Μπορεί ο πρώτος άνθρωπος που ανάσκαψε την Κνωσό να ήταν ο Ηρακλειώτης έμπορος Μίνως Καλοκαιρινός στα 1878 αλλά ο Άρθουρ Έβανς είναι αυτός που θα την αναδείξει και θα την κάνει γνωστή στα πέρατα του κόσμου αρκετά χρόνια αργότερα εκεί γύρω στα 1900.
Ήταν γιος του Τζον Έβανς, ενός χαρτοβιομηχάνου και ερασιτέχνη αρχαιολόγου ουαλικής καταγωγής. Έλαβε την εκπαίδευσή του στο Σχολείο Harrow, στο κολέγιο Μπρέιζνοουζ και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Από το 1884- 1908 εργάστηκε στο Ασμόλειο Μουσείο, στην Οξφόρδη. Ήταν μικρόσωμος με ύψος 1,58, μύωψ και πανέξυπνος. Στα 1880 περίπου γνωρίζει και παντρεύεται τη Μάργκαρετ Φρίμαν, τη μεγαλύτερη κόρη του αρχαιολόγου Εντουαρντ Φρίμαν.
O Έβανς ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την Κρήτη ως πηγή σφραγίδων που περιείχαν πρώιμες επιγραφές μη αποκρυπτογραφημένες. Η αρχαία πόλη του Κεφαλά στη βόρεια ακτή της Κρήτης, κοντά στο Ηράκλειο, ήταν γνωστή στους ντόπιους, που ξέθαβαν αρχαία κεραμικά και νομισματικά τέχνεργα, καθώς καλλιεργούσαν τους αγρούς.
Ωστόσο, ο πρώτος που ανέσκαψε την Κνωσό ήταν ένας Ηρακλειώτης έμπορος και αρχαιοδίφης, ο Μίνως Καλοκαιρινός, ο οποίος το 1878 αποκάλυψε τα θεμέλια αποθηκευτικών χώρων γεμάτα πίθους.Η καταγραφή του έργου του Καλοκαιρινού από τον William Stillman, πρόξενο των Η.Π.Α. στην Κρήτη εκείνη την εποχή, υποδεικνύει ότι τα ευρήματα ανήκαν στην δυτική πτέρυγα του ανακτόρου. Εκτός από τις αποθήκες ο Καλοκαιρινός ανέσκαψε και ένα τμήμα των θεμελίων της “αίθουσας του θρόνου”.
Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της περιοχής, όμως, σύντομα σταμάτησαν τις έρευνες του Καλοκαιρινού. Λίγο μετά ο Γερμανός και ήδη διάσημος αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann), προσπάθησε να αγοράσει τον ‘’λόφο του Κεφαλά’’ στην πραγματικότητα ένας τεχνητός γήλοφος που δημιουργήθηκε από αλλεπάλληλες κατοικήσεις της Κνωσού ήδη από την Νεολιθική. Εγκατέλειψε, όμως την προσπάθεια, γιατί θεώρησε τις τιμές που του πρόσφεραν εξοργιστικές. Το 1894 επισκέπτεται την Κρήτη ο Έβανς, για να μελετήσει και να αποκρυπτογραφήσει δύο τύπους άγνωστης γραφής που εμφανίζονταν σε κρητικές σφραγίδες. Ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε τα αποτελέσματα σε έκδοση του μουσείου Άσμολ με τίτλο Κρητικά εικονογράμματα και προ-Φοινικική γραφή, αναγνωρίζοντας τα μινωικά ιερόγλυφα ως εικονογράμματα (πικτογράμματα) και τις συλλαβικές ή προαλφαβητικές (“προ-Φοινικικές”) γραφές, που ονομάζονται πλέον Γραμμική Α και Γραμμική Β.
Οι πολιτικές αλλαγές ευνόησαν την πρόσθεση του Έβανς να ξεκινήσει ανασκαφές στην Κρήτη μετά την Κρητική Επανάσταση. Το 1899, χρησιμοποίησε τα χρήματα της πατρικής κληρονομιάς για να αγοράσει την περιοχή στον Κεφαλά. Χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο για την εποχή δυναμικό, ο Έβανς ξεκίνησε μιας μεγάλης κλίμακας συστηματική ανασκαφή. Στο τέλος του 1903 είχε αποκαλύψει ένα μεγάλο μέρος των θεμελίων ενός εκτεταμένου συμπλέγματος, το οποίο προσδιόρισε ως Ανάκτορο της Κνωσού κέντρο του Μινωικού πολιτισμού. Όχι μόνο αποκάλυψε τα θαμμένα ερείπια και τα δημοσίευσε σε 4εις τόμους με τίτλο : Το Παλάτι του Μίνωα στην Κνωσσό, (1921 – 1935), κλασικό έργο της αρχαιολογίας, αλλά τα συντήρησε ουσιαστικά με τις μεθόδους της εποχής του και τα αναστήλωσε εν μέρει.
Στην προσπάθεια της αναστήλωσης χρησιμοποίησε ξένα υλικά, σαν το τσιμέντο. Όπως είναι φυσικό, ασκήθηκε κριτική εναντίον του από εκείνους που πίστευαν ότι η αναστήλωση έπρεπε να γίνει με τα μέσα και τις τεχνικές εκείνης της εποχής, αλλά με την προσπάθειά του ο Έβανς βοήθησε και βοηθά ακόμη και σήμερα τον μέσο επισκέπτη να “διαβάσει” τον αρχαιολογικό τόπο. Έτσι, αν και τα αποτελέσματα για τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς ερευνητές είναι ενοχλητικά, τα κίνητρά του στην προκειμένη περίπτωση είναι δικαιολογημένα. Θα πρέπει να μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι όταν ο Έβανς εργαζόταν στην Κνωσό στην περίοδο 1899 – 1935, πολλοί από τους συγχρόνους του ασχολούνταν μόνο με την αφαίρεση ευρημάτων από τους αρχαιολογικούς τόπους που ανέσκαπταν.
Εκτός από το πρωτοποριακό για την εποχή ανασκαφικό του έργο στην περιοχή του ανακτόρου, σημαντική ανακάλυψη του Έβανς θεωρείται η αποκάλυψη περίπου 3.000 πινακίδων Γραμμικής Α και Γραμμικής Β. Η Γραμμική Β αποδείχθηκε ότι ήταν πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας από την Υπομινωική περίοδο. Η Γραμμική Α, η γλώσσα των Μινωιτών παραμένει έως σήμερα στο μεγαλύτερο τμήμα της μη αποκρυπτογραφημένη.
Ο Έβανς χρίστηκε ιππότης το 1911 για τις υπηρεσίες του στην αρχαιολογία, την Κνωσό και το μουσείο Άσμολ.
Το υπόλοιπο της ζωής του ο ΄Εβανς το μοίρασε ανάμεσα στην έπαυλη που έχτισε κοντά στον χώρο των ανασκαφών και ονόμασε εύγλωττα Villa Ariadne και στο σπίτι του στο Γιούλμπουρι, όπου πέθανε ήσυχα στον ύπνο του στις 11 Ιουλίου 1941, πλήρης ημερών, σε ηλικία 90 ετών. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών παραχώρησε ολόκληρη την ιδιοκτησία της οικογενείας Εβανς μαζί με το παλάτι της Κνωσού στο ελληνικό κράτος διατηρώντας το δικαίωμα των ανασκαφών στην περιοχή.
Σήμερα οι ανασκαφές συνεχίζονται και η προτομή του Άρθουρ Έβανς στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου έχει υποδεχθεί περισσότερους από 10 εκατομμύρια τουρίστες.
ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia.gr
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ