Ο Γεώργιος Βλάχος ήταν δημοσιογράφος και ιδρυτής της εφημερίδας «Η Καθημερινή». Το Σάββατο 8 Μαρτίου 1941, στην πρώτη σελίδα, η εφημερίδα δημοσιεύει άρθρο του με τίτλο: “Ανοικτή επιστολή προς την Α.Ε. τον κ. Α. Χίτλερ, Αρχικαγκελλάριον του Γερμανικού Κράτους”.
Την επόμενη ημέρα δημοσίευσης του άρθρου, 9 Μαρτίου 1941, ο Μουσολίνι με την επιχείρηση «Πριμαβέρα» εναντίον των ελληνικών στρατευμάτων στα βουνά της Αλβανίας, επεδίωκε την τελική επικράτησή του. Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε ήδη πεθάνει στις 29 Ιανουαρίου 1941 και ο Γεώργιος Βλάχος με την ανοιχτή επιστολή, θα εξηγούσε γιατί η Γερμανία δεν έπρεπε να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας.
Η επιστολή, κυρίως η τελευταία της παράγραφος, αποτελεί σταθμό της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Η τελευταία φράση του Γεωργίου Βλάχου προς τον Αδόλφο Χίτλερ ήταν: “…και θ’ αναμείνει την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών και έλαβε από την Ολυμπίαν το φως, δια να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και φέρη την πυρκαϊάν εις τον μικρόν, την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και ν’αποθνήσκει…”.
Ολόκληρη η ανοιχτή επιστολή του Γεωργίου Βλάχου προς τον Αδόλφο Χίτλερ, έχει ως εξής: «Εξοχώτατε, Η Ελλάς, – το γωρίζετε – ηθέλησε να μείνη έξω του παρόντος πολέμου. Όταν εξερράγη, ήρχιζε μόλις να αναρωννύη από πλήθος βαθυτάτων πληγών, τας οποίας είχον καταλίπει εις το σώμα της πόλεμοι εξωτερικοί και εσωτερικαί διαιρέσεις, και ουδέ δυνάμεις είχε, ουδέ διάθεσιν, ουδέ λόγον ν’αναμιχθή εις πόλεμον, του οποίου, αν το τέλος πέπρωται πάντως να έχη δι’όλον τον κόσμον συνεπείας σημαντικάς, η αρχή του δεν παρουσίαζε δι’αυτήν αμέσους κινδύνους.
Ας μη ληφθούν υπ’ όψει αι δηλώσεις της αι σχετικαί. Ας μη ληφθούν υπ’ όψει τα έγγραφα τα οποία εις επίσημον Βίβλον εδημοσίευσε. Ας μη ληφθούν υπ’ όψει το πλήθος των λόγων, των κειμένων, των αποδείξεων δια των οποίων πιστοποιείται η επίμονος αύτη απόφασίς της, να μείνη εκτός του πολέμου.
Και ας ληφθή τούτο μόνον: Το ότι η Ελλάς όταν οι Ιταλοί έπνιξαν εις τον λιμένα της Τήνου την «Έλλην» και εύρε τα θραύσματα των τορπιλλών και εβεβαιώθη ότι ήσαν ιταλικά, τα έκρυψε. Διατί; Διότι, αν τα απεκάλυπτε θα ήτο υποχρεωμένη ή να κηρύξη τον πόλεμον ή να δεχθή την κήρυξιν του πολέμου.
Δεν ήθελε λοιπόν τον πόλεμον με τους Ιταλούς η Ελλάς. Ούτε μόνη, ούτε με συμμάχους, ούτε με βαλκανικούς, ούτε με Άγγλους. Ήθελε εις την μικράν αυτήν γωνίαν της γης να ζήση κατά δύναμιν ήσυχος, επειδή ήτο κατάκοπος, επειδή είχε πολεμήσει πολύ και επειδή η γεωγραφική της θέσις είναι τοιαύτη ώστε να μην θέλη να έχη εχθρούς ούτε τους Γερμανούς εις την ξηράν, ούτε τους Άγγλους εις την θάλασσαν. Μέχρι της στιγμής εκείνης, της στιγμής κατά την οποίαν επνίγη η «Έλλη», η Ελλάς είχε, εκτός των ειρηνικών της διαθέσεων, πρόσθετον ασφάλειαν, δύο υπογραφάς, την Ιταλικήν, η οποία την είχε κατά πάσης εκ μέρους της επιθέσεως ασφαλίσει, και την Αγγλικήν, η οποία ήλθεν ως αυθόρμητος της ακεραιότητός της εγγύησις.
Εν τούτοις, όταν ολίγον μετά την «Έλλην» παρουσιάσθησαν απταί αποδείξεις της μελλούσης ιταλικής επιθέσεως, η Ελλάς, πεισθείσα ότι η μία υπογραφή δεν είχεν αξίαν, δεν εστράφη ως ώφειλε προς την άλλην, αλλ’ εστράφη – το ενθυμείσθε, Εξοχώτατε; – προς Υμάς. Και εζήτησε την προστασίαν την ιδικήν σας. Και τι απηντήθη τότε εις την Ελλάδα;
Τι απηντήθη δεν γνωρίζω καλώς. Γνωρίζω όμως εκ στόματος του αποθανόντος πρωθυπουργού μας, ότι η Γερμανία απήντησεν εις το διάβημά μας συνιστώσα να μην δώσωμεν αφορμήν – να μην επιστρατευθώμεν δηλαδή – και να είμεθα ήσυχοι. Δεν εδώσαμεν λοιπόν αφορμήν, εμέναμεν ήσυχοι ή μάλλον εκοιμώμεθα ήσυχοι – διότι την προηγουμένην μας είχον κάμει και γεύμα οι Ιταλοί – οπόταν μας παρουσιάσθη με το τελεσίγραφον ο πρέσβυς της Ιταλίας.
Τότε λοιπόν, πού και προς ποίον ηθέλατε να στραφή η Ελλάς; Προς τους Ιταλούς, των οποίων είχε εις την τσέπην της, μαζί με τα θραύσματα των τορπιλλών και την άνευ αξίας υπογραφήν; Αλλ’ αυτοί της είχον κηρύξει τον πόλεμον. Προς Υμάς; Αλλ’ Υμείς ατυχώς ευρίσκεσθε εκείνο ακριβώς το πρωί, εις τας 28 Οκτωβρίου, εις Φλωρεντίαν. Να μείνη μόνη; Αλλ’ ούτε αεροπορίαν είχε, ούτε υλικόν, ούτε χρήματα, ούτε στόλον.
Εστράφη λοιπόν προς την τελευταίαν εναπομείνασαν υπογραφήν: Προς τους Άγγλους. Και αυτοί, των οποίων εκαίετο η Πατρίς, οι οποίοι ηγρύπνουν εις τας ακτάς της Μάγχης ανήσυχοι, οι οποίοι τότε – όπως το είχον δηλώσει – δεν είχον επαρκή τα μέσα δια την ιδίαν των προστασίαν, ήλθαν. Ήλθαν αμέσως. Άνευ αξιώσεων, άνευ διαπραγματεύσεων, άνευ χαρτιών. Και μετ’ ολίγας ημέρας, εις το Μέτωπον το οποίον είχεν ανοίξει εις τα βουνά της Ηπείρου ο βάναυσος ιταλικός αιφνιδιασμός, έπιπταν Έλληνες στρατιώται και ο πρώτος Άγγλος αεροπόρος.
Τι συνέβη από τας ώρας εκείνας, το γνωρίζετε και Σεις και ο κόσμος ολόκληρος. Νικώνται οι Ιταλοί. Και νικώνται εκεί, στρατιωτικώς, σώμα προς σώμα, από ημάς, τους μικρούς, τους αδυνάτους. Όχι από τους Άγγλους. Διότι Άγγλος στρατιώτης δεν επάτησεν εις την Αλβανίαν. Νικώνται. Διατί; Διότι δεν έχουν ιδανικά, διότι δεν έχουν ψυχήν. Διότι…
Αλλ’ αυτό είναι έξω του θέματος. Απέναντι της μάχης αυτής βέβαιον είναι, διότι μας εδηλώθη, ότι εμείνατε θεατής:
«Η υπόθεσις αυτή, μας είπατε, δεν μ’ ενδιαφέρει. Είναι ιστορία ιταλική. Δεν θα επέμβω παρά μόνον όταν Αγγλικός στρατός αποβιβασθή εις την Θεσσαλονίκην, εις μεγάλας ποσότητας».
Θα ημπορούσαμεν, έκτοτε, Εξοχώτατε, να Σας ερωτήσωμεν: «Και η Φλωρεντία; Και το ότι την ημέραν ακριβώς κατά την οποίαν μας επιτίθεντο οι Ιταλοί, συνηντάσθε μαζί τους εις τας όχθας του Άρνου και παρεδίδατε την Ελλάδα;»
Αλλά δεν ηθελήσαμεν. Μαζί με τα θραύσματα των ιταλικών τορπιλλών εκρύψαμεν εις την τσέπην μας και την Φλωρεντίαν και, όταν κάποιοι αδιάκριτοι μας την ενεθύμιζαν, απηντώμεν: «Διεφώνησαν. Τους εγέλασαν οι Ιταλοί».
Διατί; Διότι έτσι ηθέλαμεν να πιστεύωμεν. Διότι μας συνέφερεν έτσι. Έπειτα, καθώς επροχωρούμεν ημείς εις την Αλβανίαν, επροχώρουν και αι σχέσεις της Γερμανίας και της Ελλάδος. Ο Αγκυλωτός Σταυρός εκυμάτιζε εις το Μέγαρον της εν Αθήναις πρεσβείας σας την πρώτην του Έτους. Κατήρχετο μεσίστιος όταν απέθνησκεν ο αείμνηστος Μεταξάς. Ο πρέσβυς σας ήρχετο να συγχαρή τον νέον Πρωθυπουργόν. Αι μεταξύ Υμών και ημών εμπορικαί συναλλαγαί είχον επαναρχίσει και διεμαρτυρήθητε κάποτε εντόνως διότι μία εφημερίς της Αμερικής έγραψεν ότι γερμανικά τάνκς παρουσιάσθησαν εις την Αλβανίαν.
Όλα λοιπόν καλά. Ημείς εις την Αλβανίαν, Σεις θεαταί και οι Άγγλοι σύμμαχοί μας με τα αεροπλάνα των, με τον Στόλον των… ΜΟΝΟΝ. Γνωρίζετε πόσον προσεπαθήσαμεν να είναι το «ΜΟΝΟΝ» τούτο πραγματικόν; Αρκεί να αναφερθεί ότι, όταν εν Αγγλικόν αεροπλάνον έπεσεν εις την Θεσσαλονίκην, παρεκαλέσαμεν τους Άγγλους να μη το σηκώσουν αυτοί. Δια να μη παρουσιασθούν έστω και δέκα Άγγλοι στρατιώται. Δια να μη παρεξηγηθώμεν, δια να μη δώσωμεν αφορμήν. Γελάτε; Έχετε δίκαιον.
Αλλά κατά το διάστημα τούτο, ενώ εδώ είχομεν όπως έχομεν σχέσεις, ενώ η εκ της στάσεως της Γερμανίας δημιουργηθείσα κάποια γαλήνη έμενε αδιατάρακτος, Σεις ηρχίσατε να συγκεντρώνετε στρατεύματα εις την Ρουμανίαν. Τα πρώτα ήσαν προς εκπαίδευσιν των Ρουμάνων. Τα δεύτερα προς προστασίαν των πετρελαίων. Τα τρίτα δια να κρατήσουν τα σύνορα. Τα τέταρτα… – αλλά τα τέταρτα πλέον ήσαν τριακόσιαι χιλιάδες. Τότε ο υπογεγραμμένος μετέβη δημοσιογραφών εις την Βουλγαρίαν, επέρασε τον δρόμον το οποίον τώρα περνούν οι στρατοί σας και επανελθών είπεν εις τον μακαρίτην Πρωθυπουργόν:
«Ο μέχρι Σόφιας δρόμος έχει τώρα, προφανώς, διαπλατυνθή. Αι ξύλιναι γέφυραι έχουν τώρα, προσφάτως, υποστηριχθή με πασσάλους. Τα υπολείμματα της ξυλείας ευρίσκονται ακόμη εκεί. Είναι προφανές ότι οι Βούλγαροι έχουν ετοιμάσει τώρα, όπως- όπως, τον δρόμον δια να περάση στρατός».
Και μετά τούτο;… Μετά τούτο, τι έπρεπε να κάμη η Ελλάς; Να ζητήσει βοήθειαν; Να μη ζητήσει; Να πιστεύση; Να μη πιστεύση; Να βλέπη τους Γερμανούς εις τα σύνορα με τα βουλγαρικά, να τους μετρά περνώντας τον Δούναβιν, να τους παρακολουθή εισερχομένους εις την Σόφιαν, να τους βλέπει συμμαχούντας με τους Βουλγάρους, ν’ακούη τους Βουλγάρους ομιλούντας περί των εθνικών των διεκδικήσεων και να στέκη αμέριμνος εν τη πεποιθήσει ότι οι Γερμανοί ευρίσκονται εις την Κούλαν δια να προφυλάξουν τα πετρέλαια τα ρουμανικά;
Αλλ’ έστω, ας τ’ αφήσωμεν όλα αυτά, τα γενόμενα, τας δηλώσεις, την ιστορίαν και ας έλθωμεν εις τα πράγματα. Φαίνεται – λέγουν του κόσμου τα ραδιόφωνα – ότι οι Γερμανοί θέλουν να εισβάλουν εις την Ελλάδα. Σας ερωτώμεν: ΔΙΑΤΙ; Αν η κατά της Ελλάδος επιχείρησις, ως συμφέρουσα εις τον Άξονα, ήτο απ’ αρχής αναγκαία, τότε δεν θα παρουσιάζετο προ τεσσάρων μηνών μόνος ο κ. Γκράτσι εις τας τρεις το πρωί. Θα παρουσιάζοντο η Ιταλία και η Γερμανία μαζί, άλλως, με άλλο τελεσίγραφον, άλλου περιεχομένου, άλλης προθεσμίας, άλλης μορφής.
Δεν υπήρξε, λοιπόν, απ’ αρχής η κατά της Ελλάδος επιχείρησις εις τον Άξονα αναγκαία. Είναι λοιπόν τώρα; Αλλά διατί; Μήπως δια να μη δημιουργηθή Μέτωπον κατά της Γερμανίας εις τα Βαλκάνια; Αλλ’ αυτά είναι μυθιστορήματα. Ούτε η μαχομένη Ελλάς, ούτε η Αγγλία – το λέγει σαφώς το επίσημον ανακοινωθέν της προχθεσινής 6ης Μαρτίου, αλλά το λέγει σαφέστερον ακόμη η λογική – ούτε η Σερβία, ούτε η Τουρκία, έχουν λόγο να προκαλέσουν την εξάπλωσιν του πολέμου. Αυτός που είναι και όπου είναι, τους φθάνει. Αλλά τότε; Μη δια να σωθούν εις την Αλβανίαν οι Ιταλοί; Αλλά περί ποίου είδους σωτηρίας θα πρόκειται; Οι Ιταλοί δεν θα είναι ηττημένοι οριστικώς, τελεσιδίκως, παγκοσμίως και αιωνίως μόλις και εις μόνον Γερμανός στρατιώτης πατήσει εις την Ελλάδα; Δεν θα φωνάζη όλος ο κόσμος ότι σαράντα πέντε εκατομμύρια αυτοί, αφού επετέθησαν εναντίον ημών που είμεθα μόλις οκτώ, εζήτησαν τώρα την βοήθειαν άλλων ογδοήντα πέντε εκατομμυρίων, δια να σωθούν;…
Και εις το τέλος, αν θέλουν να σωθούν, διατί να έλθουν άλλοι κατά τρόπον απολύτως εξευτελιστικόν δι’ αυτούς να τους σώσουν, αφού τους σώζομεν ευχαρίστως ημείς χωρίς εξετελισμούς; Ας φύγουν μόνοι από την Αλβανίαν οι Ιταλοί. Ας ειπούν παντού ότι μας ενίκησαν, ότι εκουράσθησαν να μας κυνηγούν, ότι εχόρτασαν από δόξαν και ας φύγουν. Ημείς τους βοηθούμεν.
Αλλά θα μας ερωτήσετε ίσως, Εξοχώτατε: «Καλά όλα αυτά. Και οι Άγγλοι;» Αλλά τους Άγγλους, Εξοχώτατε, δεν τους εφέραμεν ημείς, τους έφεραν εις την Ελλάδα οι Ιταλοί. Τώρα λοιπόν εις αυτούς τους οποίους οι Ιταλοί έφεραν, να τους ειπούμεν να φύγουν; Και, έστω, να τους ειπούμεν να φύγουν. Αλλά εις ποιούς; Εις τους ζωντανούς. Πώς όμως θα διώξωμεν τους νεκρούς, αυτούς που έπεσαν εις τα βουνά μας, αυτούς που προσγειώθηκαν εις την Αττικήν πληγωμένοι και αφήκαν εδώ την τελευταίαν πνοήν, αυτούς οι οποίοι, ενώ εκαίετο η πατρίς των, ήλθαν και ηγωνίσθησαν εδώ και έπεσαν εδώ και ευρήκαν εδώ ένα τάφον;
Ακούτε, Εξοχώτατε, υπάρχουν ατιμίαι αι οποίαι εις την Ελλάδα δεν γίνονται. Και αυτά είναι καθαραί ατιμίαι. Ούτε τους νεκρούς, ούτε τους ζωντανούς ημπορούμεν να διώξωμεν. Δεν θα διώξωμεν κανένα, και θα σταθώμεν μαζί των, εδώ, μέχρις ότου κάποια λάμψη ακτίς ηλίου και περάση η καταιγίς.
Και Σεις; Σεις – λέγουν πάντοτε – θα επιχειρήσετε να εισβάλετε εις την Ελλάδα. Και ημείς, λαός αφελής ακόμη, δεν το πιστεύομεν. Δεν πιστεύομεν ότι στρατός με ιστορίαν και με παράδοσιν – αυτό και οι εχθροί του δεν το αρνούνται – θα θελήση να κηλιδωθή δια μιας πράξεως παναθλίας. Δεν πιστεύομεν ότι ένα Κράτος πάνοπλον, ογδοήκοντα πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων, μαχόμενον δια να δημιουργήση εις τον Κόσμον «νέαν τάξιν πραγμάτων» – τάξιν, φανταζόμεθα, αρετής – θα ζητήση να πλευροκοπήση ένα Έθνος μικρόν, που αγωνίζεται υπέρ της ελευθερίας του, μαχόμενον προς μίαν Αυτοκρατορίαν σαράντα πέντε εκατομμυρίων.
Διότι τί θα κάμη ο Στρατός αυτός, Εξοχώτατε, αν αντί πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών, στείλη η Ελλάς φύλακας εις τα σύνορά της είκοσι χιλιάδας τραυματιών, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επιδέσμους, δια να τον υποδεχθούν;… Αυτούς τους στρατιώτας φύλακας θα υπάρξη στρατός δια να τους κτυπήση;
Αλλ’ όχι, δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Ο ολίγος ή πολύς στρατός των Ελλήνων που είναι ελεύθερος, όπως εστάθη εις την Ήπειρον, θα σταθή, αν κληθή, εις την Θράκην. Και τί να κάμη;… Θα πολεμήση. Και εκεί. Και θα αγωνισθή. Και εκεί. Και θα αποθάνη. Και εκεί. Και θ’ αναμείνει την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών και έλαβε από την Ολυμπίαν το φως, δια να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και φέρη την πυρκαϊάν εις τον μικρόν, την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και ν’ αποθνήσκη.
Μετ’ εξόχου τιμής
Γ. Α. ΒΛΑΧΟΣ».
Δημήτριος Ίτσιος
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά. Οι Γερμανοί από τα σύνορα της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, στις 6 Απριλίου 1941, εξαπέλυσαν της επίθεσή τους εναντίον της Ελλάδας. Την επιχείρηση κατά της Ελλάδας, ονόμασαν ΜΑΡΙΤΑ. Στα Οχυρά των Ελληνο-βουλγαρο-γιουγκοσλαβικών συνόρων, οι Έλληνες στρατιώτες αντιστάθηκαν με πείσμα, θάρρος και αυταπάρνηση.
Οι μάχες των Οχυρών κράτησαν ως τις 9 Απριλίου 1941. Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξανδρος Κορυζής αυτοκτόνησε στο γραφείο του στις 18 Απριλίου 1941. Ακολούθησε η κατάληψη των Αθηνών στις 27 Απριλίου 1941 και η επιχείρηση ΕΡΜΗΣ για την κατάληψη της Κρήτης, στις 20 Μαΐου 1941.
Στις μάχες των Οχυρών 6-9 Απριλίου 1941, ένας ήρωας σφράγισε τις σελίδες της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας. Ο Λοχίας Δημήτριος Ίτσιος από το χωριό Άνω Πορρόια Σερρών. Μέσα στο πολυβολείο Π8 των Οχυρών, στη θέση Ομορφοπλαγιά του όρους Μπέλλες, μαζί με δυο συντρόφους του αντιστάθηκαν μέχρι το τέλος.
Ο ίδιος χειριστής του πολυβόλου, κατανάλωσε και τις 38.000 σφαίρες που διέθεταν. Το αποτέλεσμα ήταν 232 νεκροί Γερμανοί και ένας Αντισυνταγματάρχης, ο Έμπελιγκ. Μετά την εξάνληση των πυρομαχικών, οι τρεις άνδρες παραδόθηκαν στους Γερμανούς.
Ο Διοικητής των βάρβαρων κατακτητών Στρατηγός Σόρνερ, αφού έβαλε τους δικούς του στρατιώτες και παρουσίασαν όπλα στους τρεις Έλληνες μαχητές, τους δύο τους άφησε ελεύθερους και τον Λοχία Ίτσιο τον εκτέλεσε, πυροβολώντας τον εξ επαφής στο κεφάλι. Καταστρατηγώντας έτσι τους κανόνες του πολέμου, ο Γερμανός Στρατηγός εκτέλεσε αιχμάλωτο, τον ήρωα Δημήτρη Ίτσιο, για να επιβεβαιώσει στη συνέχεια τα όσα ακολούθησαν την κατάληψη της Ελλάδας από τις κατοχικές ναζιστικές δυνάμεις.
Ο ήρωας Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος, σήμερα είναι θαμμένος στο χωριό του την Άνω Πορρόια Σερρών, το οποίο βρίσκεται στις παρυφές του πολυβολείου, απ’ όπου υπερασπίστηκε τη χώρα του, προσφέροντάς της το πολυτιμότερο αγαθό, την ίδια τη ζωή του.
Κωνσταντίνος Βερσής
Ταγματάρχης και Διοικητής Μοίρας πυροβολικού του Ε’ Συντάγματος της 8ης Μεραρχίας Πεζικού.
Όταν κατέρρευσε το μέτωπο λόγω της εισβολής των Γερμανών, η Ελληνική Κυβέρνηση αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει.
Ο οπλισμός των μονάδων και των στρατιωτών θα παραδίνονταν στους Γερμανούς ως τις 26 Απριλίου.
Ο Κωνσταντίνος Βερσής έπρεπε να παραδώσει τα πυροβόλα του. Αυτό δεν μπορούσε να το δεχτεί.
Συγκέντρωσε όλα τα πυροβόλα της μοίρας του και διέταξε τους στρατιώτες να τα καταστρέψουν για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.
Οι στρατιώτες τα συγκέντρωσαν όλα σε ένα μέρος και εκτέλεσαν τη διαταγή του.
Στη διάρκεια της καταστροφής των πυροβόλων, ο Ταγματάρχης Βερσής αυτοκτόνησε με το περίστροφό του. Ήταν σαράντα ετών.
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού