Στη διάρκεια της μάχης της Κρήτης, (από 20 ως 31 Μαΐου 1941) και το διάστημα από την 1η Ιουνίου ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1941, οι Γερμανοί «ιππότες» και οι αξιωματούχοι του Γ΄ Ράιχ διέπραξαν στην Κρήτη 32 ομαδικές εκτελέσεις, (εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας) και πυρπόλησαν πέντε (5) χωριά. Την Κάντανο, τον Σκηνέ και την Αγυιά στον νομό Χανίων, το Αστέρι και το Άδελε στον νομό Ρεθύμνου.
Σε όλες τις εκτελέσεις επικαλέστηκαν ως αιτία και αφορμή τη συμμετοχή του πληθυσμού στη Μάχη της Κρήτης. Υπεύθυνοι των εγκλημάτων ήταν ο Αντιπτέραρχος Στούντεντ (Διοικητής από 1 Ιουνίου ως 8 Ιουλίου 1941) και ο Στρατηγός Αντρέ (από 9 Ιουλίου 1941 ως 10 Ιανουαρίου 1943).
Η πρώτη ομαδική εκτέλεση του φασιστικού και ναζιστικού στρατού της Βέρμαχτ, καταγράφηκε την πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης, την Τρίτη 20 Μαΐου 1941 στην περιοχή Σταυρωμένος Ρεθύμνου. Αφορούσε εννέα κατοίκους της περιοχής Μυλοποτάμου και έγινε τη νύχτα της Τρίτης.
Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές τους είχαν συλλάβει για να θάψουν τους σκοτωμένους συντρόφους τους στον Λατζιμά και στην περιοχή Σταυρωμένου. Μόλις σκοτείνιασε, τους έστησαν στην άκρη του δρόμου, (στο 11ο χιλιόμετρο του κεντρικού δρόμου από Ρέθυμνο προς Ηράκλειο) και τους δολοφόνησαν. Από τους εννέα πατριώτες, έξι ήταν από το χωριό Αγγελιανά, ένας από το Σκορδίλω, ένας από τον Πρίνο και ένας από τους Έρφους.
Συγκεκριμένα, οι 31 ομαδικές εκτελέσεις από 20 Μαΐου ως 9 Σεπτεμβρίου 1941 κατανέμονται ως εξής:
Χανιά, 19 εκτελέσεις: Πλακάλωνα, Κακόπετρος, Αλικιανός, (τρεις εκτελέσεις, στις 24 Μαΐου, 2 Ιουνίου και 1 Αυγούστου 1941), Μάλεμε, (δύο εκτελέσεις, στις 25 και 27 Μαΐου 1941), Κοντομαρί, Κάντανος, Στέρνες, Ταυρωνίτης, Σκηνές, Αγυιά, Πατελάρι, Βρύσες, Κυρτωμάδος, Περιβόλια, Χώρα Σφακίων και Παλαιόχωρα.
Ρέθυμνο,10 εκτελέσεις: Σταυρωμένος, (δύο εκτελέσεις, στις 20 και 21 Μαίου 1941), Μισίρια (τρεις εκτελέσεις, στις 23 ώρα 5.30 και 6.30 και 24 Μαΐου 1941), Αστέρι, (δύο εκτελέσεις, στις 1 και 3 Ιουνίου 1941), Άδελε, Λούτρα και Παγκαλοχώρι.
Ηράκλειο, 3 εκτελέσεις: Αγάκου Μετόχι, Λιοφυτάκι Γουρνών και Σκαλάνι.
Εκτός από τις παραπάνω 32 ομαδικές εκτελέσεις Κρητικών από τον γερμανικό φασιστικό στρατό, διερευνούμε ακόμη και άλλες δύο άγνωστες, που έγιναν στην περιοχή Γιόφυρος Ηρακλείου στις 22 Μαΐου 1941. Η πρώτη το απόγευμα και αφορά εφτά πατριώτες (πέντε στρατιώτες Μακεδόνες και δύο πολίτες από τη Ροδιά και το Πετροκεφάλι) και η δεύτερη το ίδιο βράδυ, (αφορά δύο πατριώτες από τη Ροδιά).
Μετά τον Σεπτέμβρη του 1941, η τακτική των Γερμανών αξιωματούχων δεν άλλαξε. Προκειμένου να καταστείλουν το πατριωτικό σθένος και να καταρρίψουν το ηθικό των Κρητών, τη συμμετοχή τους στις τάξεις των ανταρτών και της ένοπλης Κρητικής Αντίστασης, να διασπείρουν τον φόβο σε όλες τις κοινωνικές τάξεις των υπόδουλων, να επιβάλουν υποταγή και υπακοή στον στρατό κατοχής και να σταματήσει η αντιστασιακή δράση, συνέχισαν τις ομαδικές εκτελέσεις – δολοφονίες.
Μεσκλά Χανίων, χαράδρα Ανάσκελα, δύο εκτελέσεις στις 6 και στις 18 Φεβρουαρίου 1942.
Εφτά και εφτά πατριώτες αντίστοιχα που οι Γερμανοί πήραν από τις φυλακές της Αγυιάς. Τους εκτέλεσαν στα Μεσκλά, εκεί που είχε αναπτυχθεί αντιστασιακή δράση ενόπλων ομάδων.
Μοίρες, 1 Ιουνίου 1942. Εκτέλεση εννέα πολιτών με το αφήγημα των αντιποίνων για τον θάνατο συνεργατών των Γερμανών (Παναγιώτη Δαμάσκου, Μιχαήλ Χουστουλάκη, Δημήτρη Μεταξάκη, Εμμανουήλ Μαρκογιαννάκη, πατέρα και γιου Τζουλιά).
Πλώρα, 1 Ιουνίου 1942. Πέντε πατριώτες στήθηκαν στο απόσπασμα για τον ίδιο λόγο με τη δολοφονία των εννέα Μοιριανών.
Ηράκλειο, 3 Ιουνίου 1942, θέση Ξηροπόταμος – Μετόχι Βιστάκη. Δώδεκα επιφανείς πολίτες του Ηρακλείου για τον θάνατο των παραπάνω συνεργατών των Γερμανών. Τρία αδέλφια Γεωργιάδηδες, (Μηνάς – Δήμαρχος, Τίτος – Γενικός Διοικητής Κρήτης και Μανόλης – έμπορος), Μιχάλης Σηφάκης, Μιχάλης Γκολέμης, Νικόλαος Ανωγειανάκης, Ζαχαρίας Λεβής, Χαμάμ Λεβής, Μενέλαος Πατεράκης, Γιάννης Σεμερτζάκης, Γιάννης Φανουράκης και Βασίλης Σαμαρειτάκης.
Ηράκλειο, 14 Ιουνίου 1942, θέση Ξηροπόταμος – Μετόχι Βιστάκη. Πενήντα επιφανείς Ηρακλειώτες με το αφήγημα των αντιποίνων για τα μεγάλα σαμποτάζ των αεροδρομίων Καστελλίου Πεδιάδος και Ηρακλείου. Στη μεγάλη αυτή εκτέλεση, διερευνάται η συμμετοχή γνωστών γερμανόφιλων στη σύνταξη του καταλόγου των Ηρακλειωτών.
Ηράκλειο, 6 Ιουλίου 1943, θέση Ξηροπόταμος. Δεκαεννέα πατριώτες μεταξύ τους και έξι Εβραίοι ως «αντίποινα» για το σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου μία ημέρα νωρίτερα. Μετά το σαμποτάζ, ο Γερμανός διοικητής Κρήτης Στρατηγός Μπρόγερ, με διαταγή του έστηνε στο απόσπασμα πενήντα Κρήτες. Είκοσι στο Ηράκλειο, δέκα στο Ρέθυμνο και είκοσι στα Χανιά. Στο Ηράκλειο οι δολοφονηθέντες ήταν τελικά δεκαεννέα, γιατί το εικοστό όνομα έχει σβηστεί με μελάνι. Τον κατάλογο με τα ονόματα των 19, μας παραχώρησε ο αντιφασίστας Γερμανός καθηγητής Μάρτιν Ζέκεντορφ το έτος 2002 και έτσι αποκαλύφθηκε αυτή η εκτέλεση που ως τότε ήταν άγνωστη.
Ρέθυμνο, 6 Ιουλίου 1943, Φορτέτσα. Εκτέλεση δέκα πατριωτών ως «αντίποινα» για το σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου.
Χανιά, 6 Ιουλίου 1943, Αγυιά. Εκτέλεση 20 πατριωτών με το «αφήγημα των αντιποίνων» για το σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου στις 5 Ιουλίου 1943.
Ηράκλειο, 20 Ιουλίου 1943, Ξηροπόταμος. Μία ακόμη άγνωστη εκτέλεση 3 πατριωτών από το χωριό Καλλονή Πεδιάδος. Τους αποδόθηκε ευθύνη για το ρίξιμο 4 Γερμανών στρατιωτών σε ένα ξεροπήγαδο του χωριού τους. Τους είχαν σκοτώσει Βρετανοί, ενώ είχαν αιχμαλωτιστεί και αποπειράθηκαν να δραπετεύσουν από στρατιωτικό καμιόνι στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης.
Έτσι φτάσαμε στον Σεπτέμβρη του 1943 και στον Γουρνόλακκο του Ψηλορείτη. Δύο τάγματα του γερμανικού στρατού στάλθηκαν από το Ρέθυμνο ώστε να συμμετάσχουν στη μεγάλη κύκλωση του Ψηλορείτη, ενός σχεδίου που είχαν μελετήσει οι Γερμανοί αξιωματούχοι, είχε διατάξει ο Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης Στρατηγός Μπρόγερ και είχε αναλάβει να υλοποιήσει ο Γερμανός διοικητής του νομού Ηρακλείου Μίλερ.
Στην κύκλωση και εξερεύνηση του Ψηλορείτη, που ήταν κηρυγμένη νεκρή ζώνη, συμμετείχαν εκτός από τα δύο τάγματα της πόλης του Ρεθύμνου, ένα τάγμα του Αμαρίου και δύο τάγματα του Ηρακλείου. Τους Γερμανούς στρατιώτες θα υποστήριζε βαρύ πυροβολικό από το Τυμπάκι και ελαφρύ πυροβολικό που είχε προωθηθεί στο χωριό Μαγαρικάρι.
Σκοπός της εξερεύνησης ήταν η εξόντωση των ανταρτικών ομάδων και η σύλληψη των Βρετανών αξιωματικών συνδέσμων που δρούσαν με τους ασυρμάτους τους στον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη.
Το ένα από τα δύο γερμανικά τάγματα της πόλης του Ρεθύμνου έφτασε με αυτοκίνητα στο χωριό Αβδελλάς Μυλοποτάμου, λίγες ημέρες μετά τον εορτασμό της Παναγίας, στις 20 Αυγούστου 1943. Οι Γ ερμανοί παρέμειναν στο χωριό ώστε να καταστρώσουν τα τελικά τους σχέδια και στο τέλος του μήνα από τη θέση «Πηγάδια» του Αβδελλά, άρχισαν να ανηφορίζουν πάνοπλοι προς τον Ψηλορείτη.
Αβδελλάς – Γουρνόλακκος, Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1943, (η πρώτη εκτέλεση) Την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 1943, μεγάλη δύναμη πάνοπλων Γερμανών στρατιωτών με λυκόσκυλα, εξερευνούσαν τον Ψηλορείτη μετά τη διαταγή του Γερμανού Διοικητή Κρήτης Μπρόγερ.
Ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών στρατιωτών βρέθηκε στο Αβδελλιανό αόρι και συνέλαβε δεκαπέντε κτηνοτρόφους. Όλος ο ορεινός όγκος του Ψηλορείτη είχε κηρυχτεί από τον προηγούμενο Διοικητή Κρήτης Στρατηγό Αντρέ ως νεκρή ζώνη. Μεταξύ των συλληφθέντων βρίσκονταν τέσσερα δεκαεξάχρονα παιδιά, ο Μιχάλης Νικολ. Πρινάρης, ο Γιάννης Νικηφόρος, ο Ιωάννης Ανδρ. Λαμπρινός και ο Μιχάλης Γεωργίου Καρφής.
Ο πρώτος από το χωριό Αβδανίτες με καταγωγή της μητέρας του από τον Αβδελλά, ο δεύτερος από το χωριό Κάλυβος και τα άλλα δύο παιδιά από τον Αβδελλά. Έξι από τους συλληφθέντες ήταν Αβδελλιανοί, (Μιχελουδάκης Ανδρέας, Μιχελουδάκης Γεώργιος, τα αδέρφια Γιάννης και Πέτρος Πανταλός, Μαθιουδάκης Μιχάλης και Μαθιουδάκης Πέτρος). Δύο ήταν από την Κάλυβο, (Παραγιουδάκης Ιωάννης και Κοζορώνης Χαράλαμπος).
Δύο από τον Άγιο Μάμα, (Σερλής Κυριάκος και Σαρρής Ελευθέριος) και ένας από το χωριό Αβδανίτες, ο Πρινάρης Νικόλαος. Το επόμενο πρωί οδήγησαν τους συλληφθέντες στη θέση Γουρνόλακκος Ψηλορείτη. Διαπίστωσαν ότι το ένα από τα τέσσερα παιδιά, ο Μιχάλης Καρφής, είχε διαφύγει.
Οι Γερμανοί άφησαν ελεύθερους άλλους δυο νεαρούς, τον Μιχάλη Πρινάρη και τον Ιωάννη Λαμπρινό. Το τέταρτο παιδί, ο Γιάννης Νικηφόρος επειδή είχε πρώιμη ανάπτυξη και νομίζοντας οι Γερμανοί την ηλικία του μεγαλύτερη, το κράτησαν με τους υπόλοιπους. Αμέσως έστησαν τα πολυβόλα και άρχισαν να τους εκτελούν.
Ο Λευτέρης Σαρρής τρέχοντας στα πλάγια του Γουρνόλακκου, κατάφερε αν και σοβαρά τραυματισμένος στο χέρι, να διαφύγει. Οι υπόλοιποι έπεσαν από τις δολοφονικές σφαίρες των κατακτητών. Ο δεκαεξάχρονος Γιάννης Νικηφόρος, βαριά τραυματισμένος, επέζησε της εκτέλεσης, αφού οι Γερμανοί τον θεώρησαν νεκρό και δεν του έδωσαν τη χαριστική βολή όπως έκαναν στους υπόλοιπους.
Έτσι, την Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου, δέκα παλικάρια κείτονταν νεκρά στις πλαγιές του Γουρνόλακκου. Έξι από τον Αβδελλά, δύο από Κάλυβο, ένα από τον Άγιο Μάμα και ένα από τους Αβδανίτες. Ο Λευτέρης Σαρρής που κατάφερε να σωθεί από την εκτέλεση, υπέκυψε αργότερα από τα τραύματά του.
Για την πρώτη εκτέλεση στον Γουρνόλακκο την Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1943, ο Μιχάλης Νικολάου Πρινάρης διηγείται :
«…τη Πέμπτη στις 2 του Σεπτέμβρη εβγήκανε οι Γερμανοί τα όρη. Από τον Αβδελλά εξεκινήσανε. Εμένα, τον πατέρα μου Νικολή και το Λαμπρινό μας επιάσανε στις Ζώμινθες. Ερμέγαμε τα πρόβατα. Τον Καψάλη, (σημ.: Μιχελουδάκης Ανδρέας του Αντωνίου) και τον Μετοχάρη, (σημ.: Μιχελουδάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ), τσι πιάσανε κι αυτούς στσι Ζώμινθες. Τσι Πανταλούς (σημ. : Πανταλός Γιάννης και Πέτρος του Ανδρέα, αδέρφια), τσι πιάσανε στσι Λινές. Το Μιχάλη το Μαθιουδάκη τόνε πιάσανε στου Πρεβεμένου. Το Φουρναρόπετρο, (σημ.: Μαθιουδάκης Πέτρος του Δημητρίου), τόνε πιάσανε στην Ανατολική.
Είχανε πιασμένους και τρεις από τη Κάλυβο και δυο από τον Άγιο Μάμα. Ο πατέρας μου ο Νικολής ο Πρινάρης από τσ’Αβδανίτες, είχε παντρευτεί από τον Αβδελλά, η γυναίκα του και μάνα μου ήτανε η Αμαλία Μαθιουδάκη. Μαζί με τον πατέρα μου ανεβαίναμε στα όρη και εβόσκαμε τα πρόβατά μας.
Μας ελαλούσανε και ενυχτωθήκαμε στο Λαγγό του Βιγκιά. Εκειά εκοιμηθήκαμε. Την άλλη μέρα, τη Παρασκευή, μας επήγανε στο Γουρνόλακκο. Εμένα με ρώτηξε ο Γερμανός πόσο χρονώ είμαι. Κι εγώ ήμουνε δεκαπέντε και του’πα δεκατρία. Αυτό με γλίτωσε.
Ένας Γερμανός μου’πιασε τα μαλλιά τση κεφαλής, με χάιδευε και μου΄λεγε καλό πίκουλο, καλό πίκουλο. Ένας άλλος μου’δωσε μια και με πέταξε τέσσερα πέντε μέτρα μακριά και μου’πε δυνατά φύγε! μαζί με μένα εδιώξανε και το Λαμπρινό. Κι αυτός ήτανε σαν κι εμένα, δεκαπέντε χρονώ.
Έδωσα απάνω και εγύρισα από την άλλη μεριά του Γουρνόλακκου και ετράβηξα στα Ζωνιανά. Μόλις επογύρισα, άκουσα τσι πυροβολισμούς. Άκουσα, μα δεν είδα. Εκατάλαβα ότι εσκοτώσανε τσι υπόλοιπους. Δεν εγύρισα οπίσω, ετράβηξα και εβγήκα στα Ζωνιανά.
Ύστερα εμάθαμε πως ο Λευτέρης ο Σαρρής από τον Άγιο Μάμα τραυματίστηκε αλλά εκατάφερε και τόνε ξέφυγε τω Γερμανώ και ο Γιάννης ο Νικηφόρος, ένα κοπέλι δεκάξι χρονώ από τη Κάλυβο, τόνε χτυπήσανε οι σφαίρες αλλά εγλίτωσε, δεν επέθανε….».(Μιχάλης Πρινάρης του Νικολάου, διήγηση στον Γεώργιο Α. Καλογεράκη, αύλειος χώρος Δημοτικού Σχολείου Αβδελλά, Δευτέρα, 5 Ιουνίου 2023).
Αβδελλάς – Γουρνόλακκος, Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 1943 (η δεύτερη εκτέλεση)
Σαν έφτασε στον Αβδελλά το βράδυ της Παρασκευής 3 Σεπτεμβρίου 1943 το μαντάτο της εκτέλεσης, όλοι σάστισαν. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι έξι άνθρωποί τους, οι Μιχελουδάκης Αντρέας και Γιώργης, τα αδέρφια Γιάννης και Πέτρος Πανταλός και οι Μιχάλης και Πέτρος Μαθιουδάκης κείτονταν νεκροί στον Γουρνόλακκο.
Νεκρός ήταν και ο Νικόλαος Πρινάρης που ήταν γαμπρός στον Αβδελλά (είχε παντρευτεί την Αμαλία Μαθιουδάκη). Τον αριθμό των δέκα νεκρών συμπλήρωναν ο Κυριάκος Σερλής από τον Άγιο Μάμα και οι Γιάννης Παραγιουδάκης και Χαράλαμπος Κοζορώνης από την Κάλυβο.
Γυναίκες ξερίζωναν τα μαλλιά τους, παιδιά έκλαιγαν, όλοι γέροι και νέοι ξεκίνησαν το πένθος. Εκείνο το βράδυ, κανείς στον Αβδελλά δεν κοιμήθηκε. Την επόμενη ημέρα, το Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου, σε σύναξη του χωριού αποφασίστηκε να ανεβούν όσοι μπορούν, συγγενείς και φίλοι στον Γουρνόλακκο και να θάψουν τους νεκρούς τους εκεί ή να τους μεταφέρουν και να τους ενταφιάσουν στον Αβδελλά.
Όλοι γνώριζαν ότι η περιοχή είχε κηρυχτεί από την προηγούμενη χρονιά νεκρή ζώνη. Άρχισαν να αναζητούν ένα ιερέα για να τον πάρουν μαζί τους για την τελετή. Ίσως να πήγαινε και αντιπροσωπεία στο Ρέθυμνο για να διασφαλίσει την άδεια ταφής και μεταφοράς των νεκρών. Η ημέρα περνούσε αλλά ιερέας δεν βρίσκονταν.
Άδεια ταφής από τις κατοχικές αρχές δεν δόθηκε ποτέ. Η ημέρα κύλησε με την αγωνία των συγγενών για τους δικούς τους νεκρούς ανθρώπους, μην τους κατασπαράξουν στον Ψηλορείτη τα όρνια. Το επόμενο πρωί, Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου, ο ιερέας των Λειβαδίων παπά Ανδρέας Βαρδιάμπασης δέχτηκε να συνοδεύσει τους συγγενείς των νεκρών στον Γουρνόλακκο. Η πομπή ξεκίνησε από τη θέση «Πηγάδια» του Αβδελλά.
Οι γυναίκες του χωριού παρέμειναν εκεί και περίμεναν την επιστροφή των δικών τους. Κάποιοι έφεραν μαζί και τα μουλάρια τους μήπως μεταφέρουν τους νεκρούς. Μαζί με τους κατοίκους πήγε και ο δάσκαλος του χωριού Νικόλαος Δετοράκης. Συνολικά στον Γουρνόλακκο έφτασαν 24 άτομα.
Άφησαν τρεις σκοπούς για να εποπτεύουν την περιοχή και να αντιληφθούν αν έρχονται Γερμανοί και ξεκίνησαν την τελετή. Ο ένας από τους σκοπούς ήταν ο Χαράλαμπος Νικολούδης. Οι νεκροί τυλίγονταν σε σεντόνια και ο ιερέας έψαλλε. Οι σκοποί αντιλήφθηκαν μια γερμανική περίπολο να κατευθύνεται στον Γουρνόλακκο και ειδοποίησαν αμέσως. Κάποιοι θέλησαν να φύγουν, επικράτησε όμως η γνώμη να παραμείνουν.
-Οι Γερμανοί τι θα μας κάνουν; Θα μας σκοτώσουν την ώρα της ταφής των νεκρών; Αυτά έλεγαν οι περισσότεροι. Και συνέχισαν το μακάβριο έργο τους.
Μόλις οι Γερμανοί έφτασαν στον λάκκο, αμέσως άνοιξαν πυρ και τους δολοφόνησαν. Είκοσι ένα παλικάρια έπεσαν στα βράχια. Μαζί με τους πρώτους νεκρούς, ο αριθμός των σκοτωμένων ανήλθε στους 31. Σ’ αυτόν τον αριθμό προστέθηκε και ο Λευτέρης Σαρρής που είχε τραυματιστεί στην πρώτη εκτέλεση. Είχε διαφύγει, αλλά πέθανε από τα τραύματά του.
Οι τρεις σκοποί διασώθηκαν. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων του χωριού Αβδελλάς και στις δύο εκτελέσεις ήταν εικοσιδύο (22) νεκροί και ο δάσκαλος του χωριού Νικόλαος Δετοράκης.
Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά. Οι γυναίκες του χωριού περίμεναν υπομονετικά στη θέση «Πηγάδια». Ώσπου ήρθε το νέο κακό μαντάτο από τον διασωθέντα σκοπό Χαράλαμπο Νικολούδη. Η τραγωδία ολοκληρώθηκε. Ο Αβδελλάς δε μπόρεσε ποτέ να ξαναγίνει κανονικό χωριό. Είχε πλέον ερημώσει.
Τα σπίτια των νεκρών εγκαταλείφθηκαν. Τα μαύρα ρούχα έγιναν καθημερινότητα. Ένα ακόμη έγκλημα του βάρβαρου ναζιστικού και φασιστικού στρατού, προστέθηκε στα έργα και τις ημέρες του στην Κρήτη.
Συμπεράσματα:
Από την πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης (20 Μαΐου 1941), ως τις 5 Σεπτεμβρίου 1943 στον Γουρνόλακκο, ο κατοχικός στρατός υπακούοντας στο δόγμα της συλλογικής ευθύνης, ένα δόγμα που χαρακτηρίζει την ιδεολογία του φασισμού και του ναζισμού, πραγματοποίησε σαράντα τρεις (43) ομαδικές εκτελέσεις. Η πρώτη αυτής της περιόδου έγινε κατά την πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης στις 20 Μαΐου 1941 και η τελευταία στον Γουρνόλακκο του Ψηλορείτη στις 5 Σεπτεμβρίου 1943.
Όλες οι παραπάνω ομαδικές δολοφονίες των Κρητών είναι εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα που στράφηκαν εναντίον της ανθρωπότητας. Υπεύθυνοι γι’αυτά τα εγκλήματα, τρεις Διοικητές του “Φρουρίου Κρήτης”, οι Στούντεντ, Αντρέ και Μπρόγερ.
Στα εγκλήματα που μελετήσαμε το διάστημα από 20 Μαΐου 1941ως 5 Σεπτεμβρίου 1943, δεν συμπεριλάβαμε τις εκατοντάδες ατομικές και σποραδικές εκτελέσεις Κρητικών, τις εκτελέσεις στο κολαστήριο της Αγυιάς Χανίων και των φυλακών Ηρακλείου, τους θανάτους της καταναγκαστικής εργασίας, τις “εξαφανίσεις” πατριωτών, τους θανάτους από βομβαρδισμούς, τους εγκλεισμούς και θανάτους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εργασίας του Γ΄ Ράιχ και τους θανάτους από πνιγμό μεταφερόμενων κρατουμένων από την Κρήτη στον Πειραιά από τις καταβυθίσεις πλοίων και πλοιαρίων.
Και φυσικά δεν αναφερθήκαμε στις λεηλασίες και τις πυρπολήσεις χωριών της Κρήτης στο διάστημα από 1 Ιουνίου ως 1 Ιουλίου 1945 και δεκάδες άλλες ομαδικές εκτελέσεις που ακολούθησαν από τον Σεπτέμβριο του 1943 ως το τέλος της κατοχής, τον Ιούλιο του 1945.
Μια βαριά κληρονομιά για την Κρήτη, ένα οφειλόμενο χρέος όλων μας για δικαιοσύνη και μνήμη, για αναγνώριση των εγκλημάτων του κατοχικού στρατού από τη γερμανική κυβέρνηση που ως τώρα αρνείται πεισματικά.
Στόχος και επιδίωξη όλων μας ας είναι, να εργαζόμαστε καθημερινά ώστε να μην επέλθει η λήθη, που τόσο πολύ επιδιώκουν οι αναθεωρητές της ιστορίας και που δυστυχώς αρκετοί απ’αυτούς δεν βρίσκονται μόνο σε πανεπιστημιακές έδρες, αλλά και ανάμεσά μας.
Γεώργιος Α. Καλογεράκης
Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου