Ο Χριστόφορος Μαμάκος, μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ηρακλείου – Λασιθίου Ε.Ο.Δ.Π., στο χειρόγραφο ημερολόγιό του στις ημερομηνίες από 1 Ιουλίου 1941 ως 26 Φεβρουαρίου 1942, περιγράφει τη διαφυγή του από τη Σύρο στην Αθήνα, τη δουλειά που βρήκε στο λιμάνι του Πειραιά, την επιστροφή του στην Κρήτη, (αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Σούδας), την πορεία του βαδίζοντας πεζός στο Ηράκλειο, την επανασύνδεση με τη μητέρα του στο χωριό Ασίτες, την επαφή του με τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά και τη μύησή του στην Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου Λασιθίου.
Συγκεκριμένα, ο Χριστόφορος Μαμάκος γράφει: «1/7/1941: Μέχρι και την 1/7/41 ψάχνω για μεταφορικό μέσο για την Αθήνα, ερωτώντας κάτω στην παραλία μου λένε “θα πας απόψε νωρίς απέναντι στη σκάλα, εκεί φορτώνουν καϊκάκια με λαχανικά και θα μπορέσεις να φύγεις για την Αθήνα”. Πράγματι πήγα εκεί που μου είπαν, ήτο αρκετά καϊκάκια μισοφορτωμένα, άλλα φορτωμένα έτοιμα να σαλπάρουν.
Πήγα σε 2-3 από αυτά, ένας καπετάνιος γηραλέος με ένα ναύτη μου λέει “Από που είσαι ;” Του λέω είμαι από τους αιχμαλώτους που έφεραν οι Ιταλοί και είμαι Κρητικός και μου λέει μπες μέσα, έχεις μπαγκάζια ; Όχι του λέω. Έλα μου λέει, κάτσε εδώ θα φάμε σε λίγο ντομάτα, αγγούρι και ψωμάκι και εάν ο Θεός θέλει θα είμαστε αύριο στο Πόρτο Ράφτη. Τον ευχαρίστησα και πράγματι μετά καμιά ώρα φύγαμε. Η θάλασσα μπουνάτσα και κατά τις 5 το πρωί βγήκαμε στο Πόρτο Ράφτη.
2/7/1941 : Μετά μια περίπου ώρα ήλθαν τα αυτοκίνητα να φορτώσουν τα λαχανικά, μετά το τέλος της φόρτωσης σε 4 αυτοκίνητα ο καπετάνιος παρακάλεσε τον οδηγό να με πάρει μέχρι την Αθήνα. Ο οδηγός εδέχθη και εγώ ευχαρίστησα τον πλοίαρχο και έφυγα με το αυτοκίνητο. Μετά από αρκετή ώρα φθάσαμε στη λαχαναγορά Αθηνών (Ρουφ), εκεί ευχαρίστησα τον οδηγό και έφυγα για το Μοναστηράκι.
Περνώντας από την οδό Αθηνάς άλλαξα τις 100 λιρέτες και πήρα αρκετά χιλιάρικα. Πήγα στα παλιατζίδικα, αγόρασα μια φορεσιά εσώρουχα και ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι, πήγα στο λουτρό εκεί στο Μοναστηράκι και αφού λούστηκα έβαλα τα πολιτικά και πήρα και τα στρατιωτικά και τα πούλησα, (ψείρες δεν είχα διότι πρόσφατα είχαμε λουτρό στην Αστυπάλαια).
Πήγα σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Αθηνάς και έμεινα το απόγευμα. Πήγα στο ξενοδοχείο Βυζάντιον, εκεί συνάντησα πολλούς κρητικούς. Τους είπα τα καθέκαστα και μου είπαν και αυτοί τα δικά τους. Μου είπαν ότι αν θέλω να πάω στην Κρήτη έρχονται εδώ με καϊκάκια ο Εξηνταρλάκης ο Μήτσος και ο Στυλιανός Ξυλούρης.
3/7/1941 : Γύρισα στο ξενοδοχείο, κοιμήθηκα και την επομένη πήρα τον ηλεκτρικό για τον Πειραιά. Στο τρένο μέσα συνάντησα το Μηνά Χανιωτάκη, έκανα τόση χαρά όση και αυτός. Μέχρι που φθάσαμε στον Πειραιά μου λέει έλα μαζί μου. Πήγαμε στο μέγαρο της λαϊκής και μου λέει περίμενε εδώ στο καφενείο και έρχομαι. Πράγματι σε λίγο έρχεται με τον καπετάν Ανδρέα τον Μιχαλόπουλον, αφού τα είπαμε μου λέει, σου έχομε μια έκπληξη.
Πάμε μου λένε, ανεβαίνουμε επάνω στο μέγαρο κτυπούν μια πόρτα και μπαίνομε μέσα. Κάθισε μου λένε και θα δεις. Πράγματι σε λίγο έρχεται ο Μπρούνο Κοκαλάκης, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε, του είπα εν ολίγοις τι είχα πάθει και μου λέγει αυτά τελείωσαν, από αύριο είσαι υπάλληλος του γραφείου. Ποιου γραφείου του λέω. Εκείνου δω που βλέπεις. Είναι γραφείο δικό μου, ο Καπετάν Ανδρέας, ο Μηνάς και εσύ θα είσθε οι πιο στενοί μου συνεργάτες. Με ρώτησε που μένω και αν έχω λεπτά, του είπα ότι όσα είχα τα ξόδεψα για να πάρω αυτά τα ρούχα και ότι μένω σε ξενοδοχείο.
Μου έδωσε χρήματα να πληρώσω να φύγω και να κατέβω στον Πειραιά να μένω στο γραφείο σε μια αποθηκούλα. Ανέβηκα αμέσως στην Αθήνα, πήγα στο ξενοδοχείο, πλήρωσα και κατέβηκα στον Πειραιά. Μέχρις ότου να κατέβω είχαν βρει την καθαρίστρια και είχε καθαρίσει την αποθηκούλα, είχαν φέρει ένα ράντζο και τα απαραίτητα σκεπάσματα.
4/7/1941 : Αρχίζω πλέον κανονικά εργαζόμενος, μαθαίνω ότι είχε αναλάβει την τροφοδοσία του ιταλικού ναυτικού. Περνούσαμε πολύ καλά στην Αθήνα, συνάντησα αργότερα τον θείο μου τον Παντελή τον Κοπιδάκη, τον Βιτσέντσο Κορνάρο και πολλούς φίλους εξ Ηρακλείου. Πέρασαν μήνες, άρχισα να νοσταλγώ τη μάνα μου και την Κρήτη. Περί τις αρχές Δεκεμβρίου μαθαίνω ότι μπορούσα να πάω στην Κρήτη εάν πήγαινα σε στρατόπεδο Γερμανικό που έπαιρνε κόσμο για Κρήτη καμουφλάροντας έτσι τα τρόφιμα και υλικά που έστελναν. Το είπα στο γραφείο και μου είπαν πως είμαι τρελός.
18/12/1941 : Πρωί πρωί τους λέω ότι αύριο πηγαίνω στο στρατόπεδο Κοκκινιάς για να φύγω μέχρι τα Χριστούγεννα για Κρήτη.
19/12/1941 : Εισέρχομαι στο στρατόπεδο και παίρνω σειρά μέχρι τα Χριστούγεννα. Πράγματι την 22 του μηνός ήλθε ο Χανιωτάκης με τον Κοκκαλάκη και μου ευχήθηκαν καλό ταξίδι, μου έδωσαν και τα χρήματα που είχα εργασθεί γύρω στις 20.000 δρχ.
23/4/1941 : Μας ετοιμάζουν καμιά τριανταριά άτομα, μας βάζουν σε ένα αυτοκίνητο και μας πηγαίνουν στο Πέραμα, εκεί είναι ένα πετρελαιοκίνητο γύρω στους 60 τόνους έμφορτο με πυρομαχικά, ζάχαρες και ρύζια. Έχει και γύρω στους 20 Γερμανούς οπλισμένους και τη νύχτα της ίδιας μέρας φεύγομε από το Πέραμα.
24/12/1941 : Ξημερώματα της 24 αφού κάναμε τον γύρο της Σούδας φθάσαμε στο λιμένα Χανίων διότι δεν μπορούσαμε να πάμε στη Σούδα όπως μας είπαν. Ξεμπαρκάραμε και πήγαμε και φάγαμε κουκιά ξερά με λάδι και κρεμμύδι σε ένα μαγέρικο μέσα στη λαχαναγορά. Πρωί-πρωί αφού ξύπνησα από ένα ξενοδοχείο της κακής ώρας που κοιμήθηκα το βράδυ, κατέβηκα στην Αγορά μήπως θα εύρισκα κανένα μέσο για το Ηράκλειο.
Εκεί με βρήκε ο γιος του Βάγνη του Φουρούλη και μου είπε ότι φεύγει για το Ηράκλειο, τον ρώτησα με τι μέσο και μου είπε είναι ένα σαραβαλάκι με μια παλιοκαρότσα και θέλει 100 δρχ. το άτομο. Του λέω που είναι. Μου λέει στα Δικαστήρια θα το βρούμε. Πράγματι ψάχνοντας το βρήκαμε. Βγήκαμε επάνω στην καρότσα, ήταν και άλλοι και φύγαμε. Μεσάνυχτα φθάσαμε στο Γενί Γκαβέ και εκεί σταμάτησε από μηχανική βλάβη.
Παραμείναμε στο αυτοκίνητο μέχρι να ξημερώσει και την επομένη θα βλέπαμε τι θα κάναμε. Ο καιρός τη νύχτα πήρε χιονιάς και αναγκασθήκαμε να καταφύγομε όπου ο καθένας βολευόταν. Εγώ βρήκα ένα αχυρώνα και μπήκα μέσα.
26/12/1941 : Μόλις ξημέρωσε καλά πήρα το δρόμο με τα πόδια για το Ηράκλειο. Ο καιρός χειροτέρευε, με ενδιέφερε να φθάσω στο Μάραθο που είχα γνωστούς. Πράγματι έφθασα στο Μάραθο αλλά ο καιρός είχε αρχίσει να καλμάρει και να πέφτει λίγο χιόνι. Έτσι δεν έμεινα στο Μάραθο αλλά συνέχισα την πορεία μου προς Ηράκλειο. Περί την 12η νυκτερινή αντίκρισα το Ηράκλειο από τη θέση Πρινάρι. Πήρα κουράγιο καθώς ήμουν και ζεστός και συνέχισα την πορεία μου.
27/12/1941 : Περί τις 2 μετά μεσημβρίας έφθασα στο σπίτι μου στο Ηράκλειο. Το βρήκα σε άσχημα χάλια και τη μητέρα να λείπει. Αφού μπήκα μέσα, έβαλα φωτιά, γέμισα ένα τενεκέ με νερό και έβγαλα τα ρούχα και τα έριξα μέσα. Ίσως θα έκανα θόρυβο και από απέναντι με πήρε μυρωδιά ο Φλάσκας και η πεθερά του, μου κτύπησαν την πόρτα και αφού βεβαιώθηκαν πως ήμουν εγώ, μου είπαν ότι μόλις τελειώσω να πάω από εκεί να με δουν.
Πράγματι μόλις τέλειωσα βρήκα ρούχα, (εσώρουχα και το παλτό μου και ένα κουστούμι παλιό που είχα), τα έβαλα και πήγα. Εκεί έμαθα πως η μητέρα μου ήτο στις Ασίτες, την είχε πάρει ο Μανόλης Μπαντουβάς μαζί του. Φάγαμε και ήπιαμε. Άρχισε πάλι να ψιχαλίζει, με ρώτησαν που θα κοιμηθώ και αν έχω σκεπάσματα, τους είπα κάτι θα βρω και να μην ανησυχούν και το πρωί αν δε με δουν, θα έχω φύγει για τις Ασίτες.
28/12/1941 : Ξύπνησα πολύ πρωί και έφυγα προς συνάντησιν της μητέρας μου. Η μέρα ήτο πολύ καλή, μια ωραία λιακάδα και γεμάτο χιόνι τα χωράφια και οι δρόμοι. Πήρα τον κάτω δρόμο από Βενεράτο για να πάω στις Ασίτες ήτο και πιο καλός και πιο κοντινός. Αφού κάθισα στο δρόμο αρκετές φορές, έφθασα επί τέλους στις Ασίτες κατά τις 1 το πρωί. Πήγα στο καφενείο του Καπελάκη, εκεί με είδαν παράξενα.
Τους λέω τι τρέχει; Βρε μου λένε η μάνα σου ετοιμάζει τα χρόνια σου από το θάνατό σου (πνιγμό) στη Μήλο. Τους λέω και που είναι τώρα; Μου λένε είναι στο σπίτι του καπετάν Μανόλη, την έχει πάρει μαζί της η γυναίκα του για συντροφιά. Τους λέω θα μου κάνετε μια χάρη να πάτε να την προδιαθέσετε μην πάθει τίποτα. Πράγματι έτσι και έγινε. Μετά παρέλευση περίπου 1 ώρας συνάντησα τη μητέρα μου.
Αφού τα είπαμε όλα τα καθέκαστα, της είπα ότι πρέπει να πάμε στο σπίτι μας, στο Ηράκλειο. Αλλά η γυναίκα του καπετάν Μανόλη δεν ήθελε με κανένα τρόπο να φύγομε. Μου είπε, κάθισε να έλθει και ο Μανόλης θα χαρεί πολύ να σε δει. Την ρώτησα που είναι και μου είπε έχει αντάρτικη ομάδα και τώρα βρίσκεται με κάτι Άγγλους.
Επειδή περνούσαν οι μέρες και θα είρχετο ο καινούριος χρόνος, της είπα ότι θα παραμείνω μέχρι τον καινούριο χρόνο να δω και τους υπόλοιπους θείους μου και ξαδέρφια,. Η μητέρα μου, μου είπε ότι με την πτώση των αλεξιπτωτιστών ο Καπετάν Μανόλης έστειλε και την πήρε αμέσως με τα παιδιά του και ήλθαν στο χωριό και γι’αυτό έμενε και στο σπίτι του και όχι στον αδελφό του πατέρα μου.
30/12/1941 : Στο χωριό έρχεται ο Αστρινός Ιατράκης και φέρνει μήνυμα στην γυναίκα του Μπαντουβά και βλέπει και μένα και μου λέει ότι ο καπετάν Μανόλης το έμαθε πως ήλθες και θέλει να σε δει. Θα σε ειδοποιήσει πότε θα ανταμώσετε.
2/1/1942 : Ήτο πρωί, γύρω στις 6 και ήλθε πάλι ο Αστρινός και μου λέει, σήμερα πρέπει να πάμε στον Αη-Σύλλα, σε θέλει ο καπετάνιος. Πράγματι γύρω στις 7 με 8 το βράδυ είμεθα στον Αη-Σύλλα, πήγαμε στου Χαράλαμπου Τυμπακιανάκη το σπίτι, αυτός ειδοποίησε τον καπετάν Μανόλη και αργότερα ένας της ομάδας του ήλθε και με πήρε. Περπατήσαμε γύρω στο χιλιόμετρο και σε μια σπηλιά υπό το φως του λύχνου αντάμωσα τον Καπετάν Μανόλη, αφού τον ευχαρίστησα δια την προστασία της μητέρας μου καθίσαμε να τα πούμε παρουσία και του γραμματέως του τον οποίο μου σύστησε ως Γιάννη Ποδιά.
Τους είπα τα της αιχμαλωσίας μου και σε ένα χαρτί τους έκανα τον Ναύσταθμο της Αστυπάλαιας ο οποίος ήτο από ένα μέρος πλωτός και άνευ φράγματος, τους έδωσα επίσης την πληροφορία ότι μια μεγάλη νηοπομπή θα ήρχετο σε 2 μέρες το πολύ στο Ηράκλειο. Με ευχαρίστησε για όλα και μου είπε πήγαινε στο Ηράκλειο, προσπάθησε κάπου να ενταχθείς προσωρινά και αργότερα βλέπουμε που θα καταλήξεις.
Τον χαιρέτισα και έφυγα. Ο Αστρινός με περίμενε και με πήγε νύκτα μέχρι τις Δαφνές, από δω μου λέει ξέρεις να πας. Ναι του είπα και τον ευχαρίστησα. Έφθασα ξημερώματα στο χωριό, όλην την ημέρα ξεκουράστηκα και την επομένη πήρα τη μητέρα μου με γαϊδουράκι και πήγαμε στο Ηράκλειο στο σπίτι μας. Το συγυρίσαμε και άρχισα να ψάχνω για δουλειά.
4/1/1942 : Μαθαίνω ότι ο οικογενειακός μας φίλος Λεωνίδας Μελισανίδης έχει αναλάβει γερμανικά έργα και έχει προσωπικό πολύ. Πηγαίνω και τον βρίσκω και πολύ ευχαριστήθηκε και μου λέει ότι θέλεις, από αύριο πιάνεις δουλειά κοντά μου. Έλα αύριο το πρωί στο Μασταμπά και εκεί θα δεις μια οικοδομή που γίνεται αρώτησε αν είναι δική μου η εργασία και εάν ναι και δεν είμαι εκεί, περίμενε.
5/1/1942 : Ώρα 7 το πρωί βρίσκομαι σε μια οικοδομή απέναντι από το σπίτι του ιατρού Θειακάκη. Εκεί βρήκα και το Λεωνίδα και μου λέει από σήμερα θα είσαι επιστάτης εδώ και σε μια ράμπα παρακάτω που έφθιαχνε. Η δουλειά σου είναι να προσέχεις να δουλεύουν οι εργάτες και να μην κλέβουν τα υλικά.
Γύρω στις 12 ήρθε με ένα ταγματάρχη Γερμανό, μου πήρε τα στοιχεία για να μου βγάλουν ταυτότητα έργου και μου είπε ότι η ώρα πέντε σχολνάνε. Εσύ θα περνάς από το γραφείο να τα λέμε. Η ζωή ήτο ομαλή, γνωρίστηκα με τους τεχνίτες Θεόδωρο και Μήτσο, μου έμαθαν πολλά γύρω από την πέτρα και τη λάσπη και σιγά-σιγά εξελίχθηκα σε έναν καλό επιστάτη.
Ένα πρωί, βγαίνοντας από το σπίτι μου να πάω στη δουλειά, αντάμωσα τον ταγματάρχη, τον καλημέρισα και μου είπε εδώ κάθεσαι ; Ναι του λέω, εσείς πού ; Μου λέει στου κυρίου Φραγκιαδή το σπίτι. Του λέω ξέρεις ότι είμεθα γείτονες, η αυλή η δική μου και το περιβόλι σου μας χωρίζει ένας τοίχος. Πολύ καλά μου λέει, που πηγαίνεις; Του λέω στη δουλειά. Έλα πάμε με το αυτοκίνητο και εγώ εκεί πηγαίνω. Έτσι και έγινε και γίναμε δύο καλοί φίλοι. Αργότερα πήγαινα και στα έργα Αγίου Ιωάννου σε κάτι υπόγειες στοές για πυρομαχικά.
25/12/1942 : Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Πράγματι την 25η Ιανουαρίου ήλθε στο σπίτι μου ο Αστρινός Ιατράκης και μου είπε ότι οπωσδήποτε το βράδυ πρέπει να είσαι στον Αη-Σύλλα. Έβρεχε τρομερά αλλά πήγα στον Αη-Σύλλα, αντάμωσα τον Χαράλαμπο Τυμπακιανάκη και με έφερε σε επαφή με τον καπετάν-Μανόλη. Μου είπε ότι υπάρχουν οργανώσεις στο Ηράκλειο, πρέπει σε κάποια από αυτές να ενταχθείς, θα προτιμούσα σε κάποιο Καστρινογιάννη.
Του είπα ότι γνώριζα τα αδέλφια του και θα μου είναι εύκολο, του είπα για τα έργα που γίνονται και του είπα ακόμη ότι στην αποθήκη που κτίζουν στο Μασταμπά θα βάλουν βενζίνες, θα προσπαθήσω να την σαμποτάρω. Γέλασε με την ψυχή του και μου είπε γι’αυτή τελικά σε προορίζω. Γυρνώντας πίσω αντάμωσα στην Μέσα Φοινικιά τον Αστρινό με μια ομάδα υπό βροχή και πήγαινε στον Καπετάν Μανόλη, του είπα ότι συναντηθήκαμε και χάρηκε.
Η ζωή συνεχιζόταν, κάποια μέρα έμαθα που θα εύρισκα τον Καστρινογιάννη. Πήγα και τον συνάντησα εις τα γραφεία που είχαν έκθεση οι μηχανές Σίγκερ παρακάτω από το βιβλιοπωλείο Αλεξίου. Τον χαιρέτισα και του είπα εάν με γνωρίζει, βεβαίως μου λέει είσαι ο Χριστόφορος Μαμάκος φίλος των αδελφών μου Αλέκου και Γιάννη καθώς και πολύ αγαπητός της μητέρας μου και λέγε μου τώρα τι θέλεις;
Του λέω εργάζομαι στο Λεωνίδα Μελισανίδη αλλά έμαθα πως είσαι σε μια οργάνωση Εθνικής Αντίστασης και θέλω να σου δίνω πληροφορίες. Και ποιος σου το είπε αυτό ; Του είπα ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς. Έστω μου λέει, εγώ δεν είμαι ο κύριος υπεύθυνος αλλά πες μου. Του λέω σε δυο μέρες έρχεται μια νηοπομπή, μπορείς να ειδοποιήσεις την οργάνωση. Καλά μου λέει τίποτε άλλο ; Όχι του λέω. Αλλά όταν έχω πληροφορίες θα σου τις δίδω, τον χαιρέτισα και έφυγα.
Η νηοπομπή ήλθε μετά 2 ημέρες ακριβώς. Την επομένη πήγα και τον βρήκα και του είπα γιατί δεν ειδοποίησες, μου είπε ότι στον υπεύθυνο το είπε, τι έκανε αυτός δεν ξέρει. Άρχισα να μην έχω εμπιστοσύνη σε αυτόν και βρήκα κάποιον παλαιό μου φίλο Κώστα Ανδριώτη που έμαθα ότι και αυτός ήταν σε οργάνωση, μου είπε ότι θα με φέρει σε επαφή με κάποιον Κουρουπάκη Ελευθέριον όπου ήτο επικεφαλής της οργάνωσης.
2/2/1942 : Κατεβαίνοντας την λεωφόρο και απ’ έξω από το γαλατάδικο του Μιχαήλ Ναλετάκη με πλησίασε κάποιος και μου λέει είμαι ο Ελευθέριος Κουρουπάκης και σε γνωρίζω από την Εμπορική Σχολή, μου είπε και ο Κώστας και θα συνεργαστούμε. Δεν προλάβαμε να ξανασυναντηθούμε διότι έμαθα ότι την ομάδα του την έπιασε η Γκεστάπο και τους εκτέλεσαν προς εκφοβισμό.
12/2/1942 : Ευρισκόμενος εις την εργασία μου και γύρω στις 9 το πρωί πέρασε κάποιος τσομπάνης τον οποίο εγώ εξέλαβα σαν τον Χρήστον Μπαντουβά. Άφησα τη δουλειά μου και έτρεξα πίσω του. Πράγματι σε μια στροφή του φώναξα με το όνομα Χρήστο, γύρισε και με είδε, χαιρετηθήκαμε και του είπα να πεις στον Μανόλη ότι έχω ανάγκη έναν σύνδεσμο για να μπορέσω να εργάζομαι. Εντάξει μου λέει.
26/2/1942 : Το σπίτι στο Μασταμπά τελείωσε με σκεπή ψηλά κυπαρισσάκια, χόρτα και πολύ λεπίδα από πάνω. Πράγμα που φαινόταν ότι σε μια καλή βροχή η σκεπή θα έπεφτε. Εγώ πήγα στα έργα Άγιος Ιωάννης αλλά έψαχνα για δουλειά σε μια Ιταλική υπηρεσία. Στον Άγιο Ιωάννη την δεύτερη μέρα με έπιασε πυρετός και με πήγαν στο Γερμανό ιατρό και μου έδωσε ανάπαυση 1 εβδομάδα και αλλαγή κλίματος.
Τους είπα ότι θα πήγαινα στη θεία μου στο χωριό. (Να είμαι πιο κοντά στο βουνό εάν θα ευρισκόμουν σε ανάγκη να μπορέσω να φύγω). Στο Λεωνίδα είπα ότι εάν συμβεί κάτι να με ειδοποιήσει στις Επάνω Ασίτες. Δεν πέρασαν ούτε τρεις μέρες και έρχεται ο Λεωνίδας και μου λέει ότι οι Γερμανοί σε γυρεύουν για σαμποτάζ γιατί η σκεπή έπεσε και πρέπει να έλθεις να τους μιλήσεις. Πράγματι χωρίς να φοβηθώ κατέβηκα από το χωριό και πήγα κατ’ευθέιαν στον γείτονά μου Ταγματάρχη.
Μέσω του διερμηνέως του είπα ότι εγώ δεν φταίω εάν η σκεπή έπεσε. Το είχα πει στο Γερμανό λοχία που μου έφερε τα κυπαρίσσια ότι αυτά είναι λεπτά και δεν θα αντέξουν στην λεπίδα. Αυτός επέμενε ότι είναι καλά και να τα βάλω. Ο Γερμανός είδε την αλήθεια και με απήλλαξε της κατηγορίας. Με αρώτησε πως πηγαίνει η υγεία μου, του είπα ότι δεν είμαι καλά και θα κοιτάξω για μια πιο ελαφρά εργασία και τον ευχαρίστησα και έφυγα. Με φωνάζει και μου λέει, αν καμιά φορά θελήσεις κάτι και εφ’όσον εγώ θα είμαι εδώ, θα σε βοηθήσω και πάλι ξανά τον ευχαρίστησα και έφυγα».
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου