Γερμανικό στρατιωτικό αυτοκίνητο, μεταφοράς προσωπικού. Με ίδιου τύπου αυτοκίνητο, ο Γερμανός Λοχαγός Διοικητής του αεροδρομίου Καστελλίου κατευθύνθηκε στον Ξυδά, την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 1944
Γερμανικό στρατιωτικό αυτοκίνητο, μεταφοράς προσωπικού. Με ίδιου τύπου αυτοκίνητο, ο Γερμανός Λοχαγός Διοικητής του αεροδρομίου Καστελλίου κατευθύνθηκε στον Ξυδά, την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 1944 .(Φωτογραφία αρχείου Μιχαήλ Κουκουράκη).

Την 1η  Ιουνίου 1941, έφτασαν στην πλατεία Μεϊντάνι στο Καστέλλι οι πρώτοι  Γερμανοί  αλεξιπτωτιστές πάνω σε μοτοσικλέτες. Από την 1η  Ιουνίου το Καστέλλι  και το πολεμικό του αεροδρόμιο, (που δέσποζε στον κάμπο της Επαρχίας Πεδιάδος),  απετέλεσαν κομβικό σημείο των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Κρήτη. Κάτω  από σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες, χιλιάδες κάτοικοι οδηγούνταν καθημερινά  στα έργα του αεροδρομίου.

Ο διάδρομος προσγείωσης που είχαν αρχίσει να  κατασκευάζουν οι σύμμαχοι Άγγλοι, (αρχές Ιανουαρίου 1941), έπρεπε να τελειώσει  με κάθε τρόπο και θυσίες. Το πρώτο τρίμηνο του 1942, το πολεμικό αεροδρόμιο  Καστελλίου ήταν έτοιμο να υποδεχτεί τα γερμανικά αεροπλάνα. Έγινε πλήρως  επιχειρησιακό με πολλαπλές καθημερινές πτήσεις. Η αποχώρηση των Γερμανών από το αεροδρόμιο ολοκληρώθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1944. 39 μήνες και 25 ημέρες, κράτησε η μεγάλη νύχτα της κατοχής.

Διοικητής των γερμανικών δυνάμεων της ευρύτερης περιοχής του Καστελλίου,  (καθ’όλη τη διάρκεια της κατοχής τα γερμανικά στρατεύματα έφταναν περίπου στον αριθμό των 2.500 ανδρών),  ήταν ο Ταγματάρχης Πεζικού Τροστ. Παρέμεινε στο Καστέλλι μέχρι τον Μάιο του  1944,  όταν κλήθηκε από τον Χίτλερ να ενισχύσει με τις στρατιωτικές γνώσεις και  την παρουσία του, (όπως και άλλοι ανώτεροι Γερμανοί αξιωματικοί), το «τείχος του  Ατλαντικού».

Στο μέσον της εικόνας ο Γερμανός Λοχαγός Διοικητής του αεροδρομίου Καστελλίου, που αντικατέστησε τον Ταγματάρχη Τροστ τον Μάιο του 1944. Έπεσε νεκρός από τα πυρά του Βασίλη Κωνιού και του χωροφύλακα Μανόλη Μακρυδάκη, στις 24 Σεπτεμβρίου 1944, στον δρόμο Καστέλλι – Ξυδάς.
Στο μέσον της εικόνας ο Γερμανός Λοχαγός Διοικητής του αεροδρομίου Καστελλίου, που αντικατέστησε τον Ταγματάρχη Τροστ τον Μάιο του 1944. Έπεσε νεκρός από τα πυρά του Βασίλη Κωνιού και του χωροφύλακα Μανόλη Μακρυδάκη, στις 24 Σεπτεμβρίου 1944, στον δρόμο Καστέλλι – Ξυδάς.

Τη θέση του Διοικητή των γερμανικών δυνάμεων του αεροδρομίου  Καστελλίου, ανέλαβε από  τον Μάιο του 1944 ως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, o  Γερμανός Λοχαγός Διοικητής της Αντιαεροπορικής Μονάδας FLAK (προστασίας  του  αεροδρομίου).  Το όνομά του δεν είναι μέχρι  σήμερα γνωστό  αλλά πιστεύουμε ότι η  έρευνα σύντομα θα το αποκαλύψει.

Στις 13 Ιουλίου 1944 τα μεσάνυχτα, στον όρμο Χούσακα της περιοχής Τσούτσουρα,  έφτασε με σκάφος επιφανείας ο Αμερικανός Ταγματάρχης Bill Royce. Τον  υποδέχτηκε ο Άγγλος Ταγματάρχης Σάντυ Ρέντελ ή Αλέξης, ο οποίος είχε τον  σταθμό ασυρμάτου του στη θέση Βατονερό Λημέρι της περιοχής Κασταμονίτσας.  Μαζί με τον Ρέντελ, στην παραλία βρισκόταν και ο αγωνιστής της Εθνικής  Αντίστασης Βασίλης Κωνιός από το χωριό Φαβριανά Μονοφατσίου.

Το υλικό του  Ταγματάρχη Royce και όλα του τα εφόδια μεταφέρθηκαν στη θέση Βατονερό των  ορεινών της Κασταμονίτσας. Ο Αμερικανός Ταγματάρχης για τις ημέρες που θα παρέμενε στην Κρήτη βαφτίστηκε  από τον Ρέντελ και τους αντιστασιακούς με το όνομα «Νικόλας». Ήταν καθηγητής Πανεπιστημίου και ανήκε στην αμερικάνικη μυστική υπηρεσία OSS  (Office  of  Strategic Services). Για την αποστολή του Αμερικανού Ταγματάρχη Royce στην Κρήτη, πληροφορίες  αντλούμε από το βιβλίο του Νίκου Αλεξ. Κοκονά:

(…) Η  διείσδυση  του Royce,  του  γραφείου  Στρατηγικών  Υπηρεσιών  των  ΗΠΑ,  έλαβε  χώραν  την  13.7.44,  με  αποστολή  να  καλύψει  τον  τομέα  της  22ας  Μεραρχίας  (Ν.  Ηρακλείου  και  Λασιθίου),  καταρρακώνοντας  το  ηθικό  των  Γερμανών  με  κάθε  τρόπο.  Παρότι  άτυχος,  γιατί  ο  διερμηνέας  του  απέτυχε  ν’αποβιβαστεί  μαζί  του,  γιατί  το  προπαγανδιστικό  υλικό  του  (μαζί  και  μικρό  τυπογραφείο)  καθυστερούσε,  αλλά  και  γιατί  εκείνη  την  εποχή  οι  πάντες  ήσαν  τρομοκρατημένοι,  εν  τούτοις  μέχρι  τέλους  Αυγούστου  είχεν  καλύψει  το  μεγαλύτερο  μέρος  του  ν.  Ηρακλείου  και  αρχές  Σεπτέμβρη’44  βρέθηκε  στον  Ψηλορείτη  με  την  εκεί  ομάδα  του  ΕΛΑΣ.

Πέτυχε  πολλές λιποταξίες  που  τον  βοήθησαν  πολύ  στην  προπαγανδιστική  του  προσπάθεια.  Στις  24  Σεπτέμβρη’44,  που  οι  Γερμανοί  εγκατέλειψαν  το  αεροδρόμιο  Καστελλίου  Πεδιάδος,  κάνοντας  επαφή  με  το  Γερμανό  Διοικητή,  ο  Royce  προσπάθησε  να  αποτρέψει  την  καταστροφή  του  αεροδιαδρόμου,  αλλ’απέτυχε.  Πέτυχε  όμως  να  ματαιώσει  την  ανατίναξη  της  αποθήκης  πυρομαχικών  Πεζών  με  τη  βοήθεια  ανταρτών,  αποκόπτοντας  την  κατάλληλη  στιγμή  το καλώδιο καταστροφής. Καθ’όλη  την  παραμονή  του  Royce  στο  Ηράκλειο,  τον  κάλυπτε  σε  όλες  του  τις  δραστηριότητες  η  υπό  τον  Βασίλη  Κωνιό  αντάρτικη  ομάδα  (φιλικά  προς  τον  Μπαντουβά  προσκείμενη).1

Οι προετοιμασίες στο Καστέλλι για την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων  είχαν αρχίσει πολλές ημέρες νωρίτερα από την 24η  Σεπτεμβρίου 1944. Τα  πυρομαχικά συγκεντρώνονταν στη θέση «Γραμπέλλα», κοντά στο χωριό Διαβαϊδέ. Ο  Γερμανός Διοικητής (Λοχαγός) του αεροδρομίου Καστελλίου, συγκέντρωσε το πρωί της 24ης  Σεπτεμβρίου τις δυνάμεις του στη θέση «Αη Γιάννης Στενά».

Τα μηχανοκίνητα  μέσα παρατάσσονταν δεξιά του δρόμου το ένα πίσω από το άλλο. Ο Αμερικανός  Ταγματάρχης Royce μετά από τα γεγονότα στα Ανώγεια τον Αύγουστο του  1944,  (βρίσκονταν στη θέση Τσουνιά με τους άντρες του ΕΛΑΣ στην κύκλωση του  Ψηλορείτη και την καταστροφή των Ανωγείων από τις 12 ως τις 30 Αυγούστου  1944, κατάφερε στο τέλος να  διαφύγει και να κατευθυνθεί στα ορεινά της  Κασταμονίτσας), παρακολουθούσε από κοντά την υποχώρηση των γερμανικών  στρατευμάτων, όπως είχε αρχίσει από τη Σητεία στις αρχές Σεπτεμβρίου.

Τις ημέρες αποχώρησης των Γερμανών από το αεροδρόμιο Καστελλίου, ήταν στην Κασταμονίτσα μαζί με τον  μόνιμο συνοδό του Βασίλη Κωνιό, τον χωροφύλακα Μανόλη Μακρυδάκη και τον  Κωστή Νταναλάκη. Γέμισε τους δρόμους και τους τοίχους  του Καστελλίου με έντυπες  προκηρύξεις, στις  οποίες καλούσε τους Γερμανούς  στρατιώτες να αυτομολήσουν και τους υπενθύμιζε τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει στην Κρήτη, καθώς και την απελπιστική κατάσταση των γερμανικών στρατευμάτων μετά το θέρος του 1944.

Στόχος του Royce ήταν να έρθει σε επαφή με τον Γερμανό Διοικητή του  αεροδρομίου Καστελλίου, να συζητήσουν και αν ήταν δυνατό να καταλήξουν σε  συμφωνία  για τη μη ανατίναξή του. Έγραψε ένα σημείωμα  με το οποίο τον καλούσε σε συνομιλίες. Τόπο συνάντησης όρισε τον δρόμο  Καστέλλι-Ξυδάς και το έδωσε στον  δάσκαλο αντιστασιακό Μανόλη Αποστολάκη με  εντολή να το παραδώσει στα χέρια της Γεωργίας Μπαλτζάκη. Η Καστελλιανή  Γεωργία Μπαλτζάκη-Μόνικα, είχε παραμείνει διερμηνέας του Γερμανού Λοχαγού  Διοικητή και ασκούσε τα ίδια καθήκοντα, όπως έκανε και με τον Ταγματάρχη Τροστ. Αυτή με τη σειρά της έπρεπε να το παραδώσει στον Γερμανό Λοχαγό που  εκτελούσε χρέη Διοικητή του αεροδρομίου Καστελλίου.

Η συνάντηση έγινε αλλά κατά λάθος! Ο Γερμανός αξιωματικός λίγο πριν δώσει τη  διαταγή ανατίναξης των πυρομαχικών και το σύνθημα της αποχώρησης,  επιβιβάστηκε στις 9.00 η ώρα το πρωί σε στρατιωτικό αυτοκίνητο καλώντας τον  οδηγό του να κατευθυνθεί στο χωριό Διαβαϊδέ. Αναζήτησε μια φιλική προς αυτόν  οικογένεια, για να αποχαιρετήσει τα μέλη της. Κανείς απ’αυτούς που γύρεψε δεν ήταν  στο Διαβαϊδέ. Ένα παιδί που ρωτήθηκε, του ανέφερε (με νοήματα) πως  είχαν καταφύγει στο χωριό Ξυδάς. Ο Λοχαγός δίδει νέα εντολή στον οδηγό  του να κατευθυνθεί στο χωριό Ξυδάς.

ο αγωνιστής της Εθνικής  Αντίστασης Βασίλης Κωνιός
Ο Βασίλης Κωνιός από το χωριό Φαβριανά. Στη συμπλοκή στον Ξυδά, μαζί με τον Μανόλη Μακρυδάκη, πρόλαβαν και έσωσαν τον ταγματάρχη Μπιλ Ρόυς από τα πυρά του Γερμανού οδηγού του Διοικητή του αεροδρομίου Καστελλίου.

Το πρωινό της 24ης Σεπτεμβρίου, στις 9.30 η ώρα, ο  οδηγός εκτελεί τη διαταγή του  Διοικητή του και ανηφορίζει προς τον Ξυδά.

Ο Ταγματάρχης Royce ήταν σε  μια στροφή λίγο έξω από το χωριό. Τον περίμενε μετά από το σημείωμα που του είχε  στείλει. Όταν οι σύντροφοί του από τον απέναντι λόφο τού είπαν πως ένα γερμανικό  αυτοκίνητο ανεβαίνει, ο Royce βγήκε στη μέση του δρόμου, άοπλος, νομίζοντας ότι  ο Γερμανός Λοχαγός ερχόταν για συνάντησή του.

Στις άκρες του δρόμου στέκονταν  οι μόνιμοι συνοδοί του Βασίλης Κωνιός και Μανόλης Μακρυδάκης. Λίγο πιο πέρα  ο  Άγγλος Ταγματάρχης Άλεξ Ρέντελ ή Αλέξης και ο ασυρματιστής του Υπολοχαγός  Μάθιου Χουάιτ ή Μαθιός. Στο σημείο ήταν και ελάχιστοι αντάρτες.

Ο Γερμανός οδηγός του αυτοκινήτου, βλέποντας τον Αμερικανό Ταγματάρχη στον δρόμο, σταμάτησε το αυτοκίνητο και πιάνοντας το  αυτόματο, το έστρεψε κατά πάνω του έτοιμος να πατήσει την σκανδάλη  σκοτώνοντάς τον.

Την τελευταία στιγμή πρόλαβε ο Βασίλης Κωνιός με τον  χωροφύλακα Μανόλη Μακρυδάκη και με ριπές θέρισαν τους δυο Γερμανούς, σώζοντας τη ζωή του Ταγματάρχη Royce. Ο οδηγός έπεσε αμέσως νεκρός και ο  Διοικητής του αεροδρομίου τραυματίστηκε βαριά.

Μετά το επεισόδιο, ο Royce κάλεσε τον δάσκαλο Μανόλη Αποστολάκη για  εξηγήσεις. Του ζητούσε επίμονα να του αναφέρει αν έδωσε το σημείωμα στη  Γεωργία Μπαλτζάκη-Μόνικα. Ο δάσκαλος Μανόλης Αποστολάκης με σθένος  απαντούσε ότι ναι, το έδωσε. Τότε ο Αμερικανός Ταγματάρχης έστειλε άλλον  Καστελλιανό Αντιστασιακό, τον  δάσκαλο Γιάννη Δαϊλάκη, (μετέπειτα αξιωματικό  του Ελληνικού Στρατού), να κατέβει στο Καστέλλι και να ερευνήσει την υπόθεση.

Πράγματι, ο Γιάννης Δαϊλάκης πήγε στο Καστέλλι το απόγευμα της 24ης  Σεπτεμβρίου, όταν πλέον οι Γερμανοί είχαν απομακρυνθεί από το Καστέλλι και  κατευθύνθηκε στο σπίτι της Γεωργίας Μπαλτζάκη. Το σπίτι  περιβάλλεται από ένα ψηλό μαντρότοιχο. Χτύπησε τις πόρτες αλλά δεν του άνοιγε  κανείς. Φώναξε, ξαναφώναξε, μα δεν πήρε καμιά απόκριση. Ο Γιάννης Δαϊλάκης, σκαρφάλωσε στον μαντρότοιχο, πήδησε στην αυλή και προχώρησε στην εσωτερική  είσοδο. Βρήκε την οικογένεια της Γεωργίας Μπαλτζάκη και την ίδια μέσα στο σπίτι.

Τα μέλη της οικογενείας, (πατέρας, μητέρα, παιδιά), έτρεμαν από τον φόβο τους και  ήσαν αμήχανοι. Γνώριζαν ότι οι Γερμανοί αποχώρησαν και ότι η μεγάλη κόρη  Γεωργία ήταν διερμηνέας του Φρουράρχου και τους είχε καταλάβει ο φόβος.

Δεν ήξεραν τι τους περίμενε. Ο Γιάννης Δαϊλάκης τους καθησύχασε και  απευθυνόμενος στη Γεωργία τη ρώτησε τι έκανε το σημείωμα. Αυτή το έβγαλε από  μια εσωτερική τσέπη και του το έδωσε. Στην ερώτησή του γιατί δεν το προώθησε  στον  Γερμανό αξιωματικό, πήρε την απάντηση ότι φοβήθηκε. Ο Γιάννης Δαϊλάκης  έφυγε και κατευθύνθηκε στην Κασταμονίτσα. Ενημέρωσε τον Αμερικανό  ταγματάρχη. Εκείνος δέχτηκε την εξήγηση της Γεωργίας και θεώρησε φυσιολογική τη  στάση της. Η συνέχεια του αιματηρού επεισοδίου στον Ξυδά ήταν :

Ο οδηγός του Γερμανού Διοικητή τάφηκε στον τόπο της συμπλοκής, κάτω από μια  γέφυρα. Γυναίκες από τον Ξυδά καθάρισαν τα αίματα από τον δρόμο. Ο Άγγλος  Ταγματάρχης Σάντυ Ρέντελ ή Αλέξης και η συνοδεία του ανέβηκαν στο αυτοκίνητο, τοποθέτησαν τον τραυματία Γερμανό Διοικητή  και κατευθύνθηκαν στον Ξυδά. Στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κάθισε ο Καστελλιανός αντιστασιακός Μανόλης Μαλεγιαννάκης κρατώντας φουντωτά  κλαδιά. Καθώς προχωρούσε το αυτοκίνητο, ο Μαλεγιαννάκης ακουμπούσε τα  κλαδιά στο χωματόδρομο σβήνοντας  με τον τρόπο αυτό τα ίχνη του αυτοκινήτου.

Ο Υπολοχαγός Μάθιου Χουάιτ ή Μαθιός κατευθύνθηκε σε ύψωμα απ’όπου  αγνάντευε το αεροδρόμιο Καστελλίου. Προορισμός του ήταν να εισέλθει σ’αυτό  μόλις οι Γερμανοί εγκατέλειπαν το Καστέλλι.

Ο Αμερικανός Ταγματάρχης με τον Βασίλη Κωνιό και τον Μανόλη Μακρυδάκη  ανέβηκαν στο χωριό Ξυδάς μαζί με τους άντρες της συνοδείας τους, έχοντας μαζί τους τον Γερμανό Λοχαγό βαριά τραυματισμένο, πάνω σε μια ξύλινη πόρτα. Ο Ξυδιανός  Γεώργιος Αποστολάκης του Κωνσταντίνου, ακολουθούσε το πρόχειρο  «φορείο»  ρίχνοντας χώμα στις σταγόνες του αίματος που έπεφταν στον δρόμο.

Τον τραυματία μετέφεραν στο σπίτι του Προέδρου του χωριού Κτενιαδάκη  Στυλιανού. Μόλις έφτασαν εκεί, αποχώρησε ο Αμερικανός με τη συνοδεία του.  Κατευθύνθηκαν προς την Κασταμονίτσα. Στη διαδρομή και στην περιοχή «Άγιος  Νικόλαος», υπήρχε μια μικρή ξύλινη γέφυρα. Οι αντάρτες τη χάλασαν για να  εμποδίσουν τους Γερμανούς σε τυχόν καταδίωξή τους.

Ο Στυλιανός Κτενιαδάκης παρότρυνε τους άντρες να μεταφέρουν τον τραυματία  μέχρι τον αρχαιολογικό χώρο της Λύκτου και από εκεί στο χωριό Τοίχος, στο σπίτι  του γιατρού Μανουσάκη. Οι αντάρτες πράγματι τον μετέφεραν στον  αρχαιολογικό χώρο της Λύκτου, στο προαύλιο του ναού του Τιμίου Σταυρού. Στη Λύκτο βρίσκονταν και οι άντρες του ΕΛΑΣ.

Ο Βασίλης Ζουλομιτάκης
Ο Βασίλης Ζουλομιτάκης του Νικολάου από το χωριό Ζωφόροι. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1944, νεαρός 14 χρονών, βρέθηκε στον Ξυδά και κλείστηκε σε φούρνο, για να αποφύγει τη σύλληψή του από τους Γερμανούς.

Το νέο με την φονική συμπλοκή διαδόθηκε στο χωριό Ξυδάς και οι χωριανοί  γρήγορα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατευθύνθηκαν στα ορεινά. Αρκετοί  ανέβηκαν στη Λύκτο και έγιναν αυτόπτες μάρτυρες του θανάτου του Γερμανού  Λοχαγού που ακολούθησε.

Λίγοι και κυρίως ηλικιωμένοι, παρέμειναν στο χωριό. Μεταξύ τους μερικές γυναίκες που ζύμωναν ψωμί και δεν πρόλαβαν να το ψήσουν, βρήκαν προστασία μέσα στους φούρνους μαζί με μικρά παιδιά.

Ένα από τα παιδιά που κλείστηκε σε φούρνο, ήταν ο δεκατετράχρονος Βασίλης Ζουλομιτάκης από το χωριό Ζωφόροι.

Οι υπόλοιποι Γερμανοί περίμεναν τον Διοικητή τους στο Καστέλλι, έτοιμοι να  ανατινάξουν τα πυρομαχικά, τον αεροδιάδρομο του αεροδρομίου και να αναχωρήσουν.

Είχε φτάσει  όμως το μεσημέρι κι αυτός αργούσε να επιστρέψει. Γνώριζαν ότι είχε κατευθυνθεί με  τον οδηγό του στον Ξυδά.

Έστειλαν δύο τεθωρακισμένα αυτοκίνητα και τρεις  μοτοσικλέτες με πάνοπλους στρατιώτες να τον αναζητήσουν. Τα αυτοκίνητα  έφτασαν στο χωριό.

Δεν υπήρχε κανείς. Ένα κορίτσι, που δεν  ακολούθησε τους συγχωριανούς της, είπε στους Γερμανούς πως ο αξιωματικός τους  πήγε με τους αντάρτες. Ήταν η Χαρούλα Κωνσταντίνου Τζαγκαράκη.

Γνώριζε Γερμανικά και η  συνομιλία με τους επικεφαλής της μικρής δύναμης που έφτασε στον Ξυδά διέσωσε το ίδιο το χωριό αλλά και τα χωριά της ευρύτερης περιοχής από ολοκληρωτική  καταστροφή. Στη θέση “Αη Γιάννης Στενά”, ήταν παρατεταγμένες και οι τέσσερις αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες οι οποίες προστάτευαν το αεροδρόμιο  Καστελλίου τα χρόνια 1941-1944. Για τους Γερμανούς, ήταν εύκολο να στρέψουν τα  πυροβόλα τους οπουδήποτε και να ισοπεδώσουν τα πάντα. Οι Γερμανοί στον Ξυδά, ακούγοντας το κορίτσι πείστηκαν και επέστρεψαν στο Καστέλλι.

Στις 12.30 η ώρα δόθηκε η διαταγή ανατίναξης των πυρομαχικών, του  αεροδιαδρόμου και το σύνθημα αποχώρησης από το Καστέλλι. Ο Ταγματάρχης  Royce δεν μπόρεσε τελικά να εμποδίσει την υπονόμευση του αεροδρομίου. Ο σωρός των πυρομαχικών στη «Γραμπέλλα» άρχισε να αντινάζεται.

Η περιοχή  «Γραμπέλλα» απέχει από το χωριό Διαβαϊδέ 200 μέτρα. Οι κάτοικοι  διηγούνται ότι  ήταν τόσο έντονος ο θόρυβος των εκρήξεων, ώστε όσα οικόσιτα ζώα βρίσκονταν  μέσα στους στάβλους, έσπασαν τις πόρτες των αχουριών και βγήκαν στους δρόμους  αφηνιασμένα. Όσα ζώα ήταν στους αγρούς δεμένα, τράβηξαν τα «τζένια» τους καταφέρνοντας να ξεκαρφωθούν και να ξεχυθούν στους κάμπους. Οι εκρήξεις των  γερμανικών πυρομαχικών κράτησαν περίπου μία ώρα και είναι θαύμα το πώς δεν  σκοτώθηκε ή δεν τραυματίστηκε κανείς. Η αντίναξη του αεροδρομίου  καθυστερούσε. Το Καστέλλι για μια ώρα θύμιζε κόλαση.

«…Δυο ώρες μετά ο Ανθυπολοχαγός Ουάιτ έφθασε από το Καστέλλι και αμέσως  αφόπλισε μερικές βόμβες και με τη  βοήθεια  τοπικών  εθελοντών  εργατών  καθάρισε  το  αεροδρόμιο  και  κάλυψε  τους  κρατήρες.  Το  αεροδρόμιο  ήταν  πάλι  έτοιμο  για  υπηρεσία,  πριν  ο  εχθρός  εγκαταλείψει  το  Ηράκλειο”.2

Ο Γερμανός Λοχαγός ξαπλωμένος πάνω στην ξύλινη πόρτα στην αυλή του Τιμίου  Σταυρού στη Λύκτο, άκουγε τις τρομερές εκρήξεις. Ζήτησε νερό. Οι αντάρτες τού  έδωσαν. Από την τσέπη του χιτώνα του έβγαλε μια φωτογραφία. Στη φωτογραφία  ήταν ο ίδιος με τα δυο παιδιά του. Το ένα στα γόνατα και το άλλο  δίπλα του.  Από τα μάτια του έσταξαν δυο δάκρυα. Έγειρε το κεφάλι και άφησε την τελευταία  του πνοή. Την ίδια στιγμή η φάλαγγα των γερμανικών τροχοφόρων κατευθυνόταν  στο Ηράκλειο. Οι αντάρτες τον μετέφεραν ανατολικά του αρχαιολογικού χώρου προς το χωριό Τοίχος, έσκαψαν ένα λάκκο και τον έθαψαν.

Εκεί, στα υψώματα της αρχαίας Λύκτου, δόθηκε η τελευταία πράξη του δράματος της  γερμανικής Κατοχής στο Καστέλλι. Το πρωινό της  25ης Σεπτεμβρίου 1944, ο ήλιος  πρόβαλε από την κορυφή του Αφέντη. Αφού έριξε τις πρώτες του αχτίνες σ’ένα  φρεσκοσκαμμένο μνήμα στη Λύκτο, φώτισε τον κάμπο του Καστελλίου. Ύστερα  από 39 μήνες και 25 ημέρες, το Καστέλλι ξαναβρήκε την ελευθερία του.

 

1) Νίκου Αλεξ. Κοκονά, «Βρετανοί κατάσκοποι στην Κρήτη 1941-1945», Αθήνα 1991,  σελ. 203-205.
2) Απόρρητη Έκθεση της δράσεως της S.O.E. στην Κρήτη 1941-1945, Τζακ Σμιθ Χιουζ, Ελεύθερη  Σκέψις, Ιούλιος 1991,  σελ.  111.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος