Ο διακεκριμένος γιατρός κ. Γιώργος Ν. Παπαδάκης, κατέγραψε σε ένα καλαίσθητο βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα (2024), τις αναμνήσεις των γονιών του δασκάλων Νικολάου παπά Εμμανουήλ Παπαδάκη (1906-1993) και Μαρίνας Μαλεγιαννάκη – Παπαδάκη (1910-2010). Στο βιβλίο έδωσε τον τίτλο : ìΜαθιανές Ιστορίες: Από τα τετράδια και τις αφηγήσεις των δασκάλων Νικολάου παπά Εμμανουήλ Παπαδάκη (1906-1993) και Μαρίνας Μαλεγιαννάκη – Παπαδάκη (1910-2010)î.
Ο Νικόλαος παπά Εμμανουήλ Παπαδάκης ήταν από το χωριό Μαθιά Πεδιάδος. Δάσκαλος το λειτούργημά του, παντρεύτηκε την Καστελλιανή δασκάλα Μαρίνα Μαλεγιαννάκη. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο πήρε μέρος με τον βαθμό του Υπολοχαγού. Αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα του βιβλίου, από τη συμμετοχή του δασκάλου στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και τις αναμνήσεις της γυναίκας του από τον ίδιο πόλεμο.
Γράφει ο γιατρός Γιώργος Ν. Παπαδάκης για τον πατέρα του : «…ο Δάσκαλος απελύθη από το στρατό δυό χρόνια μετά την κατάταξή του (1928) με το βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού πεδινού πυροβολικού, γύρισε στην Κρήτη και επανήλθε στην υπηρεσία ως δάσκαλος. Υπηρέτησε σε διάφορα χωριά των νομών Χανίων και Ηρακλείου (Γλώσσης Κισσάμου, Γαλατά, Μαλίων, Χερσονήσου, Αρμάχας, Βαρβάρω κ.α.) και το 1935 παντρεύτηκε την εικοσιπεντάχρονη συνάδελφό του Μαρίνα Γ. Μαλεγιαννάκη από το Καστέλλι.
Παραμονές του Ελληνοϊταλικού πολέμου οι έφεδροι αξιωματικοί καλούνταν αθόρυβα στο στρατό για μετεκπαίδευση και η 28η Οκτωβρίου 1940 τον βρίσκει στην Αθήνα, ένστολο με τη μονάδα του να φτάνει από τις πρώτες στο μέτωπο. Πίσω του αφήνει τη γυναίκα του σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και τον τετράχρονο γιο του. Παραμένει στη ζώνη των πρόσω (επαφής) από την πρώτη ως την τελευταία μέρα του πολέμου και, στο πεδίο της μάχης προάγεται σε υπολοχαγό.
Μετά τη Γερμανική επίθεση και την κατάρρευση του μετώπου, επιστρέφει από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα στην Αθήνα και από εκεί με ψαροκάικο στην Κρήτη. Στο Καστέλλι φθάνει, έπειτα από απίστευτες ταλαιπωρίες, τις ημέρες της μάχης της Κρήτης, αρχές Ιουνίου του 1941. Παρά το γεγονός ότι σε πολλούς εφέδρους δόθηκε η ευκαιρία, μετά τον πόλεμο, να σταδιοδρομήσουν ως μόνιμοι αξιωματικοί, αυτός προτίμησε το αγαπημένο του δασκαλίκι!
Ως δάσκαλος υπηρέτησε επί 38 χρόνια, τιμήθηκε δυο φορές με “γέρας” (βραβείο) και προήχθη από τους πρώτους στο βαθμό του Διευθυντού Β’ που τότε είχε παραχωρηθεί, για πρώτη φορά, σε δασκάλους. Οι αφηγήσεις-αναμνήσεις του από τα χρόνια του αλβανικού πολέμου, στα παιδιά και τα εγγόνια του, ήσαν ατελείωτες και αισθάνομαι βαριά την ευθύνη που δεν τις μαγνητοφώνησα. Οι μόνες ημερολογιακές καταγραφές από τις ημέρες του πολέμου που βρήκα στο αρχείο του είναι οι ακόλουθες τρεις:
1η.«… εκτελούσα, ως υπολοχαγός, χρέη διοικητού της 4ης πυροβολαρχίας επειδή ο διοικητής αυτής είχε μετατεθή εις άλλην μονάδα. Λίγες ημέρες μετά την κατάληψιν των Αγίων Σαράντα (6 Δεκεμβρίου 1940) ή – όπως ονόμαζαν την πόλιν οι Ιταλοί για να τιμήσουν την κόρη του Μουσολίνι που είχε το όνομα Έντα – του Πόρτο Έντα, το ελληνικόν Φρουραρχείον είχε ήδη εγκατασταθή και η κυβέρνησις μας έστειλε πλοίον ανεφοδιασμού με μακαρόνια, ρύζι, ζάχαριν, τσιγάρα κ.α. διά τας ανάγκας του τομέως μας.
Η 1η μοίρα πεδινού πυροβολικού είχε διαταχθή να κρατήση επάκτιον άμυναν επί τέσσαρας ημέρας. Το πλοίον που έφερε τον εφοδιασμόν κατέπλευσε στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα λίγο πριν ξημερώση. Από πληροφοριοδότας που διέθεταν οι Ιταλοί το έμαθαν αμέσως και, με την ανατολήν του Ηλίου, εσήμανε συναγερμός. Τότε, διά πρώτην φοράν, είδαμε γερμανικά αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως τα λεγόμενα “στούκας”. Ήρχοντο τρία-τρία καθ’ όλην την ημέραν και έρριπταν τις βόμβες των με στόχον το πλοίον του οποίου η εκφόρτωσις, αν και είχε αρχίσει ευθύς μετά την άφιξίν του, εσταμάτησε.
Γύρω από την πόλιν υπήρχαν απότομοι λόφοι και η όλη διαμόρφωσις του εδάφους ημπόδιζε την προσβολήν του στόχου. Οι περισσότερες από τις βόμβες έπεφταν εις τας παρυφάς των λόφων ή εις την έξω του λιμένος θάλασσαν. Γι΄ αυτό και ο βομβαρδισμός διήρκεσεν όλην την ημέραν μέχρι που ενύχτωσε.
Εξεπλάγημεν διότι διά πρώτην φοράν εβομβαρδιζόμεθα από τέτοια αεροπλάνα. Είμεθα νηστικοί διότι μία εκ των πολλών βομβών επέτυχε το τροχήλατον μαγειρείον μας και το.. εξηφάνισε, ευτυχώς χωρίς ανθρώπινες απώλειες. Το πεδινόν πυροβολικόν εφέρετο τότε από άλογα. Λόγω του συνεχούς βομβαρδισμού εμέναμε ακίνητοι ώστε να μη δίδωμε στόχον και έτσι δεν μπορέσαμε να πάμε στο κάπως ασφαλές μέρος που εσταυλίζοντο τα άλογα και να τα περιποιηθούμε.
Εις ολόκληρον τον τομέα 912 εκείνην την ημέραν κάθε κίνησις εσταμάτησε. Το εσπέρας, θραύσμα βόμβας αεροπλάνου εύρε το πλοίον του ανεφοδιασμού μας εις τα ύφαλα και επροξένησε μικράν οπήν από την οποίαν ήρχισαν να εισρέουν ύδατα. Λόγω του σκότους, όμως, οι βομβαρδισμοί εσταμάτησαν και όλοι οι μη έχοντες υπηρεσίαν στρατιώται αλλά και παρευρισκόμενοι πολίτες έσπευσαν εις το λιμάνι και κατόρθωσαν να βγάλουν ανέπαφον ολόκληρον τον εφοδιασμόν. Ολίγας ώρας μετά την εκφόρτωσιν, το πλοίον εβυθίσθη.
Το περίεργον με το επεισόδιον αυτό ήτο ότι περί το μεσονύκτιον ήλθαν και πάλιν αεροπλάνα και με φωτοβολίδες επενέλαβαν τον βομβαρδισμόν, ασφαλώς λόγω αμφιβολιών διά το αποτέλεσμα του βομβαρδισμού της ημέρας. Το μόνο που επέτυχε την φοράν αυτήν ο εχθρός ήτο να βυθίση όλα τα μικρά σκάφη που ήσαν ελλιμενισμένα».
2η.- «… λίγες ημέρες είχαν περάσει, αφού καταλάβαμε τη Χειμάρρα (23 Δεκεμβρίου 1940), και ήλθεν εις τον σταθμόν διοικήσεως, διαρκούσης της ημέρας, ένας στρατιώτης. Εζήτησε μετάθεσίν του εις τα μετόπισθεν καθ’ ότι είχε αποκτήσει και τέταρτο παιδί. Το αίτημά του ήτο απολύτως νόμιμον αλλά, δυστυχώς, την άφιξίν του εις τον σταθμόν και, επομένως, την θέσιν του σταθμού είχε αντιληφθή ο εχθρός.
Είμεθα εις την ζώνην επαφής και, ενόσω το φώς της ημέρας επέτρεπε, αι διόπτραι των παρατηρητών του ήσαν συνεχώς εστραμμέναι προς την πλευράν μας. Εννοείται ότι το ίδιο συνέβαινε και με τους ιδικούς μας παρατηρητάς. Γι΄αυτό κάθε κίνησις εντός της ζώνης επαφής απηγορεύετο επί ποινή θανάτου. Ο παραβάτης δεν εξέθετε εις ύψιστον κίνδυνον μόνον τον εαυτόν του αλλά και πλήθος άλλο συστρατιωτών του. Ήτο ως να διέπραττε εσχάτην προδοσίαν.
Όπως ανεμένετο το ιταλικόν πυροβολικόν εβομβάρδισε τον σταθμόν χωρίς, ευτυχώς, να υπάρξουν θύματα ή σοβαρές απώλειες υλικού. Έκτοτε ο σταθμός εφιλοξενείτο εις το σπίτι του Χειμαριώτη Ν. Νέστορος. Κατά την οπισθοχώρησιν και πριν εγκαταλείψωμε την πόλιν διέταξα τους γραφείς της μοίρας να συσκευάσουν το αρχείον και τις γραφομηχανές εντός σιδηρών κιβωτίων.
Άμα ενύχτωσε τα εφορτώσαμε σε κάρρα που είχαμε ως μεταφορικά μέσα και φύγαμε την επαύριον κατά την καθωρισμένην ώραν. Μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητού του συντάγματος η συμπεριφορά του αφελούς στρατιώτου δεν είχε συνέχειαν. Κανείς δεν ήτο πρόθυμος να αφήση εις το έλεος της μοίρας των τα παιδιά του, καθ’ ην στιγμήν μάλιστα η εισβολή των Γερμανών επέκειτο και η τύχη του μετώπου είχεν, ουσιαστικώς, κριθή».
3η.– «…την Μ. Δευτέραν, 14-4-1941, ο διοικητής της Α’ Πεδινής Μοίρας με πήρε στο τηλέφωνο και μού είπε, όταν νυχτώση, να ανεβώ στη σκηνή του. Στις 9 μ.μ. πήγα. Μου ανεκοίνωσε ότι στις 8 το βράδυ της επομένης Μ. Τρίτης θα αρχίση η οπισθοχώρησις του τομέως μας και η δική μας μοίρα έλαβε διαταγήν να κρατή άμυναν οπισθοχωρήσεως. Την διαταγήν μου επέδωσε και εγγράφως μαζί με οδηγίες πως θα ενεργήσω ως υπασπιστής της μοίρας και διοικητής των μεταγωγικών μάχης.
Οι πυροβολαρχίες μας ήσαν 6 και τμήμα της 6ης ορίσθη να αρχίση πρώτον την οπισθοχώρησιν κανονικώς. Η σειρά που θα ακολουθούσαν οι υπόλοιπες ήτο: 1η, 2α ,3η ,4η, 5η. Ώρισε τόπον συναντήσεώς μας το χωριό Άγιος Δημήτριος, το μεσονύκτιον της Μ. Τρίτης προς Μ. Τετάρτην. Εις το σημείον αυτό θα είχε ταχθή η 5η πυροβολαρχία μας έτοιμη προς μάχην. Επέστρεψα αμέσως εις την θέσιν μου και από τηλεφώνου ειδοποίησα τους διοικητάς των πυροβολαρχιών μας να έλθουν πάραυτα εις την σκηνήν μου. Ήλθαν αμέσως, πήραν την διαταγήν της οπισθοχωρήσεως και έφυγαν έκαστος για την θέσιν του.
Την επαύριον, Μ. Τρίτην στις 8 το βράδυ και σύμφωνα με την διαταγήν, η 6η πυρ/χία είχε ταχθή εις το προκαθορισθέν σημείον, εις την είσοδον της περιοχής Χειμάρρας, και ήρχισε να βάλλη κατά του εχθρού. Το πεζικόν τμήμα του τομέως μας ήρχισε επίσης να υποχωρή, υπό την κάλυψίν της, κανονικώς.
Περί την 11ην νυκτερινήν ελάβαμε τηλεφωνικώς την είδησιν από τον διοικητήν της πυρ/χίας ότι ο εχθρός επέτυχε κατά την διάρκειαν της μάχης ένα “στοιχείον” του, κατέστρεψε το πυροβόλον και το βλητοφόρον και εσκότωσε τους άνδρας του, επτά τον αριθμόν. Ήτο η δευτέρα μεγάλη απώλεια της μοίρας μας κατά τη διάρκειαν του πολέμου. Την 12ην νυκτερινήν εις την μάχην των πυροβόλων εισήλθεν η 5η πυρ/χία παρά το πλευρόν του υπολοίπου της 6ης και η οπισθοχώρησις επανήλθεν εις τον προβλεπόμενον ρυθμόν»…ª
Η σύζυγος του Νικολάου Παπαδάκη Μαρίνα, για τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο μεταξύ άλλων θυμάται τα εξής :
«…η επιστράτευση που κηρύχτηκε στις 28 του Οκτώβρη 1940 είχε προκαλέσει μεγάλο ενθουσιασμό και οι νέοι έτρεχαν, κυριολεκτικώς, να καταταχτούν στο στρατό. Τα αδέλφια μου (ο Μανώλης, φοιτητής και ο Γιάννης, νεαρός δάσκαλος) έπρεπε να παρουσιαστούν στα Πεζά και, καθώς οι συγκοινωνίες ήσαν δύσκολες, πήδηξαν, με άλλους Καστελλιανούς, στο πρώτο φορτηγό που περνούσε και έφυγαν χωρίς καλά-καλά να τους αποχαιρετήσωμε.
Το πένθος μας ήταν πρόσφατο και η ατμόσφαιρα στο σπίτι μας, με όλα αυτά, πολύ βαρειά. (Ο πατέρας μου πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1940, 64 χρονώ. Είχε πάει στο Ηράκλειο να εισπράξει την πρώτη του σύνταξη, ως δικολάβος που ήταν, και γύρισε αδιάθετος. Τις επόμενες μέρες ανέβασε πυρετό και άρχισε να βήχει. Ήρθαν οι γιατροί Μπελήμπασης και Φρίξος και συμφώνησαν ότι είχε πνευμονία. Σε εννιά μέρες θα κρινόταν η τύχη του. Θα ζούσε ή θα πέθαινε. Έγινε το δεύτερο).
Μάθαμε ότι οι νεοσύλλεκτοι θα έμεναν στα Πεζά μερικές ημέρες πριν τους βαρκάρουν – έτσι ελέγαμε το ταξίδι με πλοίο! – και η μάνα μου αποφάσισε να πάμε και να τους συναντήσωμε εκεί. Ξεκινήσαμε, η μάνα μου κι’ εγώ, το ίδιο βράδυ, με τα πόδια και το πρωί είμαστε στα Πεζά. Τους βρήκαμε ρωτώντας και άμα σμίξαμε αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε όλοι μαζί. Τους αφήσαμε λίγα λεφτά, τα δυο τους πλεχτά πουλόβερ και κάτι χοντρές κάλτσες που κρατούσαμε. Καθίσαμε μαζί τους κάμποση ώρα και φύγαμε, πάλι με τα πόδια, για να μη βραδιαστούμε.
Στην επιστροφή συναντήσαμε ένα φορτηγό που πήγαινε προς το Καστέλλι, μας στρίμωξε δίπλα στον οδηγό και γυρίσαμε χωρίς να κουραστούμε. Όσο κρατούσε ό Αλβανικός πόλεμος μέναμε στο Καστέλλι. Μετά τη γέννηση της Αννούλας, άρχισα πάλι να ανεβαίνω κάθε πρωί στη Μαθιά με το γαϊδουράκι μας, και το βράδυ να γυρίζω στα παιδιά μου που φρόντιζε, εν τω μεταξύ, η μητέρα μου. Όταν ο καιρός ήταν πολύ κακός έμενα για λίγο στα πεθερικά μου.
Όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος θα ήταν δύσκολος, όχι μόνο γιατί η Ιταλία ήταν μεγάλη δύναμη αλλά και γιατί ο χειμώνας στα βουνά της Ηπείρου ήταν βαρύς. Τα βουνά τα ήξερα μόνο από τη Γεωγραφία που δίδασκα στα παιδιά. Τώρα περνούσα ώρες μπροστά στο χάρτη της Ελλάδας και της Ευρώπης που κρεμόταν στον τοίχο του σχολείου προσπαθώντας να καταλάβω πού βρίσκονταν οι Έλληνες και πού οι Ιταλοί. Καμιά φορά μου φαινόταν ότι έβλεπα στο χάρτη το Νίκο και τα αδέλφια μου και με έπαιρναν τα κλάματα…
Η αγωνία και η λαχτάρα όσων είχαν στρατιώτες στο μέτωπο, να μάθουν κάτι για τους δικούς τους, δεν περιγράφεται. Το επιστολικό δελτάριο, που οι στρατιώτες επιτρεπόταν να στείλουν (για να το λογοκρίνει πιο εύκολα η ταχυδρομική υπηρεσία του στρατού), έφτανε στα χωριά με τον ταχυδρόμο 10 και 15 μέρες μετά την ημερομηνία που είχε γραφτεί, μαθαίναμε δηλαδή πώς ήταν αυτός που το έγραψε… όταν το έγραφε!
Στον πόλεμο όμως 10 και 15 μέρες είναι χρόνια που δεν περνούνε εύκολα για τις οικογένειες των στρατευμένων. Όταν, πάντως, έστω καιÖ αναδρομικά τα “νέα” έφταναν, ήταν σπουδαίο γεγονός και το πόρτεγο του τυχερού που πήρε δελτάριο γέμιζε από γυναίκες, πατεράδες και μανάδες που ρωτούσαν μήπως γράφει κάτι και για τον δικό τους, μήπως τον συνάντησε ή άκουσε κάτι γι’αυτόν.
Άλλα μέσα ενημέρωσης ήσαν το ραδιόφωνο και οι τοπικές (Ηρακλειώτικες) εφημερίδες. Ραδιόφωνο υπήρχε μόνο στο Καστέλλι. Πρώτος το έφερε στο καφενείο του ο Στελιανός Αδαμάκης (ή Μακρύς Στελιανός, όπως τον έλεγαν λόγω του υψηλού αναστήματός του) και ακολούθησαν τα καφενεία του Γεωργίου Ζωγραφάκη (Ξηρούχη) και του Μιχαήλ Οικονομάκη. Οι γυναίκες δεν πήγαιναν στα καφενεία. Πήγαιναν μόνο οι αστράτευτοι λόγω ηλικίας ή αναπηρίας άνδρες, που έφερναν τις ειδήσεις στα σπίτια τους.
Εμείς μαθαίναμε τα νέα που έλεγε το ραδιόφωνο από το γείτονά μας Αριστοτέλη Φερετζάκη και τον αδελφό της μάνας μου Εμμανουήλ Χαλκιαδάκη, ανάπηρο του Αμερικανικού στρατού από αέρια στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Στα γύρω χωριά τις ειδήσεις έφερναν χωριανοί που κατέβαιναν με τα μουλάρια ή τα γαϊδουράκια τους στην πρωτεύουσα της επαρχίας για δουλειές τους και τύχαινε να τις ακούσουν.
Ηρακλειώτικες εφημερίδες έφερναν τα μπακάλικα του Μαλλιωτάκη και του Κουρκούδη (Εμμ. Τζανακάκη). Τις διαλαλούσαν στο δρόμο τα παιδιά τους Νίκος και Γιώργος. Δεν χορταίναμε να μαθαίνωμε τους πολεμικούς μας θριάμβους και, θυμούμαι, όταν πήραμε την Κορυτσά και τους Αγίους Σαράντα πού παίζανε οι καμπάνες και βγήκαμε, κλαίγοντας από τη χαρά μας, στην πλατεία μπροστά από τον Άγιο Αντώνιο. Εκτός από τα δελτάρια, το σπάνιο ραδιόφωνο και τις τοπικές εφημερίδες που διάβαζαν οι άνδρες στα καφενεία, την αγωνία μας απάλυναν και μερικές γυναίκες που – κατά τις φήμες και τα κουτσομπολιά – ήξεραν να “ανοίγουν” τον καφέ!
Είχαμε κι’ εμείς την καφετζού μας. Ήταν μια γνωστή μας από τα Πεζά, την έλεγαν Αγάπη Τσατσαρωνάκη και ο αδελφός της Γιάννης ήταν φίλος με το Γιάννη μας. Ερχόταν από τα Πεζά με κανένα περαστικό φορτηγό και όταν έμπαινε στο σπίτι μας, μας έπιανε ένας παράξενος φόβος ανακατεμένος με ελπίδα. Η μάνα μου έψηνε τον καφέ (υπήρχε ακόμη) και τον έβαζε σε κάτι μικρά φλιτζανάκια. Τον πίναμε, αναποδογυρίζαμε τα φλιτζάνια στα πιατάκια τους και περιμέναμε πότε θα κατασταλάξει το κατακάθι. Η Αγάπη έβγαζε τότε μια φουρκέτα από την κοτσίδα της και την άνοιγε για να χρησιμεύσει ως δείκτης. Έπρεπε όχι μόνο να ακούμε αυτά που θα μας έλεγε αλλάÖ να τα βλέπωμε κιόλας!
Έπειτα άρχιζε το “άνοιγμα” του καφέ στο φλιτζάνι μου ή εκείνο της μητέρας μου. Είχαμε κλείσει την πόρτα, να μη μπει κανείς, και είμαστε σκυμμένες γύρω από το τραπέζι της κουζίνας με το λύχνο στον καντηλιέρη δίπλα μας γιατί άρχιζε να σκοτεινιάζει. Αν με ρωτάς τώρα τι σας έλεγε και τι σας έδειχνε με τη φουρκέτα θα σου απαντούσα: ό,τι θέλαμε να “δούμε” και, προ παντός, να ακούσωμε! Πότε ο Νίκος είχε κάποια σοβαρή απασχόληση αλλά ήταν καλά στην υγεία του, πότε ο Γιάννης κάτι εμαστόρευε (ήταν τηλεφωνητής) και φαινόταν στενοχωρημένος αλλά και αυτός – δόξα σοι ο Θεός – καλά ήταν κ.α.
Πιανόμαστε, οι κακομοίρες, από όπου μπορούσαμε. Ό,τι και να ήταν αυτό, πάντως ήταν καλύτερο από το τίποτε. Όταν έφευγε η Αγάπη, ένα βάρος είχε φύγει από πάνω μας… Eγώ, στη Μαθιά, είχα μια ακόμη πηγή πληροφοριών: το τηλέφωνο που βρισκόταν στερεωμένο στον τοίχο, δεξιά όπως μπαίναμε στην αίθουσα διδασκαλίας. Παρόμοια τηλέφωνα είχαν όλες οι Κοινότητες, εγκατεστημένα στο σχολείο τους, τη μοναδική δημόσια υπηρεσία σε σταθερή, καθημερινή (και το Σάββατο) λειτουργία. Κοινοτικό Γραφείο δεν υπήρχε και ο πρόεδρος εκτελούσε τα καθήκοντά του… όπου τον εύρισκες ή στο καφενείο με τη σφραγίδα στην τσέπη!
Τα λιγοστά τηλεφωνήματα γινόταν παρουσία του δασκάλου, που ήταν “δεδομένος” για όλες τις δουλειές και τα μπασοδούλια της κοινότητας και ο μόνος που ήξερε… “να παίρνει τηλέφωνο”! Αυτός που ήθελε να το χρησιμοποιήσει ερχόταν συνοδευόμενος, καμιά φορά, από συγγενείς και περίεργους που πλησίαζαν να δουν πώς λειτουργούσε το μυστήριο αυτό μηχάνημα.
Το μηχάνημα ήταν ένα τετράγωνο ξύλινο κουτί που είχε ένα γάντζο στην αριστερή του πλευρά για να κρέμεται το ακουστικό, μια πορτούλα μπροστά με δυο ημισφαιρικά κουδούνια και ένα εξάρτημα δεξιά σαν κι’ αυτό που γυρίζαμε τις χειροκίνητες ραπτομηχανές. Έπρεπε να το γυρίζεις πολύ γρήγορα για δουλέψει το δυναμό, που ήταν μέσα στο κουτί, και να μπορέσεις να τηλεφωνήσεις. Ο ηλεκτρισμός ήταν άγνωστος.
Τηλεφωνικό “δίκτυο” ήταν ένα μεταλλικό σύρμα (τέλι) που πήγαινε από χωριό σε χωριό στερεωμένο στα άσπρα πορσελάνινα “φλιτζάνια” στύλων, ο Θεός να τους κάμει.. Το τηλεφωνικό απόρρητο ήταν όχι μόνο αδύνατο αλλά και άγνωστο. Πολύ συχνά δεν άκουες μόνο αυτόν με τον οποίο ήθελες να μιλήσεις αλλά και άλλες, άσχετες συνομιλίες αγνώστων, ακόμη και σε άλλο νομό. Αυτό το λέγαμε “συνακρόαση”.
Όταν άρχισε ο πόλεμος και απλώθηκε ο φόβος, η συνακρόαση δεν ήταν, πια, για… διασκέδαση αλλά για τυχαίες πληροφορίες σχετικές με την εξέλιξή του. Ο Μεταξάς πέθανε τέλη του Γενάρη, το 1941, και οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα τέλη Απριλίου του ίδιου χρόνου. Το μέτωπο είχε καταρρεύσει. Οι στρατιώτες γύριζαν στα σπίτια τους όπως μπορούσε ο καθένας.
Οι τυχεροί της ηπειρωτικής Ελλάδας γύριζαν με τα πόδια ή με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο σταματούσε για να τους πάρει αλλά οι νησιώτες είχαν πολύ σοβαρό πρόβλημα. Οι θαλάσσιες συγκοινωνίες είχαν διακοπεί και μόνη ελπίδα ήσαν τα ψαροκάικα που ταξίδευαν νύχτα από νησάκι σε νησάκι και κρύβονταν όπως- όπως την ημέρα, για να μη δίδουν στόχο στα Γερμανικά αεροπλάνα.
Ο πατέρας σας, ως αξιωματικός, είχε το δικαίωμα να διατηρήση το άλογο και τον ιπποκόμο του και, στην αρχή, ταλαιπωρήθηκε λιγότερο. Λίγο μετά τη Λαμία, όμως, ήταν το χωριό του ιπποκόμου. Με την άδειά του, ο ιπποκόμος έφυγε παίρνοντας και το άλογο που θα του ήταν χρήσιμο για όργωμα ενώ ο ίδιος με το προσωπικό κιβώτιο εκστρατείας που είχαν οι αξιωματικοί ανέβηκε σε κάρο που έτυχε να περνά. Πότε με κάρο πότε με κανένα φορτηγό που σταματούσε έφτασε στη Αθήνα κουβαλώντας πάντοτε μαζί του και το κιβώτιο!
Βρήκε ψαροκάικο στη Ραφήνα και ύστερα από ταξίδι δύο εβδομάδων έφτασε στον Άγιο Νικόλαο. Από τον Άγιο Νικόλαο, έφτασε στο Καστέλλι λίγες μέρες μετά τη μάχη της Κρήτης (αρχές Ιουνίου, 1941). Κατάφερε ο.. αθεόφοβος να φέρη ως την Κρήτη και το κιβώτιό του γεμάτο με τσιγάρα (ο πατέρας σου δεν κάπνισε ποτέ) και μικροενθύμια από τόπους που είχε περάσει! “Διά της επιμονής και της υπομονής τα πάντα κατορθούνται”, έλεγε.
Κάτι μικρά πετσετάκια, κεντημένα με χρυσοκλωστή τα είχαμε κάμποσα χρόνια και πρέπει να τα θυμάσαι και συ. Τα τσιγάρα ανταλλάξαμε αργότερα με αλεύρι. Στην Αθήνα είχαν μείνει ο Μανώλης μας, ο Σοφοκλής του Σακόρραφου, ο Ανδροκλής του Χαρδημάκη, ο Γιάννης του Ιδομενέα και μερικοί άλλοι…
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου