Οι βομβαρδισμοί γερμανικών στόχων στην Κρήτη την περίοδο 1941-1944 από τα συμμαχικά αεροπλάνα ήταν συχνοί, πολλές φορές καθημερινοί. Οι περισσότεροι όμως νυχτερινοί. Τα φίλια αεροσκάφη έφταναν πάνω από τις εχθρικές εγκαταστάσεις, κυρίως των αεροδρομίων Ηρακλείου, Καστελλίου και Τυμπακίου και άφηναν τις βόμβες τους.
Επειδή όμως οι πιλότοι δε γνώριζαν τις περιοχές και τα αντιαεροπορικά πυρά σχημάτιζαν ένα αδιαπέραστο τείχος, δεκάδες συμμαχικές βόμβες ρίχνονταν σε περιοχές γύρω των αεροδρομίων με τραγικά αποτελέσματα. Πολλοί κάτοικοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Κτήρια, σπίτια, σχολεία, εκκλησίες, έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Εκατοντάδες οικόσιτα ζώα, αγελάδες, πρόβατα, κατσίκες, άλογα, σκοτώθηκαν βόσκοντας στα λιβάδια.
Ο Γερμανός Διοικητής Κρήτης στρατηγός Μπρώυερ, με ολοσέλιδο διάγγελμα προς τους Κρητικούς που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες «Κρητικός Κήρυξ» Ηρακλείου και «Παρατηρητής» Χανίων, δίδει οδηγίες για να προφυλαχτεί ο πληθυσμός από τους βομβαρδισμούς. Με τίτλο: «Οι Βρετανοί βομβαρδίζουν τον αστικό πληθυσμόν», το διάγγελμα μοιράζεται στις εκκλησίες, στα μοναστήρια, στα νοσοκομεία και στα σχολεία της Κρήτης.
Το προπαγανδιστικό διάγγελμα του Στρατηγού Μπρώυερ (αφού ενοχοποιεί τους Βρετανούς για τα δεινά του πληθυσμού) έχει ως εξής:
«ΟΙ ΒΡΕΤΤΑΝΟΙ ΒΟΜΒΑΡΔΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΑΣΤ. ΠΛΗΘΥΣΜΟΝ
Εκκλησίες- Μοναστήρια
– Νοσοκομεία- Σχολεία
ΚΡΗΤΕΣ
Προφυλάξετε τας πόλεις σας.
Προφυλάξετε την χώραν σας
Προφυλάξετε τας οικογενείας σας
Προ του συναγερμού
Έχετε πρόχειρα: Άμμον, νερό, γουβάδες, πτυσ. σκαπάνες, πάνιστρα
Έχετε ελευθέρους τους διαδρόμους και τις αυλές των σπιτιών και άδειες τις σοφίτες.
Συσκοτίζετε καλώς.
Διατηρείτε τάξιν εις τα καταφύγια και τα ορύγματα.
Κατά τον συναγερμόν
Σβύσετε τα φώτα
Καλύπτετε τα φώτα των αυτοκινήτων και σταθμεύετε τα οχήματα εις παρόδους.
Με τάξιν και με ησυχίαν μεταβαίνετε εις τα καταφύγια και τα ορύγματα.
Συμμορφώνεσθε απολύτως προς τας διαταγάς του Γερμανικού Στρατού και της Ελληνικής Χωροφυλακής
Μετά τον συναγερμόν
Περιμένετε μέχρις ότου δοθή το σήμα της λήξεως του συναγερμού
Γρήγορα και με ησυχίαν πηγαίνετε εις τα σπίτια σας
Πρώται βοήθειαι δια τους τραυματίας εις το Ελληνικόν Νοσοκομείον
Κρήτες
Σκεφθήτε ότι πρόκειται δια την ιδίαν σας ασφάλειαν δια την οποίαν εφ’ όσον δεν τηρείτε τους κανόνας συσκοτίσεως, είσθε πλήρως υπεύθυνοι
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ».1
Το έτος 1942, τα σχολεία του νομού Ηρακλείου υπολειτουργούσαν και σε ορισμένα δεν είχαν αρχίσει ακόμη τα μαθήματα. Στην πόλη του Ηρακλείου, σε ελάχιστα σχολεία είχε γίνει η φθινοπωρινή έναρξη των μαθημάτων. Από τους συχνούς βομβαρδισμούς της συμμαχικής αεροπορίας, οι κάτοικοι της πόλης του Ηρακλείου εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και κατέφευγαν στην ύπαιθρο.
Ο αριθμός των λιγοστών μαθητών που παρακολουθούσαν τα μαθήματα των σχολείων στην πόλη του Ηρακλείου, γίνονταν ακόμη μικρότερος. Ο Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης, απευθύνθηκε με έγγραφο στο γερμανικό Φρουραρχείο Ηρακλείου, (Kreiscommandantur ), ρωτώντας αν ήταν σκόπιμο να παραμείνουν ανοιχτά τα σχολεία ή να διακοπούν προσωρινά τα μαθήματα λόγω των βομβαρδισμών.
Στο έγγραφό του ο Νομάρχης αναφέρει:
«…λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν όπως λόγω του τελευταίου βομβαρδισμού εν ταις πλατείαις της πόλεως, πολλαί οικογένειαι του Ηρακλείου εξήλθον εις την ύπαιθρον και μετ’ αυτών φυσικόν εξάλλου, τα τέκνα των, μαθηταί των σχολείων.
Ήδη πληροφορούμεθα παρά των κ.κ. Διευθυντών των Σχολείων ότι ούτε οι ημίσεις των μαθητών των Σχολείων της Μέσης Εκπαιδεύσεως παρέμειναν. Εκ δε των Δημοτικών Σχολείων, επίσης αρκετοί μαθηταί απουσιάζουν.
Κατόπιν των ανωτέρω, παρακαλούμεν όπως μας γνωρίσητε εάν κρίνητε ορθόν να διακόψωμεν την λειτουργίαν των Σχολείων της πόλεως Ηρακλείου, εφ’ όσον μάλιστα παρουσιάζεται ζήτημα στέγης εις την Μέσην Εκπαίδευσιν, της οποίας όλα τα οικήματα έχουν καταστραφεί εκ βομβαρδισμού ή επιτάχθησαν και δεν κατέστη δυνατόν να εξευρεθώσιν άλλα κατάλληλα, παρά τας προσπαθείας εμού και των προϊσταμένων των Σχολείων…».2
Μαρίνα Χαριτάκη – Τζαγκαράκη του Κωνσταντίνου (Ξυδάς)
Στις 7 Οκτωβρίου 1943, στις 10 η ώρα το πρωί, σκοτώνεται η Μαρίνα Χαριτάκη από το χωριό Ξυδάς, στην περιοχή Αη-Γιώργης Ατσιπαράς Διαβαϊδέ. Ήταν 75 χρονών. Είχε «βγάλει» τα ζώα της να τα βοσκήσει. Μια καθημερινή συνήθεια των ανθρώπων της εποχής. Ο πατέρας της ήταν ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης.
Η Μαρίνα είχε παντρευτεί τον Εμμανουήλ Χαριτάκη ή Μανό από το Μουχτάρω και κατοικούσαν στον Ξυδά. Τα παιδιά τους ήταν η Μαρία (Μαθιουδάκη), η Αικατερίνη (Κορνελάκη), η Αργυρή (έμεινε ανύπανδρη), η Άννα (Πατρωνάκη) και ο Πέτρος (πέθανε σε μια μικρή κάμαρα στο χωριό Σπυριδιανώ από κατανάλωση δηλητηριωδών μανιταριών).
Αυτόπτες μάρτυρες του θανάτου της Μαρίνας Χαριτάκη, τα παιδιά Αντώνιος Γκαλανάκης (μετέπειτα ιερέας Διαβαϊδέ) και Γεώργιος Μιχαήλ Σμαριαννάκης.
Ο Γεώργιος Σμαριαννάκης περιγράφει τον θάνατο της Μαρίνας ως εξής:
“Είχαμε πάρει τα οζά τω σπιθιώ μας με το Γκαλάνη και τα’χαμε στον Ατσιπαρά. Βορεινά της εκκλησίας. Απέναντι ήτανε η Μαρινιά από του Ξυδά. Εκράθιε ένα καλάθι κι έπλεκε. Αυτή είχε ένα γάιδαρο, μια πουλαρίνα και δυο αίγες. Ο γάιδαρος κι οι αίγες δεμένα, η πουλαρίνα μολαρητή. Ακουστήκανε τότε οι μηχανές των αεροπλάνων.
Ο πατέρας μου μ’είχε ορμηνέψει άμα βλέπω αεροπλάνα να πέφτω χάμω και να φυλάγομαι. Οι Εγγλέζοι αεροπόροι πάντοτε εξεπροβαίρνανε από τον Αφέντη. Μόλις εφαίνουντανε από το αεροδρόμιο, οι Γερμανοί τόσε ρίχνανε με τα αντιαεροπορικά. Κι αυτοί εμολέρνανε τσι βόμβες. Κι επέφτανε οι πιο πολλές στα πλάγια. Εκούσαμε με το Γκαλάνη το σφύριγμά ντως. Επέσαμε στο δέτη σε μια βάγγα και σε λίγη ώρα ακούσαμε να σκούνε. Κοντά μας.
Θυμούμαι που εβουίζανε τ’αυθιά μου πολλή ώρα μετά το βομβαρδισμό. Τα χώματα εσκεπάσανε το Γκαλάνη. Μόλις εγίνηκε ησυχία κι εφύγανε τα αεροπλάνα, εξανοίξαμε στη Μαρινιά. Δεν την είδαμε. Μόνο το πουλάρι εγυρόφερνε. Ενομίσαμε πως εκρύφτηκε κι αυτή να προφυλαχτεί. Επήραμε τσι κατσίκες μας κι εγυρίσαμε στο Διαβαϊδέ. Είχανε ακούσει οι δικοί μας το βομβαρδισμό, είδανε που επέσανε οι βόμβες κι εβγήκανε στον Ατσιπαρά να μας ε γυρεύγουνε. Το μεσημέρι εμάθαμε πως η Μαρινιά εσκοτώθηκε”.
Ο Μοιραδωράκης Γεώργιος είναι από το χωριό Ξυδάς και θυμάται:
«Όταν εσκοτώθηκε η Μαρινιά στο καβούσι του Ατσιπαρά, η βόμβα ήπεσε σχεδόν απάνω τση. Εγυρέψανε να βρούνε το σώμα τση αλλά δεν εβρήκανε τίποτα. Στο καλάθι που κράθιε, εβάλανε τη ρόκα, το αδράχτι, μια τούφα μαλλιά και λίγα εντόσθια. Αυτά εβρήκανε. Η βόμβα την είχε σχεδόν εξαφανίσει. Και τα φέρανε στο χωριό κι εγίνηκε η κηδεία».
Ο Χαράλαμπος Κορνελάκης, εγγονός της Μαρίνας Χαριτάκη, ζει στον Ξυδά και διηγείται για τη γιαγιά του:
«Τη Κατοχή η μάνα μου ήτονε παντρεμένη αλλά δεν έκανε παιδιά. Τα’χανε τα κοπέλια στην εγκυμοσύνη τση. Άκουσα από τη μάνα μου να λέει ότι η γιαγιά μου η Μαρινιά έλεγε πολλές φορές ας γεννήσει η κόρη μου η Κατερίνα κι εγώ ας πέσει μια βόμβα απάνω μου να πάω χίλια κομμάθια. Έβλεπε τους Γερμανούς, έβλεπε τον πόλεμο κι είπε αυτή την κουβέντα.
Λες και ήξερε το τέλος τση. Κι εγέννησε η μάνα μου εμένα το 1941. Η γιαγιά μου επήρε δυο κατσίκες, ένα γάιδαρο και το πουλάρι κι επήγε στον Ατσιπαρά να τα βοσκήσει. Τα’δεσε, έκατσε κάτω από μιαν ελιά και με τη ρόκα τση έγνεθε. Όταν εξεκίνησε ο βομβαρδισμός, στη περιοχή βρισκόντανε ανθρώποι. Και τση φωνάζανε να φύγει. Αλλά η γιαγιά μου ήτανε κουφή, δεν άκουγε καλά.
Με τσι πρώτες βόμβες τα οζά εσπάσανε τα σκοινιά κι εφύγανε. Τα οζά τα βρήκανε μετά από δυο μέρες. Το πουλάρι επαρουσιάστηκε σε μια βδομάδα. Είχενε πέσει σ’ένα γκρεμό. Τη γιαγιά μου η βόμβα την έκαμε κομμάθια. Οι χωριανοί μας ότι βρήκανε από τη γιαγιά μου, λίγα μαλλιά, ένα μέρος του κεφαλιού, μικρά κομμάθια από τα χέρια τση, τα βάλανε στο καλάθι που κράθιε και τα φέρανε στο Ξυδά και έγινε η κηδεία τση».
Αναστασία Φραγκιαδουλάκη του Νικολάου, (Λιλιανό)
Σε ημερήσιο βομβαρδισμό την 1η Ιουνίου 1944, τραυματίζεται θανάσιμα από τα αέρια της έκρηξης των βομβών, η Αναστασία Φραγκιαδουλάκη από το χωριό Λιλιανό. Βρισκόταν στο χωριό Μουχτάρω, όταν έριξαν τις βόμβες τους τα συμμαχικά αεροπλάνα. Η κόρη της Ανδριάνη Φραγκιαδουλάκη, δεκατριών χρονών τότε, θυμάται:
´…στην Κατοχή ζούσαμε στο Λιλιανό. Ο πατέρας, η μάνα μου και έξι αδέρφια. Ο πατέρας μου λεγόταν Φραγκιαδουλάκης Νικόλαος και εγώ ήμουν η μικρότερη από τα αδέρφια μου. Δεκατριών χρονών. Ήτανε Μάης και η μητέρα μου πήγαινε να βγάνει αρακά στο Μουχτάρω. Την ταχινή, στο μεροκάματο. Τότε μόλις ο ήλιος εψήλωνε σταματούσανε. Επήγε ένας αξάδερφος της μάνας μου και της λέει, Αναστασία, θα’ρθεις με τσι συντρόφισσές σου να μου κάνεις ένα καερέτι;
Η μάνα μου δέχτηκε κι επήγε με τσ’άλλες γυναίκες στου ξαδέρφου του Παυλή. Δίπλα στο χωράφι οι Γερμανοί εκάνανε σκοποβολή εκείνη την ημέρα. Ξαφνικά ήρθανε τα Εγγλέζικα αεροπλάνα και βλέπουνε τσι Γερμανούς, πολλούς Γερμανούς, να κάνουνε σκοποβολή. Ερίξανε βόμβες με το τσουβάλι. Ήτανε μεσημέρι. Η μάνα μου δεν εσκοτώθηκε από βλήμα, τραυματίστηκε λίγο στο χέρι. Έπαθε όμως εσωτερική αιμορραγία και την πήγανε στο Καστέλλι οι ίδιοι οι Γερμανοί, τραυματισμένη όπως ήτανε. Δεν επέθανε από το τραύμα αλλά η βόμβα έπεσε κοντά και την πιάσανε τα αέρια και της δημιουργήσανε εσωτερική αιμορραγία.
Δεν εβρίσκαμε γιατρό γιατί είχανε τραυματιστεί και άλλοι Γερμανοί στρατιώτες. Ο πατέρας μου και ο κουνιάδος μου ο Στεφανής, δεν εβρίσκανε γιατρό δικό μας. Την πήγανε στο σπίτι τση Σοφίας Ζητάκη. Βράδυ βράδυ της φέρανε γιατρό οι Γερμανοί. Βγάζει ο γιατρός, ένας ψηλός άνθρωπος, έξω από το δωμάτιο τον Στέφανο και του λέει πως σε λένε. Στέφανο απάντησε αυτός. Να ετοιμάσετε τα έθιμά σας, του λέει ο Γερμανός, γιατί η γυναίκα θα πεθάνει.
Ο Στέφανος και ο πατέρας μου δεν τόνε πιστέψανε, γιατί η μάνα μου εμιλούσε μέχρι τότε. Σε λίγη ώρα όμως, κόπηκε η μιλιά τση. Είχε παραγγείλει τση μεγάλης μου αδερφής να με προσέχει γιατί ήμουν η πιο μικρή. Όταν εσταμάτησε να μιλεί, δεν επέρασε πολύ ώρα και πέθανε. Την πήγανε μετά στον Αφέντη Χριστό στο Καστέλλι και έκανε όλη νύχτα στην εκκλησία. Την άλλη μέρα το πρωί τήνε φέρανε και τη θάψανε στο Λιλιανό. Η μάνα μου ήτανε ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Και χάθηκε άδικα.
Μας είχανε βγάλει τότε μια σύνταξη αλλά τήνε κόψανε σχεδόν αμέσως, μετά την Κατοχή. Μας είπανε ότι συντάξεις παίρνουνε όσοι σκοτωθήκανε από τσι Γερμανούς.
Η μάνα μου όμως που σκοτώθηκε από Αγγλικά αεροπλάνα, δεν είχαμε δικαίωμα στη σύνταξη. Γιατί, δεν ήτανε τότε πόλεμος; Τα αεροπλάνα ήθελα να γνωρίζομε; Κι αφού τη σκοτώσανε οι Άγγλοι, γιατί δε μας εδώκανε αυτοί σύνταξη;…».
Για τους βομβαρδισμούς του αεροδρομίου Καστελλίου, ο Χρηστάκης Σπυρίδωνας του Κωνσταντίνου, κάτοικος Ξυδά, τον Ιούλιο του 2002 μας αφηγήθηκε:
«Οι βομβαρδισμοί από τα γερμανικά αεροπλάνα ξεκινήσανε στο Καστέλλι πριν να πέσουνε οι αλεξιπτωτιστές στη Κρήτη. Στις 18, 19 20 και 21 του Μάη το 1941. Οι Γερμανοί όταν ήρθανε στο Καστέλλι, επιάσανε το σπίτι του Στειακάκη κι εκεί εκάθισε ένας Φρούραρχος. Στις 21 Ιουλίου το 1941 ήρθε ο καινούριος Φρούραρχος και μας πήγανε στο Μεϊντάνι κι εκεί τον υποδέχτηκε ο Περράκης ο αερολιμανάρχης από την Αρμάχα.
Ο Περράκης εγνώριζε τη γλώσσα και μας εξηγούσε. Φορούσε και μια ρεμπούπλικα. Ρωτά ο Γερμανός πως λέγεται το χωριό μας και του απάντησε ο Περράκης Καστέλλι. Βγάζει και μας κερνά τσιγάρο. Ο Περράκης μας είπε να πάρομε όλοι να μην τόνε προσβάλομε. Ήρθανε οι Γερμανοί στο Καστέλλι, πολλοί Γερμανοί. Εβγάλανε μερικούς από τα σπίθια ντως και κάτσανε αυτοί. Στη διάρκεια της κατοχής πολλοί Καστελλιανοί εκάτσανε εδώ στον Ξυδά.
Μετά ήρθανε οι αγγαρείες. Υποχρεωτικά να πηγαίνομε όλοι οι χωριανοί σε δυο βάρδιες κάθε δεκαπέντε μέρες. Πηγαίναμε στην Παναγία τη Μανταριώτισσα. Κάθε πρωί έπρεπε να είμαστε εκεί σε τριάδες. Ο γκεσταπός εβάστανε και μια βέργα. Εμένα με χτύπησε μια μέρα άσκημα γιατί αντί να πάω με τσι Λιλιανίτες επήγα με τσι Αγιοπαρασκίτες.
Όλα τα χωριά τση Πεδιάδας εστέλνανε στην αγγαρεία άτομα. Είχανε και κάτι χωράφια περιφραγμένα στο Βαρβάρω και μας επηγαίνανε μέσα αν κάναμε κάτι που δεν τος άρεσε. Τα λέγανε κατσέτες. Έκαμα μια φορά κι εγώ στην κατσέτα με δεκατρία άτομα μαζί. Έπαιρνε το γαϊδουράκι η γυναίκα μου από τον Ξυδά και με ένα κατσαρόλι μου’φερνε φαΐ. Όλη την αγγαρεία την έκανε στο αεροδρόμιο. Όλα τα χρόνια. Στο νταμάρι στο Δροζίτη, στον Άμμο. Επλήρωσα κι ένα δυο δεκαπενταμερίες. Δεκαπέντε μέρες να μου κάνει ένας άλλος να του δώσω δεκαπέντε οκάδες κριθάρι.
Μια μέρα οι Γερμανοί εκάνανε γυμνάσια στον Μπαμπουλάνη, στα Μουχταριανά. Καταφτάνουνε κάτι μικρά αεροπλάνα, χαρικέιν τα λέγανε και πετάξανε βόμβες και τσι διαλύσανε. Σκοτωθήκανε μια δεκαπενταριά Γερμανοί και Ιταλοί. Εσκοτώθηκε και μια γυναίκα από το Λιλιανό, Αναστασία Φραγκιαδουλάκη τη λέγανε. Τη χτύπησε ένα βλήμα. ΄Εζησε κάμποσο αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν επρολάβανε να παίξουνε τη σειρήνα γιατί τα αεροπλάνα επηγαίνανε χαμηλά. Θυμούμαι και μια Αρχιμενιά που ήρθανε πάλι τα Αγγλικά αεροπλάνα και ρίξανε μπόμπες και εκάνανε όλη την περιφέρεια μαύρη.
Οι Γερμανοί ένα καιρό είχανε στέσει ψεύτικα αεροπλάνα σε μια μεριά του αεροδρομίου. Να ξεγελούνε τα Εγγλέζικα αεροπλάνα στσι βομβαρδισμούς. Τα βάφανε στο χρώμα που ήτανε τα κανονικά αεροπλάνα και τα’χανε βάλει στη σειρά. Ξύλινα αεροπλάνα, καμιά κοσαριά. Το ένα δίπλα στο άλλο. Και μεις τα βλέπαμε. Και δε μας αφήνανε να πλησιάσομε. Όλοι μας ενομίζαμε ότι είναι αληθινά.
Μια μέρα ήρθανε πάλι τα δικά μας να βομβαρδίσουνε. Και εκεί που ήτανε τα ξύλινα αεροπλάνα τω Γερμανώ, οι δικοί μας ερίξανε ψεύτικες βόμβες. Το μάθανε οι Εγγλέζοι και σα να λέγανε στσι Γερμανούς ότι να, σας επιάσαμε κορόιδα, κατέχομε ότι αυτά είναι ψεύτικα. Τάξε και καλά γνωρίζομε ότι είναι ψεύτικα.
Μας επήγανε και εμαζώναμε τσι ψεύτικες βόμβες. Από σκληρό χαρτόνι ήτανε. Και τσι κάναμε ένα σωρό και τσι πήρε ένα γερμανικό φορτηγό. Εμάθαμε μετά την αλήθεια. Όλη τη δουλειά την έκαμε ο Γιώργης Καργιωτάκης ή Έρημος από το Καστέλλι. Τον είχενε βάλει ο Κίμωνας με τον πατέρα του το Γιώργη το Ξηρούχη να παρακολουθεί το αεροδρόμιο. Όλη τη κατοχή ο Έρημος ήτανε αγγελιοφόρος κι επήγαινε στη Καράς το πηγάι, στου Σηφογιάννη τη μάντρα.
Εκεί ήτανε και ο ασύρματος. Ο Καργιωτάκης εκατάλαβε ότι τα αεροπλάνα ήτανε ψεύτικα. Και επήγε μια μέρα από κοντά χωρίς να τόνε δούνε οι Γερμανοί και είδε ότι δεν έκανε λάθος. Ήτανε ψεύτικα. Επήγε μετά στη Κασταμονίτσα και το’πε του Γιώργη του Ξηρούχη. Ο Ξηρούχης έστειλε το μήνυμα στον ασύρματο κι από κει το πέψανε στη Μέση Ανατολή. Κι ήρθανε τα Εγγλέζικα αεροπλάνα κι εβομβαρδίσανε με ψεύτικες βόμβες τη παγίδα που’χανε στέσει οι Γερμανοί. Και μεις το μάθαμε μετά κι εγελούσαμε…”.
1. Εφημερίδα «Κρητικός Κήρυξ», 16 Ιουλίου 1942.
2. Ο Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης προς την Kreiskomandantur, 21 Νοεμβρίου 1942.
* Του Γεωργίου Α. Καλογεράκη, δρος Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντή Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος