Ο πατριώτης Μύρωνας Μαρκετάκης από τον Άγιο Μύρωνα Μαλεβιζίου και η Μαρία (το γένος Λεστάκη), σύζυγος του
Δεξιά ο πατριώτης Μύρωνας Μαρκετάκης από τον Άγιο Μύρωνα Μαλεβιζίου. Φυλακίσθηκε στην Αλικαρνασσό, στην Αγυιά (όπου βασανίστηκε απάνθρωπα) και στις φυλακές Αβέρωφ Αθηνών. Εκτελέστηκε στην Κοκκινιά, στις 17 Ιουνίου 1943.

Η γενική Ιστορία του Ελληνικού Έθνους συντίθεται από την ιστορία κάθε τόπου. Τα δρώντα πρόσωπα είναι οι πρωταγωνιστές της τοπικής ιστορίας, αφού χωρίς αυτούς δεν υπάρχει ιστορία. Οι ίδιοι μένουν συνήθως στην αφάνεια, τις περισσότερες φορές είναι δική τους επιλογή. Τα χρόνια 1941-1945, δύσκολα και τραγικά για την Κρήτη μετά την κατάληψή της από έναν βάρβαρο φασιστικό και ναζιστικό στρατό, η ιστορία καταγράφει χιλιάδες θύματα. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι και ανάπηροι, κανείς δεν εξαιρέθηκε από τις κάνες των κατακτητών. Τα περισσότερα θύματα ήταν πατριώτες της Κρήτης που δεν υπέκυψαν αλλά οργανώθηκαν στις αντιστασιακές ομάδες, υπερασπιζόμενοι την ελευθερία. Ο Μύρωνας Μαρκετάκης ήταν ένας απ’αυτούς τους ήρωες, που έδωσε τη ζωή του στον αγώνα. Στήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα στις 17 Ιουνίου 1943, μετά από σκληρά βασανιστήρια, τιμώντας την Πατρίδα του την Ελλάδα και τον τόπο του, τον Άγιο Μύρωνα Μαλεβιζίου.

Ο Μύρωνας Μαρκετάκης γεννήθηκε στον Άγιο Μύρωνα. Οι γονείς του ήταν ο Δημήτριος και η Αγγελική. Παντρεύτηκε τη Μαρία (το γένος Λεστάκη) και απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτριο και την Αγγελική. Η σύζυγός του Μαρία, ήταν αδερφή της Ειρήνης, γυναίκας του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά.

Στο εξαιρετικό βιβλίο του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγίου Μύρωνα, «Ο Άγιος Μύρωνας στο πέρασμα των χρόνων» του Ιωάννη Φραγκιαδάκη, στις σελίδες 26-27, καταγράφονται τα ονόματα όλων των Αγιομυργιανών που πήραν μέρος στη μάχη της Κρήτης.

«…έρχεται η σειρά της Κρήτης τον Μάη του 1941. Στις 21 Μάη 1941 (πρώτη μέρα), αρχίζουν οι αεροπορικές επιδρομές, οι βομβαρδισμοί και η πτώση αλεξιπτωτιστών. Εκτός των άλλων τοποθεσιών, ο χώρος από το Γάζι έως τις σχολές του Πανεπιστημίου – που ελέγχεται από τον Αγιομυργιανό Αντισυνταγματάρχη Χαιρέτη Ευάγγελο – επιλέγεται ως χώρος ρίψης αλεξιπτωτιστών. Στην τοποθεσία αυτή, όσοι Αγιομυργιανοί έχουν την δύναμη, αφού οι νέοι βρίσκονται ακόμα στην Αλβανία, φεύγουν με τα πόδια και πηγαίνουν στα σημεία πτώσης των Γερμανών αλεξιπτωτιστών και τους πολεμούν με γκράδες, μαρτίνια και εμπροσθογεμή (δηλ. γέμιζαν από μπροστά) κυνηγετικά τουφέκια.

Οι πρώτοι που φτάνουν είναι ο Κυριακάκης Μύρων, ο Σέρδες Ευάγγελος, ο Χαιρέτης Μιχαήλ του Ιωάννου, ο Λαμπράκης Ιωάννης του Μιχαήλ, ο Μαγκουσάκης Γεώργιος του Ν. και ο Κοτσιφός Ανδρέας του Νικ. και ακολουθούν οι:  Κοτσιφός Εμμ. του Ν., Αλατσάκης Ιωάννης του Στυλιανού, Πλερωνάκης Γεώργιος του Εμμανουήλ, Τζουλάκης Μύρων του Στρατή, Χαιρετάκης Γεώργιος του Νικολάου, Αθανασάκης Γεώργιος του Αθαν., Ρεθεμνιωτάκης Εμμανουήλ του Νικ., Λαρεντζάκης Ιωάννης του Μηνά, Κουτσάκης Φραγκιός, Κυριακάκης Μύρων, Σπαγουλάκης Μιχαήλ, Ανωγειανάκης Ιωάννης, Ανωγειανάκης Θεμιστοκλής, του Ι., Κυριακάκης Γεώργιος, Λυρώνης Χρόνης, Σκαλανιωτάκης Στυλιανός, Σκαλανιωτάκης Στυλιανός του Μιχ. και Μαρκετάκης Μύρων του Δημητρίου».

 Χειρόγραφο σημείωμα Μύρωνα Μαρκετάκη από τις φυλακές Αβέρωφ προς τη γυναίκα του Μαρία, μία ημέρα πριν την εκτέλεσή του
Αριστερά η Μαρία (το γένος Λεστάκη), σύζυγος του Μύρωνα Μαρκετάκη. Μετά τη σύλληψη του συζύγου της ακολούθησε και η σύλληψη της ίδιας. Κλείστηκε στις «Κάτω Φυλακές» Ηρακλείου, σημερινό πάρκο Θεοτοκόπουλου επί έξι (6) μήνες, πριν αφεθεί ελεύθερη

Για τη σύλληψη του Μύρωνα Μαρκετάκη, στο βιβλίο του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγίου Μύρωνα, «Ο Άγιος Μύρωνας στο πέρασμα των χρόνων», διαβάζουμε:  «…το σπίτι του Κωνσταντίνου Μαρκετάκη του Μιχαήλ που χρησιμοποιήθηκε ως Διοικητήριο, ανακριτικό γραφείο, κρατητήριο και γραφεία των SS, σ’αυτό το Διοικητήριο – Κολαστήριο μαρτύρησαν πάρα πολλοί.

Συλλαμβάνεται και κακοποιείται ο Μαρκετάκης Μύρων του Δημ. Κλείνεται στις φυλακές Ν. Αλικαρνασσού, Αγυιάς, Αίγινας και Αβέρωφ και τον σκοτώνουν στην Κοκκινιά στις 17-6-1943.Φυλακίσθηκε στις Κάτω φυλακές (πάρκο Γεωργιάδη) η Μαρία Μαρκετάκη σύζυγος Μύρωνος…».

Στις 16 Ιουνίου 1943, από τις φυλακές Αβέρωφ που είχε μεταφερθεί ο Μύρωνας Μαρκετάκης, καταφέρνει και στέλνει σημείωμα στη σύζυγό του Μαρία.

Δίδει οδηγίες για τα παιδιά του Δημήτρη και Αγγελική, χωρίς ο ίδιος να νιώθει καμία πικρία για την εκτέλεσή του που θα ακολουθήσει την επόμενη ημέρα 17 Ιουνίου. Το χειρόγραφο σημείωμα αναφέρει τα εξής:

«Αγαπητή μου Μαρία

Χαίρε δια τελευτέαν φοράν. Τα παιδιά να φροντίσης να τα σπουδάσης και να πάρουν μια καλήν μώρφοσιν. Να τα προσέχης.

Δεν πηράζη ότι πάω και εγώ δια την πατρίδα

Σε φιλώ, φίλισε τα παιδιά μου, κάμε το καθήκον σου. Να μην κλαίτε

Ο Αγαπητός Σύζυγός σου

Μύρων Δ. Μαρκετάκης Εν Φυλακές Αβέρωφ 16-6-1943».1

Η κόρη του Μύρωνα Μαρκετάκη, Αγγελική Μαρκετάκη – Μπριντάκη, σε σημείωμα που έχει καταχωρηθεί στο Αρχείο Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης Ομάδες Μπαντουβάδων, γράφει γα τον πατέρα της:

Επιστολή Μαρίας Μαρκετάκη προς τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά. Μεταξύ άλλων γράφει : “…σου γράφο να ξέρις ότι και αν έχασα τον αγαπημένο μου μύρω το σπήτι του πάλη θα είναι ανιχτό νίχτα και ημέρα διά τους ανθρόπους τους ηδηκούς σου…”

«Ο Μύρωνας Δημητρίου Μαρκετάκης ήταν άριστος οικογενειάρχης, φιλότιμος, φιλάνθρωπος και μεγάλος πατριώτης. Γεννήθηκε στον Άγιο Μύρωνα και παντρεύτηκε τη Μαρία Γεωργίου Λεστάκη από τις Κάτω Ασίτες, αδερφή της Ειρήνης, σύζυγο του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά.

Τον Οκτώβριο του 1941 ως Γενικός Σύνδεσμος Κρήτης στην Εθνική Αντίσταση και ως κουνιάδος του Εμμανουήλ Μπαντουβά, ύστερα από προδοσία συγχωριανού του, συνελήφθη στο καφενείο του Αλέκου Σταγάκη στο Ηράκλειο, από τον τότε Διοικητή Χωροφυλακής Ηρακλείου Πολιουδάκη, ενώ ευρίσκετο σε διατεταγμένη υπηρεσία με σκοπό τη μεταφορά μυστικών εγγράφων στα Χανιά, τα οποία και τελικά κατόρθωσε να εξαφανίσει. Έκανε στις φυλακές Αλικαρνασσού, Αγυιάς Χανίων, Αίγινας και Αβέρωφ Αθηνών, μέχρι της 17 Ιουνίου 1943, ημέρα που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. Η σύζυγός του Μαρία Μαρκετάκη φυλακίστηκε επί έξι (6) μήνες στις φυλακές Αλικαρνασσού. Δύο ημέρες πριν την εκτέλεσή του, ο Μύρων Μαρκετάκης έγραψε σημείωμα στη σύζυγό του Μαρία από τις φυλακές Αβέρωφ, το οποίο κατόρθωσε μέσω του Παύλου Ντεντιδάκη, ξαδέρφου του και κατοίκου Πειραιά, να στείλει στη γυναίκα του”.2

Τρία ανέκδοτα έγγραφα του αρχείου Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Κρήτης Ομάδες Μπαντουβάδων, δίδουν πληροφορίες για τον Μύρωνα Μαρκετάκη και τον ηρωικό του θάνατο.

Έγγραφο 1

“Αγαπητέ Αδελφέ Μανολάκη

Έλαβα τα γραματά σου και εχάρικα που ήσθε όλοι καλά. το ξέρο Αδελφέ μου ότι ο άδικος θάνατος του Αγαπημένου μου ανδρός σας επροξένησε μεγάλη λήπη και σας ευχαριστό πολύ επήσις ξέρο και ήμε ήσιχι ότι θα ήσθε ο άγριπνος φρουρός τον μηκρον μου ορφανόν τον οπιων ο μπαμπάς ήχε την δήναμην την όρα του θανάτου του να γράψη γράμα και να μας πη ότι δεν πηράζι ότι χάνετε για την πατρίδα και να μη κλαίμε.

δόσε εις όλα τα παλικάρια του βουνού πολούς χαιρετισμούς, τους ευχαριστό όλους όπου σιμερίσθισαν την λίπι μου και σας εύχομε να σας βλέπη ο θεός και γρίγορι ελευθερία διά να ημπορέσετε να εκδικηθίτε το αθώο έμα τοσον ανδρών

που άδικα έχισαν η άνανδρι εχθρί και προδότες.

επήσις σου γράφο να ξέρις ότι και αν έχασα τον αγαπημένο μου μύρω το σπήτι του πάλη θα είναι ανιχτό νίχτα και ημέρα διά τους ανθρόπους τους ηδηκούς σου.

Έχεις πολά φιλιά από τα παιδιά μου.

Σε φιλώ

η αδελφί σου Μαρία

Μαρκετάκη

Σας στέλνω κατητί για μια μακαρία διότι ήμε ακόμη πολύ ζαλισμένη και δεν έκαμα κήνο που ήθελα αλά πιο ήστερα…

Την επιστολή στέλνει η Μαρία Μαρκετάκη προς τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά. Τον προσφωνεί αδελφό, αφού η γυναίκα του Καπετάν Μανόλη Ειρήνη, είναι αδελφή της. Στην επιστολή δεν αναγράφεται ημερομηνία. Από τα λεγόμενα, πιθανή ημερομηνία είναι από 17 Ιουνίου ως 25 Ιουλίου 1943 που έγινε το πρώτο μνημόσυνο του Μύρωνα Μαρκετάκη. Η Μαρία εύχεται γρήγορη ελευθερία και τονίζει ότι το σπίτι της, μετά τον άδικο θάνατο του άντρα της, θα παραμείνει ανοιχτό για τους άντρες της Αντίστασης.

Έγγραφο 2

“Αγαπητέ μας αδελφέ χέρε

ελάβαμε το σιμίομα εχαρίκαμε πολή νωμίζαμε πος ήσουνα ω ήδιως μου γράφης δια τον κουπάρο μου εγώ θα έλθω την παραμονί της Παναγίας να σου πω και τη μου σίβηκε διώτι δεν έχω που να πο τον πόνο μου μόνο σε εσένα ως αδελφός αφού ήλθα στο θάνατο και με κίταγε ο Ταγιατάς Ηπόφερα από τη χωλή μου τώρα πάγω καλίτερα αλά ήνε ο Ανδρέας άρωστος και αφτός από στεναχόρια και φωβούμε μη πάθι τήποτα

ήνε πολί αδίνατος ο θεός να με λιπιθή

μάθε ότη θέλι να έρθι ο Βασίλης με την γινέκα του και του διαμαντή η γινέκα στη βάπτισι εάν θέλης πρότηνέ τους το και εσή έχης χερετησμούς από όλους διετέρους τον Ανδρέα και θέλωμε να σου στίλωμε μερικά πράγματα αλά μου λένε πος δεν ήσαι αφτού γράψε μου εβγάλατε τομάτες να βαστό κανένα καλάθι σε φιλούμε Μαρία”.

Την επιστολή στέλνει η Μαρία Μαρκετάκη στον καπετάν Μανόλη Μπαντουβά χωρίς ημερομηνία. Από τα περιεχόμενα, πιθανή ημερομηνία από 25 Ιουλίου ως 15 Αυγούστου 1943. Του αναφέρει ότι αρρώστησε από τη στενοχώρια της στη χολή και την περιέθαλψε ο Ανωγειανός γιατρός Νίκος Νταγιαντάς, μέλος της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων.

Έγγραφο 3

“Αγαπητέ Κουμπάρε

Είμαστε καλά το αυτό ευχόμεθα και για σας. Προ δύο ημερών έγινε γνωστόν και σε μας η μεταπολίτευσις της Ιταλίας. Αυτό το ακούσαμε με ευχαρίστησι και επ`αυτού σου γράφει ο Δραμυτηνός σχετικώς. Προχθές όταν πήγα στο Σχινιά σου έστειλα μια επιστολή εις την οποίαν σου γράφω ότι πρέπει να συναντηθούμε. λοιπόν περιμένω απάντηση. Πρέπει να συζητήσωμεν για το οικονομικόν ζήτημα και πολλά άλλα. Όπως σου έγραψα προχθές για το μνημόσινον του μακαρίτη του Μύρω έγινε την Κυριακήν, δεν μου ταίργιασε να βρεθώ και εγώ εκεί, αλλά όπως έμαθα παρεβρέθη σχεδόν όλο το χωργιό, του καμαν ένα επισημότατον μνημόσινον και του κατέθεσαν περί τα 20 στέφανα ήτο πολύ συγκινητικόν το γεγονός. Η καημένη η Μαρία στεναχωράται που έχασε τον άνδρα της αλλά πάλι κάνει κουράγιο γιατί όπως την ξέρεις διακρίνεται για τον χαρακτήρα της.

Με τον Κούβο τον Γιάννη συναντήθηκα και κουβεδιάσαμε. Είναι διατεθυμένος να μας εξυπηρετήσει όσο μπορεί. Επήθη και να σε συναντήσει μου έχει πει πολλά πράγματα που γνωρίζη ο χάρτμαν και τα οποία έχουν γίνη. Πάντως κατά τα λεγόμενά του αντελίφθην ότι θα μας χρησιμεύσει πολύ δεν θέλει όμως να το μάθη κανείς ούτε από τους δικούς μας ούτε από τους δικούς του φοβάται πολύ γιατί τον παρακολουθούν οι άλοι κεσταμπίτες.

Με αγάπη,  Αστρινός Ιατράκης”

Επιστολή του Αστρινού Ιατράκη προς τον καπετάν Μανόλη Μπαντουβά με ημερομηνία 28 Ιουλίου 1943. Πληροφορεί τον Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά για το μνημόσυνο του Μύρωνα Μαρκετάκη την Κυριακή 25 Ιουλίου 1943. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Αγίου Μύρωνα παρευρέθηκαν στον ναό και του αφιέρωσαν είκοσι στέφανα. Τονίζει τη στενοχώρια αλλά και το θάρρος της γυναίκας του ηρωικού Μύρωνα, Μαρίας Μαρκετάκη – Λεστάκη.

Ο Αστρινός Ιατράκης ζητά από τον Καπετάν Μανόλη να συναντηθούν για να συζητήσουν τα οικονομικά θέματα της Οργάνωσης. Ο Δραμυτινός που αναφέρει ο επιστολογράφος είναι ο Νικόλαος Δραμητινός από το χωριό Μάρθα Πεδιάδος, ενεργό και δραστήριο μέλος της Εθνικής Αντίστασης. Σχετικά για τον Γιάννη Κούβο, τον πληροφορεί ότι είναι πρόθυμος να εξυπηρετήσει την υπόθεση της Αντίστασης, μεταφέροντας πληροφορίες από το γραφείο του Χάρτμαν, του επικεφαλής της Γκεστάπο Ηρακλείου και ζητά αυτό να μείνει μυστικό από τους αντιστασιακούς γιατί τον παρακολουθούν οι ντόπιοι γκεσταμπίτες.

Η εγγονή του Μύρωνα Μαρκετάκη, Πελαγία Δημητρίου Μαρκετάκη, γράφει για τον παππού της:

“Ο Μύρων Μαρκετάκης του Δημητρίου και της Αγγελικής, κάτοικος Αγίου Μύρωνος Ηρακλείου, την περίοδο της κατοχής του ’40, ήταν περίπου στην ηλικία των 50 ετών. Έλαβε μέρος ενεργά στην Αντίσταση, από την αρχή του αγώνα, συμμετέχοντας στην ομάδα του Μανώλη Μπαντουβά. Ο Μύρων Μαρκετάκης λειτουργούσε ως σύνδεσμος ανάμεσα σε μέλη της αντίστασης. Χαρακτηριστικά, ο γιος του, Δημήτριος Μαρκετάκης, θυμόταν ότι ο πατέρας του έβαζε σημειώματα μέσα στα παπούτσια των παιδιών του, δηλαδή του Δημήτρη, ο οποίος ήταν τότε στην ηλικία των 10 ετών και της Αγγελικής, που ήταν περίπου 8 ετών και έστελνε τα παιδιά να μεταφέρουν τα σημειώματα στα σημεία που έπρεπε να παραδοθούν, παρακολουθώντας τα από μακριά. Επίσης συγκέντρωνε και μετέφερε στην Αντίσταση πληροφορίες.

Η Ειρήνη Μπαντουβά, σύζυγος του Μανώλη Μπαντουβά, θυμόταν και διηγήθηκε το παρακάτω γεγονός: Οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει στην Αυγενική πυρομαχικά. Ο Μύρων Μαρκετάκης έδωσε στους αντάρτες πληροφορίες και σχεδιάγραμμα που έφτιαξε ο ίδιος, για το μέρος που βρίσκονταν τα πυρομαχικά, μετά από παρακολούθηση και συλλογή πληροφοριών και στη συνέχεια οι αντάρτες ανατίναξαν τα πυρομαχικά των Γερμανών.

Τον Μύρωνα Μαρκετάκη τον πρόδωσε στους Γερμανούς ένας Έλληνας, όπως ακούστηκε μετά, από τις Δαφνές. Τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν στην Αγιά. Όταν τον μετέφεραν στον Πειραιά, προκειμένου να τον εκτελέσουν, ήταν τόσο ανήμπορος από τα βασανιστήρια που υπέστη, ώστε δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Η τελευταία του επικοινωνία με την οικογένειά του, ήταν ένα γράμμα που έγραψε στις φυλακές Αβέρωφ, στις 16-6-1943, όπου απευθυνόμενος στη σύζυγό του Μαρία, της παραγγέλνει να φροντίσει τα παιδιά και να τους δώσει καλή μόρφωση. Χαρακτηριστικά της αναφέρει: «Δεν πειράζει ότι πάω και εγώ δια την πατρίδα». Δύο μέρες αργότερα εκτελέστηκε, αφήνοντας πίσω του δύο παιδιά, το Δημήτρη σε ηλικία τότε 12 ετών και την Αγγελική, 10 ετών περίπου.

Η γυναίκα του Μανώλη Μπαντουβά, Ειρήνη, όταν την κυνηγούσαν οι Γερμανοί, για αντίποινα προς το σύζυγό της, κρυβόταν στο σπίτι του Μύρωνα Μαρκετάκη. Όταν έκαναν εφόδους οι Γερμανοί στο σπίτι, η Ειρήνη έμπαινε μέσα σε ένα άδειο κρασοβάρελο, που η μία του άκρη ακουμπούσε στον τοίχο και έτσι δεν κατόρθωσαν να την βρούνε. Εκτός της συμμετοχής του στην αντίσταση, ο Μύρων Μαρκετάκης έτρεφε βαθιά αγάπη, όχι μόνο για την πατρίδα, αλλά και για τους ανθρώπους.

Όπου ήξερε ότι υπήρχαν οικογένειες φτωχές και σε ανάγκη, τους πήγαινε τρόφιμα και λάδι, πάντα νύχτα, αφήνοντας τα μέσα απ’ την αυλόπορα των σπιτιών, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα, χωρίς να το γνωρίζει κανείς, ούτε η γυναίκα του. Άνθρωποι που βοηθήθηκαν και που τον είχαν δει, το έλεγαν χρόνια μετά στον γιο του και τη σύζυγό του. Πριν την κατοχή, ήρθε στον Άγιο Μύρωνα οικογένεια προσφύγων από τον Πόντο.

Ο Μύρων Μαρκετάκης τους βρήκε μέρος να μείνουν, έπιπλα και τους παρείχε όλα τα αναγκαία και τρόφιμα για να ζήσουν. Χρόνια μετά τον θάνατο του Μύρωνα, το κοριτσάκι αυτής της προσφυγικής οικογένειας, μεγάλη γυναίκα πια, ήρθε στον Άγιο Μύρωνα, από τη Θεσσαλονίκη, όπου κατοικούσε πλέον, πήγε στην κλειστή πια πόρτα του σπιτιού του Μύρωνα, έκανε το σταυρό της και προσκύνησε κλαίγοντας την πόρτα, που κάποτε είχε ανοίξει γι’ αυτήν και την οικογένειά της, να τους καλοδεχτεί και να τους βοηθήσει να επιβιώσουν. Αυτά τα είπε η ίδια αργότερα στο Δημήτρη, το γιο του Μύρωνα.

Ρώτησα κάποτε τον πατέρα μου τον Δημήτρη, θέλοντας να μάθω πως ήταν ο παππούς μου ο Μύρος, σαν πατέρας και σαν οικογενειάρχης. Πες μου του λέω, πως ήταν σαν πατέρας; Έπαιζε μαζί σας, ασχολιότανε με σας; Σας έλεγε παραμύθια; Πως σας φερόταν; Και μου απάντησε: Ήτανε τρυφερός και δίκαιος πατέρας. Κι αυτό που του άρεσε ήταν να γράφει εκθέσεις (κείμενα) για την ελευθερία και να μας τα διαβάζει. Ήτανε ένας πατέρας που αντί για παραμύθια, διάβαζε στα παιδιά τους κείμενα για τη λευτεριά».

 

1 Χειρόγραφο σημείωμα Μύρωνα Μαρκετάκη στη σύζυγό του Μαρία από τις φυλακές Αβέρωφ

2 Ηράκλειο, 13.6.2002, χειρόγραφο σημείωμα της κόρης του Μύρωνα Μαρκετάκη +Αγγελικής Μαρκετάκη – Μπριντάκη

 

Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος