31 Οκτωβρίου 1940, Νεάπολη Λασιθίου. Επίστρατοι Κρήτες στρατιώτες
31 Οκτωβρίου 1940, Νεάπολη Λασιθίου. Επίστρατοι Κρήτες στρατιώτες (ανέκδοτη φωτογραφία)

Σήμερα, 79 χρόνια από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, λιγοστεύουν οι μαχητές που έγραψαν με το αίμα τους τις χρυσές σελίδες του έπους του 1940.

Στο κάλεσμα της πατρίδας, οι νέοι απ’ όλα τα χωριά της Ελλάδας έτρεξαν και  μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, (που αποτυπώθηκε στο φωτογραφικό φακό της εποχής), ύψωσαν το ανάστημά τους στον Ιταλικό φασισμό,  φωνάζοντας το  ιστορικό και ανεπανάληπτο ΟΧΙ.  Οι περισσότεροι πλέον απ’ αυτούς έχουν περάσει στην αιωνιότητα. Έζησαν με τις μνήμες τους και τη χαρά ότι ο Ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε. Κάποιους απ’ αυτούς τους συναντήσαμε πριν από χρόνια και δέχτηκαν να μας μιλήσουν.

Να θυμίσουν τα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας και τις μάχες με τους Ιταλούς, τις πορείες στη λάσπη, την πείνα, τις κακουχίες, τα κρυοπαγήματα, τον θόρυβο του  θανάτου των οβίδων από τα ιταλικά κανόνια. Για να μην ξεχνούν οι νέοι.

«…μετά  την  Ερσέκα τραβήξαμε  και  πιάσαμε τα  στενά  της Κλεισούρας.  Λίγο  πιο πίσω  απ’τα  στενά τραβηχτήκαμε  από  το δρόμο  και  μείναμε μέσα  σ’ένα  δάσος. Ήτανε  28  Ιανουαρίου 1941.  Το  πρωί φανήκανε  τα  αεροπλάνα και  μας  βομβαρδίσανε. Πέντε  Ιταλικά  αεροπλάνα. Μέχρι  να  το καταλάβομε  ότι  ήταν αεροπλάνα,  μας  βομβαρδίσανε κιόλας.  Ήμουνα  πεσμένος μπρούμητα.  Όλοι  είχαμε πέσει  χάμω.  Από  την  μια και  από  την άλλη  μου  μεριά ήταν  άλλοι  στρατιώτες. Τότε  πήρα  ένα βλήμα  πίσω  στην πλάτη.  Ήτανε  περίπου 10-11  η  ώρα.

Πιταροκοίλης Μανόλης του Λεωνίδα (Πάνω Καρουζανώ)

Ο  λοχίας  μας φώναξε  να  μην κινηθούμε  μέχρι  να φύγουνε  τ’ αεροπλάνα.  Μετά που  φύγανε  τ’ αεροπλάνα,  βγαίνει ο  λοχίας  απάνω, πιάνει  τον  ατομικό επίδεσμο  που  είχα και  με  επιδένει.

Με  πήρανε  τραυματιοφορείς.  Τότε είδα  ένα  στρατιώτη μας  σκεπασμένο  με κλαδιά.  Μου  είπαν ότι  τον  είχε πάρει  η  βόμβα και  τον  είχε κάνει  κομμάτια.

Από το  Θραψανό,  τον ελέγανε  Πλουμάκη.  Και ένας  κοντοχωριανός  μας από  τσι  Αποστόλους, Σαββάκης,  εσκοτώθηκε  στον ίδιο  βομβαρδισμό.  Οι τραυματιοφορείς  με  πήγανε σε  ένα  λάκκο και  έμεινα  όλη μέρα  μέσα.

Ο λάκκος  είχε  και νερό  και  ακουμπούσα στο  νερό.  Την νύχτα  με  βάλανε σε  ένα  αυτοκίνητο και  με  κατεβάσανε στο  ορεινό  χειρουργείο. Μου  κάνανε  εγχείρηση και  μου  βγάλανε το  βλήμα.  Ύστερα πήγα  στη  Μονή Βελά  που  είχε γίνει  νοσοκομείο…».

(+Πιταροκοίλης Μανόλης,  Πάνω  Καρουζανώ, τραυματίας Ελληνοϊταλικού  πολέμου)

«…στην Τρεμπεσίνα  επήραμε  διαταγή μια  μέρα  να βγούμε  στο  1923 ύψωμα.  Ανεβήκαμε  στο ύψωμα  και  συναντήσαμε 5  μέτρα  χιόνι.

Ο  Λοχαγός  μας είπε  ότι  δεν μπορούμε  να  σταθούμε και  κατεβήκαμε  πάλι κάτω.

Σε  λίγες μέρες  έρχεται  ένας καινούριος λοχαγός  και  μας λέει  ότι  πρέπει να  βγούμε  πάλι στο  ύψωμα.

Επήγαινε αυτός  μπροστά  και πατούσε  το  χιόνι και  μεις  ακολουθούσαμε από  πίσω.  Το ύψωμα  αυτό  έπρεπε να  το  κρατήσομε πάση  θυσία  γιατί αν  το  παίρνανε οι  Ιταλοί  θα είχαμε  μεγάλες  ζημιές.

 

Το  πυροβολικό  τους μας  έβαζε  στα τυφλά  και  οι οβίδες  πηγαίνανε  στράφι. Από  το  ύψωμα όμως  το  1923 θα μπορούσανε  να  διορθώνουνε τις  βολές  και θα  μας  κάνανε ζημιά.

Αυτά  μας  τα έλεγε  ο  Λοχαγός. Στο  ύψωμα  ήτανε ομίχλη,  δυο  μέτρα μόνο  έβλεπες  μπροστά σου.  Χιόνι μη  τα ρωτάς,  πέντε  μέτρα ύψος.  Αφού  εκάρφωνες μέσα  στο  χιόνι και  δεν  μπορούσες να  βγεις  μετά. Όλη  τη  νύχτα δεν  εκοιμούμαστε  μόνο κινούμαστε  συνέχεια  για  να  μη παγώσομε.  Ένας  στρατιώτης από  την  Ελιά επέθανε  από  το κρύο,  τον  βρήκαμε το  πρωί  παγωμένο. Πεθάνανε  και  δυο τρεις  άλλοι.  Στο ύψωμα  κάναμε  οχτώ μέρες.

Πριν  από  μας το  ύψωμα  το κρατούσε  το  Σύνταγμα του  Βόλου.  Είχε μεγάλες  απώλειες  από  το κρύο.  Εμείς  τσι Ιταλούς  δεν  τσι φοβούμαστε,  επολεμούσαμε  χωρίς να  μας  νοιάζει η  ζωή  μας. Αυτό  που  δεν μπορούσαμε  να  κάνομε καλά  ήτανε  το κρύο.  Εχθρός  πιο μεγάλος  από  τσι Ιταλούς…».

(+Μακρογαμβράκης Γιάννης  τ.  Εμμανουήλ, Ξειδάς)

«… είχαμε  τα μουλάρια  σ’ένα  μέρος προφυλαγμένα.  Όταν  επήραμε τη  διαταγή  επεράσαμε από κει  που  ήταν τα  μουλάρια.  Θυμούμαι ακόμη  τη  σκηνή. Είχανε  πέσει  ιταλικές οβίδες  και  τα είχανε  κάνει  κομμάτια. Εβαδίσαμε  δίπλα  τους. Όλα  σκοτωμένα.  Τα λυπήθηκα  όπως  τα’βλεπα σκορπισμένα  χάμω.  Τότε εσκέφτηκα  πως  ή άθρωπος  ή  ζώο, στην  ίδια  μοίρα είμαστε.  Επροχώρησα  και  δεν εγύρισα  να  ξανακοιτάξω…».

(+ Κτιστάκης Μανόλης  του  Ιωάννου, Σμάρι)

Καλυκάκης Μανόλης του Αντωνίου, (Σμάρι)
Γερογιαννάκης Κίμωνας του Φραγκίσκου (Γεράκι)

«…από  τα Τρία  Αυγά  μας εβάνανε  οι  Ιταλοί. Ο  Λευτέρης  ο Μπαλτζάκης  από  τον Καρδουλιανώ  επήγαινε  και ήφερνε συσσίτιο  στους  στρατιώτες του.

Ήτανε  λοχίας. Του  λέμε  Λευτέρη κάτσε!

Μας  λέει, δεν σκοτώνουνε  οι  σφαίρες! Και  ποιος  σκοτώνει ; Ο  Θεός!  μας ήλεγε.

Έπεσε  μια οβίδα  και  τονε χτύπησε  ένα  βλήμα στην  κοιλιά  και τονε  σκότωσε.  Άντρας πολύ  ζωηρός,  δεν εφοβούντανε  τίποτα.

Πιάνω και  βρίσκω  ένα κουτί  που  μας εφέρνανε  τσι  Κορινθιακές σταφίδες,  το’κοψα  και ήκανα  ένα  σταυρό.

Γράφω  απάνω,  Ελευθέριος Μπαλτζάκης,  λοχίας  του πυροβολικού  από  την Κρήτη.  Εκιά  θαν είναι  ακόμη…».

(+Καλυκάκης Μανόλης  του  Αντωνίου, Σμάρι)

«…στις  9 του  Μάρτη  άρχιξε η  μεγάλη  επίθεση των  Ιταλών.  Ο ίδιος  ο  Μουσολίνι λέγανε  μετά  ότι την  παρακολουθούσε.  Έγινε μεγάλος  χαλασμός.  Τα ιταλικά  κανόνια  εβάνανε στην  Τρεμπεσίνα.  Επέσανε πολλοί  δικοί  μας τότε.  Το  βουνό είχε  δυο  τρία μέτρα  χιόνι  και έγινε  μαύρο  από τις  πολλές  οβίδες και  το  κακό που  γίνηκε  την ημέρα  αυτή.  Εμείς όμως  δεν  υποχωρήσαμε καθόλου,  δεν  εκάναμε ζάλο  πίσω  από τις  θέσεις  μας.

Πολλά  μουλάρια  μας είχανε  σκοτώσει  οι ιταλικές οβίδες.  Στα  τελευταία ο  χωριανός  μας γιατρός  ο  Μανουσάκης μας  έλεγε  να τα  θάφτομε  κι αυτά  για  να μην  αρρωστήσομε.  Ο δικός  μου  λόχος έφυγε  τελευταίος  από την  Αλβανία.  Εμείναμε και  κρατούσαμε  άμυνα και  οι  δικοί μας  οπισθοχωρούσανε.  Εχαλούσαμε και  τις  γέφυρες που  συναντούσαμε  μόλις επερνούσανε  τα  δικά μας  στρατεύματα.  Εφτάξαμε στα  Γιάννενα και  επαραδώσαμε τον  οπλισμό  μας  σ’ ένα  Γερμανό  λοχία. Θυμούμαι  όταν εφτάξαμε  στην  Κρήτη, μας  έβγαλε  το καράβι  στη  Γραμβούσα στα  Χανιά.  Αρχές του  Ιούνη.  Επερνούσαμε από  το  Μάλεμε και  εβλέπαμε  τα αλεξίπτωτα  τα  γερμανικά σωρούς  από  την μια  και  την άλλη  μεριά  του δρόμου.  Μας  εφωνάζανε εκεί  οι  χωριανοί να  μην  τα πειράζομε  γιατί  θα μας  εσκοτώνανε  οι Γερμανοί…».

(+ Σαριδάκης Χαρίδημος, Κασταμονίτσα)

«…από  το  Ηράκλειο επήγαμε  στο  Μεσολόγγι. Από  το  Μεσολόγγι ποδαρόδρομο  στα  Γιάννενα. Στο  δρόμο  είδα και  οδηγούσανε  οι δικοί  μας  Ιταλούς αιχμαλώτους  προς  τα κάτω.  Εγώ  τσι λυπήθηκα  και  επέταξά ντως  ένα  πακέτο τσιγάρα  που  κρατούσα.

Από  κει  περάσαμε στην  Αλβανία  σε ένα  χωριό  που το  λέγανε  Λιμπόχοβο. Από  το  Λιμπόχοβο περάσαμε  τη  Χειμάρα για  να  βγούμε στην  πρώτη  γραμμή. Τραβήξαμε  για  το βουνό  Σεντέλι.  Εκεί είδα  τον  πρώτο στρατιώτη  μας  νεκρό. Έτρεχε  το  αίμα του  απάνω  στο χιόνι.  Οι  στρατιώτες που  ήτανε  εκεί είχανε  υποχωρήσει  για να  πάρομε  εμείς τη  θέση  τους. Είχανε  τα  αντίσκηνά τους  αφήσει  και τα  παραλάβαμε.  Το βράδυ  μου  λένε Τσαπάκη,  πήγαινε  να φυλάξεις  σκοπός.  Ήτανε ένα  χαράκωμα  πιο πάνω  και  έπρεπε να  πάω  να φυλάξω  σκοπός.

Όπως  τραβούσα  απάνω μου  πάντηξε  ένας και  ήτανε  κάτω και  κοίτουντονε.  Που θα  πάω,  του λέω.  Δεν  μου μιλεί.  Τονε  κουνώ και  βλέπω  ότι ήτανε  σκοτωμένος.  Πάω πιο  πάνω  βλέπω και  άλλο  στρατιώτη σκοτωμένο.  Το  πρωί που  ξημέρωσε  επήγαμε με  ένα  από τση  Αρχάνες,  Καρπουζάκη Νίκο,  πιάνομε  τα σκαπανικά  και  βγάλαμε ένα  λάκκο  και τσι  θάψαμε.  Μαζί τσι  θάψαμε,  πρόσωπο με  πρόσωπο.

Μια  άλλη  μέρα με  πήρε  ένας λοχαγός  και  ένας ανθυπολοχαγός  να  πάμε σε  ένα  ύψωμα να  κανονίσομε  τσι βολές  του  πυροβολικού μας.  Επήγαμε  σε ένα  φυλάκιο.  Εγώ έμεινα  πιο  πίσω. Μόλις  τσι  αντιληφθήκανε οι  Ιταλοί  τσι σκοτώσανε  και  τσι δυο.  Μου  λέει ένας  άλλος  αξιωματικός Τσαπάκη  πήγαινε να  πάρεις  τη  θέση  τους.  Επήγα και  επέφτανε  οι όλμοι  από πάνω  μου σύννεφο.  Κάνω  το  σταυρό  μου, εγύρισα  και  εκοίταξα τον  ουρανό.  Σύρθηκα με  την  κοιλιά και  γκρεμίστηκα  από κάτω  σε  ένα μικρό  γκρεμό.  Εσταμάτησα εκεί.  Ένας  από το  Αμαριανό  ήτανε εκεί,  Κριτσωτάκης  Μανόλης. Ζεις  μου  λέει, ναι  ζω  του απαντώ.

Μετά  από  πέντε έξι  μέρες  ήβανε το  δικό  μας πυροβολικό  στσι  Ιταλούς. Είχανε  παρμένη  την απόσταση  λάθος.  Επέσανε οι  οβίδες  απάνω στα  δικά  μας αντίσκηνα.  Εκαθόμουνα  με τέσσερις  στρατιώτες  από  το  Ηράκλειο  μέσα στο  αντίσκηνο.  Ποιος μου  λέει  και σηκώνομαι  από το  αντίσκηνο και  πορίζω  και δεν  είχα  πάει 30  μέτρα  και πέφτει  η  οβίδα απάνω  στο  αντίσκηνό μας. Τρέχουνε  και  τηλεφωνούνε οι  άλλοι  να μη  ρίχνουνε  άλλο γιατί πέφτουνε  οι  οβίδες στο  μέρος  μας. Τρέχω πίσω  και  βλέπω ότι  και  οι  τέσσερις  Ηρακλειώτες  είχανε σκοτωθεί.  Ποιος  μου’πε να  σηκωθώ  να φύγω  πιο  πέρα; Αποσπέρας  είδα  όνειρο τον  μπάρμπα  μου τον  Ψιλονικόλη,  ένα αδερφό  τση  μάνας μου  και  μου’λεγε:

-Μη  φοβάσαι μωρέ  παιδί  μου και δεν  παθαίνεις  πράμα!

Το  βράδυ  είδα τ’όνειρο  και  το πρωί  ήπεσε  η οβίδα  στο  αντίσκηνό μας.

Ένα βράδυ  10  η ώρα  μας  ειδοποιήσανε ότι  πρέπει   να φύγομε  γιατί  θα μας  αντικαταστήσουνε.  Κατεβαίνομε στην  Κλεισούρα  και βλέπω  πολύ  κόσμο, πολλούς  στρατιώτες  μας μαζωμένους.

Τότε  εμάθαμε  ότι θα  υποχωρήσομε.  Τα πέταξα  όλα  και κράτηξα  μόνο  το όπλο  μου.  Όταν εφτάξαμε  στα  Γιάννενα επαραδώκαμε  τα  όπλα μας  τσι  Γερμανούς. Δίδω  το  δικό μου  σε  ένα Γερμανό του  δίνει  μια κάτω  το’σπασε  και το πέταξε  πέρα…».

(+ Τσαπάκης Βαρδής  τ.  Μιχαήλ, Κασταμονίτσα)

«…  εγώ υπηρετούσα  στο  ορεινό πυροβολικό.  Ήμουνα  λοχίας. Φτάσαμε  μέχρι  την Τρεμπεσίνα  και  εκεί στήσαμε  τα  πυροβόλα. Από  την  Τρεμπεσίνα αρχίσαμε  τις  μάχες και  ρίχναμε  βλήματα μέρα  νύχτα  συνέχεια. Οι  Ιταλοί  ερίχνανε περισσότερα  από  μας, είχαν  πιο  πολλά πυρομαχικά.  Από  την Κασταμονίτσα  έδωσε  ο Θεός  να  μη σκοτωθεί  κανείς  στην Αλβανία  από  τα  27 άτομα  που  πήγαμε στον  πόλεμο.  Εγυρίσαμε όλοι.  Θυμούμαι  το κρύο  που  περάσαμε στα  βουνά.  Εβγάναμε ένα  λάκκο  και βάζαμε  τα  μικρά μας  αντίσκηνα  και εμέναμε  τη  νύχτα. Το  πρωί  τα είχε μισοσκεπάσει  το  χιόνι. Είδα  πολλούς  σκοτωμένους Ιταλούς   σ’αυτόν  τον πόλεμο.  Να  πω την  αλήθεια  εγώ τσι  λυπήθηκα.  Αυτοί δεν  τον  εθέλανε τον  πόλεμο…».

(+ Παπαδοκωστάκης Γεώργιος τ. Νικολάου, Κασταμονίτσα)

«…είπανε  του πατέρα  μας  ότι ο  αδερφός  μου ο  Μανόλης   επέθανε  στα Ιωάννινα  και  τον έχουνε  θάψει  στο νεκροταφείο  της  πόλης. Κάποια  μέρα  θα πάμε  να  τον φέρουμε  εδώ  στο χωριό.  Άλλοι  στρατιώτες που  πολεμούσαν  μαζί με  τον  Μανόλη μας  είπαν  πως μια  μέρα  σε μια  μάχη,  Ιταλοί είχανε  οχυρωθεί  σε ένα  σπίτι.  Οι δικοί  μας  δεν μπορούσαν  να  τσι βγάλουν  από  μέσα. Εδέθηκε  ο  αδερφός μου  με  ένα σκοινί  και  κατέβηκε από  τον  ανηφορά με  το  αυτόματο. Μόλις  επάτησε  τα πόδια  του  κάτω έριξε  μια  ριπή και  σκότωσε  μερικούς και  οι  υπόλοιποι Ιταλοί  παραδοθήκανε.  Αυτός ήτανε  ο  αδερφός μου  ο  Χουρδάκης ο  Μανόλης…».

(+ Χουρδάκης Γεώργιος  τ.  Ιωάννου, Αγία  Παρασκευή)

Σημ. : Ο Γεώργιος Χουρδάκης  μιλά  για τον  αδερφό  του Μανόλη  που  τραυματίστηκε από  βόμβα  ιταλικού αεροπλάνου  στις  3 Μαρτίου  1941.  Τα βλήματα  της  βόμβας του  έκοψαν  και τα  δυο  πόδια. Μεταφέρθηκε  στο  νοσοκομείο Ιωαννίνων  και  στις 5  Μαρτίου  πέθανε.

…τα  ξημερώματα εκείνης  τση  μέρας είχε  μια  μεγάλη όρεξη  ο  Μιχάλης. Εσηκώθηκε  κι  επήγαινε απάνω  κάτω  και τραγούδιε.  Πρώτη  φορά που  το’κανε  αυτό. Μας  εσήκωσε  κι εμάς  με  τα τραγούδια  του.  Του φώναξα:

-Έλα  μωρέ  ξάδερφε να  σου  πω. Ήντά’χεις  και  τραγουδείς;

-Είδα  στον  ύπνο μου  τον  πατέρα μου  και  με φίλησε  και  στα δυο  μάγουλα.  Πόσο καιρό  έχει  ποθάνει και  μόνο  απόψε τον  είδα  όνειρο.

Εμένα  δε  μου’ρθε καλό  αυτό  το όνειρο.  Εσκέφτηκα  από μέσα  μου  ότι είναι  αντάμωση  και δε  θα  βγει σε  καλό.  Δε του’πα  πράμα  όμως. Όταν  έφεξε  λίγο εσηκώθηκε  και  πήγε λίγο  πιο  πέρα από  μας,  σε ένα  δεντρό  από κάτω.

Γερογιαννάκης Κίμωνας του Φραγκίσκου (Γεράκι)

Η  πρώτη οβίδα  που  ρίξανε οι  Ιταλοί  το πρωί  τονε  χτύπησε. Κόπηκε  το  πόδι του.  Οι  τραυματιοφορείς  δεν τον  πήρανε  αμέσως. Αργήσανε.  Το  βράδυ μου’πανε  ότι  εσκοτώθηκε ο  Μιχάλης  ο Γερογιαννάκης.  Για  το Μιχάλη  έβγαλα  τσι μαντινάδες  που  θα σου   πω:

Μες  στ’Αλβανίας  τα βουνά  στα  πεύκα τριγυρίζω

ψάχνω  να  βρω το  Χάροντα  μα δεν  τονε  γνωρίζω

Κι  ένα  πρωί ξημέρωμα  το  Χάροντ’ ανταμώνω

λέω  του  Χάροντ’ άσε  με  και του  μιλώ  με πόνο

Κι  αυτός  απαρηγόρητα γυρίζει  και  μου λέει

εμένα  μου’πενε  ο Θεός  κοντά  του πως  με  θέλει…»

( + Κίμωνας Γερογιαννάκης,  Γεράκι)

Σημ. : Ο  Κίμωνας  αφηγείται για  τον  ξάδερφό του  Μιχάλη  Γερογιαννάκη από  το  χωριό Γεράκι  που  σκοτώθηκε στην  Αλβανία.

«…στον  πόλεμο  της Αλβανίας  ήμουνα  στις μεταφορές  πυρομαχικών.  Είχαμε τα  μουλάρια,  τα φορτώναμε  πυρομαχικά  και τα  πηγαίναμε  στην πρώτη  γραμμή  στους εδικούς  μας  στρατιώτες. Σε  μια  βρύση σε  ένα  χωριό επήγα  μια  μέρα με  το  μουλάρι να  πιω  νερό και  να  το ποτίσω.  Είδα  ένα δικό  μας  ακουμπισμένο στη  βρύση.  Του φωνάζω:

-Φύγε  πιο  πέρα να  πιω  κι εγώ  νερό!

Δεν  εκούνησε  καθόλου. Τόνε  γύρισα  και είδα  πως  ήτανε σκοτωμένος.  Όλη μέρα  μας  εβάνανε οι  Ιταλοί  με το  πυροβολικό,  με  τα πολυβόλα,  με  τα αεροπλάνα,  με  όλα τα  μέσα  που διαθέτανε.  Εμείς  τη νύχτα  εφορτώναμε  τα μουλάρια  και  επηγαίναμε στο  προορισμό  μας. Θυμούμαι  που  περνούσαμε ένα  χαλασά,  και ερίχναμε  κι  εμείς και  τα  μουλάρια πέτρες  δεξά-αριστερά.

Οι Ιταλοί  εγροικούσανε  τσι  πέτρες  που γκρεμίζουντανε  και  μας εβάνανε  με  τα πολυβόλα.  Επερνούσαμε  κι όποιος  ήτανε  τυχερός εζούσε.  Απάνω  στο μονοπάτι  του  χαλασά που  περνούσαμε  ήτανε πολλοί  σκοτωμένοι.

Στα τελευταία  επατούσαμε  στα μουλάρια  απάνω,  στα πτώματα  των  εδικών μας  στρατιωτών  και περνούσαμε.  Όταν  εφτάναμε στο  σημείο  που μας  είχανε  πει να  ξεφορτώνομε,  εμπαίναμε από  κάτω  από τσι  κοιλιές  των μουλαριών  και  μόνο τσι  σφαίρες  εγροίκας να  σφυρίζουνε  γύρω-γύρω. Θυμούμαι  ότι  εμένα μου  καρφώσανε  τρία μουλάρια  στη  λάσπη και  τα’φησα  εκιά. Στο  ένα  από τα  τρία  εφαίνουντανε μόνο  το  σωμάρι.

Κυριακάκης Παντελής του Ιωάννου (Αρμάχα)
Καλυκάκης Μανόλης του Αντωνίου, (Σμάρι)

Τόσο  πολύ  εκάρφωσε στη  λάσπη.  Κι άλλα  μου  καρφώσανε αλλά  τα’βγανα.  Όταν έβγαινε  ένα  μουλάρι από  τη  λάσπη  ήκανα  χαρά.

Πολύ  εστενοχωριόμουνε  όταν τα  παρατούσαμε  γιατί δεν  εμπορούσαμε  να τα  ξεκαρφώνομε.

Τα αγαπούσαμε  τα  οζά. Ήτανε  σαν  τσ’ανθρώπους. Σκέψου  ότι  εστεκόμαστε στη  σειρά,  χωρίς να  μας  νοιάζει, για  να  πάρομε μια  καραβάνα  ταγή να  τοσε  δώσομε.

Στα  τελευταία  του πολέμου,  όταν  δεν εφτάνανε  τα  μεταγωγικά με  τον  ανεφοδιασμό λόγω  του  χιονιού, μας  εδίνανε  και μια  καραβάνα  χαρούπι για  τα  μουλάρια.

Τα  πια  μεγάλα κομμάτια  χαρούπια  τα διαλέγαμε  και  τα τρώγαμε  εμείς.  Εκείνες τσι  μέρες  δεν μας  εμοιράζανε  καθόλου φαΐ.

Από  τη μια  τα  χιόνια από  την  άλλη η  επίθεση  των Ιταλών,  δεν  έμοιράζανε στους  στρατιώτες  καθόλου φαΐ…».

(+Κυριακάκης Παντελής  του  Ιωάννου, Αρμάχα)

*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού