Την Τετάρτη 10 Ιουνίου 1942, πριν τα μεσάνυχτα, πραγματοποιήθηκε από άντρες του Συμμαχικού Στρατηγείου και Κρήτες, σαμποτάζ εναντίον της αεροπορικής βάσης του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου.
Ήταν το πρώτο οργανωμένο σαμποτάζ στον Ελλαδικό χώρο που διενεργήθηκε με σχεδιασμό από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και τo SBS (Φορς 133 – τομέας Κρήτης Β5).
Του σαμποτάζ προηγήθηκε αεροπορικός βομβαρδισμός των εγκαταστάσεων στις 9.30 μ.μ. από σμήνος 15 αεροσκαφών.
Στο σαμποτάζ συμμετείχαν:
Ο Βρετανός Λοχαγός John Duggan, (ο Κίμωνας Ζωγραφάκης στις μαγνητοταινίες που διαθέτουμε τον αποκαλεί Τόνγκα), μαζί με δύο Βρετανούς δεκανείς.
Ο Γιώργος Δουνδουλάκης (επικεφαλής της αντικατασκοπίας στον νομό Ηρακλείου ως το καλοκαίρι του 1943), ο Γιώργος Ψαράκης (από την Κασταμονίτσα-Αρκαλοχώρι), ο Κίμωνας Ζωγραφάκης και ο Κωστής Μαυραντωνάκης (από το Καστέλλι), ο Μιχάλης Κοζυράκης και ο Αντώνης Σηφάκης, (από τη Μαθιά).
Σημαντική προσφορά και συμμετοχή πριν το σαμποτάζ είχαν και ο Γεώργιος Βαλαβάνης (από το Αποϊνι), ο αξιωματικός Γεώργιος Ινιωτάκης (από τις Αγιές Παρασκιές), η οικογένεια των Μουρτζάκηδων της Χαντρού και ο αξιωματικός Μανόλης Καμπάκης (από την Κόρινθο, κρύβονταν στο χωριό Ζήντα Μονοφατσίου).
Ο Μανόλης Καμπάκης ήταν αυτός που έδωσε στους σαμποτέρ τα σχέδια του αεροδρομίου Καστελλίου. Το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής στηρίχτηκε στα σχέδια του Μανόλη Καμπάκη και πραγματοποίησε το σαμποτάζ.
Για τον σχεδιασμό της επιχειρησιακής ικανότητας του αεροδρομίου Καστελλίου, διάδρομοι προσγείωσης, τούνελ, χώροι απόκρυψης αεροσκαφών, αποθήκες καυσίμων υπόστεγα, μηχανουργεία κ.ά. που συνέταξε ο Μανόλης Καμπάκης, πολύτιμοι βοηθοί του ήταν δύο από τους επιβλέποντες μηχανικούς της εταιρείας Δεληβοριάς – Τριποδάκης που είχε αναλάβει το έργο κατασκευής του από τους γερμανούς αξιωματούχους.
Ήταν ο μηχανικός Γιώργος Χατζηδάκης και ο υπεύθυνος πληρωμών Κωνσταντίνος Κανελλής του Λεωνίδα, μετέπειτα σύζυγος της Καστελλιανής δασκάλας Μαρίας Δαϊλάκη.
Για την επιτυχία του σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου, είχε ζητηθεί μέσω των Βρετανών αξιωματικών Συνδέσμων των συμμαχικών ασυρμάτων που ήταν εγκατεστημένοι στα ορεινά της Κρήτης, να προηγηθεί σφοδρός βομβαρδισμός των στρατιωτικών εγκαταστάσεων.
Το Συμμαχικό Στρατηγείου απέστειλε σμήνος αεροσκαφών και πράγματι διενεργήθηκαν δύο αλλεπάλληλοι βομβαρδισμοί, στις 9.30 μ.μ. και8 στις 10.30 μ.μ.
Το χωριό Διαβαϊδέ βρίσκεται ανατολικά του Καστελλίου και σε απόσταση 700 μέτρων από το πολεμικό αεροδρόμιο. Πολλά σπίτια του χωριού είχαν επιταχθεί από τους Γερμανούς και έμεναν σ’αυτά.
Στον Διαβαϊδέ τα κατοχικά χρόνια βρίσκονταν ένα συνεργείο επισκευής στρατιωτικών οχημάτων και το κτήριο που στέγαζε τους αξιωματικούς και οπλίτες της μονάδας αντιαεροπορικής άμυνας FLAK του αεροδρομίου. Το κτήριο αυτό οι Διαβαδιανοί το ονόμαζαν «Μέγαρο» λόγω του όγκου και της ιδιαίτερης κατασκευής του.
Το είχαν χτίσει οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής με καταναγκαστική εργασία. Ακόμη, στην περιοχή “Γραμππέλλα” του χωριού, βρίσκονταν μεγάλος στρατιωτικός καταυλισμός κάτω από τα ελαιόδεντρα.
Οι Γερμανοί είχαν στήσει μικρές και μεγάλες σκηνές. Στις μικρές σκηνές έμεναν στρατιώτες και στις μεγάλες σκηνές αποθήκευαν όπλα, πυρομαχικά, φάρμακα, ιματισμό, τρόφιμα, είδη καθημερινής λειτουργίας και αγροτικά εργαλεία.
Τη νύχτα του μεγάλου σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου, στις 10 Ιουνίου 1942, στο χωριό Διαβαϊδέ διαδραματίστηκε ένα γεγονός που τυχαία δεν εξελίχτηκε σε τραγωδία.
Ένας Γερμανός αξιωματικός, παραβίασε το σπίτι του Γεωργίου Νικολάου Παπαδάκη έχοντας συνοδεία δύο στρατιώτες. Πυροβόλησε τον ιδιοκτήτη με το πιστόλι, ρίχνοντάς του μια σφαίρα. Η σφαίρα χτύπησε τον Γεώργιο Παπαδάκη στο λαγγόνι και του προκάλεσε σοβαρή αιμορραγία.
Ο Γεώργιος Νικολάου Παπαδάκης σώθηκε τελικά αλλά παρέμεινε ανάπηρος στο δεξί του πόδι στην υπόλοιπη ζωή του.
Την εξιστόρηση των συμβάντων τη νύχτα της 10ης Ιουνίου 1942, ακούσαμε και καταγράψαμε από τον γιο του Νικόλαο Γεωργίου Παπαδάκη. Ο μικρός Νικόλαος ήταν τότε 14 χρονών και βίωσε τον τραυματισμό του πατέρα του από τον αδίστακτο Γερμανό.
Σήμερα ο Νικόλαος Παπαδάκης κατοικεί στον Διαβαϊδέ, είναι 97 χρονών και σύμφωνα με την διήγησή του, τα γεγονότα εξελίχτηκαν ως εξής:
«Στις 9.30 το βράδυ, της Τετάρτης 10 Ιουνίου 1942, αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν το αεροδρόμιο Καστελλίου. Η επιχείρηση σχεδιάστηκε από το συμμαχικό στρατηγείο για να διευκολυνθούν οι σαμποτέρ που θα επιχειρούσαν το ίδιο βράδυ τας μεσάνυχτα στις εγκαταστάσεις του αεροδρομίου Καστελλίου.
Μετά το πρώτο κύμα του βομβαρδισμού η οικογένεια του Γεωργίου Σγουροβασιλάκη ή Σγουροβασίλη, (με τη γυναίκα του Αναστασία και τις τρεις κόρες του Μαρία Χαρίκλεια και Θεονύμφη), μεταφέρεται στη μικρή κάμαρα του σπιτιού του Γεωργίου Παπαδάκη την οποία θεωρούσαν πιο ασφαλή από το σπίτι τους.
Εκεί βρίσκονται ήδη ο Γεώργιος Παπαδάκης με τη γυναίκα του Κυριακή και τα δυο τους αγόρια Νίκο και Πέτρο.
Στη διπλανή κάμαρα βρίσκεται η συγγενική οικογένεια του Γιάννη Σηφάκη ή Φουρναράκη με τα παιδιά της. Η Μαρία, γυναίκα του Φουρναράκη, ήταν αδερφή του Γεωργίου Παπαδάκη.
Μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα, στις 10.30 ως τις 11.30 ακολουθεί το δεύτερο κύμα βομβαρδισμών του αεροδρομίου Καστελλίου από 10 συμμαχικά αεροσκάφη. Κάποια στιγμή ακούγεται η εξωτερική πόρτα του σπιτιού του Γεωργίου Παπαδάκη να ανοίγει. Η Κυριακή Παπαδάκη προτρέπει τον άντρα της Γεώργιο να πάει να δει τι συμβαίνει.
Αυτός πηγαίνει, δεν αντιλαμβάνεται τίποτα, αλλά πράγματι βρίσκει την εξωτερική πόρτα ανοιχτή. Την κλείνει και επιστρέφει. Σε λίγο ακούγεται και πάλι να ανοίγει. Μπαίνουν μέσα ένας Γερμανός αξιωματικός και δύο στρατιώτες.
Ο Γεώργιος Παπαδάκης σηκώνεται να τους υποδεχτεί, ως νοικοκύρης του σπιτιού και ο αξιωματικός χωρίς να πει τίποτα βγάζει το περίστροφο και τον πυροβολεί μια φορά. Η σφαίρα τον βρίσκει στο λαγγόνι και ο Γεώργιος Παπαδάκης πέφτει κάτω αιμόφυρτος σφαδάζοντας.
Οι οικογένειες του Γεωργίου Σγουροβασιλάκη και του Φουρναράκη φεύγουν αμέσως και παραμένουν δίπλα στον τραυματία η γυναίκα του Κυριακή και τα παιδιά του Νίκος και Πέτρος. Οι Γερμανοί παραμένουν στο δωμάτιο αμίλητοι.
Η Κυριακή προτρέπει τα παιδιά της και με ένα σκοινί δένουν το πόδι του τραυματία πολύ σφιχτά μέχρι που σταματά η αιμορραγία. Οι τρεις Γερμανοί φεύγουν. Ο Πέτρος φεύγει κι αυτός να ειδοποιήσει τον γιατρό Βελημπασάκη να έλθει να δει τον τραυματία πατέρα του αλλά διαπιστώνει ότι ο γιατρός με την οικογένειά του βρίσκεται στον Ξυδά.
Όλοι περιμένουν κλαίγοντας να ξημερώσει. Το πρωί τον τραυματία βλέπει ο άλλος Καστελλιανός γιατρός Σταύρος Εργαζάκης. Με ένα αυτοκίνητο, ο τραυματίας μεταφέρεται στην κλινική Γιαμαλάκη στο Ηράκλειο.
Οι γιατροί λύνουν το σκοινί και επεμβαίνουν στην πληγή. Αφαιρούν τη σφαίρα από το σώμα και η ζωή του Γεωργίου Παπαδάκη σώζεται. Το σφιχτό δέσιμο όμως έχει προκαλέσει ένα είδος γάγγραινας. Ο τραυματίας παραμένει στην κλινική μία εβδομάδα και κατόπιν φεύγει για το Διαβαϊδέ.
Η γυναίκα του Κυριακή με τα παιδιά της τον μεταφέρουν στο συγγενικό σπίτι του Χαρίλαου Λυδάκη στον Ξυδά. Ο Γεώργιος Παπαδάκης παραμένει στο κρεβάτι τρεις μήνες. Όταν αναρρώνει και σηκώνεται, διαπιστώνει ότι το δεξί του πόδι έχει πρόβλημα.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση πηγαίνει στην Αθήνα και κάνει εκ νέου εγχείρηση. Το πόδι του όμως δε φτιάχνει. Ο Γεώργιος Παπαδάκης στην υπόλοιπη ζωή του κουτσαίνει. Η αναπηρία είναι μόνιμη. Από τη συμπεριφορά του ανάλγητου γερμανού αξιωματικού ο οποίος τα μεσάνυχτα μπήκε στο σπίτι του και τον πυροβόλησε χωρίς λόγο και αιτία με σκοπό να τον σκοτώσει.
Ρωτήσαμε το Νικόλαο Παπαδάκη γιατί έγινε αυτό. Αν μπορεί να δώσει μια εξήγηση στην πράξη αυτή των γερμανών. Η μόνη εξήγηση που δίδεται είναι ότι, μετά το γεγονός, μαθεύτηκε στο Διαβαϊδέ πως οι τρεις Γερμανοί, (έμεναν στον καταυλισμό της Γραμπέλλας), κυνηγούσαν έναν Διαβαδιανό που επιχείρησε να κλέψει πράγματα του καταυλισμού τους.
Κυνηγώντας τον έφτασαν στην εκκλησία της Παναγίας. Αυτός πρόλαβε και πήδηξε τον αυλότοιχο και κρύφτηκε στο προαύλιο της εκκλησίας. Οι γερμανοί δεν τον είδαν, αντιλήφτηκαν όμως τον Γεώργιο Παπαδάκη να κλείνει την πόρτα του σπιτιού του, όπως αναφέραμε πιο πάνω.
Νόμισαν οι κατακτητές ότι μπήκε και κρύφτηκε στο σπίτι του εκείνος που κυνηγούσαν. Μπήκαν μέσα και όταν ο Γεώργιος Παπαδάκης σηκώθηκε να τους υποδεχτεί, ο αξιωματικός τον πυροβόλησε αμέσως. Αυτήν την εξήγηση δίδει ο Νικόλαος Γεωργίου Παπαδάκης, γιος του τραυματία Γεωργίου.
Δεν απέχει από την πραγματικότητα αλλά το συγκεκριμένο γεγονός δείχνει το ήθος και την αντίληψη των κατακτητών για τον υπερήφανο κρητικό λαό. Είναι μία έκφραση του φασισμού και του ναζισμού, της ιδεολογίας που αιματοκύλισε την Ευρώπη και τον κόσμο από το 1939 ως το 1945».
Στην έρευνα για την περιγραφή του συμβάντος, μελετήσαμε τα Γερμανικά αρχεία του Φράιμπουργκ που απέκτησε ο Δήμος Ηρακλείου τα τελευταία χρόνια και τα οποία παραμένουν ακόμη κλειστά. Αναζητούσαμε ένα στοιχείο, μία αναφορά για τον τραυματισμό του Γεωργίου Παπαδάκη.
Στα γερμανικά αρχεία του Φράιμπουργκ, συναντήσαμε πολλές εγγραφές για τον μήνα Ιούνιο του 1942. Δεν συναντήσαμε τίποτα για το συγκεκριμένο γεγονός. Όμως, σε ένα έγγραφο διαπιστώθηκε η πραγματική ημερομηνία του Α΄ σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου και οι συνέπειες που είχε για τους Γερμανούς.
Κι αυτό γιατί ως ημερομηνία του α΄, σαμποτάζ του αεροδρομίου Καστελλίου, ορισμένοι ιστορικού και ερευνητές έδιδαν την 7η και την 9η Ιουνίου 1942 ως ημερομηνίες της δολιοφθοράς. Ακολουθεί απόσπασμα του ανέκδοτου εγγράφου με κωδικό:
Γ.Α.Φ. CD5-ΦΑΚ. 3
RW 40-125
Είναι απόρρητο στρατιωτικό έγγραφο από τον Διοικητή νοτίου Ελλάδος προς το Διοικητή νοτιοανατολικής Ελλάδος, με ημερομηνία 11.06.1942. Πρόκειται για ημερήσια αναφορά, αναφέροντας μεταξύ άλλων τα εξής :
«…στις 10.06 1942 και ώρα 21.30 πραγματοποιήθηκε επίθεση με περίπου 15 εχθρικά αεροσκάφη από νοτιοδυτική προέλευση εναντίον του Καστελλίου και Ηρακλείου.
Έγινε ρίψη βομβών. Από τις 22.35 έως τις 23.10 εντοπίστηκαν περίπου 8-10 εχθρικά αεροσκάφη πάνω από το Καστέλλι. Ρίψη 100 περίπου βομβών μεταξύ των οποίων πυρκαγιάς και βόμβες μεγάλης ισχύος.
Προέκυψαν οι εξής ζημιές : 2 αεροσκάφη τύπου Junker 88 από το νυχτερινό σμήνος καταδίωξης και 1 αεροσκάφος τύπου He 111 κάηκαν ολοσχερώς, 2 βυτιοφόρα κατεστράφησαν, κάηκε 1 αποθηκευτικός χώρος καυσίμων με περίπου 10 βαρέλια, ο αγωγός διοχέτευσης τέθηκε εκτός λειτουργίας, 1 άντρας νεκρός, 2 βαριά τραυματίες και 1 ελαφρά.
Από τη Διοίκηση αεροπορίας Καστελλίου διαπιστώθηκε εκ των υστέρων ότι οι αποθήκες καυσίμων κατεστράφησαν από πράξη δολιοφθοράς. Η ομάδα δολιοφθοράς παρενοχλήθηκε ενδεχομένως από την αεροπορική επίθεση, επειδή βρέθηκαν πολλά εκρηκτικά σώματα. Πάρθηκαν αυξημένα μέτρα ασφαλείας…».
……………………
Από διηγήσεις κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του Καστελλίου, γνωρίσαμε ότι στους βομβαρδισμούς του πολεμικού αεροδρομίου από τα συμμαχικά αεροσκάφη, αυτοί οι “σκληροί” και “ατρόμητοι” γερμανοί πολεμιστές, διακατέχονταν από πανικό. Έντρομοι έτρεχαν να κρυφτούν γρήγορα στα ορύγματα που είχαν κατασκευαστεί από άντρες της καταναγκαστικής εργασίας, δίπλα στις γερμανικές οχυρώσεις.
Τόσος μάλιστα ήταν ο φόβος τους, ώστε παρέμεναν μέσα σ’αυτά αρκετή ώρα μετά τη λήξη των βομβαρδισμών. Δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν παρά μόνο όταν διαπίστωναν ότι ο κίνδυνος είχε πλέον απομακρυνθεί.
Αυτό το είχαν αντιληφθεί οι πολίτες, με αποτέλεσμα κάθε φορά που ηχούσε η γερμανική σειρήνα για επικείμενο βομβαρδισμό, να παρατηρούν τους πανικόβλητους Γερμανούς και να μειδιούν.
Υπάρχει και μία χιουμοριστική ιστορία με έναν κάτοικο του Καστελλίου τα χρόνια της Κατοχής. Μας μεταφέρθηκε ότι μία ημέρα, θέλοντας να δοκιμάσει τον ηρωισμό των κατοχικών στρατευμάτων, ένας Καστελλιανός έτρεχε στον κεντρικό δρόμο του χωριού.
Ένας Γερμανός τον σταμάτησε και τον ρώτησε: -Πού παρτί; Γιατί τρέχεις;
Ο πολίτης του απάντησε παίρνοντας ένα φοβισμένο ύφος ότι: – Εγγλέζοι μπουμ, μπουμ! Δηλαδή ότι οι Άγγλοι με τα αεροπλάνα τους βομβαρδίζουν το Καστέλλι. Ο Γερμανός μόλις άκουσε το μπουμ, μπουμ, άρχισε να τρέχει γρήγορα για να κρυφτεί. Τόσος ήταν ο φόβος και η σαστιμάρα των “σιδερόφραχτων” Γερμανών στους συμμαχικούς βομβαρδισμούς.
Όμως, οι συμμαχικές βόμβες πολλές φορές δεν χτυπούσαν μόνο στρατιωτικούς στόχους. Χτυπούσαν χωρίς διάκριση και διπλανά του αεροδρομίου χωριά, σπίτια και αγρούς με θύματα αμάχους και ζώα.
Χαρακτηριστική είναι και η φράση από την αφήγηση του John William MacFarlane, (Σμηνία, Ιπτάμενου μηχανικού, που διασώθηκε από την πτώση του αεροπλάνου του και παρέμεινε στην Κρήτη κοντά στους άντρες της SOE από τον Σεπτέμβρη του 1942 ως το τέλος του 1943).
Ο MacFarlane περιγράφει την ταφή τριών συντρόφων του στο νεκροταφείο του Καστελλίου την Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 1942, μετά την πτώση του βρετανικού βομβαρδιστικού αεροσκάφους τύπου Halifax στην περιοχή Κεφάλα Ατσιπαράς των χωριών Αμαριανού – Διαβαϊδέ. Λέει στην αφήγησή του ο John William MacFarlane:
«…και οι τρεις τους θάφτηκαν με όλες τις τιμές του στρατού που άρμοζαν, σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης ονόματι Καστέλλι Πεδιάδος, κοντά σε ένα γερμανικό αεροδρόμιο. Οι Γερμανοί απέδωσαν φόρο τιμής με αεροπορική συνοδεία και 30 ένοπλους πιλότους της πολεμικής αεροπορίας οι οποίοι έριξαν τρεις βολές, όπως είθισται στις πολεμικές στρατιωτικές κηδείες.
Η ταφή έγινε από Έλληνες ιερείς και η πομπή ακολούθησε τα φέρετρα, παρόλο που κάποιοι από τους φίλους των ανθρώπων αυτών είχαν σκοτωθεί από τις δικές μας βόμβες. Περίπου 500 άνθρωποι βρέθηκαν εκεί συνολικά…».
Στο χωριό Διαβαϊδέ, στην περιοχή “Μετόχι – Κόκα”, οι κάτοικοι είχαν ανοίξει ένα καταφύγιο και το χρησιμοποιούσαν στους συμμαχικούς βομβαρδισμούς ως κάλυψη. Με το άκουσμα της σειρήνας του αεροδρομίου, παρατούσαν ότι έκαναν και έτρεχαν εκεί. Οι Διαβαδιανοί το αποκαλούσαν καταφύγιο. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση που ακολουθεί :
«…εγώ εγεννήθηκα το 1928. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό ήμουνε 13 χρονών. Η μάνα μου είχε έξε παιδιά. Τέσσερα κορίτσα και δυο αρσενικά. Εγώ ήμουνε η πρώτη απ΄όλους.
Τη κατοχή εβοηθούσα τη μάνα μου σε όλες τσι δουλειές. Το βάσανο τση μάνας μου ήτανε πως να στέσει το τσικάλι κάθε μέρα να μαγερέψει, πώς να ταΐσει οχτώ αθρώπους. Ήντα να βάλει μέσα να ψήσει.
Τσι πιο πολλές μέρες ετρώγαμε βρούβες. Λάδι είχαμε. Τσι Γερμανούς δεν τσι φοβούμαστε, ούτε τσι ξανοίγαμε. Ο δικός μου ο φόβος ήτονε όντεν ήπαιζε η σειρήνα. Κι ερχόντανε τ’αεροπλάνα τα δικά μας κι εβοβαρδίζανε το αεροδρόμιο. Ήπρεπε εγώ τοτεσάς να πάρω τα μικρά μου τ’αδερφάκια και γλακιχτή να φτάξω στο Μετόχι να μπω στο Καταφύγιο. Τσι πιο πολλές φορές εσήκωνα και τη μικρή μου αδερφή που ήτανε τριώ χρονώ.
Μέχρι να φτάξω, εθάρουνα ότι δε θα προλάβω. Με τη ψυχή στο στόμα εφτάναμε όλοι οι χωριανοί στο Καταφύγιο. Κι εκούγαμε τσι βόμβες κι εσκούσανε. Εκούγαμε και το σφύριγμά ντως. Προτού ήθελα ν΄ακούσουμε τσι βόμβες να σκούνε, εκούγαμε ένα σφύριγμα. Ακόμη και σήμερο θαρρώ ότι είναι στ’αυθιά μου. Όλη τη κατοχή, μόνο αυτό το πράμα μου΄μεινε στο μυαλό. Τα σφυρίγματα τω βομβώ και το μπουμπουνητό όντεν εσκούσανε…».
(Μαρία Δημητρίου Καρυωτάκη, μαγνητοφωνημένη συζήτηση, Διαβαϊδέ, 10 Ιουλίου 1999)
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου