ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ - ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικές σελίδες

Τρία ήταν τα αεροδρόμια του νομού Ηρακλείου που υποστήριζαν τις επιχειρήσεις του Άξονα στο μέτωπο της Αφρικής και στη Μεσόγειο Θάλασσα στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Του Τυμπακίου, του Καστελλίου και του Ηρακλείου. Στο αεροδρόμιο Τυμπακίου δούλευαν καθημερινά χιλιάδες καταναγκαστικοί εργάτες.

Η αναλογία ήταν ένας προς δέκα κατοίκους. Κάθε χωριό και οικισμός της Μεσαράς, έστελνε καθημερινά έναν καθορισμένο αριθμό εργατών, αφού οι κατοχικές αρχές με τη βοήθεια των ντόπιων φερεφώνων τους, (τον Νομάρχη, τον Γενικό Διοικητή Κρήτης, τους διορισμένους Προέδρους των Κοινοτήτων, κ.α.), φρόντισαν από τον πρώτο χρόνο της κατοχής του νησιού, να κάνουν απογραφή του πληθυσμού.

Οι «δεκαπενταμερίες» των Κρητικών δούλευαν στα καταναγκαστικά έργα οχυρώσεως και συντηρήσεως των διαδρόμων του αεροδρομίου Τυμπακίου. Οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί στο Τυμπάκι ήταν καθημερινοί, προξενούσαν πολλές ζημιές και οι Γερμανοί αξιωματούχοι απαιτούσαν και άλλους εργάτες, πέρα από την αναλογία ένα προς δέκα των κατοίκων των χωριών.

Το παρακάτω έγγραφο του Φρουράρχου και του Νομάρχη Ηρακλείου προς τους Προέδρους είκοσι χωριών της Μεσαράς, επαληθεύει τη δυσμενή κατάσταση της επιχειρησιακής ικανότητας του αεροδρομίου Τυμπακίου, λόγω των συχνών βομβαρδισμών: 

Προς 

Τους κ.κ..Προέδρους Κοινοτήτων 

Ηράκλειο, 3 Φεβρουαρίου 1942. Ο Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης προς τους Προέδρους 20 Κοινοτήτων της Μεσαράς.
Ηράκλειο, 3 Φεβρουαρίου 1942. Ο Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης προς τους Προέδρους 20 Κοινοτήτων της Μεσαράς. Ζητά την υποχρεωτική αποστολή καταναγκαστικών εργατών (επιπλέον του καθορισμένου αριθμού), για τις ανάγκες του αεροδρομίου Τυμπακίου.(Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, ΑΓΣΔΚ)

Μοιρών, Πόμπιας, Μαγαρικάρι, Γρηγοριάς, Πλατάνου, Πετροκεφάλι, Αγ. Δέκα, Μητροπόλεως, Βόρρων, Πιτσιδίων, Χουστουλιανών, Αγ. Βαρβάρας, Ζαρού, Γέργερης, Βενεράτου, Αυγενικής, Μεγάλης Βρύσης, Πανασσού, Νιβρήτου, Αγ. Θωμά, Λαρανίου 

Κατόπιν εντολής του Γερμανικού Φρουραρχείου εντέλλουμε την εξεύρεσιν εργατών δια το αεροδρόμιον Τυμπακίου. Παρακαλούμεν όπως προμηθεύσητε εκάστη Κοινότης το έναντι αυτής καθοριζόμενον αριθμόν εργατών.  

Κοινότης Μαγαρικάρι 10 Κοινότης Γρηγοριάς 10 

Κοινότης  Πόμπιας 20 Κοινότης Πλατάνου 7 

Κοινότης Πετροκεφάλι 12 Κοινότης Αγ. Δέκα 12 

Κοινότης Μοιρώ 10 Κοινότ. Μητροπόλεω 7 

Κοινότης Πιτσιδίων 7 Κοινότης Χουστουλιανών 5 

Κοινότης Αγ. Βαρβάρα 30 Κοινότης Ζαρού 20  

Κοινότης Γέργερης 20 Κοινότης Βενεράτου 10  

Κοινότης Αυγενικής 15 Κοινότης Μεγ. Βρύσης 20 

Κοινότης Πανασσού 8 Κοινότης Νιβρήτου 8 

Κοινότης Αγ. Θωμά 5 Κοινότης Λαρανίου 5 

Οι άλλοι εργάται θα καθορισθώσι δια κληρώσεως γενομένης ενώπιον του Κοιν. Συμβουλίου εντός δε της κληρωτίδος θα τεθώσι άπαντες οι εγγεγραμμένοι εις τους πίνακας των θαλάμων εργασίας τόσον οι τακτικοί όσον και οι αναπληρωματικοί.   

Εις περίπτωσιν καθ’ην ο κλήρος υποδείξει δύο μέλη της αυτής οικογενείας, να μεταβή μόνον ο εις και δια τον έτερον θα εξαχθή άλλος κλήρος, οι ασθενείς επίσης οι προσκομίζοντες ιατρικήν πιστοποίησιν δεν θα τεθώσι εις την κληρωτίδα. 

Η χρονολογία μεταβάσεώς των εις Τυμπάκιον θέλει σας γνωστοποιηθή καθώς και το μέσον μεταφοράς. Συνεπώς οι κληροθησόμενοι εργάται δια Τυμπάκιον πρέπει να είναι έτοιμοι. Οι εργάται θα εγκατασταθούν εις Τυμπάκιον και θα λαμβάνουν εκτός του κεκανονισμένου ημερομισθίου και πλήρη τροφοδοσίαν.  

Η Υπ/σις Χωρ/κής Μοιρών και οι Σταθμοί προς ους κοινοποιείται η παρούσα εντέλλονται όπως παράσχουν την συνδρομήν των προς τους Προέδρους των Κοινοτήτων οίτινες είναι και υπόλογοι δια την εκτέλεσιν της παρούσης 

  Γερμανικόν Φρουραρχείον Ηρακλείου  

ο Νομάρχης Ι. Πασσαδάκης». 

Γιώργης Βοσκάκης ή Μηναδογιώργης, Νίκος Σουρής και Γιάννης Ανδρουλάκης ή Χειροβομβίδας (Κάιρο 1943)

 

Τον Ιούλιο του 1943, το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής αποφασίζει τη διενέργεια σαμποτάζ των αεροδρομίων του νομού Ηρακλείου. Ως ημερομηνία ορίζει τα μεσάνυχτα της Κυριακής 4, ξημερώματα Δευτέρας 5 Ιουλίου 1943 και για τα τρία αεροδρόμια, Τυμπακίου, Καστελλίου και Ηρακλείου. Σκοπός των σαμποτάζ, ήταν να παραπλανηθούν οι Γερμανοί και να πιστέψουν ότι οι σύμμαχοι επιδιώκουν απόβαση στην Κρήτη και απελευθέρωση του νησιού. Η επιχείρηση είχε λάβει την κωδική ονομασία ΑΛΜΠΟΥΜΕΝ (το ασπράδι του αυγού).  

Στην ομάδα των σαμποτέρ για το αεροδρόμιο Ηρακλείου, είχε οριστεί επικεφαλής ο Βρετανός Υπολοχαγός Κένεθ Λάμομπυ με βοηθό τον Γιάννη Ανδρουλάκη. Για το Καστέλλι ο Δανός Υπολοχαγός Άντερς Λάσσεν με βοηθό τον Κίμωνα Ζωγραφάκη. Επικεφαλής της επιχείρησης για το αεροδρόμιο Τυμπακίου ήταν ο Υπολοχαγός Ρόνυ Ροβς με συνεργάτη τον Γιώργη Βοσκάκη-Μηναδογιώργη από το χωριό Σάτα Αμαρίου. Οι σαμποτέρ για το Τυμπάκι, δεν έφτασαν στην Κρήτη στις 22 Ιουνίου 1943 με τις ομάδες των Λάσσεν-Ζωγραφάκη και Λάμονμπυ-Ανδρουλάκη στην παραλία Τρυπητή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα στην ίδια ακτή.  

Αριστερά καθήμενος ο Καπετάν Πετρακογιώργης και όρθιος δεξιά ο Γιώργης Βοσκάκης ή Μηναδογιώργης

Το σαμποτάζ στο Τυμπάκι δεν πραγματοποιήθηκε, αφού οι σαμποτέρ διαπίστωσαν πως τη βραδιά της επιχείρησης δεν βρίσκονταν κανένα γερμανικό αεροπλάνο στους διαδρόμους του αεροδρομίου. Επιχείρησαν και τις δύο επόμενες νύχτες 5 και 6 Ιουλίου.

Μπήκαν στο αεροδρόμιο αλλά δεν βρήκαν αεροπλάνα. Την επομένη, 7 Ιουλίου, η ομάδα των σαμποτέρ κατευθύνθηκε στο φαράγγι του Αγίου Σάββα. Ακολούθησαν τη διαδρομή:  ναός Καρδιώτισσας – Απόλυχνος – Μιαμού – Κρότος – φαράγγι Αγίου Σάββα – παραλία Τρυπητή.

Αφού επέστρεψαν και οι ομάδες των Ζωγραφάκη και Ανδρουλάκη στην Τρυπητή, αναχώρησαν όλοι μαζί στη Μέση Ανατολή στις 10 Ιουλίου 1943 με πλωτό σκάφος που είχε στείλει το Συμμαχικό Στρατηγείο. 

Την απόπειρα σαμποτάζ του αεροδρομίου Τυμπακίου, αφηγείται ο Βασίλης Σπαχής. Ο Βασίλης Σπαχής, δεκαεπτάχρονο ανταρτόπουλο το 1943 στην Ομάδα του Καπετάν Πετρακογιώργη αναλάμβανε αποστολές κυρίως αγγελιοφόρου και μεταφορέα τροφίμων από τα χωριά του κάμπου της Μεσσαράς, στο λημέρι της Ομάδας.

Με εντολή του Καπετάν Πετρακογιώργη, ο Βασίλης Σπαχής συναντά την ομάδα για τη δολιοφθορά στο αεροδρόμιο Τυμπακίου.  

Η συνάντηση έγινε στη θέση Σανίδα, μεταξύ των χωριών Μαγαρικάρι και Σκουρβούλων. Την ομάδα αποτελούσαν ένας Βρετανός Υπολοχαγός (Ρόνυ Ροβς) και τέσσερις Σκωτζέζοι υπαξιωματικοί. Για την απόπειρα σαμποτάζ του αεροδρομίου Τυμπακίου, ο Βασίλης Σπαχής θυμάται:  

«…έζησα τα γεγονότα της Κατοχής όχι γιατί ήμουνα κανείς ήρωας αλλά μια συγκυρία μ’έφερε στον πιο σημαντικό κατά την άποψή μου αγωνιστή της Κρήτης, το Γιώργη Πετρακογιώργη. 

Βοσκάκι είχα πάει στη Μεσαριά, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, ακριβώς την 28η Οκτωβρίου έφυγα από τ’Ανώγεια. Πήγα στου Πετρακογιώργη τη δούλεψη. Στις αρχές Μαΐου είχα ένα εξάμηνο συμφωνήσει κι έπρεπε να φύγω. Ήρθε λοιπόν ο Πετρακογιώργης και δεν μ’άφησε να φύγω. Με χρησιμοποίησε στην αρχή σαν σύνδεσμο, σαν μεταφορέα τροφίμων και έμεινα όλη την κατοχή κοντά του.

Μια φορά μόνο σ’ολόκληρη την Κατοχή επήγα στο σπίτι μου στ’Ανώγεια. Δεν υπήρχε κανείς άλλος Ανωγειανός στο σώμα του Πετρακογιώργη. Όταν πέθανε η μάνα μου και μου το’πανε έκλαιγα όλη μέρα μπρούμυτα και δεν ήρθε ένας άνθρωπος να με παρηγορήσει.  

Είχα την ευχέρεια λόγω ηλικίας να αλωνίζω ολόκληρη τη Μεσαριά, τα χωριά και να μαζεύω τα τρόφιμα των αντρών που ήτανε οργανωμένοι στον Πετρακογιώργη. Αυτός ο σπουδαίος αγωνιστής και σπουδαίος άνθρωπος είχε τόσους πολλούς φίλους, που καθ’όλη τη διάρκεια της κατοχής εσυντηρούσε την ομάδα του η οποία αποτελείτο από είκοσι (20) έως ογδόντα (80) άντρες στο βουνό, τακτικούς αντάρτες κατά καιρούς.  

Κάποτε, κάποιος που δεν ήταν καθαρός ας το πούμε πατριωτικά, για να κερδίσει την εύνοια, του είπε:  

Φωτογραφία από το αρχείο του Γιώργη Βοσκάκη –
Από αριστερά: Γιώργης Βοσκάκης ή Μηναδογιώργης, Νίκος Σουρής και Γιάννης Ανδρουλάκης ή Χειροβομβίδας (Κάιρο 1943, φωτογραφικό αρχείο οικογένειας Γιάννη Ανδρουλάκη)

– Τι θες Καπετάν Γιώργη να σου στείλω;   

Του λέει λοιπόν αυτός ο σπουδαίος και μεγαλοπρεπής ήρωας:  

-Αν θέλεις να σου στείλω εγώ κανένα καλάθι σταφύλια από το βουνό!  

Δηλαδή περιφρόνησε την προσφορά του. Είχε τη δυνατότητα αυτός ο σημαντικός άνθρωπος με το κύρος του, ήτανε βιομήχανος όπως ξέρεις, είχε πυρηνελαιουργείο, είχε σαπουνάδικο, είχε τουβλάδικο και παράγοντας του Βενζελικού κόμματος. Υποστήριζε τον τότε υπουργό οικονομικών του Βενιζέλου, το Μαρή. Πέραν της επιχειρηματικής δραστηριότητας είχε λοιπόν και πληθωρική παρουσία στο χώρο της Μεσαράς.  

Πολύ καλή η οικογένειά του, μια οικογένεια με αξίες, με προσήλωση στη χριστιανική πίστη, αρχοντικό το σπίτι του, ένα αδερφό είχε μόνο κι ήταν γιατρός και τέσσερις αδερφήδες, μια απ’αυτές παντρεύτηκε και στο χωριό σου το Καστέλλι Πεδιάδος και πήρε το Νίκο το Λαγουδιανό. Μια πανέμορφη κοπέλα.

Ο χωριανός σου ο Λαγουδιανός είχε ελαιουργικό εργοστάσιο και πήγαινε στο εργοστάσιο του Πετρακογιώργη στον Κόκκινο Πύργο, γνώρισε την αδερφή του και την παντρεύτηκε.

Κινούμενος λοιπόν νύχτα ρίσκαρα τη ζωή μου πολλές φορές, πήγαινα στη Πόμπια που’χε Γερμανούς, στον Πλάτανο, στη Βαγιωνιά, στη Γαλλιά, στους Βώρρους παντού, και κουβαλούσα τα τρόφιμα και τα προωθούσα στα βουνά, από τα Βοριζανά βουνά μέχρι το Κέντρος του Αμαρίου.  

Οπουδήποτε έκανε ο Πετρακογιώργης λημέρι επήγαινα τα τρόφιμα. Ήμουνα και νέος και είχα γοητευτεί από τα γεγονότα της Κατοχής, ίσως δε συνειδητοποιούσα και πολύ το ζόρε και όλα αυτά τα γεγονότα έχουν μείνει στη μνήμη μου. Αυτά λοιπόν έκανα.

Μετέφερνα τρόφιμα, μετέφερνα πληροφορίες, Άγγλους, τον Πάτρικ Λη Φέρμορ τον μετέφερα δυο φορές. Τη μια φορά, μόλις χωρίσαμε από τα όρια των νομών Ηρακλείου και Ρεθύμνου, επηγαίναμε στο Αμάρι, στράφηκε πίσω του. Φορτωμένα είχα τα πράγματα σε δυο ζώα, μ’είχε στείλει ο Πετρακογιώργης και σ’αυτή την αποστολή.  

Καταλήξαμε στο σπίτι του Παπαδογιάννη στο χωριό Αη Γιάννης. Διασχίσαμε λοιπόν τη νύχτα τον κάμπο της Μεσαριάς και συνεχίσαμε προς το Αμάρι. Όταν φτάναμε στα όρια του νομού Ρεθύμνης και Ηρακλείου στράφηκε πίσω ο Λη Φέρμορ και λέει με τα σπαστά του Ελληνικά: 

-Αφορισμένη Μεσαριά και ευλογημένο Αμάρι!  

Του λέω γιατί το λες αυτό κύριε Μιχάλη; Και μου λέει ότι εδώ στο Αμάρι δεν έχει Γερμανούς ενώ η Μεσαριά είναι γεμάτη. 

Και έρχομαι τώρα στα σαμποτάζ του Ιουλίου του 1943 που έγιναν στο νομό Ηρακλείου. Είμαστε στο Αγκουτσάκι, πάνω ακριβώς από το Τραχήλι. Η ομάδα Πετρακογιώργη. Μου φωνάζει ο Πετρακογιώργης και μου λέει, Βασιλιό, έλα να σου πω. Θα πας, μου λέει, στην τοποθεσία Σανίδα, αυτή είναι πάνω από τα Σκούρβουλα, μεταξύ Μαγαρικάρι και Σκουρβούλων. Είναι ένα ύψωμα και λέγεται Σανίδα και έχει απάνω μια εκκλησία, τον Τίμιο Σταυρό. 

Θα συναντήσεις μου λέει ο Πετρακογιώργης, πέντε Άγγλους κι ένα Έλληνα. Δεν θα πεις σε κανένα τίποτα, είναι μυστική η αποστολή και οτιδήποτε σου ζητήσουνε θα τεθείς εις τη διάθεσή τονε και θα τους τροφοδοτήσεις από τον ξάδερφό μου τον Αγησίλαο τον Πετράκη. Πήγα λοιπόν και συνάντησα πέντε Άγγλους και το Γιώργη το Βοσκάκη από το χωριό Σάτα Αμαρίου, όλοι με στολή κομάντο. Ένας από τους Άγγλους ήτανε Λοχαγός. Εγώ δεν ξέρω Αγγλικά, ο Γιώργης δεν ήξερε κι αυτός πολλά, είχε όμως εκπαιδευτεί κομάντος και μπορούσε κάπως να συνεννοηθεί μαζί τους.

Πήγα και τους βρήκα σε μια κατσοπρινιά μέσα, κάτω ακριβώς από την εκκλησία 300 μέτρα σε μια τοποθεσία που λέγεται Σαρακηνόβουλα. Συστήθηκα του Βοσκάκη και μου λέει Βασιλιό, εμείς θα μπούμε στο αεροδρόμιο Τυμπακίου τρία βράδια. Εμένα μόλις μου το΄πε μ’έπιασε δέος. Ποιος ήτανε ο σκοπός δεν μου τον εξήγησε. Τότε δεν μου’πε τίποτα για τις άλλες αποστολές στο Καστέλλι και στο Ηράκλειο. Μετά το’μαθα.

Μου λέει θα μας φέρνεις τρόφιμα και θα μένεις εδώ να φυλάς τα πράγματα και μεις θα φύγομε μόλις βραδιάσει. Από εκεί, το αεροδρόμιο ήτανε μισή ώρα ποδαρόδρομο. Φορούνε ειδικές στολές και αν δεν με απατά η μνήμη μου τα άρβυλά τους είχανε από κάτω σόλες με αέρα. Όλοι ντυμένοι την ίδια στολή. Και ο Γιώργης ο Βοσκάκης. Φεύγουνε το πρώτο βράδυ. Ένας απ’αυτούς κρατούσε ασύρματο.  

Ο Γιώργης μου’πε πως ήτανε Σκωτσέζοι. Φεύγουνε κι εγώ μένω στο σημείο εκκίνησης. Περιμένω ν’ακούσω φασαρία και εκρήξεις γιατί το αεροδρόμιο είχε γύρω γύρω νάρκες, συρματοπλέγματα, σκοπούς. Περιμένω με δέος ν’ακούσω ότι τους χτυπήσανε. Δε φανταζόμουνα ότι μπορούνε να περάσουνε. Κι έχω από τότε και μια απορία. Είχανε κάτι στρωματάκια σε πάχος 8 με 10 εκατοστών με φτερό κι έχω την αίσθηση μήπως αυτά τα βάζανε απάνω στα συρματοπλέγματα για να περνούνε ή ήτανε για να αναπαύονται το βράδυ. 

Τα ξημερώματα, μισή ώρα πριν να φέξει, έρχονται. Την πρώτη βραδιά δεν ρώτησα το Βοσκάκη τίποτα. Όλη μέρα την περάσαμε πάλι μαζί. Τα τρόφιμα που τους πήγαινα ήταν βραστό κρέας, ψωμί, παξιμάδι, τυρί. Πήγαινα και τα’παιρνα από τον Αγησίλαο Πετράκη, όπως μου είχε πει ο Πετρακογιώργης. Και αυτοί μάλιστα εβαστούσανε κάτι πακέτα που μας τα ρίξανε κι εμάς στα Κόλυτα αργότερα οι Αμερικάνοι και είχανε μέσα σοκολάτα. Εγώ μέχρι τότε δεν είχα δει σοκολάτα. Την τρώγανε και δε με κεράσανε οι αθεόφοβοι ένα κομματάκι. Όταν γύρισα λοιπόν και το’πα αυτό του Αρχηγού μου λέει αυτοί Βασιλιό έχουνε μάθει να παίρνουνε και να μη δίδουνε.  

Την Τρίτη μέρα που μπήκανε στο αεροδρόμιο, εμπήκανε και τη δεύτερη και ξαναγυρίσανε πίσω άπρακτοι, λέω του Γιώργη μα τι γίνεται; Μου λέει ο Βοσκάκης ότι έχομε εντολή αν δεν χρησιμοποιηθεί το αεροδρόμιο από μεγάλο αριθμό αεροπλάνων. να μην κάνομε καμιά δολιοφθορά.  

Την Τρίτη μέρα μου λέει ο Βοσκάκης, Βασιλιό πάρε τα κιάλια, βγες στο ύψωμα από πάνω να δεις τι γίνεται. Κρεμώ εγώ τα κιάλια σα το τουρίστα, βγαίνω και την ώρα που έφτανα στην εκκλησία βλέπω 10-12 Γερμανούς οι οποίοι κατά καλή μου τύχη δεν έτυχε να κοιτάζουνε προς το μέρος μου. Πέφτω κάτω και σύρνομαι ολοταχώς και πάω και τους λέω οι Γερμανοί είναι αποπάνω μας. Το αποπάνω μας στην κυριολεξία. Τι έχει συμβεί λοιπόν που τότε δεν το ξέραμε εμείς;  

Ένας Μιχάλης Σαλούστρος από το Ζαρό έχει σκοτώσει ένα Ενωμοτάρχη Δουράλα με το επιχείρημα ότι ήτανε στου Παπά το Πέραμα στην επιχείρηση που γίνηκε και σ’αυτόν το κλοιό σκοτωθήκανε τέσσερα άτομα, άντρες του Πετρακογιώργη. Εσκότωσε λοιπόν ο Σαλούστρος το Δουράλα και οι Γερμανοί κυκλώσανε την περιοχή χωρίς εμείς να το ξέρομε. Είμαστε σχεδόν στα όρια του κλοιού. Βγαίνει μια άλλη ομάδα Γερμανών από τα Σκούρβουλα και ρίχνει μια φωτοβολίδα. Συμπτωματικά πέφτει εκεί που εμείς καθόμαστε. Μου λέει ο Βοσκάκης φύγε Βασίλη.  

Εγώ σκέφτομαι και λέω τι να φύγω και που θα τους ξαναβρώ, όχι δε φεύγω του λέω. Φύγε, μου λέει, γιατί εμείς είμαστε με τη στολή ενώ εσύ δεν είσαι. Την ώρα που πέφτει η φωτοβολίδα, αρπά ο Βοσκάκης το ταχυβόλο και τρέχει προς τη κατεύθυνση τω Γερμανώ. Και του φωνάζει ο Λοχαγός ατάραχος με μια παροιμιώδη ψυχραιμία, Γιώργη, του λέει, εγώ είμαι υπεύθυνος. Και έψηνε αυτή τη στιγμή ένα τσάι. Σηκώνεται πάνω, κοιτάζει το σημείο, βλέπει ότι δεν κινδυνεύομε ακόμη.

Σηκωνόμαστε όλοι και παίρνομε από τη βορειοανατολική μεριά της Σανίδας και περνούμε από πάνω από το Μαγαρικάρι προς το χωριό Καμάρες. Διανύσαμε την απόσταση χωρίς να μας παίξουνε πυροβολισμό. Από εκεί εγώ ήρθα πάλι στο λημέρι και έχασα τα ίχνη τους. Αυτό έγινε κατά τις δέκα η ώρα το πρωί μετά που γυρίσανε για τρίτη βραδιά άπρακτοι από το αεροδρόμιο του Τυμπακίου. Μετά εγώ δεν τους ξανάδα. Έμαθα εκ των υστέρων ότι φύγανε από το φαράγγι του Αη Σάββα στη Μέση Ανατολή μετά δυο τρεις μέρες. Και έγινε κατόπιν στις 10 του Ιουλίου η απόβαση στη Σικελία.  

Αυτή είναι η μαρτυρία μου η οποία είναι αυθεντική. Εγώ τότε έβλεπα πρώτη φορά Άγγλους κομάντος. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, ήταν τα πιστόλια με τις λαβές στο μηρό, ο ασύρματος και το ντύσιμό τους. Τα παπούτσια τους ήτανε άρβυλα με ένα φούσκωμα στη κάτω μεριά, μαύρου χρώματος. Φορούσανε μακριά παντελόνια κι είχανε στο δεξί πόδι το πιστόλι δεμένο με μια μικρή ζώνη, σαρανταπεντάρι ήτανε νομίζω. Στον αριστερό μηρό πάλι είχανε μια θήκη με σχεδιαγράμματα. Το σακάκι ήτανε ψαρό χρώμα, μου θύμιζε τη στολή των Γερμανών και ένα σκούφο μικρό. 

Αυτή ήτανε η στολή των κομάντος…». 

(Απομαγνητοφωνημένη συζήτηση του Βασίλη Σπαχή στον Γιώργο Καλογεράκη, Ανώγεια, 28 Ιανουαρίου 2009). 

* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου  Ιωαννίνων, διευθυντής   Δημοτικού  Σχολείου   Θραψανού.