Ο Αντώνης Κουρουπάκης, ένα από τα οχτώ παιδιά του Νικολάου και της Αικατερίνης (το γένος Δεμεσουκάκη), από το χωριό Χουδέτσι Πεδιάδος, πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Στη διάρκεια της κατοχής οργανώνεται στην Αντίσταση, συλλαμβάνεται μαζί με τον αδελφό του Λευτέρη και κλείνονται στις φυλακές Ηρακλείου αρχικά και της Αγυιάς στη συνέχεια. Το Γερμανικό στρατοδικείο στην Αγυιά Χανίων δικάζει τον αδελφό του σε θάνατο και εκτελείται στις 5 Μαρτίου 1943. Στον ίδιο δίδεται χάρη.
Ο Αντώνιος Κουρουπάκης, σε ένα χειρόγραφο λίγων σελίδων, περιγράφει τις αναμνήσεις του από τα χρόνια της κατοχής και το καταθέτει στη Βιλεκαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου (ΒΔΒΗ) στις 17 Απριλίου 1985. Με σεβασμό, δημοσιεύουμε το κείμενο του Αντώνη Κουρουπάκη που μας παραχώρησε η οικογένειά του, διατηρώντας την ορθογραφία και τη σύνταξη του πρωτοτύπου. Γράφει ο Αντώνης:
«Η κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς με βρίσκει στην Αθήνα αποστρατευμένο. Αγωνίζομαι να επιβιώσω και να βοηθήσω τον ανάπηρο αδελφό μου Ξενοφώντα, ακρωτηριασμένο από τον αριστερό μηρό στην κατάληψη της Χειμάρας από τον Ελληνικό στρατό, μα δεν τα καταφέρνω και την 4-12-1941, αποφασίζω να έρθω στην Κρήτη με βάρκα μαζί με άλλους 10 στρατιώτες.
Από νησί σε νησί, από βράχο σε βράχο, μέσα από την κόλαση πυρός των συμμαχικών και εχθρικών αεροπλάνων και πλοίων, φθάσαμε στο Ρέθυμνο μετά 8 μέρες.
Όταν βρισκόμαστε στο ύψος της Γεωργιούπολης, εβομβαρδίζετο από τα συμμαχικά αεροπλάνα το λιμάνι της Σούδας και όλη η περιοχή, γι’αυτό οι Γερμανοί μας υποδέχθηκαν εξαγριωμένοι με το βούρδουλα. Μας έκλεισαν σε φυλακή επί δύο εικοσιτετράωρα χωρίς νερό και φαγητό και στη συνέχεια μας διατάξανε να εγκαταλείψομε την πόλη χωρίς καμιά καθυστέρηση για τους τόπους καταγωγής μας.
Περνώντας ανάμεσα από τα Ρεθεμνιώτικα χωριά έφθασα στο Νομό Ηρακλείου και κατευθύνθηκα στο χωριό μου Χουδέτσι. Εκεί βρήκα τον αείμνηστο αδελφό μου Λευτέρη, τριτοετή της Σχολής Ευελπίδων, ο οποίος ήταν οργανωμένος στην Εθνική Οργάνωση Κρητών (ΕΟΚ), που είχε ιδρύσει ο Μανώλης Μπαντουβάς, ο εκτελεσθείς από Γερμανούς Δήμαρχος Ηρακλείου Μηνάς Γεωργιάδης με τους αδελφούς του Τίτο και Μανώλη που έμεναν στο χωριό μου, οι γιατροί Στέλιος Γιαμαλάκης, Βρετάκης, Λιγνός, οι αξιωματικοί Αντώνης Μπετεινάκης, Αλέξανδρος Ραυτόπουλος κλπ.
Έδωσα και εγώ όρκο και έγινα μέλος της οργάνωσης που είχε σαν σκοπό εκτός από τον ένοπλο αγώνα, στην υποβοήθηση των συμμάχων στρατιωτών που είχαν παραμείνει στην Κρήτη για να φύγουν στην Αίγυπτο, την εμψύχωση του χειμαζόμενου λαού από την μπότα του κατακτητή και την ενημέρωσή του για την πορεία του αγώνα στα διάφορα μέτωπα, την τροφοδοσία των αντάρτικων ομάδων και την ενημέρωσή των για τις δυνάμεις και τις κινήσεις του εχθρού.
Στο μεταξύ ο αδελφός μου Λευτέρης, είχε στη διάθεσή του ραδιόφωνο και πολύγραφο και εξέδιδε το δελτίο ειδήσεων που είχε προμετωπίδα του τον ανατέλλοντα ήλιο. Τον βοηθούσα σε όλες του τις αποστολές.
Έμπαινε σαν εργάτης με πλαστές ταυτότητες στο αεροδρόμιο Ηρακλείου και Καστελλίου και στην περιοχή της Ένωσης Πεζών, έπαιρνες στοιχεία και συντάσσαμε σχεδιαγράμματα των υπόστεγων των αεροπλάνων, των θέσεων καυσίμων και λοιπών εγκαταστάσεων, τα οποία μέσω συνδέσμων έφθαναν στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, στοιχεία χρήσιμα για τη Συμμαχική Αεροπορία.
Το 1942 ήταν για την Κρήτη και προπαντός για το νομό Ηρακλείου ο δυσκολότερος χρόνος για την Εθνική Αντίσταση. Για αντίποινα οι Γερμανοί, τον Ιούνιο του 1942 εξετέλεσαν στη θέση Ξεροπόταμος 62 στρατιώτες μεταξύ των οποίων τους αδελφούς Μηνά, Τίτο και Μανώλη Γεωργιάδη, που τους συνέλαβαν στο χωριό μου Χουδέτσι. Αυτές όμως οι βαρβαρότητες δεν μας πτόησαν και πέσαμε στον αγώνα με περισσότερη αποφασιστικότητα.
Στις 5 Ιανουαρίου του 1943, οι Γερμανοί συνέλαβαν τον αδελφό μου Λευτέρη και στη συνέχεια εμένα, και μας έκλεισαν στα υπόγεια κελιά της Γκεστάπο που ήταν στην οδό Ιδομενέως, στο σπίτι του άλλοτε Δημάρχου Ηρακλείου Γιάννη Βογιατζάκη. Εκεί υποστήκαμε τα μαρτύρια της Ιεράς Εξέτασης. Τον αδελφό μου Λευτέρη, με εντολή του Διοικητή της Γκεστάπο Χάρτμαν, τον παρέδωσαν σ’ένα κτηνάνθρωπο βασανιστή που το όνομά του ήταν Σούμπερτ.
Όπως πληροφορήθηκα αργότερα, τον μετέφερε και τον βασάνισε σε κάποια φυλακή προς την Χανίων Πόρτα, για να αποκαλύψει τη θέση που είχε το ραδιόφωνο και τον πολύγραφο, την ύπαρξη του οποίου δεν μπορούσε να αρνηθεί, γιατί κατά κακή του τύχη την ημέρα της συλλήψεώς του βρέθηκαν στα χέρια του ίχνη από μελάνι που χρησιμοποιούσαμε να γράφομε τα δελτία τα οποία στη συνέχεια αποτυπώναμε πάνω σε μεμβράνη για να γίνει στη συνέχεια η εκτύπωση των δελτίων.
Το μέρος που υπήρχαν τα όργανα ουδέποτε αποκαλύψαμε, αλλά τούτο είχε σαν αποτέλεσμα να βασανίζεται νύχτα και μέρα. Του ξερίζωσαν τα μαλλιά, τα φρύδια, του έβγαλαν τα νύχια και τον αχρήστευσαν σαν άνθρωπο. Εννοείται ότι όλες τις ευθύνες τις αναλάμβανε μόνος του και υποστήριζε ακόμη μπροστά και στο εκτελεστικό απόσπασμα ότι εγώ δεν είχα καμιά ευθύνη για τις πράξεις που μας κατηγορούσαν.
Πριν παραδώσουν τον αδελφό μου στον κτηνάνθρωπο Σούμπερτ, μας μεταφέρανε στο γραφείο του Διοικητή της Γκεστάπο Χάρτμαν όπου είχαν μεταφέρει τους γονείς μας, την μητέρα μου από τις φυλακές κοντά στο πάρκο Θεοτοκόπουλου, και τον πατέρα μου από τις φυλακές Αλικαρνασσού και είπαν στους γονείς μας να μας πιέσουν, άλλως θα μας εκτελούσαν την επομένη. Η μητέρα μου τους είπε ότι τα παιδιά μου είναι αθώα και άδικα τα βασανίζετε και με μια κίνηση των ματιών της προς τα πάνω επεσφράγισε την απόφασή μας να μην ανοίξομε το στόμα μας.
Τον αδελφό μου τον παρουσίασαν με επιδέσμους στο ένα χέρι, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω αν τον είχαν τραυματίσει, βασανίζοντάς τον, ή αν είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Όταν μας οδηγούσαν στα υπόγεια κελιά, ένας Γερμανός μου έδωσε μια κλωτσιά. Έπεσα πάνω στον αδελφό μου και οι δυο μαζί κατρακυλούσαμε τη σκάλα, με το κεφάλι προς τα κάτω.
Από τότε έχασα τα ίχνη του αδελφού μου. Εγώ έμεινα κλεισμένος σε ένα υγρό κελί εμβαδού 2 τμ. Χωρίς κρεβάτι, χωρίς κάθισμα, με μόνο εφόδιο μια καπαρντίνα που φορούσα όταν με συνέλαβαν, που ήταν το μόνο σε όλο το διάστημα της παραμονής μου στις φυλακές Αγυιάς Χανίων. Κάποια μέρα με μετέφεραν στο Γερμανικό Στρατοδικείο, που συνεδρίαζε σε μια αίθουσα των φυλακών.
Ύστερα από λίγο αντιλήφθηκα να μεταφέρουν ένα δυστυχισμένο άτομο με βαριές αλυσίδες στα πόδια και στα χέρια που δεν μπορούσε να βαδίσει, γι’αυτό τον υποβοηθούσε ένας Γερμανός στρατιώτης. Δεν είχε μαλλιά στο κεφάλι ούτε φρύδια και έκρυβε επιμελώς τα χέρια του που σήμαινε πως δεν είχε νύχια, δεν θα ζύγιζε 30 κιλά και ήταν ντυμένος με ένα κουρέλι.
Τον τοποθετήσανε πλάι μου και ασυναίσθητα έκανα μια κίνηση για να απομακρυνθώ από το θλιβερό αυτό θέαμα, αλλά με μια κραυγή ο Πρόεδρος του Στρατοδικείου με επανέφερε στη θέση μου. Καθώς πήγαινα στην θέση μου είδα να πέφτουν πάνω μου δυο μάτια υπερήφανα και αποφασιστικά. Ήταν του αδελφού μου. Μου εψέλισε “κουράγιο”.
Η δίκη μας στο Στρατοδικείο δεν κράτησε πολύ, γιατί εμάς τους κατηγορουμένους ούτε μας ρώτησαν, ούτε ζητήσανε να απολογηθούμε. Οι στρατοδίκες μας έδειχναν με το δάκτυλο και ρωτούσαν τους πίσω από εμάς τοποθετημένους άντρες της Γκεστάπο, ίσως και δικούς μας συνεργάτες τους με τη λέξη “σπιον”, που στη γλώσσα τους σημαίνει κατάσκοπος. Η απάντηση από όλους για μας ήτο “για”, ναι. Η απόφαση ήτο παμψηφεί σε θάνατο για τον αδελφό μου, για μένα η καταδίκη επίσης σε θάνατο πάρθηκε με κάποιες διαφωνίες μεταξύ των στρατοδικών όπως αντιλήφθηκα, χωρίς να ξέρω τι λέγανε.
Στη συνέχεια μας μετέφεραν σε χωριστά κελιά, τον αδελφό μου στα γνωστά κελιά των μελλοθανάτων και μένα σε άλλο λίγο μακρύτερα, πάντως σε απομόνωση.
Πέρασαν μερικές μέρες και κάποτε με μετέφεραν στο γραφείο του Διευθυντή των φυλακών, που μου ανακοίνωσε ότι ο Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης μετέτρεψε την ποινή μου σε ισόβιο κάθειρξη και θα μείνω στο στρατόπεδο εντός των φυλακών, στα γνωστά μας “κατσέτ”, μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.
Τα ξημερώματα της 5 Μαρτίου 1943, μετέφεραν τον αδελφό μου μαζί με άλλους μελλοθάνατους στον τόπο εκτελέσεων, που ήτο ένας λόφος έξω από τις φυλακές και τον εξετέλεσαν. Τον λόφο αυτό σήμερα οι Χανιώτες ονομάζουν “λόφο του Γολγοθά” και πρόκειται να ανεγείρουν εκεί ένα μνημείο.
Μια ώρα αργότερα με μετέφεραν στο Γραφείο του Διευθυντή των φυλακών και μου ανακοίνωσαν την εκτέλεση, και μου παρέδωσαν μια επιστολή που απευθύνεται σε μας και είχε γράψει πριν τον πάρουν από το κελί του. Κάποτε με μεταφέρανε στο Γραφείο του Διευθυντή των φυλακών όπου με παρουσιάσανε στον πατέρα μου που εν τω μεταξύ είχε αποφυλακισθεί και ήλθε να μάθει νέα μας. Μόλις με είδε με ρώτησε τι κάνει το παιδί μου ο Λευτέρης μας. Δεν ήθελα από το στόμα μου να μάθει το φοβερό μαντάτο και σιωπούσα. Ο παριστάμενος Έλληνας διερμηνέας έσπευσε να πει στον πατέρα μου “παππούλη, το παιδί σου το τουφεκίσανε πριν δυο μέρες”. Η απάντηση του πατέρα μου ήτο “Ο θεός να το αναπαύσει”, χωρίς να βγάλει ούτε ένα δάκρυ.
Τα ξημερώματα της 20 Απριλίου 1943 σημειώθηκε στην αυλή των φυλακών μια συνήθης δραστηριότητα των Γερμανών που την είχαμε παρατηρήσει και άλλοτε, όταν θέλανε να πάρουν στο σωρό ή με επιλογή κάποιους από εμάς προς εκτέλεση για αντίποινα, και είχαμε ανησυχήσει πολύ. Αργότερα είδαμε να στήνουν μια εξέδρα και να τοποθετούν σημαίες και λάβαρα. Αργότερα μας μετέφεραν όλους τους κρατουμένους εκτός από τους μελλοθανάτους και μας τοποθετήσανε μπροστά από την εξέδρα όπου διάφοροι αξιωματικοί έβγαζαν λόγους, ο ένας μετά τον άλλο, στην γλώσσα τους.
Ο παριστάμενος διερμηνέας δεν μας είπε τίποτα. Μερικοί νομίσαμε ότι τελείωσε ο πόλεμος και γιορτάζανε το γεγονός. Κάποτε ο διερμηνέας άνοιξε το στόμα του και μας είπε πως ο Φύρερ γιορτάζει σήμερα, δε θυμούμαι ακριβώς τι, τα γενέθλια ή κάτι άλλο, και με την ευκαιρία αυτή θα χαρίσει την υπόλοιπη ποινή σε δέκα φυλακισμένους και άρχισε να αναφέρει τα ονόματά τους. Μεταξύ αυτών ήμουν κι εγώ. Η σκέψη ότι έστω και αναγκαστικά θα έμενα μέχρι τη λήξη του πολέμου κοντά στον αδελφό μου, μου απάλυνε τη θλίψη μου, γι’αυτό δε μου έκανε καμιά εντύπωση η απόφαση να με απελευθερώσουν.
Έφυγα από τις φυλακές για τα Χανιά όπου συνάντησα τη μητέρα μου και φύγαμε για το χωριό μου. Όταν έφθασα στο σπίτι μου δοκίμασα μια ακόμη απογοήτευση στη ζωή μου. Όπως έμαθα, μετά τη σύλληψη των γονιών μου, ο μικρός αδελφός και η αδελφή μας ζούσαν σε συγγενικό σπίτι και στο ύπαιθρο, γιατί το σπίτι μας ελεηλατήθη από τους Γερμανούς.
Όταν επέστρεψα βρήκα να κοιμάται στο δωμάτιό μου ένας μπεκρής ταγματάρχης και στου αδελφού μου ένας υπαξιωματικός και ορκίστηκα για μια ακόμη φορά να εντείνω τον αγώνα που είχαμε ξεκινήσει. Η εντολή που μου δώσανε οι Γερμανοί φεύγοντας από τις φυλακές ήτο να παρουσιάζομαι στο Φρουραρχείο Ηρακλείου την 1 και την 15 κάθε μήνα. Έπρεπε να δώσω και το “παρών” στην υπηρεσία μου, Αγροτική Τράπεζα και αποφάσισα να επιστρέψω στο Ηράκλειο.
Πήγα στο γερμανικό Φρουραρχείο στην οδό Πεδιάδος, στο σπίτι νομίζω του ταγματάρχη Πλεύρη, όπου βρήκα σαν διερμηνέα την κυρία Ελβίρα Μπάριτς, την καθηγήτριά μου στα τεχνικά στην Εμπορική σχολή, η οποία μου είπε εμπιστευτικά ότι είμαι γραμμένος σε ένα πίνακα επικινδύνων προσώπων, κατασκόπων, και δεν θα πρέπει να εκτίθεμαι και όταν έρχομαι σε επαφή με πρόσωπα της αντίστασης να λαβαίνω μέτρα, γιατί η αποφυλάκισή μου έγινε για να με παρακολουθήσουν και να συλλάβουν συνεργάτας μου.
Παρά ταύτα εγώ συνέχισα τον αγώνα μου, επισκεπτόμουν τους αντάρτας όπου τους εύρισκα για παροχή πληροφοριών και τροφοδοσία. Σε αυτό με βοηθούσε η τακτική μου μετάβαση στο χωριό και σε άλλα χωριά με την απόφαση κάποιας υπηρεσίας. Άλλη μια φορά με ειδοποίησαν ότι ο Μανώλης Μπαντουβάς μαζί με το Γιάννη και Χρήστο Μπαντουβά και τους άντρες τους, Μπουτζαλή, Γιάννη Ποδιά, Επιτροπάκη και άλλους θα περνούσαν κοντά από το μετόχι μας στη θέση Λαζαρέτο. Πήρα μαζί μου τη μητέρα μου και τρόφιμα δήθεν ότι πηγαίναμε για εφοδιασμό των εργατών και τους συναντήσαμε στη θέση αυτή.
Ενημερώθηκα και έδωσα πληροφορίες για ότι με ρωτήσανε και τους συνόδεψα φεύγοντας κατά το σούρουπο με κατεύθυνση νοτίως του Γιούχτα. Στην επιστροφή μου, νύχτα πια, έπεσα σε ενέδρα Γερμανών οι οποίοι με επυροβόλησαν. Τρέχοντας χάθηκα μέσα στη νύχτα χωρίς να με ανακαλύψουν.
Μετά το σαμποτάζ στα πυρομαχικά, το κάψιμο της περιοχής της Ένωσης Πεζών που και εγώ με τον τρόπο μου είχα βοηθήσει, αναζητήθηκα από τους Γερμανούς στην υπηρεσία μου και στο χωριό μου. Με έψαχναν παντού και κρυβόμουνα σε ένα ξεροπήγαδο στο μετόχι μας και κάποια μέρα που νόμιζα ότι είχε περάσει ο κίνδυνος και προχωρούσα προς το χωριό, είδα μια ασυνήθιστη κίνηση στην είσοδο, έπιαναν ομήρους.
Ένας χωριανός μου ο Ρούσος Σηφάκης που διατηρεί καθαριστήριο ρούχων στο Ηράκλειο για να με προστατέψει και να μην προχωρήσω, έβγαλε από το κεφάλι του το άσπρο μαντήλι του και μου έκανε το σήμα του κινδύνου και υποχώρησα, σκαρφάλωσα σε ένα πέτρινο τράφο, πέρασα ανάμεσα από τα αγκαθωτά σύρματα και έτρεξα μέσα στην κρεβατίνα. Στον απέναντι λόφο ήταν τοποθετημένο ένα πολυβόλο και έριξε πολλές βολές εναντίον μου, κατόρθωσα να διαφύγω, αλλά στο χωριό διεδόθη ότι με σκοτώσανε και αργότερα ψάχνανε για το πτώμα μου.
Απομακρύνθηκα από το χωριό μου και ζήτησα καταφύγιο στο χωριό Καταλαγάρι, που πρόεδρος της Κοινότητος ήτο ο σύντεκνος του πατέρα μου, ο Δημήτριος Μεταξάς. Με έφερε σε επαφή με τον ξάδερφο της μητέρας μου Μιχάλη Αθανασάκη και μου βρήκαν μια σπηλιά προς δυσμάς του χωριού, όπου έμενα μια βδομάδα. Στο χωριό ήταν εγκαταστημένοι Γερμανοί και ο κίνδυνος να με ανακαλύψουν ήτο μεγάλος. Ο Μιχάλης Αθανασάκης έδεσε την κατσίκα του σε μικρή απόσταση από εμένα και η γυναίκα του με το πρόσχημα να την ταΐζει, ερχόταν το σούρουπο και άφηνε εκεί κοντά νερό και φαγητό.
Η ζωή ήτο αφόρητη και αποφάσισα να επανέλθω στο Ηράκλειο. Ο σύντεκνος του πατέρα μου Μεταξάς, Πρόεδρος της Κοινότητος, μετά από ένα γερό πεσκέσι (ένα καλάθι αυγά) στον οδηγό μιας γερμανικής κλούβας και με την ταυτότητα του Μιχάλη Αθανασάκη με μετέφερε στο Ηράκλειο και με άφησε στην πλατεία Κορνάρου, έξω από το κατάστημα του Εφραίμογλου. Πέρασα από το γραφείο μου, όλοι οι συνάδελφοί μου από φόβο, απέφευγαν ακόμη και τον χαιρετισμό μου.
Ο κλητήρας της τράπεζας Αντώνης Πατακός, από οικογένεια ανταρτών που δρούσαν στο Αμάρι Ρεθύμνου, της απόλυτης εμπιστοσύνης μου, μου προσέφερε και πάλι καταφύγιο στο σπίτι του που ήτο κοντά στο τέλος της οδού Χάνδακος και διέθετε μια καταπακτή μέσα στην οποία έμενα όλη την μέρα. Αυτός είχε αναλάβει και τη διατροφή μου. Εννοείται ότι από καιρό είχα πάψει να δίδω παρόν στο Φρουραρχείο. Κάποτε ξεθάρρεψα και πήγα στο γραφείο μου, οπότε με ειδοποίησε ο κλητήρας του καταστήματος ότι με περίμενε ένα άτομο.
Ήτο ένας από τους συνδέσμους μου ο Γιακουμάκης που μου είπε ότι οι Γερμανοί ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν το νησί και πριν φύγουν θέλουν να εγκαταλείψουν όλα τα επικίνδυνα για αυτούς στοιχεία και προ παντός αυτούς που είναι γραμμένοι στα χαρτιά τους και μου συνέστησε να βρω ασφαλές καταφύγιο μέσα στην πόλη γιατί από τη νύχτα έχουν μπλοκαριστεί όλες οι έξοδοι και γίνεται αυστηρός έλεγχος στους εξερχόμενους και δεν μπορώ να φύγω. Το σπίτι του Αντώνη Πατακού δεν το βρήκα ασφαλές γιατί δεν είχε μέρος διαφυγής σε ώρα κινδύνου. Παρακάλεσα τον συνάδελφό μου Κώστα Ουστομανωλάκη που είχε ένα δωμάτιο μέσα σε μια ερειπωμένη οικοδομή με είσοδο στην οδό Χορτατσών 2 να με φιλοξενήσει το βράδυ αυτό.
Κλειστήκαμε στο δωμάτιο και κατά τα ξημερώματα άρχισε η επιχείρηση συλλήψεως του άρρενος πληθυσμού και η μεταφορά του στο σημερινό στάδιο στη Χανίων Πόρτα, για να παρελάσει μπροστά από τους κουκουλοφόρους συνεργάτες τους. Όταν οι Γερμανοί φτάσανε στο σπίτι μας κτύπησαν την πόρτα. Επειδή δεν ανοίξαμε την έσπασαν και μπήκαν στην αυλή. Εμείς φύγαμε από την πόρτα της κουζίνας στο συνεχόμενο χάλασμα και αναρριχηθήκαμε από μια κατεστραμμένη σκάλα και κρυφτήκαμε στη γωνιά ενός μισοχαλασμένου δωματίου. Οι Γερμανοί προχώρησαν και όταν διαπιστώσανε ότι πίσω από το χάλασμα υπάρχει στενός δρόμος, το γνωστό στους Ηρακλειώτες “κατρουλοσόκακο”, υπέθεσαν ότι φύγαμε από εκεί, έβρισαν και έφυγαν.
Στη γωνία αυτή μείναμε και οι δυο κουρνιασμένοι μέχρι αργά τη νύχτα γιατί ακούγαμε βηματισμούς Γερμανού στρατιώτου και νομίζαμε ότι μας είχαν επισημάνει, ενώ όταν ελύθη η πολιορκία μας, μάθαμε ότι ο Γερμανός φρουρός είχε τοποθετηθεί για να προστατευθεί το σπίτι του τότε εισαγγελέα Ηλία Πορτάλη, που ήτο απέναντι από εκεί που είμαστε. Μετά από αυτήν την περιπέτεια έφυγα για το χωριό μου και ζητούσα πλέον καταφύγιο στα μέρη όπου σύχναζαν οι αντάρτικες ομάδες.
Η προσφορά των υπηρεσιών μου στον Εθνικό Αγώνα σταματά στη μεγάλη συγκέντρωση όλων των ανταρτικών ομάδων και των λοιπών αρχών που έγινε στον Προφήτη Ηλία λίγο πριν οι Γερμανοί εγκαταλείψουν το Ηράκλειο και την περιοχή του».
*O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος