Ο αντιστασιακός +Μιχάλης Κόκκινος, δραστήριο μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου – Λασιθίου, μας έδωσε την πληροφορία, (στις αρχές του 2006), ότι ο Χριστόφορος Μαμάκος, μέλος κι αυτός της Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου – Λασιθίου, ζούσε στην Αθήνα. Τον αναζητήσαμε και συνομιλήσαμε μαζί του. Μας αποκάλυψε ότι διατηρεί ημερολόγιο των χρόνων της Κατοχής 1941-1945. Κρατούσε σημειώσεις τότε σε ένα μικρό τετράδιο που είχε μαζί του και 1975 το αντέγραψε συμπληρώνοντάς το. Ο Χριστόφορος Μαμάκος δέχτηκε να μας παραχωρήσει αντίγραφο του ημερολογίου. Έτσι, το Φθινόπωρο του 2006 το είχαμε στα χέρια μας.
Το χειρόγραφο ημερολόγιο του Χριστόφορου, αποτελείται από 29 φύλλα χαρτιού διαστάσεων 30Χ21 εκ., γραμμένα και από τις δύο όψεις. Κάποιες από τις ημερομηνίες του χειρογράφου, πιθανόν να έχουν γραφτεί λάθος από τον Χριστόφορο Μαμάκο.
Ας μην ξεχνά ο αναγνώστης ότι το ημερολόγιο γράφτηκε το 1975 και φυσικό ήταν, ύστερα από 30 χρόνια των γεγονότων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, να υπάρχουν αυτά τα μικρά και χωρίς ουσία χρονολογικά λάθη, που όμως δεν αλλοιώνουν καθόλου τη μοναδική αξία αυτού του χειρογράφου.
Ως ημερομηνία πρώτης εγγραφής στο ημερολόγιο του Χριστόφορου είναι η 8η Απριλίου 1941 και τελευταία εγγραφή αναφέρεται ο Οκτώβριος του 1944, όταν οι γερμανοϊταλοί εγκαταλείπουν το Ηράκλειο.
Από τις 8 ως τις 24 Απριλίου 1941 ο Χριστόφορος Μαμάκος περιγράφει με λεπτομέρειες τη βύθιση του πλοίου «Μαρία Σταθάτου» και όσα ακολούθησαν. Το πλοίο «Μαρία Σταθάτου» ξεκίνησε από τον Πειραιά με προορισμό την Κρήτη. Επιβάτες του πλοίου ήταν πολλοί Κρητικοί, μεταξύ τους και ο Χριστόφορος Μαμάκος και λίγοι Άγγλοι στρατιώτες. Το πλοίο βυθίστηκε από 3 Ιταλικά τορπιλοπλάνα στο λιμάνι του Αδάμαντα της Μήλου. Ο Χριστόφορος Μαμάκος σώζεται, αλλά πολλοί κρητικοί σκοτώνονται ή πνίγονται.
Μετά τη βύθιση του πλοίου ο Χριστόφορος Μαμάκος με άλλους συντρόφους του βρίσκουν άλλο πλοιάριο για να μεταβούν στην Κρήτη. Λόγω του κακού καιρού, το πλοίο αράζει στο Σίφνο και στη συνέχεια στη Ίο. Τα νησιά όμως είχαν μόλις καταληφθεί από τα Ιταλικά στρατεύματα και συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι όταν αποβιβάζονται στην Ίο. Από την Ίο οι Ιταλοί τους οδηγούν στη Νάξο.
Στο σημερινό μας άρθρο θα παρουσιάσουμε το ημερολόγιο του Χριστόφορου Μαμάκου από την αιχμαλωσία του στη Νάξο στις 25 Απριλίου 1941 ως την απελευθέρωσή του από τους Ιταλούς στις 28 Ιουνίου 1941. Σημαντικό μέρος της σημερινής του εξιστόρησης η θέα των γερμανικών αεροπλάνων με προορισμό την Κρήτη για τη μεγάλη επιχείρηση “Ερμής” κατάληψης του νησιού, όταν οι Ιταλοί είχαν μεταφέρει τον Χριστόφορο Μαμάκο στο νησί Αστυπάλαια.
Τα γερμανικά σμήνη των αεροπλάνων με προορισμό την Κρήτη περνούσαν πάνω από την Αστυπάλαια. Εκπληκτική είναι η επισήμανση του Ιταλού αξιωματικού προς τον Χριστόφορο Μαμάκο ότι οι Γερμανοί “βομβαρδίζουν την Κρήτη για να την καταλάβουν. Πιθανόν και σήμερα να την έχουν καταλάβει”.
Αυτή ήταν η εκτίμηση και των Γερμανών αξιωματούχων αλλά και των συμμάχων τους Ιταλών, ότι δηλαδή η Κρήτη θα υποκύψει στους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές σε μία το πολύ ημέρα. Τελικά η Μάχη της Κρήτης κράτησε έντεκα (11) ημέρες με χιλιάδες νεκρούς.
Στην αντιγραφή του ημερολογίου, διατηρήσαμε την ορθογραφία, τη σύνταξη, τις έντονες επισημάνσεις και τις υπογραμμίσεις του Χριστόφορου Μαμάκου. Συγκεκριμένα από τις 25 Απριλίου ως τις 28 Ιουνίου, ο Χριστόφορος γράφει τα εξής :
25/4/1941 : Περί τη 10η πρωινή μας έβγαλαν στη στεριά για να γίνει νέα καταμέτρηση, αφού και αυτή έγινε, μας πήγαν σε μια καντίνα πρόχειρη και μας έδιδαν στον καθένα 4 γαλέτες και 2 κουτάκια κονσέρβα κρέας και ένας – ένας μπαίναμε πάλι στο καΐκι. Αφού τελείωσε η επιβίβαση, ρυμουλκούμενοι και με συνοδεία 2 τορπιλακάτων τώρα αναχωρήσαμε δι’άγνωστη κατεύθυνση.
27/4/1941 : Ταξιδεύαμε όλη την ημέρα και όλη τη νύχτα και την επομένη 27/4/41 και τις απογευματινές ώρες (σούρουπο) φθάσαμε σε ένα νησί. Ήλθαν και άνοιξαν φράγμα από το στόμιο του λιμανιού και μπήκαμε μέσα, εκεί ήτο μερικά πολεμικά σκάφη και αμέσως καταλάβαμε ότι επρόκειτο περί ναυστάθμου ή κάτι τέτοιου. Παραμείναμε αγκυροβολημένοι με φρουρούς τους 2 ναύτες.
28/4/1941 : Την επομένη το πρωί ήλθε ένα μικρό καϊκάκι το οποίο έκανε την τροφοδοσία των πλοίων και μας έβαλαν λίγους-λίγους μέσα και μας βγάζουνε στην στεριά, από δεξιά και αριστερά υπήρχαν στρατιώτες με πολυβόλα, μας συγκέντρωσαν σε ένα στρατόπεδο και αφού τέλειωσε όλη η αποβίβαση ήλθε πάλι ο Υπολοχαγός που μας έπιασε και μας είπε μέσω διερμηνέως ότι θα μπαίνομε ένας ένας στο γραφείο για να δίδομε τα στοιχεία μας, (ονοματεπώνυμο, τόπος καταγωγής, τόπος διαμονής και σειρά που υπηρετούσαμε), και αυτά δια τον Ερυθρό Σταυρό να μάθουν οι δικοί μας ότι ζούμε.
Αφού όλα αυτά τελείωσαν μας έβαλαν στη σειρά χωρίζοντάς μας σε ομάδες πλην των Άγγλων τους οποίους έστειλαν στη Ρόδο. Σε μένα μου ανέθεσαν την ομάδα των σμηνιτών 15 τον αριθμό και την επιτήρηση των άλλων ομάδων δια οτιδήποτε θα χρειαζόμεθα. Μετά και αυτό μας έδιδαν 2 γαλέτες και μια κονσέρβα κρέας και πάλι με το καϊκάκι, (λάντζα μας πήγαν), στο καΐκι μας.
Την επομένη δεν ήλθαν να μας βγάλουν αλλά μας έφεραν πάλι κονσέρβες και γαλέτες την μεθ’επομένη το ίδιο αλλά την τρίτη ημέρα αφού συνεσκέφθημεν οι ομαδάρχες μου ανέθεσαν να ζητήσω ακρόαση, διότι άρχισε να μας πηγαίνει αίμα λόγω του φαγητού.
30/4/1941 : Ήλθαν για να μας δώσουν φαγητό αλλά εγώ τους είπα ότι κάνουμε απεργία πείνας και θέλομε ακρόασιν αφ’ενός που μας τρώει η ψείρα και αφ’ετέρου πάμε για δυσεντερία. Πράγματι η λάντζα με το φαγητό και τη συνοδεία γύρισε πίσω.
Κατά τις 3 η ώρα μμ. ήλθε με μια βενζινάκατο ο αξιωματικός που μας έπιασε, με εζήτησε να του πω τι θέλουμε τότε αλλά αντί απαντήσεως του μίλησα σε Ιταλικά και του είπα ότι εργαζόμουν εις το Ηράκλειο Κρήτης ως παραλήπτης φορτίων στα Ιταλικά καράβια του Σιτμάρ και γνωρίζω την Ιταλική. Αμέσως άλλαξε ύφος και μου λέει έλα να πάμε μαζί έξω. Μπήκα στη βενζινάκατο και πήγαμε στον Διοικητή της βάσεως, με εδέχθη πολύ καλά αφού πρώτος είχε μπει μέσα ο υπολοχαγός.
Μου είπε κάθισε και μου έδωσε τσιγάρο, του λέγω δεν καπνίζω και μου λέει τώρα αιχμάλωτος τι θα κάνεις, θα καπνίζεις να περνά ο καιρός, του λέω δεν έχω λεπτά να αγοράζω τσιγάρα μαύρη αγορά απ’τη λάντζα, μου λέει κάθε μέρα θα΄χεις ένα πακέτο Ρόδο, τον ευχαρίστησα και του λέω στο θέμα μας τώρα.
Μου είπε, απόψε δεν έχω ευχέρεια να συζητήσω αλλά θα σας δώσω μακαρόνια σκέτα να φάτε απόψε και αύριο το πρωί όταν θα δεις πως ήλθε μια αεράκατος θα έλθεις να τα πούμε. Θα είναι ο διοικητής της Μεσογείου (Καπιτάνο ντι Φρεγάτα).
Πράγματι περίμενα και έφυγα με τη λάντζα και με το φαγητό μακαρόνια. Δια την διανομή μου συνέστησε έναν Ιταλό Βουτηχτή (Ιγα Λομπάρο) ονομαζόμενο Αρθούρο Γκουαταλούμπι με τον οποίο γίναμε πολύ φίλοι αργότερα. Μετά το φαγητό καθίσαμε και συζητήσαμε τι και τι θα ζητούσα την επομένη από τον Γενικό Διοικητή.
2/5/1941 : Κατά την 10η πρωινή ήλθε πράγματι η αεράκατος και μετ’ολίγον είδα να έρχεται η βενζινάκατος με τον Αρθούρο Γκουαταλούμπι, βγαίνοντας μου είπε καθ’οδόν ότι ήλθε κάποιος αξιωματικός ο οποίος εάν είπες την αλήθεια ότι ήσουν στη φόρτωση των πλοίων SITMAR πρέπει να σε γνωρίζει και έτσι θα περάσετε καλά εάν όχι τι θα πάθεις δεν γνωρίζω. Καλά του λέω και εάν δεν με γνωρίζει τι θα κάνω. Εσύ ξέρεις μου λέει και έτσι φθάσαμε στην ακτή.
Σε λίγη ώρα ήλθε ένας ναύτης και μου λέει έλα μαζί μου, τον ακολούθησα και πήγαμε στο διοικητήριο. Ο Ουμπέρτο Μπέρτη ήταν εκεί και μου λέει ο Διοικητής είναι πολύ καλός άνθρωπος πρόσεξε τι θα του ζητήσεις.
Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και μου είπαν να μπω μέσα, αντίκρισα έναν πανύψηλο άνθρωπο με γενειάδα και μούσι αριστοκρατικό. Τον καλημέρισα και μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό, μου είπε κάθισε. Του λέω που να καθίσω που θα σας γεμίσω ψείρες, γέλασε. Δεν πειράζει μου λέει, λέγε μου – λέει – τι θέλετε.
Θέλομε να βγούμε έξω να βράσομε τα ρούχα μας, να λουστούμε, να μας δει γιατρός και να απολυμανθεί το καΐκι. Επίσης ένας παπάς είτε Έλληνας είτε καθολικός να μας κάνει μια λειτουργία και να βγαίνουμε κάθε μέρα έξω, άλλο τίποτα μου λέει, προς το παρόν αυτά για τώρα είναι αρκετά του λέω.
Τότε, μου λέει γνωρίζεις που βρίσκεσθε ; Όχι του λέω. Μου λέει είσθε στον Ναύσταθμον της νήσου Αστυπάλαιας. Μου λέει επίσης, σήμερα θα βγείτε όλοι. Θα σας έχουν βράσει νερό σε βαρέλια να πλύνετε τα ρούχα σας, να κάνετε λουτρό. Θα σας απολυμάνουν το καΐκι με ασβέστη και χλώριο και κάθε μέρα θα βγαίνετε έξω, αλλά να προσέχετε διότι είναι πολεμική ζώνη εδώ, όχι φασαρίες κλπ.
Εκείνη τη στιγμή ανοίγει μια πόρτα και μπαίνει κάποιος μετρίου αναστήματος και μου λέει με γνωρίζεις εμένα ; Όχι του λέω, που να σας γνωρίζω ; Καλά λες ότι φόρτωνες τα βαπόρια του SITMAR. Ναι του λέω. Ε, τότε πρέπει να με γνωρίζεις. Από τη φωνή του κατάλαβα ποιος ήτο αλλά δεν ήμουν βέβαιος και του λέω νομίζω ότι είσθε ο δεύτερος πλοίαρχος του ALBANO ο κ. Γκιουζέπε.
Με αγκάλιασε και μου είπε μην στενοχωριέσαι αυτά έχει ο πόλεμος όλα θα φτιάξουν και σε λίγο καιρό θα είσθε ελεύθεροι. Τον ευχαρίστησα και πήγα να φύγω. Όχι μου λέει, πήγαινε να κάνεις λουτρό σου έχω ρούχα να βάλεις μέχρι να πλυθούν τα δικά σου και θα καθίσεις να φας εδώ με τον Αρθούρο.
Σε λίγο άρχισαν να βγαίνουν από τα καΐκια οι αιχμάλωτοι, να πηγαίνουν στη βάρκα, να βράζουν τα ρούχα τους, να τα απλώνουν εις ένα φράχτη και με την πετσέτα να τυλίγονται. Αφού τελείωσαν το μπάνιο τους σε μια αίθουσα τους περίμενε μια μακαρονάδα με παρμεζάνα, κονσέρβα και λίγο κρασί.
Μετά το πέρας του φαγητού γυρίσαμε όλοι πάλι μέσα, εγώ παρέμεινα μέχρι την αναχώρηση της αερακάτου και μετά με πήγε με μια μικρή βαρκούλα ο Αρθούρος εις το καΐκι μαζί με 2 καραβάνες μακαρόνια με κιμά, πιθανόν αποφάγια των Ιταλών, αλλά για μας τους αιχμαλώτους πολύ ωραία, λέγοντάς μου ο Ιταλός ότι κάθε βράδυ θα μας φέρνει από 2 ή 3 καραβάνες αλλά επειδή δεν θα φτάνουν για όλους πρέπει να κανονίσομε σε μέρες και ομάδες, έπειτα μου είπε ότι αυτό είναι περίσσευμα από το καζάνι και όχι αποφάγια που πιθανόν να νομίσαμε.
Η ζωή αυτή συνεχίζεται καθημερινά βελτιωμένη, καθόσον το πρωί όταν βγούμε στην παραλία περνάμε από το Ιατρείο όσοι θέλουμε όπως και οι Ιταλοί, μας κοιτάζουν, μας δίνουν κινίνα ή ασπιρίνες ή αν έχει ανάγκη ιατρικής περιθάλψεως κάποιος τον κρατάνε στο πρόχειρο αυτό ιατρείο.
17/5/1941 : Κατά τα ξημερώματα παρουσιάζεται στον ουρανό μεγάλη κίνηση αεροπλάνων Γερμανικών κατά σμήνη. Εμείς βγαίνοντας έξω είδαμε μια ασυνήθιστη νευρικότητα των Ιταλών και παρουσιάσθηκαν και μερικά πολυβόλα, κατά τα άλλα η ημέρα πέρασε όπως και τις άλλες που περνούσαμε, πλην όμως μπήκαμε στο καΐκι μας κατά μια ώρα νωρίτερα.
18/5/1941 : Την επομένη πρωίαν και γύρω στις 10 κύματα πολλών αεροπλάνων Γερμανικών περνούσαν. Τον Αρθούρο τον έχω χάσει δύο ημέρες τώρα και δεν ξέρω τι να υποθέσω.
20/5/1941 : Η ίδια κατάσταση αεροπλάνων και σήμερα, κατά τις 11 όταν πηγαίναμε για φαγητό μου λέει ένας Ιταλός ότι ο Αρθούρος θα έλθει το βράδυ να σας φέρει φαγητό και θέλει να σε δει. Πράγματι, κατά τις 6 μμ. ήλθε με τη βαρκούλα του και κράταγε και 4 καραβάνες πατάτες.
Καθίσαμε και μου λέει, έχω τρεις ημέρες να κοιμηθώ διότι έγινε μια ναυμαχία κοντά στην Κρήτη και με είχαν πάει εκεί, δεν μπορείς να φανταστείς τι είδαν τα μάτια μου ! Βούλιαξαν πολεμικά αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά αλλά πόσα δεν ξέρω. Οι πνιγμένοι πολλοί και οι τραυματίες πολλοί περισσότεροι. Καλά του λέω όλα αυτά αλλά τα αεροπλάνα τι είναι ; Μου λέει βομβαρδίζουν την Κρήτη για να την καταλάβουν. Πιθανόν και σήμερα να την έχουν καταλάβει. Εμείς εδώ είμεθα υπ’ατμόν. Θα σε ενημερώσω αύριο.
21/5/1941 : Βγήκαμε κανονικά έξω αλλά με 2 σειρές πολυβόλα μέχρι την χαράδρα που πηγαίναμε για να πλύνομε τα ρούχα μας και να τα στεγνώσουμε. Μετά το φαγητό και γύρω στις 5 το απόγευμα ήλθε η αεράκατος αλλά δεν ξέραμε ποιος ήλθε. Μας φώναξαν να ετοιμασθούμε για επιβίβαση. Την ώρα που έμπαινα στη λάντζα ήλθε ο Αρθούρος και μου λέει, έλα στο Διοικητή σε θέλει.
Πράγματι πήγα εκεί ήτο και ο Γκιουζέπε ο δεύτερος πλοίαρχος του ALBANO που είχε έλθει με το Ναύαρχο της Ρόδου. Μου λέει έλα στο χάρτη να μας δείξεις που είναι το Μάλεμε. Τους έδειξα και ρώτησα γιατί ; Μου είπε ότι γίνονται σφοδρές μάχες μεταξύ Γερμανών αλεξιπτωτιστών, Άγγλων και Ελλήνων δια την κατάληψή του, μου έδωσε τσιγάρα πέντε πακέτα και μου είπε να φύγω. Του λέω, προσέξαμε κάτι που δεν το θέλομεν, διότι είμεθα καλοί άνθρωποι και δεν θέλομε να μας φέρεσθε έτσι. Τι; μου λέει.
Άρχισαν πάλι τα πολυβόλα προς εκφοβισμόν του λέω. Καλά από αύριο θα είναι όπως πρώτα, άντε καλή νύχτα. Ο Αρθούρος με πήρε και με πήγε μέσα με 2 καραβάνες μακαρόνια με ντομάτα. Πέρασαν από την ημέρα αυτή, αρκετές μέρες σχεδόν μήνας χωρίς καμία αλλαγή.
25/6/1941 : Πρωί-πρωί ήλθε η λάντζα και μας έβγαλε έξω, μας είπαν να βράσομε τα ρούχα μας να λουσθούμε και εάν θέλομε κλωστή, βελόνα ή κουμπιά να μας δώσουν να φτιαχτούμε διότι θα έλθει μια ομάδα αξιωματικών να μας δει. Πράγματι τακτοποιηθήκαμε (σενιαριστήκαμε) και κατά τις 2 το μεσημέρι και μετά το φαγητό ήλθε η αεράκατος με κλιμάκιο 5 αξιωματικών και 1 διερμηνέα.
Μας έβαλαν στην γραμμή και μας είπαν ότι εάν ο καιρός είναι καλός αύριο θα φύγετε δια Σύρον ελεύθεροι πλέον. Εμείς τρελαθήκαμε από τη χαρά μας. Φωνάζαμε, γελούσαμε και τι δεν κάναμε. Επιστρέφοντας στο καΐκι μας, το είδαμε καθαρισμένο να λάμπει. Μπήκαμε μέσα, και μετά μια ώρα ήλθε η λάντζα με 4 Ιταλούς ναύτες και έναν αξιωματικό. Μας μοίρασαν από 3 γαλέτες και ένα κουτάκι κρέας και από 1 πακέτο τσιγάρα «Ρόδος».
Κατά τις ένδεκα το βράδυ μας πλεύρισε ένα ρυμουλκό, μας έδεσε και γύρω στις 3 τα μεσάνυχτα βγαίναμε από το λιμάνι της Αστυπάλαιας. Λυπούμαι πολύ διότι δεν αποχαιρέτισα τον Αρθούρο, ίσως να μην ήταν εκεί.
26/6/1941 : Αρμενίζαμε στο πέλαγος με μια θάλασσα μπουνάτσα, λες και αυτή θέλει να μας γλυκάνει το πικρό χάπι τόσου καιρού.
27/6/1941 : Περί την 10ην πρωινή φθάνομε στην Σύρον, δένομε το καΐκι δίπλα στα ναυπηγεία. Το μεσημέρι μας βγάζουν έξω και μας πηγαίνουν σε μια αίθουσα μεγάλη, εκεί μας έχουν τραπέζι με κρέατα, πατάτες, ψωμί άφθονο και λίγο κρασί. Μας είπαν ότι αυτά τα προσφέρει η Μητρόπολις. Μόλις τα φαγητό τελείωσε μας είπαν ότι είμεθα ελεύθεροι να φύγομε για την Αθήνα ή όπου αλλού ο καθένας θέλει και μπορεί. Πάντως εάν δεν έχομε να μείνομε να πάμε στον ξενώνα να μείνομε.
Εμένα με φώναξε ένας Ιταλός ναύτης και μου λέει : Ο Αρθούρος λυπάται που δεν σε αποχαιρέτισε γιατί τον έστειλαν σε αποστολή αλλά μου έδωσε 100 λιρέτες να σου τις δώσω για τα πρώτα σου έξοδα μέχρι να πας στην Αθήνα. Εγώ δεν ήθελα να τα πάρω αλλά αυτός επέμενε. Καθίσαμε σε ένα καφενεδάκι στην παραλία και εκεί μου έλεγε διάφορες ιστορίες και έτσι πέρασε η ώρα. Εγώ τώρα είχα και λεπτά και τον κέρασα τον καφέ επίσης του είπα αν δεν έχει να πάει κάπου να κοιμηθεί να πάμε μαζί στο ξενοδοχείο αλλά μου είπε ότι το ρυμουλκό θα έφευγε την ίδια βραδιά για Νάξο, έτσι αποχαιρετιστήκαμε.
28/6/1941 : Ελεύθερος εις την Σύρον
O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου