Οι Γερμανοί αξιωματούχοι τα χρόνια της κατοχής στην Κρήτη, με το αφήγημα των «αντιποίνων» μετά από σαμποτάζ του Συμμαχικού Στρατηγείου με τη βοήθεια των ανδρών της Κρητικής Αντίστασης, επέβαλαν σκληρές τιμωρίες στον πληθυσμό των χωριών ή των πόλεων που πλησίον τους γίνονταν οι δολιοφθορές.
Οι τιμωρίες διέφεραν ανάλογα με τα αποτελέσματα των σαμποτάζ. Έτσι Κρητικοί οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ή στη φυλακή, ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εργασίας. Πολλές φορές οι βάρβαροι κατακτητές επέβαλαν πρόστιμα, (χρηματικά ή επιτάξεις αγροτικών προϊόντων).
Στην Κρήτη συναντούμε και πυρπόληση κατοικιών σε άρνηση καταναγκαστικής εργασίας, (μια μορφή σαμποτάζ των κατοίκων διαφόρων χωριών), όπως στα Ανώγεια, στις Γούβες, στις Ποταμιές και αλλού. Σοβαρά σαμποτάζ στην Κρήτη, ήταν και τα παρακάτω:
Δ. 5 Ιουλίου 1943, επιχείρηση ΑΛΜΠΟΥΜΕΝ
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1943, πριν τη συμμαχική απόβαση στη Σικελία, το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής αποφάσισε να χτυπήσει τις αεροπορικές βάσεις της Κρήτης. Επέλεξε τα αεροδρόμια Ηρακλείου, Καστελλίου Πεδιάδος και Τυμπακίου, για δύο κυρίως λόγους:
α) Να παραπλανηθούν οι Γερμανοί και να νομίσουν πως η απόβαση θα γίνει στην Κρήτη, όπως εξ’άλλου προπαγάνδιζε το Στρατηγείο με τους αξιωματικούς συνδέσμους που έστελνε στο νησί τη διάρκεια της Κατοχής και
β) Να εμποδίσουν τα γερμανικά αεροσκάφη να συνδράμουν πετώντας από την Κρήτη τις δυνάμεις τους στη Σικελία, βυθίζοντας τα φίλια αποβατικά σκάφη όταν αυτά θα επιχειρούσαν την προσέγγιση στις Ιταλικές ακτές.
Ως ημερομηνία του εγχειρήματος επέλεξαν τα μεσάνυχτα της 4ης ξημερώματα 5 Ιουλίου 1943 ταυτόχρονα για όλους τους στόχους. Η επιχείρηση ονομάστηκε ΑΛΜΠΟΥΜΕΝ, που σήμαινε «το ασπράδι του αυγού».
Στις ομάδες των σαμποτέρ συμμετείχαν και Κρήτες υπαξιωματικοί Για το αεροδρόμιο Καστελλίου ο Καστελλιανός Κίμωνας Ζωγραφάκης. Για το αεροδρόμιο Ηρακλείου ο Αρχανιώτης Γιάννης Ανδρουλάκης. Και για το αεροδρόμιο Τυμπακίου, ο Γιώργης Βοσκάκης-Μηναδογιώργης, από το χωριό Σάτα Αμαρίου.
Το σκάφος επιφανείας αποβίβασε τους σαμποτέρ στην Τρυπητή, μια απόκρημνη παραλία στα νότια του νομού Ηρακλείου, στις 23 Ιουνίου 1943. Επικεφαλής όλης της επιχείρησης ορίστηκε ο Άγγλος Ταγματάρχης Sutherland. Αυτός έμεινε στον τόπο της αποβίβασης και με έναν ασυρματιστή θα συντόνιζε όλη την επιχείρηση.
Οι ομάδες χωρίστηκαν και ανέλαβε η κάθε μια το ρόλο της. Επικεφαλής της ομάδας για το Καστέλλι ήταν ο Δανός Υπολοχαγός Άντερς Λάσσεν. Για το αεροδρόμιο Ηρακλείου, ο Άγγλος Υπολοχαγός Κένεθ Λάμονμπυ. Για το αεροδρόμιο Τυμπακίου ο Σκωτζέζος Υπολοχαγός Ρόνυ Ροβς.
Τη νύχτα της 4ης Ιουλίου, οι σαμποτέρ μπήκαν στους στόχους. Στο Καστέλλι η επιχείρηση πέτυχε. Το αεροδρόμιο παραδόθηκε στις φλόγες. Ο ηρωικός Άντερς Λάσσεν έδωσε παραπλανητική μάχη στη δυτική πλευρά του αεροδρομίου με αποτέλεσμα οι σαμποτέρ να κάνουν ανενόχλητα τη δουλειά τους ανατολικά, ανατινάζοντας τα αεροπλάνα, τις αποθήκες καυσίμων και τα ορυκτέλαια. Το αεροδρόμιο Ηρακλείου δεν χτυπήθηκε. Η αναγνώριση της προηγούμενης ημέρας έδειξε ότι δεν υπήρχαν αεροπλάνα και οι σαμποτέρ επέλεξαν και ανατίναξαν τις μεγάλες αποθήκες καυσίμων που είχαν οι Γερμανοί στο χωριό Πεζά Πεδιάδος.
Στο Τυμπάκι οι σαμποτέρ μπήκαν στο αεροδρόμιο, αλλά δεν βρήκαν αεροσκάφη.
Για την επιτυχία των επιχειρήσεων συνέδραμαν πολλοί πατριώτες. Στο Καστέλλι συμμετείχε ο Υπαρχηγός της Ομάδος Μπαντουβά Καπετάν Γιάννης Μπαντουβάς. Αρκετοί πατριώτες οδήγησαν, τροφοδότησαν και απέκρυψαν τους σαμποτέρ.
Μετά τις επιχειρήσεις, οι ομάδες κατευθύνθηκαν και πάλι στην παραλία Τρυπητή. Στις 10 Ιουλίου 1943 τα ξημερώματα, την ημέρα της συμμαχικής απόβασης στη Σικελία, οι σαμποτέρ επιβιβάστηκαν σε σκάφος επιφανείας και αναχώρησαν. Πριν συμβεί αυτό, γερμανική περίπολος τους αντιλήφθηκε στο φαράγγι της Τρυπητής και δόθηκε μάχη. Σ’αυτήν έχασε τη ζωή του ο Άγγλος Υπολοχαγός Κένεθ Λάμονμπυ.
Ο Γερμανός Διοικητής Κρήτης Μπρούνο Μπρόγερ διέταξε ως αντίποινα την εκτέλεση 50 πατριωτών. Είκοσι εκτελέστηκαν στο Ηράκλειο, δέκα στο Ρέθυμνο και είκοσι στα Χανιά, την επόμενη ημέρα 6 Ιουλίου 1943.Αυτό ήταν το τίμημα της επιχείρησης ΑΛΜΠΟΥΜΕΝ.
Ε. 23 Ιουλίου 1944, Παγκρήτιο σαμποτάζ
Τον Ιούλιο του 1944, έγιναν ευρείας κλίμακας σαμποτάζ στην Κρήτη, σε μια χρονική στιγμή όπου η γερμανική μηχανή κατέρρεε.
Τα σαμποτάζ αυτά έγιναν τη νύχτα 23 προς 24 Ιουλίου 1944, ταυτόχρονα σε όλα τα επιλεγμένα σημεία, κυρίως σε αποθήκες καυσίμων. Στόχοι που χτυπήθηκαν εκείνη τη νύχτα ήταν: Οι αποθήκες καυσίμων στο Σίβα Μαλεβυζίου, οι αποθήκες καυσίμων στους Αποστόλους Πεδιάδος, οι αποθήκες καυσίμων στο Δράσι Μεραμβέλλου, οι αποθήκες καυσίμων στις Βουκολιές και στον Αλικιανό Χανίων.
Χτυπήθηκαν τα γερμανικά φυλάκια στην Αυγενική, την Πυργού, τη Δαμάστα, στο Ζαρό. Ανατινάχθηκα οι δρόμοι Αγίας Γαλήνης – Μέλαμπες – Φανερωμένης, ανατινάχθηκαν οι γέφυρες μεταξύ Γέργερης και Πανασσού, Μαγαρικαρίου και Καλοχωραφίτη, ναρκοθετήθηκαν οι δρόμοι από Μοίρες – Βώρους, ο δρόμος στους Ανεγύρους, στη θέση Αγιασμάτσι Ρεθύμνου και αποκόπηκαν τα τηλεφωνικά καλώδια των Γερμανών στην Επισκοπή Ρεθύμνου.
Για την εξήγηση της σκοπιμότητας των σαμποτάζ στην Κρήτη, όταν η αποχώρηση των Γερμανών ήταν ζήτημα λίγων μηνών, ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Γεώργιος Χαροκόπος στο βιβλίο του, «Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, αναφέρει: ´… εκτός από τη μεγάλη απόβαση στη Νορμανδία, (6 Ιουνίου 1944), το Ανώτατο συμμαχικό στρατηγείο είχε σχεδιάσει απόβαση ευρείας εκτάσεως και στη Νότια Γαλλία.
Όταν όπως φαίνεται διεπιστώθη ότι για την κάμψη της αντιστάσεως των γερμανών στη Βόρεια Γαλλία εχρειάζετο οπωσδήποτε να πραγματοποιηθεί νέα απόβαση στις νότιες ακτές της, ο εχθρός έπρεπε να παραπλανηθεί και πάλι, ώστε να υποστεί και εκεί αιφνιδιασμό. Ειδικά τμήματα Άγγλων κομάντος και δολιοφθορέων σε 5 σημεία των κρητικών ακτών το πρώτο 15θήμερο του Ιουλίου 1944 και με τη βοήθεια ανδρών της Κρητικής Αντιστάσεως επετέθησαν ταυτόχρονα τη νύχτα της 22 προς 23/7/44 σε αποθήκες καυσίμων, σε μεμονωμένους καταυλισμούς, κατά μεταφορικών μέσων και φυλακίων…».
Το σήμα για την άφιξη των σαμποτέρ από τη Μέση Ανατολή έφθασε στον σταθμό ασυρμάτου του Βρετανού αξιωματικού Συνδέσμου Άλεξ Ρέντελ ή Αλέξη στη θέση Βατονερό της Κασταμονίτσας, κοντά στη μάντρα του Σηφογιάννη, τον Ιούνιο του 1944. Το σήμα έλεγε ότι το σκάφος θα προσέγγιζε τη νύχτα της 24ης Ιουνίου στη θέση «Μαριδάκι» στον Τσούτσουρο. Ο ίδιος ο Ρέντελ πήγε με ομάδα να υποδεχτεί τους σαμποτέρ. Μεταξύ των συνοδών του, ήταν ο Γρηγόρης Χναράκης και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης.
Το σκάφος ήρθε στην καθορισμένη ώρα και αποβιβάστηκαν 28 σαμποτέρ, ο Άγγλος υπολοχαγός Χιου Φραίηζερ, ο Άγγλος Λοχαγός Ίαν Πάτερσον και τέσσερις Αμερικανοί. Οι σαμποτέρ έφεραν μαζί τους εκρηκτικούς μηχανισμούς τελευταίου τύπου, τις λεγόμενες χελώνες, άλλες εκρηκτικές ύλες που είχαν σχήμα μαρκαδόρου ή χοντρού μολυβιού με ωρολογιακό μηχανισμό που ρυθμίζονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε η έκρηξή τους να γίνεται στην καθορισμένη ώρα. Έφεραν μαζί τους και μικρές νάρκες, ειδικές για την καταστροφή αποθηκών καυσίμων.
Μετά την αποβίβαση και την εκφόρτωση των υλικών, οδηγήθηκαν από τον Γρηγόρη Χναράκη και τον Βασίλη Κωνιό στα Αστερούσια, πάνω από τον όρμο Τσούτσουρα, στην περιοχή του χωριού Δεμάτι, όπου παρέμειναν. Στη θέση αυτή, ο επικεφαλής των Βρετανών Αξιωματικών Συνδέσμων στην Κρήτη Αντ/ρχης Τομ Ταμπάμπιν, ο Άλεξ Ρέντελ και ο επικεφαλής των σαμποτέρ Ίαν Πάτερσον, κατέστρωσαν το οριστικό σχέδιο της εκτελέσεως των σαμποτάζ. Καθόρισαν τις θέσεις και τα χωριά όπου θα γίνονταν επιθετικές ενέργειες. Το γενικό πρόσταγμα των επιτυχημένων σαμποτάζ του Ιουλίου 1944 στην Κρήτη, είχε ο επικεφαλής του νησιού Αντ/ρχης Τομ Ταμπάμπιν.
ΣΤ. 8 Αυγούστου 1944. Το σαμποτάζ της Δαμάστας
Την Τρίτη 8 Αυγούστου 1944, άντρες της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Σταυρακάκη – Αεροπόρο, ομάδα έξι Ρώσων και την ολιγομελή ομάδα του Βρετανού αξιωματικού Συνδέσμου Στάνλεϋ Μος, εκτέλεσαν σχέδιο σαμποτάζ στη θέση Δαμαστός πλησίον της Δαμάστας, χτυπώντας γερμανικά αυτοκίνητα πάνω στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε από το Ηράκλειο στα Χανιά. Η ενέργεια ονομάστηκε από τους ιστορικούς «Σαμποτάζ της Δαμάστας». Στη διάρκεια της μάχης των ανταρτών με τους Γερμανούς, σκοτώθηκαν:
α) Ο Ρώσος αξιωματικός Βάνυα.
β) Δύο κάτοικοι του χωριού Δαμάστα, η Λιαδάκη Αικατερίνη του Κυριάκου και ο Τριγώνης Ιωάννης του Στυλιανού.
γ) Τρεις καταναγκαστικοί εργάτες που οδηγούνταν για κοπή ξύλων, ο Εμμανουήλ Πλαϊτης από το χωριό Αλόιδες Μυλοποτάμου, ο Ιωάννης Αργυράκης και ο Ελευθέριος Σκεπετζής από την πόλη του Ηρακλείου.
δ) Ανεξακρίβωτος αριθμός Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών (μεταξύ τους και οι εφτά αιχμάλωτοι Ιταλοί που εκτελέστηκαν από τους αντάρτες στον Ψηλορείτη).
Τραυματίστηκαν δύο αντάρτες και ένα κάτοικος της Δαμάστας. Ο Μανόλης Σπιθούρης – Νταμπακομανώλης (με σοβαρό τραύμα στην κοιλιακή χώρα) και ο Κώστας Κεφαλογιάννης – Κουντόκωστας (ελαφρύτερα) από τους αντάρτες και ο Αστρινός Εμμανουήλ Νικολουδάκης από τη Δαμάστα.
Οι Γερμανοί αξιωματούχοι, με εντολές του Διοικητή Κρήτης Στρατηγού Μίλερ και του Διοικητή των στρατευμάτων Ηρακλείου Στρατηγού Φρίμπε, υπακούοντας τυφλά στο δόγμα της συλλογικής ευθύνης, διέταξαν την εκτέλεση τριάντα ανδρών του χωριού. Οι τριάντα άντρες επελέγησαν από το σύνολο των ανδρών της Δαμάστας που είχαν συγκεντρώσει τα κατοχικά στρατεύματα στην πλατεία του χωριού.
Η εκτέλεσή τους έγινε στη θέση «Κερατίδι» της Δαμάστας. Οι υπόλοιποι άνδρες καθώς και τα γυναικόπαιδα του χωριού, διατάχθηκαν και το εγκατέλειψαν. Οι Γερμανοί, αφού άρπαξαν όλα τα υπάρχοντα των κατοίκων, (κοσμήματα, ρούχα, γυναικεία προικιά, λάδια, κρασιά, δημητριακά και όλα τα ζώα), πυρπόλησαν και ανατίναξαν το ιστορικό χωριό.
Ζ. Σαμποτάζ καταναγκαστικής εργασίας (άρνηση κατοίκων)
Οι ποινές για τις Κοινότητες, τους Προέδρους και τους πολίτες που αρνούνται να εργαστούν στα γερμανικά οχυρωματικά έργα, περιγράφονται στις διαταγές των Διοικητών του «Φρουρίου Κρήτης» Στούντεντ, Αντρέ και Μπρόγερ.
Με απειλές προς τους πολίτες, με τη γερμανική μυστική αστυνομία, με τους άντρες της Διοίκησης Χωροφυλακής του νομού Ηρακλείου, οι γερμανοί επιμένουν στην καταναγκαστική εργασία των Κρητικών. Θέλουν να καταστήσουν το νησί απόρθητο, να το χρησιμοποιήσουν στην εξέλιξη των πολεμικών τους επιχειρήσεων στη Βόρειο Αφρική, αλλά και στο ανατολικό μέτωπο.
Παρά τις απειλές και τις ποινές, ο ρυθμός της καταναγκαστικής εργασίας δεν είναι ικανοποιητικός για τα στρατεύματα κατοχής, πολλοί αρνούνται να παρουσιαστούν για εργασία και τα έργα καθυστερούν. Την άρνηση των κατοίκων, οι Γερμανοί τη θεωρούν ως σαμποτάζ στα στρατεύματα κατοχής με τις ανάλογες συνέπειες.
Το έγγραφο που ακολουθεί με ημερομηνία 3 Δεκεμβρίου 1941, του Διοικητή Υποδιοικήσεως Χωροφυλακής Πεδιάδος προς τον Πρόεδρο της Κοινότητας Ξυδά, καταδεικνύει και την αντίληψη των γερμανών για την άρνηση εργασίας στα οχυρωματικά έργα. Συγκεκριμένα, ο Διοικητής τονίζει στον Πρόεδρο του Ξυδά:
«Κατόπιν εντολής του ενταύθα Γερμανικού Φρουραρχείου εντέλλεσθε όπως ειδοποιήσητε κατεπειγόντως άπαντας τους εγγεγραμένουτς ειδικούς καταλόγους και απουσιάζοντας αυθαιρέτως (Επιστάτας, Τεχνίτας, μαραγκούς, κτίστας, λατόμους κ.λ.π.) και εργάτας της Κοινότητός σας όπως παρουσιασθώσιν και αναλάβωσιν εργασίαν εις τα έργα του ενταύθα αεροδρομείου το αργότερον την 2αν Ιανουαρίου 1942. Τους μη συμορφωμένους αναφέρατε υπ’ευθύνην υμών τη Γερμανική υπηρεσία προς παραδειγματικήν τιμωρίαν επί σαμποτάζ ή πολυετούς φυλακίσεως».
Η έρευνα των αρχείων της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, αποκάλυψε πολλών ειδών τιμωρίες σε χωριά του νομού Ηρακλείου για άρνηση καταναγκαστικής εργασίας των κατοίκων, τη στάση των οποίων οι Γερμανοί θεωρούσαν σαμποτάζ.
Έτσι για άρνηση καταναγκαστικής εργασίας διατάσσεται η σύλληψη των κατοίκων των χωριών Πλώρας Καινουρίου, επιβάλλεται πρόστιμο 500 οκάδων ελαίου στην Κοινότητα Γέργερης, πρόστιμο 300 οκάδων ελαίου στην Κοινότητα Γαλύφας, πρόστιμο 400 οκάδων ελαίου στην Κοινότητα Αποστόλων και 600 οκάδων στην Κοινότητα Θραψανού, πρόστιμο 200 οκάδων ελαίου στην Κοινότητα Λιλιανού, πρόστιμο 500 οκάδων ελαίου στην Κοινότητα Κασταμονίτσας, 2 βοδιών και 2 προβάτων στην Κοινότητα Σμαρίου, 15 προβάτων στην Κοινότητα Βόνης.
Στην Κοινότητα Σκινιά οι Γερμανοί μετατρέπουν το πρόστιμο των 1000 οκάδων ελαίου σε παράδοση 30 αρνιών. Στην Κοινότητα Μηλιαράδω, (οι Γερμανοί τη θεωρούν τη χειρότερη όλων στην αποστολή των εργατών), το Φρουραρχείο Ηρακλείου ζητά τη σύλληψη όλων των γυναικών του χωριού από 16 ως 50 ετών, διαφορετικά τονίζει ότι θα ανατιναχθεί το χωριό.
Σε 22 Προέδρους Κοινοτήτων, επιβάλλεται πρόστιμο 100.000 δραχμών για την αδιαφορία τους να στέλνουν τους συγχωριανούς τους στην αγγαρεία. Η διαταγή του Φρουράρχου προς τους 22 Προέδρους τελειώνει ως εξής:
«…δια τον λόγον τούτον επιβάλλει το Φρουραρχείον πρόστιμον των δρχ. 100.000 εις έκαστον εξ υμών προσωπικώς, πληρωτέον εις το ταμείον του Φρουραρχείου, το αργότερον μέχρι της 30- 8- 43. Εις περίπτωσιν δε καθ΄ην το ποσόν τούτο δεν πληρωθεί εγκαίρως, θα μετατρέπηται εις 10ημερον φυλάκισιν. Το Φρουραρχείον μας γνωρίζει ότι εις μελλοντικάς αμελείας σας θα επιβληθώσιν αυστηρότατα μέτρα. Προθεσμία πληρωμής δεν θα τηρηθή απαραιτήτως. Εφιστώμεν την προσοχήν δια την ακριβήν συμμόρφωσιν…».
Οι εργάτες του αεροδρομίου Ηρακλείου που αρνούνται την υποχρεωτική εργασία, για το Γερμανικό Φρουραρχείο θεωρούνται σαμποτέρ και δημοσιεύεται από τον Φρούραρχο στη φιλογερμανική εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ Ηρακλείου στις 19 Δεκεμβρίου 1941 η παρακάτω ειδοποίηση:
«Καθίσταται γνωστόν δια τελευταίαν φοράν προς άπαντας τους δια προηγουμένης ημών προσκλήσεως κληθέντας εργάτας του αεροδρομίου και μη παρουσιασθέντας μέχρι σήμερον, ότι τάσσομεν προθεσμίαν μέχρι της 20ης τρέχοντος όπως παρουσιασθώσι ανυπερθέτως εις τα Γραφεία της Διευθύνσεως έργων του αεροδρομίου. Εφιστάται η προσοχή εις πάντας τους εν λόγω εργάτας περί των εξαιρετικώς σκληρών συνεπειών, ας θα έχη ή μη συμμόρφωσις προς τ’ ανωτέρω μη αποκλεισμένης και της ποινής του θανάτου με την κατηγορίαν του Σαμποτάζ».
Στα χωριά Γούβες και Ποταμιές, η άρνηση καταναγκαστικής εργασίας των κατοίκων συνοδεύεται από απειλές του Γερμανικού Φρουραρχείου με σύλληψη των γυναικών και ανατίναξη μέρους των κατοικιών των παραπάνω Κοινοτήτων. Συγκεκριμένα, ο Φρούραρχος Ηρακλείου στις 17 Αυγούστου 1943 ανακοινώνει για το χωριό Ποταμιές, (το ίδιο ανακοίνωσε και για το χωριό Γούβες):
«…ανεκοινώθη εις το Φρουραρχείον ότι η Κοινότης Ποταμιών, ουδόλως ανταποκρίνεται προς τις υποχρεώσεις της, ως προς την αποστολήν εργατών.
Εντέλλεται όθεν η Κοινότης σας δια τελευταίαν φοράν, όπως αποστείλη ανελλειπώς τον αριθμόν των εργατών δι’ους έχει υποχρέωσιν. Εάν δεν γίνη τούτο, θα ενεργήση το Φρουραρχείον όπως συλληφθούν όλαι αι γυναίκες της Κοινότητος, ένα δε μέρος της Κοινότητος θα ανατιναχθή εις τον αέρα…».
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος