Η Πέμπτη Μεραρχία των Κρητών που πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, είχε τις μεγαλύτερες απώλειες από όλους τους Ελληνικούς σχηματισμούς στη διάρκεια των μαχών με τα Ιταλικά φασιστικά στρατεύματα.
Οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες που έπεσαν στις μάχες, όπως καταγράφεται στα αρχεία του ΓΕΣ, ήταν 11.911. Απ’ αυτούς οι 1.141 νεκροί, (αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες) ήταν Κρητικοί. Η Πέμπτη Μεραρχία είχε και 2.025 τραυματίες, ανάπηρους και παγόπληκτους.
Ένας από τους ήρωες ανάπηρους πολέμου, ήταν και ο Ανδρέας Ζερβάκης του Εμμανουήλ, από το χωριό Σκινιάς Μονοφατσίου. Τραυματίστηκε στην κορυφογραμμή Ψάρι της Τρεμπεσίνας από έκρηξη βλήματος όλμου, στις 9 Μαρτίου 1941.
Ο Ανδρέας Ζερβάκης παρέμεινε ανάπηρος στην υπόλοιπη ζωή του. Στον εγγονό του Εμμανουήλ Νικολάου Ρουσοχατζάκη, ο Ανδρέας Ζερβάκης διηγήθηκε σκηνές από τις πολεμικές επιχειρήσεις που έλαβε μέρος, καθώς και τον τραυματισμό του.
Ο εγγονός του Μανόλης Ρουσοχατζάκης, γράφει για τον παππού του: “Ο Ανδρέας Ζερβάκης του Εμμανουήλ και της Ελένης, γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου του 1912 στο Σκινιά Ηρακλείου, είναι ένας από τους χιλιάδες ήρωες της πατρίδας μας που έχυσαν το αίμα τους για να μπορούμε εμείς σήμερα να απολαμβάνουμε το αγαθό της ελευθερίας.
Θεωρώ λοιπόν ως ελάχιστο φόρο τιμής για αυτόν τον άνθρωπο, να αποτυπώσω στο χαρτί και να γίνει γνωστή η ιστορία του στο ευρύτερο κοινό του χωριού μας, μια ιστορία που πολλές φορές μας είχε εξιστορήσει προσπαθώντας να μας μεταφέρει νοερά στο πολεμικό περιβάλλον στο οποίο έζησε και τραυματίστηκε χάνοντας το χέρι του.
Άλλωστε οι πράξεις των προγόνων είναι πάντα παρακαταθήκη για τη νέα γενιά. Οι περισσότερες από τις γραμμές που ακολουθούν είναι ατόφια τα λόγια του. Λόγια σταράτα, λόγια αληθινά”.
«Γεννήθηκα στις 6 Αυγούστου του 1912 του Αφέντη Χριστού την ημέρα. Όταν άρχισε ο πόλεμος ήμουν 27 ετών. Ήμουν παντρεμένος και είχα μια κόρη μόλις πέντε ετών. Ζούσα στο Σκινιά ασκώντας το επάγγελμα του αγρότη με τις γνωστές σε όλους μας δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε εκείνη την εποχή, της αναδιοργάνωσης του ελληνικού κράτους.
Παρόλα αυτά όμως η ζωή μας ήταν ξέγνοιαστη. Την ησυχία μας και την ξεγνοιασιά μας ήρθε να ταράξει η θλιβερή είδηση του πολέμου. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ιταλός πρωθυπουργός Μουσολίνι έστειλε τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά να παραδώσει την Ελλάδα ώστε να προελάσουν τα Ιταλικά στρατεύματα εξυπηρετώντας έτσι τη ναζιστική επεκτατική πολιτική.
Ο Ιωάννης Μεταξάς είπε τότε το μεγάλο ΟΧΙ εκφράζοντας έτσι την βούληση και τη θέληση ολόκληρου του ελληνικού έθνους. Αμέσως μετά την αρνητική απάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο.
Το ελληνικό κράτος μέσα σε 24 ώρες εξέδωσε διαταγή για γενική επιστράτευση 25 ηλικιών από όλη την Ελλάδα από την ηλικία των 20 ως των 45 ετών. Εκείνο το πρωί είχα πάει στα αχινοπόδια στο βουνό, η ώρα ήταν γύρω στις εννιά με δέκα όταν επέστρεφα προς το χωριό.
Άκουσα την καμπάνα να χτυπάει συνέχεια χωρίς να λέει να σταματήσει. Πλησιάζοντας στην αρχή του χωριού η εικόνα που αντίκρισα ήταν απρόσμενα περίεργη, ασυνήθιστη. Παρατήρησα μια περίεργη κινητικότητα των συγχωριανών μου και άκουγα μια λέξη να βγαίνει από το στόμα τους, ΠΟΛΕΜΟΣ.
«Έχουμε πόλεμο Ανδρέα» μου είπαν μόλις με είδαν. Η κατάσταση ήταν απελπιστική, οι άνθρωποι αλλόφρονες στην κυριολεξία μούγκριζαν. Γνωρίζαμε όλοι, ότι οι μέρες που θα ακολουθούσαν θα άλλαζαν τη ζωή μας.
Η Κρήτη ακολουθώντας τη διαταγή έκανε επιστράτευση συμπληρώνοντας την 5η Μεραρχία Κρητών. Την ίδια ημέρα όλοι οι χωριανοί που είχαν την υποχρέωση να επιστρατευτούν κλήθηκαν να πάνε στο Ηράκλειο όπου και κατατάχτηκαν στους λόχους τους. Εγώ κατατάχτηκα στον 11ο λόχο ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει νότια της Φορτέτσας.
Στον ίδιο λόχο ήταν τρεις ακόμα συγχωριανοί μου ο Γαρεφαλάκης Κωνσταντίνος του Ιωάννη, ο Θεοδοσάκης Ιωάννης του Κωνσταντίνου και ο Χριστόφορος Ρερεράκης του Νικολάου.
Όλοι μας αφού έγιναν οι απαραίτητες διαδικασίες για την κατάταξή μας, τεθήκαμε υπό τις διαταγές του Διμοιρίτη και Έφεδρου Ανθυπολοχαγού Στυλιανού Παπαδάκη κάτοικου Πύργου ο οποίος ήταν παντρεμένος από το χωριό μας με την Ευανθία Παπαδημητροπούλου.
Στο Ηράκλειο μείναμε τρεις ημέρες για να συμπληρωθεί η Μεραρχία, η οποία αποτελούνταν από τρία συντάγματα. Οι άνδρες του νομού Ηρακλείου είχαν επανδρώσει το 43ο σύνταγμα.
Του νομού Ρεθύμνου το 43ο και του νομού Χανίων το 14ο. Φορτώσαμε δώδεκα καράβια με στρατό, ιππικό, όπλα.
Βασιλεμένος πια ο ήλιος ξεκινήσαμε το ταξίδι μας και πριν καλά καλά ανατείλει το πρώτο φως της ημέρας φτάσαμε στον Πειραιά. Ξημέρωνε αν θυμάμαι καλά 1 του Νοέμβρη.
Τα συναισθήματα που μας διακατείχαν ήταν ανάμεικτα. Σίγουρα ο φόβος και η αβεβαιότητα καθώς και οι έννοια για τις ψυχές που αφήναμε πίσω μας ήταν συνεχώς στο μυαλό μας, όμως από την άλλη πλευρά μας κυρίευε μία σκέψη, που δεν ήταν άλλη από το καθήκον που μας ανέθετε η πατρίδα να υπερασπιστούμε την ελευθερία.
Θα έλεγα ακόμα ότι σε πολλές περιπτώσεις ο ενθουσιασμός που μας διακατείχε μας έδινε θάρρος να συνεχίσουμε. Αφού αποβιβαστήκαμε στον Πειραιά μας οδήγησαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου όπου μείναμε για μία ημέρα.
Την επόμενη ημέρα η 5η Μεραρχία Κρητών ξεκινήσαμε με τα πόδια από την Αθήνα για το Μέτωπο. Σε όλη τη διαδρομή ήμασταν φορτωμένοι με δύο γυλιούς, ο ένας περιείχε τα ρούχα μας και ο άλλος όπλα και πυρομαχικά, το βάρος τους ήταν δυσβάσταχτο και πολλές φορές μας έκανε να λυγίζουμε κατά τη διάρκεια της διαδρομής.
Ανυπομονούσαμε να φτάσουμε στο μέτωπο και να εκπληρώσουμε το χρέος προς την πατρίδα, όμως ο δρόμος ήταν ακόμα μακρύς και δύσκολος. Οι καιρικές συνθήκες ήταν αντίξοες, ίσως οι αντιξοότερες που είχα αντιμετωπίσει ως τώρα στη ζωή μου, έκανε πολύ κρύο πραγματική παγωνιά, οι περισσότερες εκτάσεις που διασχίζαμε ήταν καλυμμένες από χιόνια, ακόμα και οι οδηγοί στους οποίους είχε ανατεθεί να μας οδηγήσουν στο μέτωπο όσο γρηγορότερα γινόταν και με ασφάλεια, πολλές φορές έχαναν το δρόμο, αφού τα μονοπάτια από τα οποία πηγαίναμε ήταν σκεπασμένα με αρκετά μέτρα χιόνι.
Πολλές φορές αναγκαζόμασταν να περπατάμε νύχτα – μέρα για να μπορέσουμε να ζεσταθούμε αντιμετωπίζοντας έτσι το δριμύ ψύχος, χωρίς να λείπουν βέβαια και τα κρυοπαγήματα που συχνά μας ταλαιπωρούσαν.
Καιρικές συνθήκες που εδώ στην Κρήτη, με το μεσογειακό κλίμα, λίγοι από εμάς είχαμε αντιμετωπίσει. Ας μην αναλώνομαι όμως άλλο στην περιγραφή του δέντρου με κίνδυνο να χάσω το δάσος. Θα προτιμούσαμε χίλιες φορές να περπατούσαμε χρόνια ολόκληρα προκειμένου να αποφύγουμε τις κακουχίες που αντιμετωπίσαμε τις λίγες ημέρες που μείναμε στο μέτωπο.
Δύο επώδυνους μήνες κράτησε η πορεία μας προς το μέτωπο. Τα Χριστούγεννα του 1940 μας βρήκαν στο Βισκούκι της Αλβανίας, εκεί ανταλλάξαμε τις ευχές μας και ευχηθήκαμε να βρεθούμε γρήγορα στα σπίτια μας και τις οικογένειες μας.
Στο Βισκούκι στρατοπεδεύσαμε για ένα μήνα περίπου μετά από εντολή του επιτελείου στρατού και περιμέναμε τη διαταγή με την οποία θα προχωρούσαμε προς στο μέτωπο. Φλεβάρη μήνα φτάσαμε στην Κλεισούρα, εκεί δεν πατούσαμε καθόλου χώμα μα χιόνι, το τοπίο ήταν κάτασπρο και παγωμένο, οι παγίδες θανάτου πολλές.
Παρόλα αυτά όμως τα παλικάρια μας πολεμούσαν ηρωικά, σα λιοντάρια στο φυσικό τους περιβάλλον που μάχονταν να υπερασπιστούν τα κεκτημένα και την ελευθερία τους. Στην Κλεισούρα πήγαμε σαν ενισχυτική δύναμη για να βοηθήσουμε το στρατό μας που πολεμούσε εκεί.
Εκεί πιάσαμε και τους πρώτους Ιταλούς αιχμαλώτους. Ξέραμε και ακούγαμε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής μας ότι οι Έλληνες στρατιώτες προελάμβαναν στα Αλβανικά βουνά και ότι η νίκη ήταν θέμα χρόνου, αλλά μόνο όταν βρεθήκαμε και εμείς κοντά καταλάβαμε τι σήμαινε αυτό, μόνο όταν βλέπαμε τους Ιταλούς να παραδίδονται κάτω από την πίεση του στρατού μας μπορούσαμε να καταλάβουμε το συναίσθημα της νίκης.
Σε πολλές περιπτώσεις ο στρατός των Ιταλών δεν πολεμούσε αλλά παραδίδονταν αμαχητί στην ανωτερότητα των Ελληνικών στρατευμάτων. Οι Έλληνες πολεμούσαμε με πάθος για να υπερασπιστούμε την πατρίδα από την άδική επίθεση που δεχόταν.
Ούτε ύπνος, ούτε τροφή, ούτε ζεστασιά αλλά με το αίμα μας να βράζει μαχόμασταν πολεμώντας το άδικο και τους επίδοξους κατακτητές μας.
Στο παρελθόν πολλοί επίδοξοι μνηστήρες θέλησαν να καταλάβουν τη νευραλγική γεωγραφική θέση της χώρας μας και να υποδουλώσουν την όμορφη πατρίδα, όμως κάποιοι αντέταξαν τότε τα στήθη τους αποτρέποντας την υλοποίηση των επεκτατικών τους σχεδίων, τώρα ξέραμε όλοι καλά ότι είχε έρθει η δική μας ώρα για να κάνουμε το καθήκον μας.
Στην Κλεισούρα μείναμε για δύο ημέρες, στη συνέχεια πήγαμε στη θέση Ψάρι όπου μείναμε για πέντε ημέρες ώστε να ετοιμαστούμε για την πρώτη γραμμή. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε είχε έρθει η σειρά μας να προσθέσουμε μερικές ακόμα γραμμές στο ατελείωτο και αιματοβαμμένο βιβλίο της Ελλάδας.
Όλοι είχαμε συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που θα επακολουθούσε. Ήμασταν έτοιμοι για όλα, γνωρίζαμε ότι ίσως να χρειαζόταν να θυσιάσουμε ακόμα και τη ζωή μας. Στο Ψάρι πέταξα τον ένα από τους δύο γυλιούς που είχα μαζί μου και κράτησα αυτόν που περιείχε τα όπλα και τα πυρομαχικά, τα ρούχα μου ήταν πλέον άχρηστα.
Φτάνοντας στην Πρώτη Γραμμή συνάντησα το Λοχαγό Πετράκη Γεώργιο του Ζαχαρία ο οποίος καταγόταν από το χωριό μας, η συγκίνηση ήταν μεγάλη αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και παραλάβαμε τον τομέα που μέχρι πριν από λίγο στήριζε επάξια ο Λοχαγός και η ομάδα του.
Παραλαμβάνοντας στην πρώτη γραμμή, καταλάβαμε τι σημαίνει πόλεμος. Δε μπορώ τα λόγια να περιγράψουν τις εικόνες που αντικρίζαμε, τις κακουχίες που περάσαμε και τη δίνη του πολέμου στην πρώτη γραμμή.
Παραλαμβάνοντας στην πρώτη γραμμή, κάναμε συνεχώς επίθεση και αντεπίθεση προσπαθώντας να κερδίσουμε μια σπιθαμή γης παραπάνω από την προηγούμενη φορά και να διατηρήσουμε με αυτό τον τρόπο τα κεκτημένα του προηγούμενου λόχου.
Εγώ είχα αναλάβει το ρόλο του προμηθευτή οπλοπολυβόλου. Μαζί με άλλον έναν προμηθευτή και το χειριστή στήναμε το οπλοπολυβόλο σε υψώματα και λοφίσκους και προσπαθούσαμε να καλύψουμε τους δικούς μας την ώρα της επίθεσης, αλλά και να αποτρέψουμε τις απόπειρες του εχθρού για επίθεση.
Κάθε λόχος έμενε στην πρώτη γραμμή για δεκαπέντε ημέρες και στη συνέχεια αντικαθιστούταν από το λόχο που είχε σειρά. Ήταν 9 του Μάρτη, πολεμούσαμε στο μέτωπο για δεκατρείς ημέρες συνέχεια και απέμεναν δύο για την αντικατάστασή μας.
Είχε μεσημεριάσει μόλις που άρχιζε να βραδιάζει όταν οι Ιταλοί μας έκαναν γερή επίθεση με το πυροβολικό, για να πω την αλήθεια μας είχαν στριμώξει τόσο πολύ που δε μας άφηναν καθόλου να κουνήσουμε από τη θέση μας.
Τα πράγματα ήταν δύσκολα και οι σκέψεις μας δεν άργησαν να επαληθευτούν. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος μια οβίδα τραυμάτισε σοβαρά τον Ανθυπολοχαγό μας. Οι καρδιές όλων μας ράγισαν, δεν προλάβαμε όμως να το καλοσκεφτούμε και ένας όλμος έπεσε πάνω στο οπλοπολυβόλο που χειριζόμαστε.
Απώλειες; Τρεις, ο σκοπευτής σκοτώθηκε επί τόπου και οι δύο προμηθευτές τραυματιστήκαμε σοβαρά. Η εικόνα ήταν δραματική εύχομαι σε κανένα να μην τη ζήσει. Μόλις συνειδητοποίησα ότι συνεχίζω να ζω προσπάθησα να προφυλαχτώ και να κοιτάξω τα τραύματά μου.
Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, οδυνηρός κοιτάζοντας προς την πλευρά του αριστερού μου χεριού διαπίστωσα ότι το χέρι μου είχε κοπεί λίγο πάνω από τον καρπό και κρεμόταν από τις ξεσκισμένες σάρκες. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό, ένα θραύσμα από τον ίδιο όλμο είχε καρφωθεί στον αριστερό μηρό του ποδιού μου και με έκανε να σφαδάζω από τους πόνους.
Οι στιγμές ήταν δύσκολες και ανέλπιδες, το μέλλον αβέβαιο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, η μάχη σταμάτησε και οι τραυματιοφορείς κατέφθαναν για να συλλέξουν τα θύματα, νεκρούς, ζωντανούς νεκρούς, τραυματίες.
Αφού μου έδωσαν τις πρώτες βοήθειες με μετέφεραν από την πρώτη γραμμή με ένα φορτηγό σε ελληνικό έδαφος, στη Μονή Βελλά, λίγο πιο μέσα από τα Ιωάννινα, όπου υπήρχαν νοσοκομεία για να με περιθάλψουν.
Το μαρτύριο για μένα δεν είχε τελειώσει, συνεχιζόταν, η μόνη αχτίδα φωτός ήταν η σκέψη ότι ήμουν ακόμη ζωντανός. Στη Μονή Βελλά οι γιατροί, αφού μου ακρωτηρίασαν το χέρι, επέμεναν να μου κόψουν και το πόδι λέγοντας ότι ο κίνδυνος μόλυνσης ήταν σοβαρός, το τραύμα το οποίο είχε προκληθεί από το θραύσμα του όλμου ήταν βαθύ και δεν επρόκειτο να επουλωνόταν.
Ο πόνος ήταν αβάσταχτος ιδιαίτερα από την πλευρά του ποδιού, όμως δε μπορούσα να δεχτώ να χάσω άλλο ένα άκρο του σώματος. Θα ήταν καλύτερα να πέθανα στο πεδίο της μάχης παρά να ήμουν μισός άνθρωπος.
Προτίμησα λοιπόν να παλέψω με τον πόνο και τα τραύματα μου με κίνδυνο της ζωής μου παρά να χάσω και το πόδι μου. Και τελικά αποδείχτηκε ότι έπραξα σωστά. Το τραύμα σε λίγο καιρό άρχισε να κλείνει και άνοιξε ο δρόμος της επιστροφής ως ανάπηρος πολέμου.
Στα νοσοκομεία των Ιωαννίνων, της Άρτας, του Μεσολογγίου ήταν μερικές από τις στάσεις πριν καταλήξω στη Χαλκίδα και στη συνέχεια στην Αθήνα. Στην Άρτα ρώτησα για τον Παπαδάκη το Στέλιο τον έφεδρο Αξιωματικό μας που είχε τραυματιστεί λίγο πριν από ‘μένα, μια νοσοκόμα που ήξερε μου είπε ότι είχε ξεψυχήσει, μάλιστα με πήγε και είδα το μνήμα του, η θλίψη ήταν μεγάλη.
Το χρονικό διάστημα που ήμουν στο νοσοκομείο της Χαλκίδας μάθαμε ότι αφού οι Ιταλοί είχαν αποτύχει να καταλάβουν την χώρα μας, τη θέση τους πήραν οι Γερμανοί. Όλοι μας ξέραμε ότι η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δύσκολη.
Κατά την παραμονή μου εκεί βίωσα τον βομβαρδισμό του λιμανιού από τα γερμανικά αεροσκάφη. Εννιά κατεστραμμένα ελληνικά πλοία ήταν ο απολογισμός. Το ίδιο βράδυ φοβούμενοι ότι οι βομβαρδισμοί θα συνεχίζονταν, μας μετέφεραν στην Αθήνα σε νοσοκομείο των Αμπελοκήπων όπου έμεινα για μεγάλο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια στο 8ο Νοσοκομείο στην Ομόνοια.
Εκεί ήρθε μια ανακοίνωση από τους Ιταλούς η οποία έλεγε ότι όσοι Κρητικοί τραυματίες θέλουν να κατεβούν στην Κρήτη να δηλώσουν μια διεύθυνση στον νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί θα αναλάμβαναν τη μεταφορά μας.
Όλοι μας εκφράσαμε τη δυσπιστία μας σ’ αυτή την είδηση. Φοβηθήκαμε μήπως ο σκοπός των Ιταλών δεν ήταν καλός. Η ανακοίνωση έγινε για δεύτερη φορά και τότε ο διευθυντής του νοσοκομείου μας καθησύχασε ότι δεν υπήρχε ο παραμικρός κίνδυνος.
Έτσι και έγινε. Οι κάτοικοι του Αγίου Νικολάου μαζί με τις αρχές του τόπου είχαν ειδοποιηθεί ότι εκείνη την ημέρα θα κατέφθαναν Κρητικοί ανάπηροι και είχαν έρθει στο λιμάνι να μας προϋπαντήσουν.
Η φωνή τους μας έδινε κουράγιο, καλώς τους ήρωες φώναζαν συνεχώς και μας έδιναν ρούχα, τρόφιμα, χρήματα για τις πρώτες μας ανάγκες. Αφού φάγαμε στη Διοίκηση της Χωροφυλακής το γεύμα που είχαν ετοιμάσει προς τιμή μας, ανεβήκαμε στα λεωφορεία που είχαν επιτάξει για να μας διανείμουν στις διευθύνσεις που είχαμε δηλώσει.
Εγώ είχα δηλώσει να πάω στο σπίτι του Νικολάου Ζερβάκη στο Ψυχρό ο οποίος ήταν συγγενής μου. Αφού πήγα στο Ψυχρό και με καλοδέχτηκαν και εκεί την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε με το συγγενή μου για το Σκινιά.
Φτάνοντας στην είσοδο του χωριού εκεί που είναι τώρα το μνημείο των ηρώων, αντίκρισα πλήθος χωριανών να με περιμένουν για να με καλωσορίσουν.
Ήταν απόγευμα και τα παιδιά τελείωναν το σχολείο εκείνη την ώρα, τότε διέκρινα την κόρη μου να περνάει, της φώναξα και άνοιξα τα χέρια μου να την αγκαλιάσω, εκείνη όμως δε με γνώριζε, φοβήθηκε και έτρεξε να φύγει.
Ο πόλεμος αποξενώνει τους ανθρώπους. Εύχομαι τέτοιες ιστορίες να μη χρειαστεί να ξαναγραφτούν και όλος ο κόσμος να ζει ειρηνικά και μονιασμένα».
Υ.Σ.: Ο Ανδρέας Ζερβάκης αν και ανάπηρος πολέμου δεν απελπίστηκε, με ένα χέρι και ένα τραυματισμένο πόδι συνέχισε τη ζωή του, μεγάλωσε την οικογένεια του και δημιούργησε.
Τα έτη 1955 και 1956 διετέλεσε Πρόεδρος της Κοινότητας Σκινιά, προσέφερε στην οικογένειά του και στο κοινωνικό σύνολο και οι πράξεις του αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση.
O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου