της πρωτοφανούς αυτής καταστροφής, δεν πρόκειται να επιδράση απογοητευτικώς εις την ψυχήν μας…
Στις 13 Αυγούστου 1944, ναζιστικές και φασιστικές δυνάμεις των κατακτητών, ακολουθώντας ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, κύκλωσαν τα Ανώγεια. Από τις 13 Αυγούστου ως το τέλος του μήνα, στρατιώτες της Βέρμαχτ με τους αξιωματούχους τους λεηλάτησαν, πυρπόλησαν και ανατίναξαν τα σπίτια των Ανωγειανών. Οδήγησαν στην προσφυγιά το σύνολο των γυναικοπαίδων του χωριού και εκτέλεσαν όλους τους ανήμπορους και άρρωστους κατοίκους που δεν κατέφεραν να φύγουν. Οι άντρες είχαν καταφύγει στον Ψηλορείτη, όσοι είχαν όπλα τα κρατούσαν και όλοι μαζί αντίκρυζαν τις φλόγες να κατακαίουν τα σπίτια τους.
Πέντε ημέρες μετά την έναρξη της καταστροφής, στις 17 Αυγούστου 1944, ο Αρχηγός Ανωγείων και Άνω Μυλοποτάμου Χριστομιχάλης Ξυλούρης, στέλνει επιστολή στον Αρχηγό Χρίστο Τζιφάκη, (Πρόεδρο Κεντρικής Επιτροπής Εθνικής Οργάνωσης Ρεθύμνου Ε.Ο.Ρ.) και του εξηγεί τα γεγονότα που έχουν συμβεί ως τότε.
Του τονίζει ότι η καταστροφή των Ανωγείων δεν πρόκειται να κάμψει το πάθος των Ανωγειανών για λευτεριά και αγώνα, αλλά το μόνο που μπορεί να καταφέρει, είναι να χαλυβδώσει όλων τις ψυχές.
Στο τέλος της επιστολής ακολουθεί ένα δραματικό υστερόγραφο. Ο Χριστομιχάλης γράφει στον Τζιφάκη, ότι δεν γνωρίζει αν τελικά καταφέρουν να παραμείνουν ζωντανοί οι Ανωγειανοί αντάρτες που έχουν καταφύγει στον Ψηλορείτη, (μαζί τους και ο ίδιος).
Πριν μεταγράψουμε την επιστολή του Αρχηγού Χριστομιχάλη Ξυλούρη και το υστερόγραφό της, θα θέλαμε να μας επιτρέψετε να την αφιερώσουμε:
Σε όλους αυτούς που προσπαθούν να ξαναγράψουν, κρυπτόμενοι στα σκοτάδια, την ιστορία της Κρήτης και της Κρητικής Αντίστασης. Σε όλους εκείνους που δεν μπορούν να προφέρουν τις λέξεις βάρβαροι και εγκληματίες για τους άντρες των κατοχικών στρατευμάτων και των αξιωματούχων της Βέρμαχτ, που εκτελούσαν κατά χιλιάδες τους Κρητικούς.
Σε κείνους που δεν γνωρίζουν ότι οι Γερμανοί στην Κρήτη εκτελούσαν παιδιά, (όπως τον Στεφανή Ξυλούρη στα Ανώγεια, τα αδέρφια Βερβελάκη στη Βιάννο κ.α.), ηλικιωμένους και ανήμπορους. ΄Οτι έσπρωχναν στη φωτιά καιόμενων κατοικιών γυναίκες, όπως στην Καλή Συκιά, στον Καλλικράτη, στο Ροδάκινο κ.α. Ότι πυρπόλησαν 72 χωριά της Κρήτης.
Την αφιερώνουμε σε όλους όσους αρνούνται την καταναγκαστική εργασία των Κρητικών, τη δημιουργία νεκρών ζωνών, την αρπαγή των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων του πληθυσμού. Σ’αυτούς που δεν αναφέρθηκαν ποτέ στη μαθητική διαρροή, την πείνα και τη φτώχεια των υπόδουλων Κρητών.
Στους επίπλαστους μελετητές της αντιστασιακής ιστορίας της Κρήτης, που γράφουν εκτενή άρθρα για τον δωσιλογισμό και τους κουκουλοφόρους της κατοχής, πιστεύοντας ότι μ’αυτόν τον τρόπο θα απαλύνουν τα εγκλήματα του τακτικού Γερμανικού στρατού, ενός στρατού που οι ίδιοι θαυμάζουν. Γιατί οι περισσότεροι απ’αυτούς, έχουν στα σπίτια τους στολές και παράσημα στρατιωτών της Βέρμαχτ, κάποιοι και στολές γερμανών αλεξιπτωτιστών, παρατηρώντας τα καθημερινά με δέος.
Την αφιερώνουμε σε όλους εκείνους που έρχονται κατά διαστήματα στην Κρήτη, άλλοτε για να «γιορτάσουνª την επέτειο της Μάχης της Κρήτης και να τιμήσουν τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές, (όπως προσπάθησαν να κάνουν πρόσφατα), και άλλοτε να παρουσιάσουν «περίεργα» βιβλία της Κρητικής Αντίστασης, φορώντας γραβάτες και χαμόγελα, κρύβοντας μ’αυτόν τον τρόπο την αληθινή τους ταυτότητα.
Η επιστολή του Χριστομιχάλη Ξυλούρη αφιερώνεται σε όλους τους ιστορικούς εκείνης της παρέας που δεν άκουσαν ποτέ για τις πισώπλατες δολοφονίες που διέπραξαν άντρες της Βέρμαχτ, όπως του Αρχηγού Στεφανογιάννη, του παπά Αντώνη Λιουδάκη στα Πλακάλωνα Χανίων, της Ελένης Ανδρουλάκη στα Βορρίζα, του νεαρού μαθητή Παντελή Κανάκη στο χωριό Μπιτζαριανώ Πεδιάδος κ.ά., κ.ά, κ.ά., ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Αφιερώνεται στους «ιστορικούς» που δεν άκουσαν ή δε διάβασαν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εργασίας που οδηγήθηκαν εκατοντάδες Κρητικοί και πολλοί απ’αυτούς δεν κατάφεραν να επιστρέψουν.
Όλους αυτούς τους γνωρίζουμε, δειλά δειλά αποκαλύπτονται και οι ίδιοι, είναι οι σύγχρονοι «αναθεωρητές της Ιστορίας». Βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, έχοντας ως στηρίγματά τους ξένους και εγχώριους «κύκλους» συμφερόντων. Σε όλους αυτούς, αφιερώνουμε την παρακάτω επιστολή του Χριστομιχάλη Ξυλούρη, με την προσθήκη πως, όταν γράφτηκε, τα Ανώγεια λεηλατούνταν, καίγονταν και εκτελούνταν ηλικιωμένοι και άρρωστοι από τους «εκλεκτούς και ιππότες του γερμανικού στρατού». Μια επιστολή, που όταν γράφτηκε, έσταζε ακόμη αίμα…
Επιστολή Χριστομιχάλη Ξυλούρη προς Αρχηγό Ε.Ο.Ρ. Χρίστο Τζιφάκη
(17/Αυγούστου/1944)
´Προς
Τον κ. Πρόεδρο της Κ.Ε. Εθνικής Οργανώσεως Ρεθύμνης
Λαμβάνομεν την τιμήν ν’αναφέρομεν ότι την νύκτα της 13ης προς την 14ην τρέχοντος ισχυραί Γερμανικαί δυνάμεις προερχόμεναι εκ Ρεθύμνης, Ηρακλείου, ενώ άλλη Γερμανική δύναμις εκ Μεσσαράς απεπειράτο να εισέλθει εις Νίδα. Περικύκλωσαν με κατά βάθος κλιμάκωσιν το χωρίον Ανώγεια με σκοπόν την σύλληψιν όλου του άρρενος πληθυσμού και κατερείπωσιν ολοκλήρου του χωρίου δι’αντίποινα συνεπεία των γνωστών τελευταίων γεγονότων – σαμποτάζ και απαγωγής φυλακίου κ.λ.π.
Και οι μεν άνδρες και τινες γυναίκες εγκαίρως αντιληφθέντες τας κινήσεις των Γερμανών άδραξαν τα όπλα όσοι εξ αυτών είχον και μαζί μετά των άλλων έσπευσαν εις το λημέρι της ενόπλου ομάδος και εζήτησαν να εξοπλισθούν και όλοι μαζί να εμποδίσωμεν τον κίνδυνο που απειλούσε το χωριό.
Την πρωίαν της 14ης οι επιδρομείς αφού συνεκέντρωσαν υπέρ τα 1500 γυναικόπαιδα και υπέρ τους 100 γέροντας, και τινες νέους μη δυνηθέντας ν’αποφύγωσι τον κλοιόν, τους εξεδίωξαν υπό ισχυράν συνοδείαν και με τον πλέον βάναυσον και σκληρόν τρόπον. Μετά ταύτα επιδόθησαν κυριολεκτικώς εις την λεηλασίαν του χωρίου και αφού αφήρπασαν όλον τον πολύτιμον θησαυρόν του χωρίου – είδη ρουχισμού γενικώς, κοσμημάτων, τροφίμων, επίπλων, και παντός οιουδήποτε αντικειμένου αξίας – παρέδωσαν το χωρίον εις τις φλόγες ενώ συγχρόνως δι’εκρηκτικών υλών κατεδάφιζον τας οικίας. Κατά τας μέχρι τούδε πληροφορίας μας πλέον των 250 αυτοκινήτων μετέφερον επί δύο ημέρας εις Ηράκλειον τα λάφυρα (;) και πλέον των 300 βαρυτίμων πατανιών εδόθησαν εις τους αγωγιάτας δια την μεταφοράν των μέχρι της αμαξητής οδού.
Μέχρι χθες ελάχισται οικίαι εστέκοντο αλλά αι εκρήξεις εσυνεχίζοντο μέχρι των εσπερινών ωρών. Όλα τα οικόσιτα ζώα –αγελάδες, αιγοπρόβατα και χοίροι – μετεφέρθησαν αγεληδών εις Ηράκλειον. Περί τους 100 χοίροι και πολλαί εκατοντάδες όρνιθες διαφυγούσαι εφονεύθησαν και εγκατελείφθησαν εις τους δρόμους. Γενικώς το χωριό παρουσιάζει την εικόνα της φρικτοτέρας τραγωδίας. Όλην αυτήν την τραγωδίαν παρηκολουθώμεν με μεγάλον πόνον ψυχής και όλοι οι άνδρες του χωρίου εζητούσαν να επέμβωμεν ενόπλως και ενεργώς. Ημείς όμως παρά το πολεμικόν εκδικητικόν μένος το οποίον κατείχε την ψυχήν ανδρών και γυναικών απεφασίσαμεν ότι δια τον μη σφαγιασμόν των γυναικοπαίδων εκείνων άτινα εκρατούντο εις μικράν απόστασιν εκ του χωρίου, δεν έπρεπε να επέμβωμεν δοθέντος επί προσθέτω ότι ο οπλισμός μας ήτο πενιχρός και ανεπαρκής, καθότι μόλις 150 εκ των 600 και πλέον ηδυνήθημεν να οπλισθώμεν, δια να αντιμετωπίσωμεν την ισχυράν Γερμανικήν δύναμιν. Έτσι είχεν η κατάστασις και ημείς εν αναμονή της ανόδου των Γερμανών εις το βουνό προς αναζήτησίν μας, εκρατούσαμεν καρτερικώς τας θέσεις μας. Ουχ’ήττον όμως τα εσπερινάς ώρας της 15ης με κίνδυνον της ζωής του ήλθεν εξ Ασιτών Μαλεβυζίου επειγόντως απεσταλμένος και μας επληροφόρησεν ότι δύναμις 1500 Γερμανών από Κρουσώνα μέχρι Ζαρού ανήρχετο το βουνό προς συνάντησίν μας και ισάριθμος δύναμις εξ Ανωγείων κατευθύνετο προς τον αυτόν σκοπόν, ενώ συγχρόνως Γερμανικόν τμήμα εκ 300 ανδρών από το πρωί της 15ης, με συνοδείαν πυροβολικού, το οποίον καθ’όλην την ημέραν έβαλε εις ολόκληρον το λεκανοπέδιον της Νίδας, είχε καταλάβει τον Πόρον Μηλιάς και Μαύρη Κορυφήν εκ νότου προερχόμενον εκ Τυμπακίου. Τοιουτοτρόπως η περικύκλωσίς μας είχε συντελεσθή πλήρως. Μετά τας μεσονυκτίους ώρας και αφού εντέχνως παρεπλανήσαμε τον εχθρόν, συντεταγμένοι προστατεύοντες τον άμαχον πληθυσμόν – αόπλους και γυναικόπαιδα – διεφύγομεν του κλοιού άνευ απωλειών. Ομολογουμένως η συντελεσθείσα καταστροφή του χωρίου τούτου είναι άνευ προηγουμένου εν τη Νήσω.
Το γεγονός όμως της τελείας, της πρωτοφανούς αυτής καταστροφής, δεν πρόκειται να επιδράση απογοητευτικώς εις την ψυχήν μας ούτε καν μειώση τον ζήλον και την πίστην δια την συνέχισιν του μεγάλου σκοπού μέχρι τέλους, η ιερότης του οποίου μας χαλυβδώνη την ψυχήν και μας κάνει να αδιαφορώμεν τελείως δια τας πάσης φύσεως υλικάς και ανθρωπίνους θυσίας, πιστοί εις την ιεράν παρακαταθήκη των προγόνων μας «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί ΠΑΤΡΗΣ»
Ο Αρχηγός της ενόπλου ομάδος Ανωγείων
Μιχάλης Ξυλούρης
Υ.Γ. Εις αμέσως προσεχήν έκθεσίν μας θα σας μεταδόσωμεν ακριβεστέραν και λεπτομεριεστέραν εικόνα της όλης καταστάσεως. Εις το βουνό ευρισκόμενοι παρακολουθούμεν τας κινήσεις του εχθρού αίτινες επεξετάθησαν και από Ρέθυμνον προς γενικωτέραν κύκλωσιν του βουνού και δεν γνωρίζομεν αν εις το τέλος δυνηθώμεν να ξεφύγωμεν. Αι δυνάμεις που έχουν ανέλθη στο βουνό μέχρι στιγμής, υπολογίζονται εις 6.000
Μ. Ξ.ª.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα λάφυρα που απεκόμισαν οι βάρβαροι Γερμανοί από τα Ανώγεια, τα μετέφεραν στα πολεμικά αεροδρόμια Ηρακλείου και Καστελλίου κι από εκεί στη Γερμανία. Σήμερα, οι Ανωγειανές πατανίες, οι κουβέρτες πλεγμένες στον αργαλειό, οι πετσέτες, τα κεφαλομάντηλα από τα κατοχικά λάφυρα, στολίζουν πολλά γερμανικά σπίτια.
Συγκλονιστική είναι μαρτυρία κατοίκου του χωριού Διαβαϊδέ Πεδιάδος, ενός χωριού πλησίον του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου:
«…ακούστηκε στο χωριό μας πως οι Γερμανοί εκάψανε τ’Ανώγεια. Ένα βράδυ του Αυγούστου το 1944, εφτάξανε στο Διαβαϊδέ τρία γερμανικά αυτοκίνητα. Εμείς νεαροί τότε, επήγαμε να δούμε. Λίγο πιο πάνω από την πλατέα, στου Καψιλίδη το χωράφι που το’χανε φράξει οι Γερμανοί, εκατεβάσανε από το ένα αυτοκίνητο πρόβατα και αίγες. Εκατεβάσανε και μια ματζέτα κόκκινη.
Τα βάλανε στο σύρμα. Ύστερα αρχίξανε να ξεφορτώνουνε τ’άλλα δυο αυτοκίνητα. Κουβέρτες, πατανίες, πετσέτες ξομπλιαστές με χρώματα, προικιά που φτιάχνουνε των κοριτσιών τους οι μανάδες. Τα κάνανε στη μέση ένα σωρό. Θυμούμαι ότι εκατεβάσανε και μια ραφτομηχανή. Τοσανά προυκιά δεν έχω ξαναδεί. Ο σωρός μπορεί να’φτανε και τρία μέτρα στο ύψος. Την άλλη μέρα μας είπανε οι Γερμανοί που εμένανε στο χωριό μας, ότι τα κουβαλήσανε από τ ’Ανώγεια. Τα βλέπαμε δυο τρεις μέρες και σιγά σιγά ελιγοστεύανε. Τα πηγαίνανε οι Γερμανοί στο αεροδρόμιο, τα φορτώνανε στα αεροπλάνα και τα κουβαλούσανε στη Γερμανία…ª.
Για τα ανοσιουργήματα που έγιναν στα Ανώγεια από τους «γενναίους και ιππότες» στρατιώτες του τακτικού γερμανικού στρατού τις δεκαεννιά ημέρες της καταστροφής (από 13 ως 31 Αυγούστου 1944), χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω:
«Στ’Ανώγεια, σε γειτονικά σπίτια στη γειτονιά Περαχώρι, βρίσκονταν ανήμπορα στο κρεβάτι δυο ξαδέρφια. Ο Γιάννης και ο Κώστας Ξυλούρης. Χτυπήθηκαν από τη μοίρα σε νεαρή ηλικία πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχαν σπάσει σε ατυχήματα τη σπονδυλική τους στήλη. Όταν οι Γερμανοί τον Αύγουστο του 1944 αποφάσισαν να απομακρύνουν τα γυναικόπαιδα από τ’Ανώγεια και να καταστρέψουν το χωριό, δεν επέτρεψαν στις αδερφές τους να μείνουν για να τους φροντίζουν. Στη συνέχεια, σκότωσαν τα παλικάρια και κατόπιν ανατίναξαν τα σπίτια τους. Έτσι πέτρες, ξύλα και κορμιά έγιναν ένα.
Για να θυμίζει σε μας σήμερα η θυσία τους, τη θέση που κατείχαν πανανθρώπινες αξίες όπως σεβασμός στους ανήμπορους και η αξιοπρέπεια, στη σκέψη και τις πράξεις του φασιστικού και ναζιστικού στρατού.
Η Νίκη Ξυλούρη – Καλομοίρη, κουνιάδα του Γιάννη Ξυλούρη που σκότωσαν οι Γερμανοί, αφηγείται:… μας επήρανε από παδέ οι Γερμανοί, μας εμαζέψανε και μας επήγανε στο σχολείο στ’ Αρμί. Μας επήρανε από κια όλα τα γυναικόπαιδα και μας επήγανε στο Γενή Γκαβέ και μας εδιακλαδώσανε και εμοιραστήκαμε στα χωριά προς το Πέραμα. Εγώ τότε, όταν εκατεβαίναμε στο Πέραμα, έβρηκα ευκαιρία και έφυγα από τσι Γερμανούς. Μου κλουθούσανε και δυο τρεις άλλες κοπελιές. Τόνε ξεφύγαμε, επιάσαμε τα βουνά κι εβγήκαμε εις το Χουμέρι. Από το Χουμέρι εβγήκαμε στον Άγιο Ιωάννη, από τον Άγιο Ιωάννη στα Ζωνιανά. Από τα Ζωνιανά ξετρυπήσαμε στην περιοχή του χωριού μας στη Σπαθαριά. Εγώ ήμουνε κοπελοπούλα. Στη Σπαθαριά εβρήκαμε κι άλλους χωριανούς μας, τον άντρα μου το Διαμαντή και άλλους. Το κουνιάδο μου το Γιάννη Ξυλούρη του Νικολάου (ή Κίτρη), τον αφήκανε οι κουνιάδες μου στο κρεβάτι. Αυτός πριν τον πόλεμο εβόσκευε στα βουνά. Έβλεπε τσι κατσίκες. Εξάπλωσε σ’ένα χαράκι και φαίνεται πως εγύρισε εκεί που κοιμούντανε και έτσι που γύρισε έκανε πέζα, (δάμακα, δετάρι) και εγκρεμίστηκε.
Έσπασε τη μέση του. Γιατροί τότε ορθοπεδικοί και μέσα δεν εβρίσκουντανε. Και μια πραχτική η Μαριόρα του’πε : Θα κείτεσαι στο κρεβάτι ανάσκελα και ίσως να σε βοηθήσει ο Θεός να σταθείς στα πόδια σου. Αλλά αυτός εκοίτουντανε πολλά χρόνια. Όταν μας εμαζέψανε οι Γερμανοί εφύγανε κι οι αδερφήδες του. Οι Γερμανοί τσι βγάλανε όξω κι εφήκαντονε στο κρεβάτι. Ο Γιάννης ακίνητος. Και στο διπλανό σπίτι ήτανε στο κρεβάτι και ο ξάδερφός του ο Κώστας Ξυλούρης του Γεωργίου (ή Κίτρης). Κι ο ένας στο κρεβάτι κι ο άλλος. Την ίδια πάθηση είχε και ο Κώστας. Εφόρτωνε ξύλα στο γάιδαρο, πριν το πόλεμο. Ετσά που φόρτωνε, έβαλε το σκοινί στο σκαρβέλι. Πιάνει το φόρτωμα με τα δόντια του για να το σύρει. Σπα το σκαρβέλι και πέφτει με την πλάτη. Έσπασε κι αυτός την σπονδυλική του στήλη όπως και τον ξάδερφό του το Γιάννη. Και εκείτουντανε κι αυτός. Ήτανε και συνομήλικοι. Δεκαφτά – δεκαχτώ χρονών. Μας ελαλούσανε οι Γερμανοί και μας εβγάλανε όξω από το χωριό και εμείνανε τα παιδιά στο κρεβάτι στα σπίτια ντως.
Αρχίξανε και καίγανε οι Γερμανοί το χωριό. Μέσα στους Γερμανούς ήτονε και γκεσταμπίτες και μπήκανε στο σπίτι του Γιάννη Ξυλούρη. Αυτός φαίνεται γνώρισε κανένα. Αυτό το συμπέρασμα ήβγαλε ο άντρας μου. Και θα του’πενε ο Γιάννης του γκεσταμπίτη, που μωρέ θα πας, δε θα γυρίσει η εποχή ; Ο άλλος σου λέει αυτός με γνώρισε εδά και πρέπει να τόνε ξεβγάλω.
Και του παίζει δυο πυροβολισμούς στο στήθος και μετά ανατινάξανε το σπίτι και τόνε πλάκωσε. Ο άντρας μου έβγαινε στο Βενέρι με το Διαμαντή και με τον Μπαμπακιό. Τότε ήρθε ο Μπαμπακιός για να θάψει το κοπέλι του που το’χανε σκοτώσει οι Γερμανοί. Ήρθε κι ο άντρας μου ο Γιώργης ο Ξυλούρης για να ξεχώσει τον αδερφό του. Επήγε με το Διαμαντή. Βγάνουνε τσι πέτρες, τόνε βρίσκουνε και παίρνουνε μια κουβέρτα και τόνε βάνουνε να τόνε πάνε στο νεκροταφείο. Και τότε είδε τσι σφαίρες, πως τον είχανε σκοτωμένο. Εφύγανε μετά και οι Γερμανοί τσι προλάβανε από το Κατσιπρομούρη και από το δέτη το Τσουρολιό και από τα Σπιθουριανά. Τόσε βάνανε αλλά εμπήκανε στο ρυάκι και τόσε φύγανε. Τον Κώστα το Ξυλούρη δεν τόνε βγάλανε από το γκρεμισμένο σπίτι. Δεν επρολάβανε. Μετά που φύγανε οι Γερμανοί ήρθανε τ’αδέρφια του κι ο Κιτρογιάννης, και επολεμήσανε και τόνε βγάλανε κι αυτόν.
Οι Γερμανοί δεν τα σεβαστήκανε τα παιδιά. Στο κρεβάτι που κείτουντανε και οι δυο, κακό θελά τόσε κάνουνε τω Γερμανώ; Εφοβηθήκανε δυο ανάπηρα παιδιά; Κι όμως τα σκοτώσανε και εγκρεμίσανε τα σπίτια ντως και τσι πλακώσανε. Γιατί;
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού