Το αρχείο του Καπετάν Γιάννη Μπαντουβά αποτελεί για κάθε ερευνητή της περιόδου 1941-1945 σημείο αναφοράς και έρευνας, ως προς τη διασαφήνιση γεγονότων που συνέβησαν τα χρόνια της Κατοχής, ιδίως κατά τον τελευταίο χρόνο 1944. Αποτελείται από πλήθος εγγράφων και ως σήμερα δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητος, καθ’ότι το αρχείο παραμένει κλειστό.
Ο καπετάν Μπαντουβογιάννης ανέλαβε την αρχηγία των ενόπλων τμημάτων της Οργάνωσης Μπαντουβάδων αμέσως μετά την αναχώρηση του αδελφού του Καπετάν Μανόλη στη Μέση Ανατολή το Φθινόπωρο του 1943. Παρέμεινε Αρχηγός ως τον Οκτώβριο του 1944. Το αρχείο του Καπετάν Μπαντουβογιάννη φυλάσσεται από τον γιο του Κωνσταντίνο Ι. Μπαντουβά, (πρώην Υπουργό).
Από το παραπάνω αρχείο παρουσιάζουμε δύο ανέκδοτες επιστολές που αφορούν έναν στυγνό και βάρβαρο Γερμανό υπαξιωματικό με μεγάλη δράση σ’ολόκληρη την Κρήτη, κυρίως στα χωριά της Μεσαράς. Τον Λοχία Αιμίλιο Μπουτς. Τις επιστολές στέλνει ο Βρετανός Αξιωματικός Σύνδεσμος Πάτρικ Λη Φέρμορ ή Μιχάλης στον Καπετάν Μπαντουβογιάννη.
Για τον Λοχία Αιμίλιο Μπουτς, πληροφορίες αντλούμε από τον πίνακα Γερμανών και Ιταλών εγκληματιών πολέμου που συνέταξε ο Λοχαγός Γεώργιος Κάββος, Διευθυντής 2ου Γραφείου Πληροφοριών και απέστειλε με εντολή του Στρατιωτικού Διοικητή Κρήτης στο Γενικό Επιτελείο Στρατού μετά την απελευθέρωση της νήσου. Στον πίνακα, με το νούμερο έξι (6) ο Αιμίλιος Μπουτς:
6) ´Λοχίας ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΜΠΟΥΤΣ της Γερμανικής αστυνομίας Φελντ-Γιανταμερί. Υπηρέτησε στο φυλάκιο Βασιλικής Καινουργίου υπό τον Ανθ/στη Σπέγκερ. Είχε ευρεία εξουσιοδότηση και δικαιοδοσία για ολόκληρη τη Μεσαρά, στην πόλη Ηρακλείου και σε άλλες επαρχίες της Κρήτης.
Στις 10 Ιουλίου 1943 πήγε στο Νεοχώρι Μονοφατσίου και εξυλοκόπησε μέχρι θανάτου τον Κωνσταντίνο Εμμ. Χρηστάκη χωρίς καμιά αιτία.
Μάρτυρας: Κων/νος Εμμ. Χρηστάκης.
Αρχές Ιουλίου 1943 εκακοποίησε τον Κωνσταντίνο Μπριτζολάκη και Κωνσταντίνο Χρηστάκη και διέπραξε σωρεία άλλων εγκλημάτων.
Μάρτυρες: Αντώνιος Γεωρ. Κουκουριτάκης, Γεώργιος Σαββάκης, Κωνσταντίνος Ελευθ. Λασηθιωτάκης.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1943 στο χωριό Μάζα Αποκορώνου συνέλαβε και εξετέλεσε τους Ιωσήφ Κασαπάκη, Σταύρο Μαροπάκη και Μάρκο Γριλάκη.
Μάρτυρες: Γεωργία Κασαπάκη, Πέτρος Μαροπάκης, Αντ. Μανταδάκης, Επ. Πιπερής, Βασιλική Γριλάκη.
Τα χρόνια 1943-44 στο φυλάκιο Βασιλικής Καινουργίου προέβη σε αρπαγές λεηλασίες και κακοποιήσεις του πληθυσμού της περιφέρειας.
Μάρτυρες: Κων/νος Μπομποδάκης, Θωμάς Βαρδουλάκης, Αντ. Μαραζάκης».
Στις 16 Ιουνίου 1945, έξι ημέρες μετά την απόσυρση των γερμανοϊταλικών στρατευμάτων από την Κρήτη, σε μικρή στήλη της εφημερίδας του Ηρακλείου ΝΙΚΗ, διαβάζουμε: «Αγγέλεται εκ του τμήματος ασφαλείας ότι υπεβλήθησαν μηνύσεις εις τους Γερμανούς Αιμίλιον Πουτς, Ταγ/ρχην Κρίγερ, Χάρτμαν, Στρατηγόν Μπέντακ, λοχίαν Χανς Λέρμπους, επιλοχίαν Φραντς Λώρενς, ανθ/γόν Φραντς Στεπ, επιλοχίαν Ζοζέφ Ζουγκούπ, στρατηγόν Αντρέ, Στρατηγόν Μπρώυερ, Ανθ/γόν Λεξ, Στρατηγόν Ρίγκελ, στρατηγόν Μύλερ, λοχαγόν Λίτσε Μπέρκερ και συν/ρχην Μπέτμαν, κατηγορουμένων πάντων ως εγκληματιών πολέμου».
Παρατηρούμε ότι πρώτο όνομα στη σειρά καταγραφής της εφημερίδας ως εγκληματιών πολέμου, ο Λοχίας Αιμίλιος Μπουτς.
Ο Κίμωνας Γεωργίου Ζωγραφάκης, αντιστασιακός και μέλος των ομάδων των δολιοφθορέων του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου στις 10 Ιουνίου 1942 και 5 Ιουλίου 1943, μετά το β΄ σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου και την προσπάθεια διαφυγής της ομάδας προς την παραλία Τρυπητή, αναφέρει μεταξύ άλλων:
´…κοιτάζω προσεχτικά και σε λίγο βλέπω το Μπαντουβά το Γιάννη, τον πατέρα μου και το Βασίλη τον Κωνιό. Φωνάζω τσ’ Εγγλέζους που’ χανε κρυφτεί και κατεβήκαμε στο Μηλιαράδω σε ένα αλώνι και μας φέρανε φαγητά. Από κει μας πήρε ο Βασίλης ο Κωνιός και μας οδήγησε στα Φαβριανά στο σπίτι του. Κάποια στιγμή μας ειδοποιήσανε ότι ο Αιμίλιος είναι στο Χάρακα και έρχεται προς τα δω. Ο Αιμίλιος ήτανε ένας σκληρός Γερμανός. Επήγαινε στα χωριά και έδερνε τον κόσμο.
Οι Γερμανοί είχανε βγει και μας αναζητούσανε μετά το σαμποτάζ. Εξέρανε ότι θα φύγομε από τα νότια και η νότια πλευρά τση Κρήτης είχε γεμίσει από Γερμανούς. Βάλαμε ρασίδια και φύγαμε από τα Φαβριανά. Πήγαμε στο Χάρακα από πάνω, έχει ένα μονοπάτι και βγαίνει στον Άγιο Νικόλαο. Βρήκαμε ένα χαράκι που κάνει ένα σπηλιάρι και μπήκαμε από κάτω αλλά επαγώσαμε από το κρύο…ª.
Ο +Θεόδωρος Ξυλούρης του Γεωργίου, μέλος της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης, το Σάββατο 22 Αυγούστου 2009 περιγράφει ένα περιστατικό που βίωσε ο ίδιος με πρωταγωνιστή τον βάρβαρο Αιμίλιο Μπουτς:
´…και απής επεράσανε μια δεκαρά μέρες έρχεται εδώ στου Καλού μια ταχινή ο Αιμίλιος απού τσι Μοίρες, που τρομοκρατούσε όλη τη Μεσαρά. Εσυνάντησε τον πατέρα μου και το Γιώργη το Γκρα και άλλον ένα συγγενή μας το Νικολή το Μπαντολέ.
Ο Αιμίλιος ήρθε με δυο άλλους Γερμανούς, αυτός εκαβαλίκευε ένα μουλάρι, οι άλλοι δυο Γερμανοί επροπατούσανε. Και συναντήθηκε με τον πατέρα μου και τσι δυο άλλους ο Αιμίλιος, ελαλούσανε τα πρόβατα. Αυτός εκάτεχε τα ελληνικά φαρσί. Και λέει του πατέρα μου:
-Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;
Του απαντά ο πατέρας μου δε ξέρω μόνο να μας ε πεις.
-Έχεις ακούσει για τον Αιμίλιο;
Λέει ο πατέρας μου οχ ! Έχω ακούσει πως δέρνεις, σκοτώνεις.
-Δέρνω, του λέει ο Αιμίλιος, δε σκοτώνω. Μα δέρνω τσι κακούς αθρώπους. Ετουλόγου σου δε ξέρω μα δε φαίνεσαι για κακός άθρωπος.
Και πήρε τσι ο πατέρας μου και τσι κατέβασε στο σπίτι. Κι έσφαξε η μάνα μου όρνιθες είχενε και καλό κρασί κι εκάτσανε όλη μέρα. Κι εμεθύσανε. Κι απής εμεθύσανε εθέλανε να κοιμηθούνε. Και των έστρωσε μια αδερφή μου τα προυκιά τση στον οντά του πατέρα μου και κοιμηθήκανε. Κι ήτανε επαδέ ένας αγροφύλακας από τη Καρκαδιώτισσα και του’χενε πωμένο ο Αιμίλιος πριν να μεθύσει να του βρει δυο μουλάρια ακόμη να καβαλικέψουνε κι οι άλλοι δυο Γερμανοί να πάνε στον Άγιο Θωμά.
Επήγε αυτός και τα’βρηκε. Εγώ εκάθουμουνε εκειά στο Σειρά που λέμε. Γιατί επήγα κι εφόρτωσα δυο τρία χτήματα αστάχυα και όντεν έβγαινα επαδά που’ναι ο Αη Γιώργης ήρθενε του Τουπή η αδερφή η Ελένη και μου λέει φύγε γιατί ήρθανε οι Γερμανοί και πιάσανε τον πατέρα σου και το Κοκολογιωργιό και το Μπαντολέ. Φύγε για θα σε σκοτώσουνε. Και πήρα τα χτήματα και τα ξεφόρτωσα στο αλώνι και περίμενα να τσι βγάλουνε από το χωριό απ’όξω να τσι σκοτώσουνε.
Ετσά το’βανε ο νους μου. Δεν εμπόρουνα να επικοινωνήσω με άλλους ανθρώπους για να μου πούνε ήντα συμβαίνει. Και κάθουμουνε εκειά όλη μέρα νηστικός. Και περίμενα να τσι βγάλει στο σόχωρο να τσι σκοτώσει. Αλλά απής εμεθύσανε και κοιμηθήκανε εσηκωθήκανε ύστερα, ψηλά ακόμη ο ήλιος, και λέει του αγροφύλακα ο Αιμίλιος που΄ναι τα μουλάρια. Εδώ τα’χω του λέει ο αγροφύλακας. Αλλά πορίζουνε και τα’χανε παρμένα εκείνοι που τα’χανε.
Και θάρειε πως του’πε ψόματα. Και παίρνει τη κατσούνα του αγροφύλακα και του παίζει δυο τρεις ίσαμε να προκάμουνε να τόνε σταματήσουνε και τόνε ζούγλανε. Τοτεσάς είναι που είδα άθρωπο και προπάθιενε και δεν αγγίζανε τα πόδια του κάτω. Γιατί του’πε ότι σε πέντε λεπτά αν δεν έχεις επαδέ τα μουλάρια θα σε εκτελέσω. Και του τα’φερε ο αγροφύλακας και έφυγε ο Αιμίλιος…ª.
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ή Μιχάλης, αποστέλλει δύο επιστολές στον Καπετάν Μπαντουβογιάννη. Στην πρώτη επιστολή με ημερομηνία 30 Μαρτίου 1944, ο Λοχαγός Φέρμορ – έχει επιστρέψει στην Κρήτη στις 4 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους για την απαγωγή του Στρατηγού Μίλερ – δίδει εντολή στον Καπετάν Γιάννη να «εξαφανίσει» τον Λοχία Αιμίλιο για να «ξεμπερδέψουν» όλοι απ’αυτόν. Συγκεκριμένα ο Φέρμορ γράφει:
´Αγαπητέ μου Γιάννη
Ευχαριστώ δια το γράμμα σου διότι βλέπω από αυτό πως καταλαβαίνετε την πλήρην σοβαρότηταν όλων αυτών των προβλημάτων και πως αι υπηρεσίας που εν τω μέλλον θα είναι εν πλήρη αρμονία με τις εντολές των στρατηγείων μας και όσο το πιο περισσότερο πιο χρήσιμες.
Δια το ζήτημα του Αιμίλιου εξαφάνισέ τον εάν μπορέσεις να το κάνεις χωρίς να γίνει τίποτα ως αντίποινα εναντίον του πληθυσμού. Θα είναι πολύ καλή ξεμπέρδεψις δια όλους και καλή τύχη.
Με αγάπην και χαιρετίσματα
Μιχάληςª
Τα αντίποινα εναντίον του πληθυσμού αλλά και νεώτερες πληροφορίες που λαμβάνει ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, τον αναγκάζουν να στείλει νέα επιστολή στον Καπετάν Γιάννη για τον Αιμίλιο, με ημερομηνία 6 Απριλίου 1944. Του γράφει βιαστικά να μην εκτελέσουν οι άντρες της Αντίστασης τον Αιμίλιο και να σταματήσει κάθε διαδικασία. Συγκεκριμένα:
´6/4/1944
Αγαπητέ μου Γιάννη
Σας γράφω δια την υπόθεσιν του Αιμίλιου, πολύ βιαστικά, δια να μη γίνει καμμία παρεξήγησις. Έμαθα από πολύ κόσμον εδώ εις το Μονοφάτσι, πως αυτός δεν έχει σκοτόσει κανένα, μόνον έχει τρελλαίνει τον κόσμον στο ξύλο. Λοιπόν να μη τον εξαφανίζεται
Με αγάπη Μιχάληςª.
Ο +Τηλέμαχος Χαιρέτης, μέλος της ένοπλης Κρητικής Αντίστασης, μας παρέδωσε έγγραφο τεσσάρων σελίδων σε γραφομηχανή, σφραγισμένο και υπογεγραμμένο από τον ίδιο με ημερομηνία 2 Οκτωβρίου 1990. Το έγγραφο αναφέρεται στην αποστολή που του ανατέθηκε από τον επικεφαλής των Βρετανών Αξιωματικών Συνδέσμων στην Κρήτη Αντ/ρχη Τομ Ταμπάμπιν να εκτελέσει τον Λοχία Αιμίλιο. Στο έγγραφο ο Τηλέμαχος Χαιρέτης μεταξύ άλλων τονίζει:
«…αποφασίσαμε να πάμε με τον Τομ (Ταμπάμπιν) στη Γέννα τω Βρέντζηδων. Κατά τη διάρκεια της πορείας μας συναντήσαμε μια Γερμανική περίπολο, που δεν μας αντιλήφθηκε. Περάσαμε από του ì’Ρογδιού” τους γκρεμούς και από τη ìΔουλιανή Χαλέπα” την οποία εγώ περνούσα για πρώτη φορά. Τα χαράματα από την Κόλενα, φτάσαμε έπειτα στη Γένα, όπου άρμεγαν τα ζώα. Πήγα αμέσως στου Σταύρου το σπίτι, ο οποίος με κάλεσε για το γεύμα. Εγώ πήγα στου Σπυρίδω, όπου ήταν η αδερφή μου, η Ειρήνη, την οποία ο Σπύρος είχε βαφτίσει. Πρόσεχα, διότι δεν ήθελα να δώσω στόχο.
Μετά το φαγητό μου ανακοίνωσε ο Τομ ότι ήθελε να μου αναθέσει μια αποστολή. Εγώ δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μου είπε ότι ο Αιμίλιος ο Γερμανός θα περάσει κατά τις 8 το πρωί από το Λαράνι προς τον Άγιο Θωμά και θα τον συνοδεύει ένας Ιταλός και η αρραβωνιαστικιά του η Μαρίκα (του Ιταλού).
Μου είπε ότι εγώ έπρεπε να πάω στη “Μαγαρισμένη Βρύση” να καθίσω πάνω σε αυτή, που είχε κτιστό γουρνί, και να περιμένω να περάσουν από εκεί. Όταν θα έλθουν όλοι μαζί πάνω σε άλογα, αυτός, (ο Αιμίλιος), θα μου ζητούσε την ταυτότητα. Μόλις θα μου ζητούσε την ταυτότητα εγώ έπρεπε να τον κτυπήσω.
Όταν εγώ του είπα ότι δεν έχω όπλο, μου υποσχέθηκε ότι θα μου προμήθευε εκείνος, (ο Τομ), ένα λουγκέρι καρολάτο, μάλιστα ότι αργότερα θα μου έκανε ένα όπλο δώρο. Εγώ, ενθουσιασμένος λόγω ηλικίας, νόμιζα ότι μου χάριζε μια μεγάλη ευκαιρία, να γίνω ήρωας, αλλά αυτός με έστελνε στον τάφο, γιατί θα κτυπούσα τον Αιμίλιο, αλλά ο Ιταλός θα σκότωνε εμένα και έτσι μας έβγαζε και τους δυο από τη μέση.
Πήγα, έκανα όπως μου είπε και ετοιμάστηκα να εκτελέσω την αποστολή μου, όμως είχα μεγάλη τύχη, διότι σε μικρή απόσταση ήταν διάφοροι βοσκοί, μαζί τους και ο Στεφανής ο Σαμαρείτης από τον Πρινιά.
Έβλεπαν, λοιπόν, ότι καθόμουν στη βρύση πάνω από μια ώρα και άρχισαν να αναρωτιούνται. Τότε ο Στεφανής με πλησίασε. Είπα ότι καθόμουν εκεί πολύ ώρα. (Εγνώριζαν ότι ο Αιμίλιος αυτές τις ημέρες έμενε στην Αγία Βαρβάρα και αργούσε να φανεί).
Τότε ο Σαμαρείτης τους λέει ότι αυτός που κάθεται εκεί δεν μπορεί να μείνει περισσότερο μήπως και συμβεί κάτι και κάψουν το χωριό οι Γερμανοί. Έρχονται λοιπόν αμέσως και με αναγκάζουν να φύγω δια της βίας. Αυτό με έσωσε. Πρώτον γιατί αν δεν έφευγα δεν γνωρίζω το τι θα επακολουθούσε, σίγουρα όχι καλό και δεύτερον παρ’ότι ο Σαμαρείτης με γνώριζε πολύ καλά, προσποιήθηκε τόσο τέλεια ότι με έβλεπε για πρώτη φορά και αυτό πιστεύω ότι ήταν και η σωτηρία μου.
Δεν ξέρω πότε πέρασε και γύρισε πίσω ο Τομ. Μάλλον πήγε να πάρει οδηγίες για το Παγκρήτιο σαμποτάζ της 22ας Ιουλίου 1944. Στις 28 Ιουλίου μα έκαμαν ρίψη τα αεροπλάνα και λόγω κακών σημάτων η ρίψη έπιασε όλη τη ìΧαλασοκεφάλαî και στη ìΧαούνα του Πιπέρουî και το ìΒάρσαμοî. Τότε του παρέδωκα το πιστόλι του και μου δίνει ένα 38 Smith, καθώς και του Πετρόκωστα, είχε μάλιστα και άλλα πιστόλια και σφαίρες. Ήταν όλα 38άρια τα οποία πήρε ο Πετρακογιώργης. Έδωσε σε εμάς γύρω στις 100 σφαίρες. Οι άλλοι δεν πήρανε.
Δεν ξέρω πως η αλήθεια αυτή επιβεβαιώθηκε όταν εισήλθαμε στο Ηράκλειο, όπου εμάζεψα όλες τις κυρίες, στο χώρο, όπου σήμερα στεγάζεται η τουριστική αστυνομία. Είχα φέρει τουλάχιστον μέχρι 20, μεταξύ αυτών και η Μαρίκα. Δεσμοφύλακας ήταν ένας φίλος μου, ο Ανδρέας, ο οποίος ήταν κλειδοκράτορας. Επήγανε δυο φορές και τις ανακρίνανε οι διάφοροι παράγοντες. Τις επήγαινα εγώ και ο αδερφός μου, που ήταν Υπασπιστής του Φρουραρχείου και ο οποίος διένειμε τα καύσιμα και αυτός ενέκρινε το ναι ή το όχι. Ήταν μια μεγάλη ανάγκη να φέρουμε ένα γέρο πολύ άρρωστο από το Πέραμα Ρεθύμνου, τον πατέρα του Νίκου Βογιατζή από τα Ανώγεια, ο οποίος ήταν στη Νομαρχιακή Ρεθύμνης, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής. Πήγα μαζί με την αδελφή του την Ελένη, μια ανωγειανή παλικαρού.
Όταν την είδαμε στα κρατητήρια, εγώ για άλλο σκοπό, τότε η Μαρίκα μου λέει ότι με θέλει να μου πει. Αντέδρασε γιατί έδωσα σημασία στην παράκληση του Ανδρέα. Πήγα και έφυγε και αυτή από τις άλλες για να μιλήσουμε. Όταν πλησίασα μου λέει:
– Εσύ δεν είσαι ο Τηλέμαχος ο Χαιρέτης;
Της λέω εγώ είμαι. Τότε μου λέει:
– Αχ αυτό που επιχείρησες δεν το έκαμες αλλά έφυγες.
Της λέω:
-Τι αποτέλεσμα θα είχε η εκτέλεση της διαταγής;
Συμπέρασμα ότι και αυτή ήταν μυημένη.
Κάποτε συναντηθήκαμε με τον Ακουμιανάκη το Μιχάλη, ο οποίος ήταν πιο έμπιστος στους Εγγλέζους και μου λέει:
-Είσαι πολύ τυχερός, γιατί αν σκότωνες τον Αιμίλιο εσύ, ο Ιταλός θα σκότωνε εσένα, εκτός αν θα προλάβαινες να σκότωνες και του Ιταλό. Τότε μου λέει ότι τα παιγνίδια των Εγγλέζων δεν μπορεί κανείς να τα διαβάσει, άλλα σου λένε και άλλα κάνουνε. Ήσουν πολύ τυχερός που τη γλίτωσες…ª”.
Το κείμενο του Τηλέμαχου Χαιρέτη, αποδεικνύει ότι την ακύρωση της εκτέλεσης του Λοχία Αιμίλιου από τον Πάτρικ Λη Φέρμορ τον Απρίλιο του 1944, ακολούθησε νέα εντολή εκτέλεσής του τον Ιούλιο του 1944, από τον επικεφαλής των Βρετανών Αξιωματικών Συνδέσμων στην Κρήτη Τομ Ταμπάμπιν. Ούτε αυτή η εντολή υλοποιήθηκε. Μετά την συνθηκολόγηση του Άξονα, ο Αιμίλιος βρέθηκε αιχμάλωτος της Στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης και ανακρίθηκε αρχικά από τον Ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κάββο. Η δίκη του σε δικαστήριο εγκληματιών πολέμου, (υπήρχαν μάρτυρες κατηγορίας) και οι ποινές που του επιβλήθηκαν (αν η δίκη διεξήχθη), είναι υπό διερεύνηση.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος