Ο Νικόλαος παπά Εμμανουήλ Παπαδάκης ήταν από το χωριό Μαθιά Πεδιάδος. Δάσκαλος το λειτούργημά του, παντρεύτηκε την Καστελλιανή δασκάλα Μαρίνα Μαλεγιαννάκη. Ο Νικόλαος Παπαδάκης πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ως έφεδρος Υπολοχαγός. Ο γιος τους Γεώργιος Νικολάου Παπαδάκης (γιατρός), κατέγραψε σε ένα καλαίσθητο βιβλίο που μόλις εκδόθηκε, τις αναμνήσεις των γονιών του, δίδοντας τον τίτλο : Από τα τετράδια και τις αφηγήσεις των δασκάλων Νικολάου παπά Εμμανουήλ Παπαδάκη (1906-1993) και Μαρίνας Μαλεγιαννάκη – Παπαδάκη (1910-2010).
Ο γιατρός κ. Γεώργιος Ν. Παπαδάκης, μας επέτρεψε να δημοσιεύσουμε ένα απόσπασμα του βιβλίου του, όπου η μητέρα του Μαρίνα Μαλεγιαννάκη – Παπαδάκη διηγείται στον ίδιο εικόνες του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της Μάχης της Κρήτης. Συγκεκριμένα, στις σελίδες 419-434 του βιβλίου, διαβάζουμε τα παρακάτω:
«Όταν άρχισε ο Αλβανικός πόλεμος, τον Οκτώβρη του 40, είχα εσένα 4 χρονώ και εγκυμονούσα την Αννούλα που γεννήθηκε λίγους μήνες αργότερα, το Φλεβάρη του 41. Είχα κάνει τάμα να γυρίσουν γεροί οι στρατιώτες μας και να τη βαφτίσωμε στη Μεγαλόχαρη της Τήνου όπως και έγινε, το 1946.
Ο πατέρας σας ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός και οι έφεδροι αξιωματικοί είχαν επιστρατευθεί, πρωτύτερα, από την Κυβέρνηση Μεταξά για μετεκπαίδευση.
Η επιστράτευση που κηρύχτηκε στις 28 του Οκτώβρη 1940 είχε προκαλέσει μεγάλο ενθουσιασμό και οι νέοι έτρεχαν, κυριολεκτικώς, να καταταχτούν στο στρατό. Τα αδέλφια μου (ο Μανώλης φοιτητής και ο Γιάννης, νεαρός δάσκαλος) έπρεπε να παρουσιαστούν στα Πεζά και, καθώς οι συγκοινωνίες ήσαν δύσκολες, πήδηξαν, με άλλους Καστελλιανούς, στο πρώτο φορτηγό που περνούσε και έφυγαν χωρίς καλά-καλά να τους αποχαιρετήσωμε. Το πένθος μας ήταν πρόσφατο και η ατμόσφαιρα στο σπίτι μας, με όλα αυτά, πολύ βαρειά.
Μάθαμε ότι οι νεοσύλλεκτοι θα έμεναν στα Πεζά μερικές ημέρες πριν τους βαρκάρουν – έτσι ελέγαμε το ταξίδι με πλοίο! – και η μάνα μου αποφάσισε να πάμε και να τους συναντήσωμε εκεί. Ξεκινήσαμε, η μάνα μου κι’ εγώ, το ίδιο βράδυ, με τα πόδια και το πρωί είμαστε στα Πεζά. Τους βρήκαμε ρωτώντας και άμα σμίξαμε αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε όλοι μαζί. Τους αφήσαμε λίγα λεφτά, τα δυο τους πλεχτά πουλόβερ και κάτι χοντρές κάλτσες που κρατούσαμε. Καθίσαμε μαζί τους κάμποση ώρα και φύγαμε, πάλι με τα πόδια, για να μη βραδυαστούμε. Στην επιστροφή συναντήσαμε ένα φορτηγό που πήγαινε προς το Καστέλλι, μας στρίμωξε δίπλα στον οδηγό και γυρίσαμε χωρίς να κουραστούμε.
Όσο κρατούσε ό Αλβανικός πόλεμος μέναμε στο Καστέλλι. Μετά τη γέννηση της Αννούλας, άρχισα πάλι να ανεβαίνω κάθε πρωί στη Μαθιά με το γαϊδουράκι μας, και το βράδυ να γυρίζω στα παιδιά μου που φρόντιζε, εν τω μεταξύ, η μητέρα μου. Όταν ο καιρός ήταν πολύ κακός έμενα για λίγο στα πεθερικά μου.
Με την πρώτη ανεκουλουρίδα έφευγα γιατί βύζαινα το μωρό μου. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο και οι τέσσερεις άνδρες της στενής οικογένειας είχαν φύγει. Ο ένας πέθανε και οι τρεις ξεκίνησαν για τον πόλεμο! Μείναμε, η μάνα μου 58 χρονώ, η αδελφή μου Ελένη 16, μαθήτρια Γυμνασίου και εγώ 30 και με δυο παιδιά. Καταλαβαίνεις τι βάρος έπεφτε στους ώμους μου. Ευτυχώς είχα το στήριγμα των πεθερικών μου που στάθηκαν δίπλα μου και ιδίως ο πεθερός μου, ο παππούς σας παπα-Μανώλης, άγιος άνθρωπος.
Όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος θα ήταν δύσκολος, όχι μόνο γιατί η Ιταλία ήταν μεγάλη δύναμη αλλά και γιατί ο χειμώνας στα βουνά της Ηπείρου ήταν βαρύς. Τα βουνά τα ήξερα μόνο από τη Γεωγραφία που δίδασκα στα παιδιά. Τώρα περνούσα ώρες μπροστά στο χάρτη της Ελλάδας και της Ευρώπης που κρεμόταν στον τοίχο του σχολείου προσπαθώντας να καταλάβω πού βρίσκονταν οι Έλληνες και που οι Ιταλοί.
Καμιά φορά μου φαινόταν ότι έβλεπα στο χάρτη το Νίκο και τα αδέλφια μου και με έπαιρναν τα κλάματα… Η αγωνία και η λαχτάρα όσων είχαν στρατιώτες στο μέτωπο, να μάθουν κάτι για τους δικούς τους, δεν περιγράφεται. Το επιστολικό δελτάριο, που οι στρατιώτες επιτρεπόταν να στείλουν (για να το λογοκρίνει πιο εύκολα η ταχυδρομική υπηρεσία του στρατού) έφτανε στα χωριά με τον ταχυδρόμο 10 και 15 μέρες μετά την ημερομηνία που είχε γραφτεί, μαθαίναμε δηλαδή πώς ήταν αυτός που το έγραψε.. όταν το έγραφε! Στον πόλεμο όμως 10 και 15 μέρες είναι χρόνια που δεν περνούνε εύκολα για τις οικογένειες των στρατευμένων.
Όταν, πάντως, έστω και ..αναδρομικά τα “νέα” έφταναν, ήταν σπουδαίο γεγονός και το πόρτεγο του τυχερού που πήρε δελτάριο γέμιζε από γυναίκες, πατεράδες και μανάδες που ρωτούσαν μήπως γράφει κάτι και για τον δικό τους, μήπως τον συνάντησε ή άκουσε κάτι γιαυτόν.
Άλλα μέσα ενημέρωσης ήσαν το ραδιόφωνο και οι τοπικές (Ηρακλειώτικες) εφημερίδες. Ραδιόφωνο υπήρχε μόνο στο Καστέλλι.
Πρώτος το έφερε στο καφενείο του ο Στελιανός Αδαμάκης (ή Μακρύς Στελιανός, όπως τον έλεγαν λόγω του υψηλού αναστήματός του) και ακολούθησαν τα καφενεία του Γεωργίου Ζωγραφάκη (Ξηρούχη) και του Μιχαήλ Οικονομάκη. Οι γυναίκες δεν πήγαιναν στα καφενεία. Πήγαιναν μόνο οι αστράτευτοι λόγω ηλικίας ή αναπηρίας άνδρες, που έφερναν τις ειδήσεις στα σπίτια τους. Εμείς μαθαίναμε τα νέα που έλεγε το ραδιόφωνο από το γείτονά μας Αριστοτέλη Φερετζάκη και τον αδελφό της μάνας μου Εμμανουήλ Χαλκιαδάκη, ανάπηρο του Αμερικανικού στρατού από αέρια στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Στα γύρω χωριά τις ειδήσεις έφερναν χωριανοί που κατέβαιναν με τα μουλάρια ή τα γαϊδουράκια τους στην πρωτεύουσα της επαρχίας για δουλειές τους και τύχαινε να τις ακούσουν. Ηρακλειώτικες εφημερίδες έφερναν τα μπακάλικα του Μαλλιωτάκη και του Κουρκούδη (Εμμ. Τζανακάκη). Τις διαλαλούσαν στο δρόμο τα παιδιά τους Νίκος και Γιώργος. Δεν χορταίναμε να μαθαίνωμε τους πολεμικούς μας θριάμβους και, θυμούμαι, όταν πήραμε την Κορυτσά και τους Αγίους Σαράντα πού παίζανε οι καμπάνες και βγήκαμε, κλαίγοντας από τη χαρά μας, στην πλατεία μπροστά από τον Άγιο Αντώνιο.
Εγώ, στη Μαθιά, είχα μια ακόμη πηγή πληροφοριών: το τηλέφωνο που βρισκόταν στερεωμένο στον τοίχο, δεξιά όπως μπαίναμε στην αίθουσα διδασκαλίας. Παρόμοια τηλέφωνα είχαν όλες οι Κοινότητες, εγκατεστημένα στο σχολείο τους, τη μοναδική δημόσια υπηρεσία σε σταθερή, καθημερινή (και το Σάββατο) λειτουργία. Κοινοτικό Γραφείο δεν υπήρχε και ο πρόεδρος εκτελούσε τα καθήκοντά του… όπου τον εύρισκες ή στο καφενείο με τη σφραγίδα στην τσέπη!
Τα λιγοστά τηλεφωνήματα γινόταν παρουσία του δασκάλου, που ήταν “δεδομένος” για όλες τις δουλειές και τα μπασοδούλια της κοινότητας και ο μόνος που ήξερε.. “να παίρνει τηλέφωνο”! Αυτός που ήθελε να το χρησιμοποιήσει ερχόταν συνοδευόμενος, καμιά φορά, από συγγενείς και περίεργους που πλησίαζαν να δουν πώς λειτουργούσε το μυστήριο αυτό μηχάνημα. Το μηχάνημα ήταν ένα τετράγωνο ξύλινο κουτί που είχε ένα γάντζο στην αριστερή του πλευρά για να κρέμεται το ακουστικό, μια πορτούλα μπροστά με δυο ημισφαιρικά κουδούνια και ένα εξάρτημα δεξιά σαν κι’ αυτό που γυρίζαμε τις χειροκίνητες ραπτομηχανές.
Έπρεπε να το γυρίζεις πολύ γρήγορα για δουλέψει το δυναμό, που ήταν μέσα στο κουτί, και να μπορέσεις να τηλεφωνήσεις. Ο ηλεκτρισμός ήταν άγνωστος. Τηλεφωνικό “δίκτυο” ήταν ένα μεταλλικό σύρμα (τέλι) που πήγαινε από χωριό σε χωριό στερεωμένο στα άσπρα πορσελάνινα “φλυτζάνια” στύλων, ο Θεός να τους κάμει. Το τηλεφωνικό απόρρητο ήταν όχι μόνο αδύνατο αλλά και άγνωστο.
Πολύ συχνά δεν άκουες μόνο αυτόν με τον οποίο ήθελες να μιλήσεις αλλά και άλλες, άσχετες συνομιλίες αγνώστων, ακόμη και σε άλλο νομό. Αυτό το λέγαμε “συνακρόαση”. Όταν άρχισε ο πόλεμος και απλώθηκε ο φόβος, η συνακρόαση δεν ήταν, πια, για… διασκέδαση αλλά για τυχαίες πληροφορίες σχετικές με την εξέλιξή του.
Ο Μεταξάς πέθανε τέλη του Γενάρη, το 1941, και οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα τέλη Απριλίου του ίδιου χρόνου. Το μέτωπο είχε καταρρεύσει. Οι στρατιώτες γύριζαν στα σπίτια τους όπως μπορούσε ο καθένας. Οι τυχεροί της ηπειρωτικής Ελλάδας γύριζαν με τα πόδια ή με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο σταματούσε για να τους πάρει αλλά οι νησιώτες είχαν πολύ σοβαρό πρόβλημα. Οι θαλάσσιες συγκοινωνίες είχαν διακοπεί και μόνη ελπίδα ήσαν τα ψαροκάικα που ταξίδευαν νύχτα από νησάκι σε νησάκι και κρύβονταν όπως- όπως την ημέρα, για να μη δίδουν στόχο στα Γερμανικά αεροπλάνα. Ο πατέρας σας, ως αξιωματικός, είχε το δικαίωμα να διατηρήσει το άλογο και τον ιπποκόμο του και, στην αρχή, ταλαιπωρήθηκε λιγότερο.
Λίγο μετά τη Λαμία, όμως, ήταν το χωριό του ιπποκόμου. Με την άδειά του, ο ιπποκόμος έφυγε παίρνοντας και το άλογο που θα του ήταν χρήσιμο για όργωμα ενώ ο ίδιος με το προσωπικό κιβώτιο εκστρατείας που είχαν οι αξιωματικοί ανέβηκε σε κάρο που έτυχε να περνά. Πότε με κάρο πότε με κανένα φορτηγό που σταματούσε έφτασε στη Αθήνα κουβαλώντας πάντοτε μαζί του και το κιβώτιο!
Βρήκε ψαροκάικο στη Ραφήνα και ύστερα από ταξίδι δύο εβδομάδων έφτασε στον Άγιο Νικόλαο. Από τον Άγιο Νικόλαο, έφτασε στο Καστέλλι λίγες μέρες μετά τη μάχη της Κρήτης (αρχές Ιουνίου, 1941). Κατάφερε ο.. αθεόφοβος να φέρει ως την Κρήτη και το κιβώτιό του γεμάτο με τσιγάρα (ο πατέρας σου δεν κάπνισε ποτέ) και μικροενθύμια από τόπους που είχε περάσει! “Διά της επιμονής και της υπομονής τα πάντα κατορθούνται”, έλεγε. Κάτι μικρά πετσετάκια, κεντημένα με χρυσοκλωστή τα είχαμε κάμποσα χρόνια και πρέπει να τα θυμάσαι και συ.
Τα τσιγάρα ανταλλάξαμε αργότερα με αλεύρι. Στην Αθήνα είχαν μείνει ο Μανώλης μας, ο Σοφοκλής του Σακόρραφου, ο Ανδροκλής του Χαρδημάκη, ο Γιάννης του Ιδομενέα και μερικοί άλλοι.
Όσο διαρκούσε η μάχη της Κρήτης, εγώ με τις φιλενάδες μου, το Δεσποινιό του Γιωργή και την Αθηνιά του Καλαϊτζοκωσταντή, τρέχαμε, όταν είχαμε καιρό, στο τηλέφωνο μήπως και ακούσωμε, από συνακρόαση, τίποτε σχετικό με την πορεία της.
Με το ένα χέρι κρατούσα κολλημένο στο αυτί μου το ακουστικό και με το άλλο τους έγνεφα να σωπάσουν για να ακούσω, όταν έπιανα τίποτε για τις μάχες ή κάτι το… πικάντικο! Υπήρχαν βλέπεις και μερικοί που δεν είχαν ακουστά για τη “συνακρόαση” και νόμιζαν ότι μπορούσαν να εμπιστευθούν τα μυστικά τους στο τηλέφωνο… Στην αρχή, οι μάχες γινόταν στα Χανιά και τα νέα που “ψάρευα” ήσαν ευνοϊκά για εμάς. Οι Μαθιανοί τα υποδέχονταν με χαρά και το ακροατήριό μου στο τηλέφωνο πλήθαινε· όλοι ήθελαν να τα ακούσουν στην πηγή τους.
Πιστεύαμε ότι θα επαναλαμβανόταν ο αλβανικός θρίαμβος και με τους Γερμανούς. Δυστυχώς, τα πράγματα σκούρυναν γρήγορα και από κάποιες μακρινές συνομιλίες ή κομμάτια τους που άκουα, έβγαλα το συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί, αν και είχαν μεγάλες απώλειες, εδραίωναν τις θέσεις τους στο Μάλεμε και ο πόλεμος μεταφερόταν ανατολικά, προς το Ρέθυμνο. Έκαμα το λάθος να τους πω τα δυσάρεστα νέα που, σε μερικούς, κακοφάνηκαν.
Δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι αυτά που τους έλεγα ήταν αλήθεια: “Μπα να μην ήκουσες καλά, δασκάλα;”.
Τους πρότεινα να πάρουν το ακουστικό οι ίδιοι αλλά αρνήθηκαν: “Ίντα λογάται, εμείς σου έχομε εμπιστοσύνη, αλλοίμονο!”. Με το λέγε-λέγε, όμως, στο καφενείο – σχετικά με το “τι τους είπε η δασκάλα” – άρχισε να δημιουργείται η υποψία ότι ήμουν… Γερμανόφιλη! Αλλιώς γιατί να λέω ότι τα πράματα πάνε καλά για τους Γερμανούς; Δεν μου είπε κανείς τίποτε αλλά από τις φιλενάδες μου έμαθα για τα σχόλια και γελάσαμε. Κάποια στιγμή, όμως, οι βομβαρδισμοί έφθασαν και… στο Καστέλλι! Οι Γερμανο-Ιταλοί ήθελαν να καταλάβουν το αεροδρόμιο που είχαν παρατήσει οι Άγγλοι μισοτελειωμένο και οι Άγγλοι ήθελαν να το καταστρέψουν πριν πέσει στα χέρια των Γερμανών.
Οι Καστελλιανοί διασκορπίστηκαν στα γύρω χωριά και κυρίως στον Ξειδά, τους Ασκούς και την Κασταμονίτσα. Αρκετοί είχαν βρει καταφύγιο στις σπηλιές της Κάτω Ρίζας, βραχώδους αγροτικής περιοχής βορείως του χωριού. Εγώ σας πήρα, με την Αννούλα μωρό, στη Μαθιά και σε λίγο ανέβηκε η γιαγιά σας η Καστελλιανή με την Ελένη μας και ο θείος ο Μανώλης ο επιλεγόμενος “Αμερικάνος” με την οικογένειά του. Φορτώσαμε τα χρειώδη στους γαϊδάρους και κρυφτήκαμε, όλοι μαζί, σ΄ένα σπήλιο στους Ποτάμους, χαμηλά στο βουνό.
Όσοι Μαθιανοί έμειναν στα σπίτια τους κρέμασαν πατανίες στα παραθύρια και έσφαξαν τους πετεινούς που είχαν στους κούμους για να μη δουν το φως του λύχνου ή ακούσουν το κράξιμο των πετεινών τα αεροπλάνα και βομβαρδίσουν το χωριό! Ο παππούς και ο Αντώνης της θειας της Κοκόλαινας μας έφερναν νερό σε σταμνιά από την Απάνω Βρύση και ό,τι άλλο χρειαζόμαστε. Κούνια για το μωρό είχα ένα γαϊδουροσώμαρο ανάποδο και θυμούμαι μια νύχτα που έσκυψα από πάνω του για να του δώσω το βυζί μου και να πάψει να κλαίει. Καθώς άπλωσα το χέρι μου στο χώμα για να στηριχτώ, ένας σκορπιός με δάγκωσε στην παλάμη.
Οι σκορπιοί ήσαν πανταχού παρόντες και το δάγκωμά τους επώδυνο και επικίνδυνο. Πήρα από μια σακούλα ένα ξυραφάκι που είχα μαζί μου μήπως χρειαστεί να κόψω καμιά βεντούζα και ξυράφισα την παλάμη μου. Το αίμα έτρεξε και αυτό φαίνεται να βοήθησε ώστε να μην πάθω τίποτε. Πιο πολύ πόνεσα από το κοπανισμένο αλάτι που μού έβαλε στην παλάμη η μάνα μου για να μην κακοσυνέψει. Ο πανικός κράτησε λίγες ημέρες και ύστερα όλοι γυρίσαμε στα σπίτια μας και προσγειωθήκαμε στη σκοτεινή πραγματικότητα της κατοχής που κράτησε τέσσερα χρόνια.
Τα χρόνια αυτά, με τον πατέρα σας που, όπως σου είπα, γύρισε αρχές Ιουνίου από την Αλβανία, τα ζήσαμε στη Μαθιά. Δόξα τω Θεώ, είμαστε όλοι ζωντανοί και ανάμεσα σε καλούς ανθρώπους.
Η Μαθιά ήταν τότε ένα φτωχό ορεινό χωριό με αγροτική παραγωγή λίγο λάδι,
δημητριακά και όσπρια. Καλύτερα ήσαν τα πράγματα στα γαλακτοκομικά γιατί το βουνό ήταν δίπλα και τα κοπάδια μικρά αλλά αρκετά. Αν και μερικοί στερήθηκαν εμείς, δεν πεινάσαμε. Στο διαιτολόγιο των Μαθιανών είχαν εξέχουσα θέση οι βρούβες και οι χοχλιοί. Τους χοχλιούς μαγειρεύαμε με πολλούς τρόπους αλλά οι μπουμπουριστοί (τηγανητοί) και το γαχνί με κολοκυθάκια και πατάτες ήσαν οι καλύτεροι.
Στις νηστείες τους ψήναμε στα κάρβουνα. Ακόμη και οι χοχλιδόκουπες έβρισκαν τον τόπο τους. Τα παιδιά – ανάμεσά τους και η αφεντιά σου –μαζεύανε τις χοχλιδόκουπες, που δεν είχαν τρυπηθεί για να βγει το “αποκόλι”, τις απλώνανε με τη μούρη στο χώμα και παριστάνανε… το βοσκό με το κοπάδι του! Αυτά βλέπανε αυτά κάνανε. Απέναντι από το σπίτι μας ήταν ο τράφος του Καλαϊτζοκωσταντή, για την ακρίβεια η σκεπή του κούμου του από πλάκες και πέτρες. Εκεί, οι γειτόνοι, πετούσαμε τις χοχλιδόκουπες και μαζευόταν πολλά Μαθιανάκια, ποιο θα πρωτοδιαλέξει.
Είχαν περάσει μερικοί μήνες από τη μάχη της Κρήτης και, ένα βράδυ, έρχεται το Δεσποινιό του Γιωργή και μου λέει: “δασκάλα, απόψε είναι χοχλιδοβραδιά, πρώτο πράμα! Έρχεσαι να πάμε στσι χοχλιούς;”
Πραγματικά ό καιρός ήταν ήσυχος, δεν φυσούσε, δεν έκανε κρύο και πότε πότε σιγανοψιχάλιζε. Ό,τι πρέπει για να συρθούν οι χοχλιοί. Δέχτηκα με χαρά γιατί είχα δει το ωραίο νυχτερινό θέαμα των χοχλιδάδων στην πλαγιά, με τα καλάθια και τους αναμμένους λύχνους μέσα και είχα ζηλέψει! Δεν θυμάμαι αν είχε έρθει και ο Νίκος.
Πιο συχνά πηγαίνανε οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες δεν έλλειπαν. Σε λίγο βρεθήκαμε στην πλαγιά κι αρχίσαμε να ψάχνωμε για χοχλιούς με το αδύνατο και τρεμάμενο φως των λύχνων μας. Η συγκομιδή πήγαινε καλά όταν είδαμε να έρχονται από το Αμαριανό, οι Αμαργιανίτες συνάδελφοί μας. Σύντομα ανακατευτήκαμε και άρχισαν τα καλωσορίσματα, οι αγκαλιές, τα φιλιά και τα γέλια. Τα δυο χωριά είχαν στενές, φιλικές και αρκετές οικογενειακές σχέσεις από συμπεθεριά. Και εγώ ήξερα ότι ο παππούς σας είχε εκεί μια πολύ αγαπητή του συγγενή, την Κυριακογιάννενα, αλλά ακόμη δεν ήμουν πολύ εξοικειωμένη με το σόι.
Μετά τις χαρές και τα πειράγματα γυρίσαμε, στη δουλειά του ο καθένας. Καθώς τα καλάθια είχαν αρχίσει να βαραίνουν, σταμάτησα να ξεκουραστώ και να ψάξω για το Δεσποινιό που είχε χαθεί από τα μάτια μου. Λίγο πιο πέρα ήσαν Αμαργιανίτισες. Ξαφνικά μια από αυτές με πλησίασε: “Απού τη Μαθιά είσαι κουμπάρισα;” με ρώτησε και όταν της είπα “ναι” συνέχισε: “Ήθελα μπρε να σε ρωτήξω κάτι τι – και να με συμπαθάς κιόλας – αλλά ε(α)κούσαμε πως η δασκάλα σας είναι γερμανόφιλη, αλήθεια ‘ναι;”. Έμεινα σοχάσκωτη αλλά κατάφερα να συνέλθω γρήγορα και αποφάσισα να το παίξω ως το τέλος: “αλήθεια ‘ναι, καλότυχο” της απάντησα και πριν προλάβω να πω τίποτε άλλο άκουσα ένα: “Ε, τη καϊντημένη!” και τη βλέπω να πλησιάζει μια συγχωριανή της και να της ψιθυρίζει στο αυτί το “νέο”.
Η συγχωριανή, όμως, φαίνεται να με γνώριζε και ξέσπασε σε γέλια: “άδικο να μη σου λάχει παράωρη! Αυτή μωρή απού ρώτηξες είναι η… δασκάλα”! Ήρθαν κοντά μου και η άλλη με ρώτησε: “του παπά η νύφη δεν είσαι μπρε;” Αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητά μου και καλογνωριστήκαμε εγώ τους εξήγησα πως δημιουργήθηκε η παρεξήγηση και φάνηκαν να με πιστεύουν. Εν τω μεταξύ ήρθε και το Δεσποινιό. Την ενημερώσαμε για το επεισόδιο και γελάσαμε όλες μαζί. Η νύχτα, όμως, προχωρούσε. Καληνυχτίσαμε, πήραμε τα καλάθια μας και γυρίσαμε, ο καθένας στο χωριό του…».
Γεώργιος Α. Καλογεράκης
Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου