Γερμανοί στη Μεσαρά στη διάρκεια της κατοχής
Γερμανοί στη Μεσαρά στη διάρκεια της κατοχής

Μετά την εκτέλεση του Προέδρου της Κοινότητας του Κρουσώνα Μιχαήλ Τζουλιά και του γιου του Νικολάου από τους άντρες της Ανταρτικής Ομάδας Σατανά τον Μάιο του 1942, οι Γερμανοί πήραν σκληρά μέτρα εναντίον των κατοίκων του χωριού.

Ένα απ’  αυτά ήταν οι συχνές επιδρομές και η σύλληψη ανδρών και γυναικών, οδηγώντας τους σε καταναγκαστική εργασία. Στις 23 Αυγούστου 1942, σε επιδρομή των κατακτητών, συνελήφθηκαν πέντε κορίτσια του Κρουσώνα.

Τα έστειλαν στο πολεμικό αεροδρόμιο Τυμπακίου για εργασία. Παρέμειναν εκεί από την Κυριακή 23 ως την Πέμπτη 27 Αυγούστου 1942, τρομοκρατημένες και φοβισμένες. Ένα από τα κορίτσια, η Ροδάνθη Σαββάκη-Βαμβουκάκη αφηγείται:

Η Ροδάνθη Γεωργίου Σαββάκη-Βαμβουκάκη από τον Κρουσώνα.
Η Ροδάνθη Γεωργίου Σαββάκη-Βαμβουκάκη από τον Κρουσώνα. Μαζί με άλλες τέσσερις συγχωριανές της συνελήφθηκαν την Κυριακή 23 Αυγούστου 1942. Οδηγήθηκαν στο πολεμικό αεροδρόμιο Τυμπακίου. Παρέμειναν πέντε ημέρες δουλεύοντας καταναγκαστικά. Μετά την παρέμβαση του παπά… και του γιατρού… αφέθηκαν ελεύθερες.

«…τον Αύγουστο δα ύστερα ήτανε η μάνα μου ερχομένη από τη φυλακή. Μια Κυριακή έρχουνται πολλοί Γερμανοί στο χωριό.

Η μάνα μου είχε πάει στ’  αμπέλι. Πομένω στο σπίτι με τ’ άλλα παιδιά. Μια στιγμή λένε συγκέντρωση.

Το σπίτι μας ήτανε στο δρόμο μέσα και επερνούσανε οι Γερμανοί και χτυπούσανε τα πόδια ντως, είχανε από κάτω από τ’ άρβυλα μπρόκες.

Πάω σε μια γειτόνισσα και τση λέω ήντα θα γενούμε εδά. Μου λέει συγκέντρωση κάνουνε και πρέπει να πάμε όλοι.

Λέω κι εγώ ανέ πάω μη με κοντέψουνε; Μου λέει ανέ χωστείς και δε πας και σε βρούνε κι είναι πια κακά;

Εκείνη τη στιγμή να ένας Γερμανός.

Φωνάζει απάνω. Μπορείς να μη πας; Και μας ε παίρνουνε και πάμε στην εκκλησία που κάνανε τη συγκέντρωση. Ήτανε όλοι οι χωριανοί. Εγώ στενοχωρημένη. Εβάνανε άλλους στη μια μπάντα, άλλους στην άλλη.

Τελευταία αφού εκάνανε όλες τσι διανομές πιάνουνε και τσι κοπελιές και τσι βάνουνε δεξά. Με βάνουνε και μένα. Μας επαίρνουνε και μας ε πάνε στο Χριστό. Οχτώ γυναίκες. Από τσ’ οχτώ εφήκανε τρεις.

Μας επιένανε δρόμο δρόμο και φτάνομε στ’ Αγίους Πάντες. Εκεί είχανε τ’ αυτοκίνητο. Εσκοτείνιαζε ωστόσο. Μας ε λένε να βγούμε στ’ αυτοκίνητο. Πέντε γυναίκες. Βγαίνομε και ήτανε μια ρόδα στη καρότσα και πάμε να κάτσομε. Μας ε κάνει ένας Γερμανός νόημα να μη κάτσομε γιατί η ρόδα είχενε πίσσα.

Εμείς εκάτσαμε και κολλήσανε τα φουστάνια μας. Το τέλος μας δε το κατέχαμε. Που θα μας ε πάνε. Κι επήγαμε στην Αγιά Βαρβάρα. Εκεί το αυτοκίνητο έκανε στάση κι επήρε κι άλλους χωριανούς μας που τσ’ είχανε εκειά αγγαρεία οι Γερμανοί. Εξεκίνησε πάλι τ’ αμάξι, είχε βραδιάσει, και μας επήγανε στο Τυμπάκι.

Εμείς οι πέντε κοπελιές εκλαίγαμε, οι χωριανοί μας εκάνανε καερέτι να μη φοβούμαστε. Κατεβαίνομε και μας εκλειούνε σ’ ένα σπιτάκι μικρό μικρό και τσι πέντε. Το πρωί που σηκωθήκαμε μας επήγανε στα μαγειρεία ντως.

Η Δημοκρατία Ξυλούρη από τον Κρουσώνα.
Η +Δημοκρατία Ξυλούρη από τον Κρουσώνα. Σε ηλικία 22 ετών, οδηγήθηκε από τους Γερμανούς στο πολεμικό αεροδρόμιο Τυμπακίου για καταναγκαστική εργασία. Για την περιπέτειά της, συνέθεσε ένα λαϊκό στιχούργημα, δίδοντάς του τίτλο «Το τραγούδι του Τυμπακίου»

Εκάναμε όλη τη μέρα και το βράδυ μας ελάσουνε πάλι στο σπιτάκι.

Ύστερα εκάνανε επαδέ στο χωριό έρανο, ο παπα Γιώργης, και μαζώξανε πράματα και ήρθανε στο Τυμπάκι και βρήκανε το μεγάλο το Γερμανό και του’ πανε εμάς τσι κοπελιές να μας αφήσει να φύγομε.

Επαρακαλέσανε οι χωριανοί μας κι ο παπά Γιώργης και μας αφήκανε. Εκάναμε δυο βραδιές και μας αφήκανε.

Με τα πόδια επήγαμε στσ’ Αγίους Δέκα, εκειά εξωμείναμε. Μετά πάλι με τα πόδια ήρθαμε στο χωριό.

Μια από τσι κοπελιές που επήγαμε στο Τυμπάκι, η Δημοκρατία Ξυλούρη, έβγαλε δα ύστερα κι ένα τραγούδι γι’ αυτόª.1

Η Δημοκρατία Ξυλούρη ήταν μία από τις πέντε γυναίκες που πήραν οι Γερμανοί από τον Κρουσώνα και τις μετέφεραν για αγγαρεία στο αεροδρόμιο Τυμπακίου.

Ήταν 22 χρονών και για την περιπέτειά της έγραψε ένα τραγούδι:

Το τραγούδι του Τυμπακίου

Εφημερίδα «Κρητικός Κήρυξ» Ηρακλείου, 6 Μαΐου 1944.
Εφημερίδα «Κρητικός Κήρυξ» Ηρακλείου, 6 Μαΐου 1944. Ο Νομάρχης Ηρακλείου Δικηγόρος Εμμανουήλ Ξανθάκης (αντικατέστησε τον Ιωάννη Πασσαδάκη), στέλνει στο έρημο Τυμπάκι 4 οκάδες σιτάρι κατ’ άτομο (800 κάτοικοι επί 4 οκάδες = 3.200 οκάδες σιτάρι). Άραγε, πού κατέληξαν;

Καθίζω με αναστεναγμό κατάστιχο ν’ ανοίξω

τα πάθη που ετράβηξα και που’ χω να τραβήξω.

Μα τα δικά μου βάσανα και τα δικά μου πάθη

θα τα τυπώσω στο χαρτί ο κόσμος να τα μάθει.

Τον Αύγουστο στις εικοστρείς μια Κυριακή παντέρμη

ήρθανε πάλι οι Γερμανοί κι όλος ο κόσμος κλαίει.

Στην εκκλησία εφώναξαν δια να πάνε πάλι

να μαζωχτούνε εκειδά όλοι μικροί μεγάλοι.

Και την καμπάνα έπαιξαν ο κόσμος για να πάει

και οι άνθρωποι ενόμιζαν λόγο πως θελα βγάλει.

Κανένας δεν επήγαινε φοβήθηκαν οι καημένοι

γιατί θυμούνται τα παλιά κι ένας ένας λέει.

Να πάω θέλω να χωστώ ίσως και να γλιτώσω

δεν πάω εγώ στους Γερμανούς σώμα να παραδώσω.

Τότε κι εγώ εφοβήθηκα φωνάζω στον μπαμπά μου

μη τόνε πιάσουν Γερμανοί γιατί πονεί η καρδιά μου.

Αλήθεια έχασά ντονε μέσα στον αχεριώνα

άχι και που το ήξερα πως θα τα πλέρονα όλα.

Απίτης τόνε χώσαμε και πλιο δεν είχα έννοια

σταφίδες εκαθάριζα κι έκανα την αξέγνοια.

Δεν ήμουνα αμοναχή εκείτο η μαμά μου

ακόμα τ’ αδερφάκια μου εκείτο σε μια θεια μου.

Και μια στιγμή τον είδαμε στο σπίτι μας και φτάνει

και το πιστόλι έβγαλε τρομάρα που μας πιάνει.

Μου λέει με ανέγκαση και με πολλή μανία

μα την καμπάνα δεν ακούς να πας στην εκκλησία;

Εφημερίδα «Κρητικός Κήρυξ» Ηρακλείου, 1 Απριλίου 1942.
Εφημερίδα «Κρητικός Κήρυξ» Ηρακλείου, 1 Απριλίου 1942. Ο Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης, ενώ γνωρίζει ότι το Τυμπάκι έχει κηρυχτεί νεκρή ζώνη από τον Φεβρουάριο του 1942 και οι κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει αναγκαστικά τις εστίες τους, στέλνει (σε ποιους;) 445 οκάδες αλάτι και 1.900 κουτιά σπίρτα (βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού). Τα χρόνια της κατοχής, κάποιοι Ηρακλειώτες (ευτυχώς λίγοι) πλούτισαν από τη μαύρη αγορά των διαφόρων ειδών που έστελνε ο Ερυθρός Σταυρός στους κατοίκους και αυτά κατέληγαν στα χέρια τους.

Αμέσως σηκωθήκαμε θέλω για να κλειδώσω

μου λέει φύγε γρήγορα γιατί θα σε σκοτώσω.

Φεύγομε από το σπίτι μας η μάνα μου κι η θεια μου

τα μάτια μου ετρέχανε επόνιε κι η καρδιά μου.

Στην εκκλησία εφτάσαμε ήτο γυναίκες κι άντρες

ακόμα και καλογριές κι εκείνοι οι παπάδες.

Εκεί μας εχωρίσανε γυναίκες και κορίτσια

καθώς χωρίζει ο βοσκός τ’ αρνιά από τα ρίφια.

Αφού μας εξεχώρισαν διαβάζει το χαρτάκι

α δε βρεθούν οι φεύγοντες θα πάνε στο Τυμπάκι.

Δυο άτομα εκοίταζα κι εσυχνοκουβεντιάζαν

κι απόκια εγυρίζανε εμένα και κοιτάζαν.

Αμέσως το κατάλαβα και κλαίω και λυπούμαι

βρήκαν καιρό οι άτιμοι να μας εκδικηθούνε.

Το πόνο είχα στην καρδιά στα χείλη το φαρμάκι

και λέω το στους διπλανούς θα πάω στο Τυμπάκι.

Όχι μου λένε δε θα πας τι’ ναι εκεί η δουλειά σου

δεν έχεις φεύγοντα αδερφό ακόμα κι ο μπαμπάς σου.

Γυρίζω τότε λέω τους με τη χαμένη ελπίδα

την αμαθιά μου κάμανε και με τα μάτια τσ’ είδα.

Ετσά τα φέρανε οι καιροί κι οι ρημαγμένοι χρόνοι

να’ ρθει καιρός να εκδικηθούν τη γενεά μας όλη.

Αλήθεια εκδικηθήκανε με τη σειρά ένα ένα

σκοτώσαν φυλακίσανε στα τελευταία εμένα.

Λοιπόν εβγήκε η διαταγή κι από την εκκλησία

πως τα κορίτσια δεν τα παν στου Τυμπακιού αγγαρεία.

Οκτώ εξεχωρίσανε από το μοναστήρι

μα τρεις απαλλαχτήκανε γιατί’ χανε χατήρι.

Να σας ε πω ποιες ήτανε οι καταδικασμένες

χωρίς αιτία κι αφορμή και κλαίμε οι καημένες.

Τ’ Αγγελιδάκι το Αθηνιό και του Τρυπιδογιάννη

του Λιανδρογιάννη το Μαριό και θα τις φάνε οι πόνοι.

Εκεί τονε και άλλη μια η κόρη του Σαββάκη2

τον πόνο είχε στην καρδιά στα χείλη το φαρμάκι.

Στην υστεριά εγράφτηκε τ’ όνομα το δικό μου

που περπατώ και χάνεται ο ήλιος από μπρος μου.

Ετουτεσές επήρανε με συνοδεία επιαίναν

πονό’ χαμε μες στην καρδιά τα μάθια μας εκλαίγαν.

Στα Παπουράκια λένε το εις το μερτίδι δίπλα

έστεκε τ’ αυτοκίνητο να πάρει τα κορίτσα.

Έξι εφτά θαν ήτανε οχτώ απάνω κάτω

όταν εξεκινήσαμε και γύραμε ίσα κάτω.

Τα φώτα ήψε ο κερατάς κι απόκειας δίδει φόρα

στις Βούτες εσταμάτησε γιατί περνά η ώρα.

Και όλοι επορίσανε και στου Τριγύρη πάνε

τραπέζι είχε έτοιμο και κάτσανε να φάνε.

Κι εμείς εις τ’ αυτοκίνητο εκλαίγαμε οι καημένες

τη μοίρα μας εβρίζαμε οι κακομοιριασμένες.

Σε κείνη τη περίπτωση είδα’ να Γερμανάκι

και βγάζει από το γυλιό και δίνει μας ψωμάκι.

Λέει μας να και φάτε το λυπούμαι σας καημένα

να βοηθήσω δεν μπορώ δεν είναι από μένα.

Σταφύλια μας εφέρανε να φάμε μας ε λέγαν

μα μεις απαρηγότητα κλαίγαμε τα καημένα.

Κι απήτις εποφάγανε ήρθαν οι δολοφόνοι

και πάλι εξεκινήσαμε για το Τυμπάκι όλοι.

Κλαίγανε απαρηγόρητα με πόνο με λαχτάρα

ίσαμε και εφτάσαμε εις την Αγιά Βαρβάρα.

Εκεί εσταματήσαμε στην Αγορά το λέγαν

τα χωργιανάκια ήρθανε παίρνει η καρδιά μου αέρα.

Ευθύς παρηγορήθηκα και σβήνει ο λογισμός μου

γιατί εκεί συνάντησα κι ένα αξάδερφό μου.

Αμέσως γω τον φώναξα με τη χαμένη ελπίδα

γιατί πήρε η καρδιά χαρά την ώρα που τον είδα.

Φωνάζω του αδυνατά κοντά εγώ σε θέλω

και ησυχάζει η καρδιά και πλιο δεν ξανακλαίω.

Και μπήκαν κι άλλοι χωριανοί μέσα εις το αμάξι

παρηγοριά μας δίνανε κι έσβηνε το μεράκι.

Λοιπόν εταξιδεύαμε ώρα πολύ στ’ αμάξι

και μια στιγμή ελέγανε φτάσαμε στο Τυμπάκι.

Αμέσως κατεβήκαμε και χάμε σταματούμε

δεν ξέραμε οι άμοιρες τι’ θελα πογενούμε.

Και παίρνει μας ο Γερμανός άντρες γυναίκες όλοι

στη φυλακή μας έβαλε μέσα και μας κλειδώνει.

Και τσ’ άντρες έβαλε αλλού και εξεχώρισέ μας

και σκοτεινά μας άφησε κι ευθύς εκλείδωσέ μας.

Μα ο τοίχος ήτανε φτενός και κουβεντιάζαμε όμως

κι αστεία μας ελέγανε για να περνά ο πόνος.

Κι απήτις εξημέρωσε κι ήρθε το φως της μέρας

τους άντρες μας επήρανε και πήγαν τους στα έργα.

Και μας αφήκανε εκεί μέσα εις την κουζίνα

και δεν εκάναμε δουλειά μόνο για τιμωρία.

Το μεσημέρι ήρθενε μα νηστικές ακόμη

μα μεις δεν επεινούσαμε γιατί μας τρώνε οι πόνοι.

Εφέρανέ μας και ψωμί ρύζι με την κονσέρβα

μα μεις δεν επεινούσαμε μόνο τα μάτια εκλαίγαν.

Τα χωριανάκια ήρθανε πάλι να μας ε δούνε

το ρύζι τους εδώκαμε να φάνε που πεινούνε.

Δευτέρα μέρα ήτονε βραδυάζει κι ήρθε η Τρίτη

μου λένε ήρθε η μάνα σου για σένα από το σπίτι.

Με μια λαχτάρα έτρεχα να δω η τη μαμά μου

και βλέπει μας ο Γερμανός κι έκαψε τη καρδιά μου.

Αμέσως μας φυλάκισε τη μάνα μου και μένα

και χωριστά τη καθεμιά τρέχει η καρδιά μου αίμα.

Ώρα εκεί μας είχανε κει μέσα κλειδωμένες

σκεφτείτε τι εκάναμε κει μέσα οι καημένες.

Το πείσμα σαν του πέρασε και η μανία η τόση

ετότες ήρθε ο κερατάς να μας εξεκλειδώσει.

Στη μάνα τότε λέω τση φύγε από δω μακρά μου

να μη χαθείς και συ για με και κλαίει η καρδιά μου.

Μάνα σαν ήμουν άτυχη μάνα γιατί με γέννας

για δε με πλάντας στα στενά να μη με δει κανένας.

Η έρμη Τρίτη βράδιασε κι ήρθενε η Τετάρτη

με πόνους και με βάσανα και με μεγάλη ζάλη.

Και τότε μας ε παίρνουνε πάλι με συνοδεία

να πάμε σε βοήθεια σ’ ελληνικιά κουζίνα.

Εκεί δεν είναι Γερμανοί Έλληνες μαγειρεύουν

και πάνε όλοι οι άνθρωποι ψωμί φαΐ και παίρνουν.

Το μεσημέρι εκεινονά ήρθαν οι χωριανοί μας

παρηγοριά μας δίνανε και χάρηκε η ψυχή μας.

Αυτή την ώρα την στιγμή ήρθενε το μαντάτο

πως ήρθενε επιτροπή που το χωριό μας κάτω.

Μας είπανε πως ήρθανε κανίσκι τους εφέραν

για να μας εγλιτώσουνε που του εχθρού τη χέρα.

Ήρθε λοιπόν επιτροπή μέσα εις το Τυμπάκι

για μας ήρθενε και παπάς γιατρός και ο Κουράκης.

Τετάρτη σαν εβράδιασε ήρθ’  η αστυνομία

στα σύρματα να πάμενε κατάσταση αθλία.

Λιγάκι δα βελτίωση επήρε η καρδιά μου

γιατί εβρήκα θείους μου και ξαδερφόπουλά μου.

Ήρθενε η Πέμπτη θλιβερή και σίμωνε η ώρα

και συνοδεία πάμενε στης γκεσταπός τη πόρτα.

Εκεί σαν εσιμώσαμε στα μάτια μου τι είδα

δύο κορίτσια χωριανά από την Κιθαρίδα.

Εφέρανέ της και αυτές μόνο για τιμωρία

για να πληρώσουνε κι αυτές εις την αιχμαλωσία.

Κοιτάξατε δα μια δουλειά διαβάσετε μια κόλλα

εμείς να τα πληρώσουμε των χωριανών μας όλα.

Η Πέμπτη τότε εβράδιασε κατά τις πέντε η ώρα

ήρθενε και η διαταγή κι εχάρηκά τη κιόλας.

Και ήρθενε η διαταγή από τον αρχηγό τους

να φύγουνε οι αιχμάλωτες να πάνε στο χωριό τους.

Που τη χαρά μου την πολύ δεν ξέρω τι να κάνω

στο αμάξι μέσα μπήκαμε και τη σεντόνα χάνω.

Αλήθεια έφερέ ντηνε μέσα εις το αμάξι

ένα κορίτσι ταπεινό που τόλεγαν Σαββάκη.

Εκεί’ ναι κι ένας θείος μου μέσα εις το αμάξι

κι είχα χαρά απερίγραπτη κι έσβυσε το φαρμάκι.

Και έδωσα μία ευχή στη γκεσταπό στη μέση

να πέσει βόμβα Αγγλικιά κι όλους να τσ’ αφαιρέσει.

Και φεύγομε από κειδά με μια χαρά και γέλια

ζωγραφιστό στην καθεμιά το πρόσωπό της γέλα.

Περάσαμε πολλά χωριά και μας περιποιούντο

γιατί’ μασταν αιχμάλωτες κι όλοι μας ελυπούντο.

Στους Αγίους Δέκα φτάσαμε τ’ αμάξι σταματάει

εκεί εκατεβήκαμε χαρά’ χαμε μεγάλη.

Μα ο μπαμπάς μου είχενε φίλο και τόνε βρήκα

στο σπίτι του επήγαμε και μας περιποιηθήκαν.

Τρία κορίτσια ήπηρα με μια χαρά και πίστη

και πάμενε να βρούμενε του φίλου μας το σπίτι.

Μα βρήκαμέ ντονε εμείς τραπέζι μας ε στένει

γιατί’ μασταν αιχμάλωτες κι όλος ο κόσμος κλαίει.

Κι απήτις εξημέρωσε κι ήρθε το φως και η μέρα

στην αγορά εβγήκαμε χαρά να δεις και γέλια.

Τ’ αμάξι περιμέναμε με μια χαρά κι ελπίδα

και λέω τους να φύγομε διά πεζοπορία.

Αμέσως ξεκινήσαμε πάμενε με τα πόδια

χαρά μεγάλη είχαμε εκείνη να την ώρα.

Με μια χαρά πηγαίναμε κι είχαμε και λαχτάρα

αλήθεια σταματήσαμε εις την Αγιά Βαρβάρα.

Τραπέζι μας εκάμανε και μας περιποιούνται

γιατί’ μαστε αιχμάλωτες κι όλοι μας ελυπούνται.

Και από κει κινήσαμε αμέσως κατευθεία

και δεν εσταματήσαμε έως τα Σπηλιαρίδια.

Και όταν επροβάλαμε και το χωριό να δούμε

χαρά μεγάλη είχαμε κι από καρδιά γελούμε.

1 Ροδάνθη Γεωργίου Σαββάκη-Βαμβουκάκη, Κρουσώνας, 6 Οκτωβρίου 2007
2 Οι πέντε κοπέλες του Κρουσώνα που οδηγήθηκαν από τους Γερμανούς για αγγαρεία στο πολεμικό αεροδρόμιο Τυμπακίου ήταν οι : Αθηνά Αγγελιδάκη, Αικατερίνη Τρυπιδάκη, Μαρία Λιανδρογιαννάκη, Ροδάνθη Σαββάκη και Δημοκρατία Ξυλούρη

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης  είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.