Αύριο 22 Σεπτεμβρίου 2020, συμπληρώνονται 76 χρόνια από την εκτέλεση ενός δεκαεφτάχρονου παλικαριού, του Μιχάλη Αντωνίου Σινάνη, από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στο Στρούμπουλα. Στο παλικάρι Μιχάλη και τον πατέρα του Αντώνη, είναι αφιερωμένο το σημερινό μας άρθρο, για να μαθαίνουν οι νεότερες γενιές πως η λευτεριά της πατρίδας μας αποκτήθηκε με θυσίες και αίμα.
Ο Αντώνης Σινάνης του Μιχαήλ γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας το έτος 1900. Το 1922, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ήλθε με τους γονείς του και εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο, βιώνοντας τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς.
Όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες, ξεκινώντας τη ζωή του από την αρχή, κατάφερε να δημιουργήσει και να ξεχωρίσει στην κοινωνία του Ηρακλείου.
Προσωπικός φίλος του Ελευθερίου και Σοφοκλή Βενιζέλου, εργολάβος δημοσίων έργων και Δημοτικός Σύμβουλος μετά την κατοχή με τον Δήμαρχο Γεώργιο Γεωργιάδη. Πολλά δημόσια και εμβληματικά έργα της εποχής στην Κρήτη, κατασκευάστηκαν από τον Αντώνη Σινάνη.
Οι πρώτες εγκαταστάσεις των Συνεταιρισμών Αρχανών και Πεζών, η Αγροτική Τράπεζα, μέρος της Εθνικής οδού από την Τουρλωτή ως τη Σητεία κ.ά.
Ασχολήθηκε και με τον συνδικαλισμό από τη θέση του Προέδρου των Εργολάβων του νομού Ηρακλείου. Παντρεύτηκε την Δημητρία Μυτιληνιού και απέκτησε τρία παιδιά. Τον Μιχαήλ, τον Ιωάννη και την Άννα (Κυβερνητάκη).
Τα χρόνια της κατοχής πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης και εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση με τον πρωτότοκο γιο του, τον 14χρονο Μιχάλη. Το σπίτι του στην οδό Ακαδημίας 2, μοναδικής αρχιτεκτονικής τέχνης το οποίο κατασκεύασε ο ίδιος, επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και αναγκάστηκε να καταφύγει με την οικογένειά του στο χωριό Μονή.
Στην οδό Ακαδημίας 2, στην οικία του Αντωνίου Σινάνη, στεγάστηκε για ένα χρονικό διάστημα και η Kreiskommandantur (Φρουραρχείο Ηρακλείου), με επικεφαλής τον Ταγματάρχη Χάρτμαν.
Οι κάτοικοι του χωριού Μονή Μαλεβιζίου, παραχώρησαν στον Αντώνη Σινάνη το χώρο παλαιάς φάμπρικας, κοντά στον σημερινό ναό της Αγίας Παρασκευής για την εγκατάσταση της οικογένειάς του. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1944, λίγες ημέρες πριν εγκαταλείψουν το Ηράκλειο, οι Γερμανοί, εκτελούν τον γιο του Μιχάλη Σινάνη στο Στρούμπουλα.
Βεβαίωση συμμετοχής στην εθνική αντίσταση Κρήτης για τον Αντώνη Σινάνη, υπέγραψε το 1984 ο Καπετάν Χρήστος Μπαντουβάς. Η βεβαίωση βρίσκεται στο αρχείο του Νικολάου Σινάνη, εγγονού του Αντωνίου και αναφέρει τα εξής:
«´Ο Αντώνιος Σινάνης του Μιχαήλ και της Σοφίας που γεννήθηκε στη Μικρά Ασία και κατοικεί στο Ηράκλειο, οργανώθηκε και υπηρέτησε εις την εθνικήν αντίστασιν Κρήτης ως ένοπλο μέλος των ανταρτικών ομάδων Εμμανουήλ Μπαντουβά από 21 Μαΐου 1941 μέχρι 28 Μαΐου 1945.
Ούτος ως ένοπλος έλαβε μέρος εις την μάχην της Κρήτης εναντίον των Γερμανών αλεξιπτωτιστών που κράτησε από 21 μέχρι 29 Μαΐου 1941. Εν συνεχεία εξακολούθησε να υπηρετεί εις την εθνικήν αντίστασιν υπό τον Χρήστον Μπαντουβάν μεν μέχρι 13 Σεπτεμβρίου 1943 και εν συνεχεία εξακολούθησε και πάλιν να υπηρετεί εις την ομάδα Αναστασίου Μπουτζαλή. Κατά το διάστημα της υπηρεσίας του επέδειξε διαγωγή αρίστη».
Για τον Μιχάλη, γιο του Αντωνίου Σινάνη, βεβαίωση συμμετοχής στην Εθνική Αντίσταση υπέγραψε το 1984 ο αντιστασιακός Λευτέρης Δεληγιαννάκης. Και αυτό το έγγραφο βρίσκεται στο αρχείο του Νικολάου Σινάνη, εγγονού του Αντωνίου και αναφέρει τα εξής:
«Ο Μιχάλης Σινάνης του Αντωνίου και της Δήμητρας που γεννήθηκε στο Ηράκλειο το έτος 1927, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο Στρούμπουλα Μαράθου το 1944 και είχε οργανωθεί στην ομάδα αντιστάσεως του Αναστάσιου Μπουτζαλή το Σεπτέμβριο του 1943. Εξαιτίας της ηλικίας του, οι Γερμανοί δεν τον υποψιαζόταν και ακριβώς για αυτό το λόγο ήταν κατάλληλος αγγελιοφόρος και άριστος τροφοδότης. Με όλες αυτές τις πολλαπλές του υπηρεσίες απέδειξε τον πατριωτισμό του, προσφέροντας τέλος τον ίδιο του τον εαυτό».
Ο Αντώνης Σινάνης, σε ένα χειρόγραφο κείμενο επτά σελίδων, σημειώνει για τη δράση του τα χρόνια της κατοχής και την εκτέλεση του γιου του Μιχάλη, τα παρακάτω:
Αντώνιος Μιχαήλ Σινάνης: Ό,τι θυμάμαι από την ένταξή μου καθώς και τον γιο μου Μιχαήλ Σινάνη στην Εθνική Αντίσταση 1941-1944
´«Ο Αντώνιος Μιχαήλ Σινάνης γεννηθείς το 1900 στα Βρύουλα Μικράς Ασίας και ο Μιχαήλ Αντ. Σινάνης γεννηθείς στο Ηράκλειο το 1927, ήταν μεμονωμένα μέλη της Εθνικής Αντιστάσεως και συνεργαζόταν με την ομάδα του Καπετάν Αναστάσιου Μπουτζαλή.
Στις 20 -5 – 1941, ο Αντώνης Σινάνης ήταν παρών στο αεροδρόμιο Ηρακλείου εντός των ορυγμάτων κατά την επίθεση για την καταστροφή του αεροδρομίου από τα Γερμανικά αεροπλάνα. Ο καθένας από τους παρόντες προσπαθών να σωθή, αναχώρησε προς ιδιαίτερη κατεύθυνση. Όταν κατέβηκε στο Ηράκλειο, στην πλατεία Δασκαλογιάννη συνάντησε τους Ντίκεν (Άγγλο Διοικητή Αεροπορικών Αγγλικών Δυνάμεων) και Τερζάκη, οι οποίοι του είπαν να πάνε όλοι μαζί στο αεροδρόμιο, αγνοούντες την παντελή του καταστροφή από τους Γερμανούς. Την πληροφορηθήκαν από τον Αντώνη Σινάνη.
Ο Άγγλος Διοικητής του έδωσε μισή ώρα προθεσμία να αποχαιρετίσει το σπίτι του διατάσσοντάς τον να κατασκευάσει το ήδη χαραχθέν από τους Άγγλους βοηθητικό αεροδρόμιο στους Αγίους Δέκα. Προς τούτο τον εφοδίασε με έγγραφη πληρεξούσιο διαταγή για την πρόσληψη προσωπικού και την εκτέλεση του όλου έργου. Επί τόπου θα βρισκόταν ένας Σκώτος αξιωματικός. Τον εφοδίασαν με επτά (7) φορτηγά αυτοκίνητα με εργαλεία, επτά (7) όπλα και φορτίο βενζίνης. Οι οδηγοί ήταν:
1) Ζαχαρίας Χαιρέτης 2) Εμμανουήλ Τσιριγώτης 3) Σχοινάς (φονευθείς) 4) Μικές Κιρκιμπίρης 5) Δημήτριος Ρουσσάκης 6) Ξωμερίτης 7) Πεδιώτης.
Πράγματι στις 12,00 ξεκίνησε σε φάλαγγα όπου τα αυτοκίνητα απείχαν ένα χιλιόμετρο το ένα από το άλλο. Στο ύψος του Βενεράτου οι Γερμανοί εβομβάρδισαν τη φάλαγγα. Το αποτέλεσμα ήταν να πάει μεταξύ των άλλων μία βόμβα σε καφενείο του χωριού όπου εφονεύθησαν είκοσι δύο (22) Έλληνες και δύο Άγγλοι.
Στους Αγίους Δέκα δεν βρήκαν κανένα γιατί λόγω των Γερμανικών βομβαρδισμών είχαν όλοι εγκαταλείψει την περιοχή. Κατασκήνωσαν μέσα σ’ένα ελαιόφυτο. Κατά τη διάρκεια της νύκτας έφτασαν τρεις (3) Άγγλοι οι οποίοι εζήτησαν τα αυτοκίνητα.
Μετά την επίδειξη της πληρεξουσίου διαταγής υπανεχώρησαν από την απαίτησή τους παρακαλώντας να τους δοθεί ένα τουλάχιστον αυτοκίνητο για την μεταφορά πολεμοφοδίων στο Τυμπάκι.
Ο Α. Σινάνης τους έδωσε ένα με οδηγό τον Σχοινά. Δυστυχώς οι βομβαρδισμοί επανελήφθησαν και κατά τη διάρκεια αυτής της μεταφοράς ο προαναφερθείς οδηγός Σχοινάς εφονεύθη.
Προσπάθησε να επικοινωνήσει με το Ηράκλειο αλά στάθηκε αδύνατο. Στη συνέχεια αυτής της προσπάθειας κατόρθωσε να επικοινωνήσει με τις Αρχάνες. Στο τηλέφωνο βρήκε τον Ταγματάρχη Πετεινάκη ο οποίος τον πληροφόρηση ότι ήδη γίνονταν μάχες με τους αλεξιπτωτιστές και τον διέταξε να επιστρέψει στο Ηράκλειο. Στην ερώτηση του Α. Σινάνη πως και βρισκόταν εκεί απάντησε ότι είχε πάει για να θάψει τον ανιψιό του που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί.
Κατόπιν τούτου επέστρεψε στο Ηράκλειοι με τους άντρες του και λόγω του ότι οι Γερμανοί κατείχαν το πέρασμα του Σταυρωμένου, άφησαν τα αυτοκίνητα κοντά στο Βενεράτο και προχώρησαν με τα πόδια προς το Ηράκλειο όπου στην περιοχή του Μασταμπά έλαβε με τους άντρες του μέρος στις μάχες εναντίον των Γερμανών. Μεταξύ των άλλων συνέλαβαν τρεις (3) Γερμανούς αιχμαλώτους στο σπίτι του Τσιφτσή, (ήταν πέντε, (5), ένας εφονεύθη, ένας έφυγε και οι τρεις (3) αιχμαλωτίστηκαν).
Μετά την κατάληψη της πόλης του Ηρακλείου από τους Γερμανούς, κάποιοι επρόδωσαν ότι αυτός είχε φτιάξει το αεροδρόμιο και οι Γερμανοί έψαχναν να τον βρουν για να το επισκευάσει. Όμως κρυφά έφυγε στο χωριό Μονή όπου έκρυψε και τα όπλα.
Μετά ένα περίπου μήνα έστειλε τα όπλα στον Καπετάνιο Αναστάσιο Μπουτζαλή, συνεχίζοντας έκτοτε να τον προμηθεύει χρήματα, όπλα, πολεμοφόδια κλπ. με σύνδεσμο τον υιόν του Μιχαήλ Αντ. Σινάνη. Κατά την υποχώρησή τους οι Άγγλοι επρότειναν στον Α. Σινάνη να φύγει μαζί τους στην Αίγυπτο από τη νότια Κρήτη. Αρνήθηκε να φύγει θέλοντας να μείνει για να βοηθήσει την αντίσταση. Έφυγε τότε σ’αυτή την περίπτωση με τους Άγγλους ο Γεώργιος Βλάχος από την Αλικαρνασσό.
Στις 15-11-1941 ο Α. Σινάνης συναντήθηκε με τον τότε Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο και τον ιατρό Στυλιανό Γιαμαλάκη οι οποίοι του παρέδωσαν χρήματα για να παραδοθούν στον Καπετάνιο Α. Μπουτζαλή. Το τελικό στάδιο της παραδόσεως έγινε από τον 14χρονο τότε Μιχαήλ Αντωνίου Σινάνη ο οποίος ήταν ο σύνδεσμος με τον Καπετάνιο γιατί λόγω της μικρής του ηλικίας μπορούσε να κινείται πιο ελεύθερα δίχως να κινεί υποψίες στους Γερμανούς.
Οι επαφές γίνονταν τακτικά ανά 15θήμερο περίπου για πληροφόρηση και κάλυψη των αναγκών της ομάδας του καπετάνιου Α. Μπουτζαλή. Στις 14-8-1944 ο Α. Σινάνης εφόρτωσε επτά (7) ζώα με τρόφιμα και τα έστειλε στις ομάδες ανταρτών στον Ψηλορείτη, φυγαδεύοντας συνάμα προς τα Ανώγεια δύο (2) σαμποτέρ οι οποίοι είχαν κάνει σαμποτάζ στο Ηράκλειο και κατεδιώκοντο από τους Γερμανούς. Ήταν ο Τσιτούρης και ο Παναγιώτης Βαλούρδος.
Οι συνοδοί των ζώων Δασκαλάκης Ευάγγελος και Εμμανουήλ Λουδιανός έπεσαν σε μπλόκο των Γερμανών στην επιστροφή, ο Δασκαλάκης διέφυγε ο δε Λουδιανός τραυματίστηκε στο χέρι και αφού οι Γερμανοί πήραν τα ζώα τον άφησαν να φύγη δια το χωριό Τύλισσος για να φροντίση το χέρι του καθ’ότι ο τραυματισμός του ήταν βαρύς.
Στις 15-8-44 ο Πρόεδρος της Τυλίσσου κατέδωσε στους Γερμανούς τον Α. Σινάνη γιατί του έδιωχνε την αγγαρεία που έπρεπε να πάει στα καμίνια, να πάνε να δουλέψουν στα κτήματά τους. Τότε τον συνέλαβαν δύο Γερμανοί οι οποίοι κατευθύνθηκαν μαζί με τον ήδη συλληφθέντα Α. Σινάνη στην Τύλισσο για να συλλάβουν και τον Παναγιώτη Πλουμή. Συνέλαβαν και δύο Ανωγειανούς.
Προκαλώντας επεισόδιο με τους Γερμανούς, ο Α. Σινάνης και οι δύο Ανωγειανοί αφού εκτύπησαν με ξύλα στο κεφάλι τους Γερμανούς δραπέτευσαν. Ο Παναγιώτης Πλουμής δεν έφυγε διότι φοβήθηκε μην τον σκοτώσουν. Παρά τους εν συνεχεία πυροβολισμούς των Γερμανών, οι τρεις (3) κατόρθωσαν να διαφύγουν.
Στις 20-8-44 οι Γερμανοί αφού τουφέκισαν είκοσι δύο (22) κατοίκους του χωριού Καμαράκι σε μια διασταύρωση κάτω από την Τύλισσο, κατά τις 17.00 μ.μ. εκύκλωσαν το χωριό Μονή όπου ο Α. Σινάνης διέμενε έχοντας μαζί τους και τα ζώα που είχαν κατάσχη στις 14-8-1944 με σκοπό να εξακριβώσουν τους ιδιοκτήτες.
Μόλις σουρούπωσε ο Α. Σινάνης με τον γιο του Μιχαήλ Σινάνη και τον Αριστείδη Κοτσυφό από τις Γωνιές Μαλεβυζίου πήδησαν από το προαύλιο της Αγίας Παρασκευής σ’ένα αμπέλι που ήταν ακριβώς από κάτω και έρποντας κάτω από τα κλήματα έφυγαν. Το πρωί οι Γερμανοί σκότωσαν τέσσερις (4) κατοίκους της Μονής μεταξύ των οποίων και τον Εμμανουήλ Λουδιανό, πήραν δε άλλους εβδομήντα πέντε (75) κατοίκους τους οποίους και έφεραν ως ομήρους στο Ηράκλειο για ανάκριση.
Ο Α. Σινάνης κατέβηκε στο Ηράκλειο κρυφά και συνάντησε τον Γεώργιο Θαλασσινό ή «Μπαμπαλάρο» στον οποίο ήταν υποχρεωμένος ο τότε διοικητής χωροφυλακής Πολιουδάκης και μαζί απήτησαν από τον Πολιουδάκη την απελευθέρωση, η οποία και έγινε, των Εμμανουήλ Κολαρετάκη, Ιωάννη Κολαρετάκη και Εμμανουήλ Πατραμάνη, οι οποίοι ήταν μεταξύ των ομήρων αλλά ήταν και ιδιοκτήτες των ζώων της επιχειρήσεως της 14-8-1944. Κατά αυτόν τον τρόπο εγλίτωσαν την εκτέλεση.
Αμέσως μετά αυτήν την επιχείρηση, οι συνεργάτες των Γερμανών Τζουλιάς Κουτάντος, Παπαλευτέρης και Μακατούνης τον έπιασαν στο καφενεδάκι που υπάρχει ακόμη στην αρχή της οδού Πλαστήρα (σήμερα καφενείο Πετρίδη) δίπλα στην Καινούρια Πόρτα, δηλώνοντάς του ότι ήταν γνώστες της επιχείρησης των τροφίμων και των ζώων και ολόκληρης της οργάνωσης που υπό τον Α. Σινάνης στη Μονή συνεργαζόταν εφοδιάζοντας τους Αντάρτες στα βουνά. Κατόρθωσε όμως να τους ξεφύγει και ξανάφυγε για έξω από την πόλη.
τις 21-9-1944 με ένα γαϊδουράκι φορτωμένο δύο τσουβάλια άχυρα επανήλθε στο Ηράκλειο για να κλέψη όπλα από τους Γερμανούς που είχαν επιτάξει το σπίτι του επί της λεωφόρου Ακαδημίας αριθμ. 2. Είχε δει που τα είχαν από προηγούμενη επίσκεψη στο σπίτι και είχε έκτοτε παρακολουθήσει για να καταστρώσει αυτήν την κλοπή.
Η προηγούμενη επίσκεψη έγινε ως εξής: Στις αρχές Αυγούστου είχε γεμίσει ο βόθρος του επί της λεωφόρου Ακαδημίας αριθ. 2 επιταγμένου σπιτιού του Α. Σινάνη και οι Γερμανοί αναζητούσαν τον ιδιοκτήτη για να τους υποδείξει την θέση του βόθρου. Οι Ιωάννης Πέτακας και Αντώνιος Καντούρος πληροφόρησαν τους Γερμανούς ότι έμενε στην Μονή, από όπου οι Γερμανοί τον έφεραν γι’αυτή τη δουλειά. Έτσι είδε ότι υπήρχαν αυτά τα όπλα και που ήταν. Αφού τα πήρε, έμεινε κρυμμένος στο Ηράκλειο την νύκτα και πολύ νωρίς το άλλο πρωί ξεκίνησε για να τα παραδώσει στον Καπετάνιο Α. Μπουτζαλή. Αυτό όμως δεν έγινε τελικά και τα όπλα έμειναν θαμμένα στη Μονή μέχρι μετά την απελευθέρωση.
Το γεγονός που εμπόδισε την ολοκλήρωση αυτής της επιχειρήσεως ήταν το εξής: Την ίδια νύκτα 21 προς 22-9-1944, δύο (2) Γερμανοί που ήταν στο φυλάκιο του Στρούμπουλα κατέβηκαν στο χωριό Μάραθος όπου μέθυσαν με πρωτόρακι, πήραν δύο γυναίκες κοινές και γύρισαν στο φυλάκιο. Εκεί μάλωσαν με τον Διοικητή τους εξαιτίας των γυναικών τις οποίες ο Διοικητής έκλεισε σ’ένα δωμάτιο, γεγονός που προκάλεσε τον φόνο του Διοικητή εκ μέρους των δύο στρατιωτών του. Μετά τον φόνο του Διοικητή τους, ειδοποίησαν στο Ηράκλειο λέγοντας ότι οι αντάρτες σκότωσαν τον Διοικητή τους και ζήτησαν ενισχύσεις για να μην πιαστούν και αυτοί.
Όλη την νύκτα μέχρι το πρωί οι Γερμανοί εκανονιοβολούσαν την περιοχή και το πρωί έστειλαν το εκτελεστικό απόσπασμα για αντίποινα στην περιοχή. Στους Κουμπέδες συνέλαβαν τέσσερα (4) άτομα μεταξύ των οποίων και τον γιο του Α. Σινάνη, Μιχαήλ Α. Σινάνη. Τους έστησαν για εκτέλεση αλλά ο 17χρονος τότε Μιχαήλ Α. Σινάνης εδραπέτευσε από τη γραμμή της εκτελέσεως.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε καθυστέρηση στην εκτέλεση διότι οι υπαίτιες της υποθέσεως γυναίκες υπό πίεση στο Ηράκλειο από τον συνεργάτη των Γερμανών Χνάρη, ομολόγησαν ότι ο Γερμανός αξιωματικός είχε φονευθή από τους στρατιώτες του. Έτσι εσώθησαν οι τρεις όχι όμως και ο Μιχαήλ Αντ. Σινάνης ο οποίος βληθείς με πάνω από δέκα χιλιάδες σφαίρες από διάφορα πολυβολεία της περιοχής, πληγωθείς πρώτα στο ένα γόνατο και μετά στο άλλο, εκάθισε να επιδέση τις πληγές του. Εκεί τον βρήκαν οι σφαίρες από το πολυβολείο του Στρούμπουλα και τον εθανάτωσαν.
Ήταν η 22 -9-1944. Επί μία βδομάδα έψαχναν να βρουν στα βουνά το σώμα αλλά δεν μπορούσαν αγνοούντες την ακριβή τοποθεσία του θανάτου του, μέχρις ότου οι ίδιοι οι Γερμανοί που τον σκότωσαν υπέδειξαν την τοποθεσία λέγοντες “ελάτε να σας δείξωμε που σκοτώσαμε ένα παρτιζάνο”. Τότε ο Α. Σινάνης πήγε με τον Παντελή Κλινάκη από το Μάραθο και έθαψαν επί τόπου τον Μιχαήλ Αντ. Σινάνη λόγω της ήδη μερικής αποσυνθέσεως, μετά ένα δε περίπου χρόνο το σώμα του μεταφέρθη στο νεκροταφείο Αγίου Κωνσταντίνου Ηρακλείουª.
Σε άλλο του σημείωμα για τον γιο του Μιχάλη, στις 20 Ιουνίου 1961 προς την Πρωτοβάθμια Επιτροπή Κρίσεων, (των Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης), της Νομαρχίας Ηρακλείου, ο Αντώνης Σινάνης γράφει:
´«Ο Μιχάλης Σινάνης του Αντωνίου τυγχάνει γιος μου και γεννήθηκε στο Ηράκλειο το έτος 1927. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο Στρούμπουλα Μαράθου το 1944. Είχε οργανωθεί στην Ομάδα Αντιστάσεως του Αναστασίου Μπουτζαλή τον Σεπτέμβριο του 1943. Εξαιτίας της ηλικίας του, οι Γερμανοί δεν τον υποψιαζόταν και ακριβώς για τον λόγο αυτό ήταν κατάλληλος αγγελιοφόρος και άριστος τροφοδότης. Με όλες αυτές τις πολλαπλές του υπηρεσίες απέδειξε τον πατριωτισμό του, προσφέροντας στο τέλος τον ίδιο τον εαυτό του».
Ο Αντώνης Σινάνης με τον γιο του Μιχάλη, δεν οργανώθηκαν τυχαία στην Ομάδα του Καπετάν Αναστάση Μπουτζαλή. Και ο Μπουτζαλής και ο Αντώνης Σινάνης ήταν ομοχώριοι, από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Το όνομα του Μιχάλη είναι χαραγμένο στο ηρώον του χωριού Μάραθος, αφού σκοτώθηκε στο Στρούμπουλα Μαράθου. Η αδερφή του Άννα (Κυβερνητάκη), ήταν δεκατριών χρονών κορίτσι το 1944 όταν δολοφονήθηκε ο αδερφός της Μιχάλης και θυμάται:
«´…όταν καταλάβανε οι Γερμανοί το Ηράκλειο, μας πήραν στο σπίτι μας. Εμείς έπρεπε να φύγουμε. Μας πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στο χωριό Μονή. Μας δώσανε ένα οίκημα, μια φάμπρικα, κι εκεί μείναμε όλα τα χρόνια μέχρι τον Οκτώβριο του 1944. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι δεν βρήκαμε τίποτα. Όλα τα είχαν πάρει ακόμη και τα παράθυρα προσπάθησαν να βγάλουν και να τα πάρουν. Άνθρωποι από δω από τη γειτονιά. Χάσαμε τον αδερφό μου τον Σεπτέμβρη. Κάπου τον στείλανε από την αντίσταση και δεν γύρισε στο κατάλυμα που μέναμε στη Μονή.
Μια, δυο, τρεις μέρες. Αποφάσισε ο πατέρας μου να βγει να τον γυρέψει. Μετά μία εβδομάδα γύρισε ο πατέρας μου και είπε της μητέρας μου της Δημητρίας ότι εντάξει, τακτοποίησα τον Μιχάλη. Δηλαδή τον βρήκε σκοτωμένο και τον έθαψε. Η μητέρα μου αρρώστησε από τον καημό του χαμού του Μιχάλη. Δεν το ξεπέρασε ποτέ. Δεν έβγαινε από το σπίτι, έκλαιγε, ήταν πάντοτε σιωπηλή και λυπημένη…».
Στην κορυφή του Στρούμπουλα, υπήρχε πριν την γερμανική κατοχή μικρός ναός, αφιερωμένος στην ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Πλησίον το ναού οι κατοχικές δυνάμεις είχαν εγκαταστήσει παρατηρητήριο. Τον Σεπτέμβριο του 1944, με την αποχώρηση και σύμπτυξή τους στην «Οχυρά θέση Χανίων», οι Γερμανοί ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις του παρατηρητηρίου μαζί και τον ναό.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι Τυλισσανοί ανοικοδόμησαν τον ναό. Την προσπάθειά τους συνέδραμε ο Αντώνης Σινάνης, προσφέροντας υλικά και ξυλεία, αλλά και τις γνώσεις του ως εργολάβος Δημοσίων έργων στη μνήμη του γιου του Μιχαήλ, που έπεσε στο Στρούμπουλα από τα πυρά των βαρβάρων εισβολέων της πατρίδας μας. Το ημερολόγιο έδειχνε 22 Σεπτεμβρίου 1944.
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού