Αύξηση της κλινικής κατάθλιψης, του σοβαρού στρες και προβλήματα στις οικογενειακές σχέσεις σε παγκόσμια κλίμακα προκάλεσε η πανδημία, σύμφωνα με διεθνή έρευνα.
Στη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών της πανδημίας του κοροναϊού καταγράφεται κλινική κατάθλιψη στο 18% του πληθυσμού σε παγκόσμια κλίμακα και σοβαρότατο στρες σε άλλο τόσο ποσοστό ανθρώπων, ενώ ευδοκιμούν θεωρίες συνωμοσίας.
Εντυπωσιακή ήταν η καταγραφή της προσκόλλησης σε διάφορες θεωρίες συνωμοσίας με τουλάχιστον τους μισούς από τους συμμετέχοντες να αποδέχονται τουλάχιστον σε σημαντικό βαθμό μία τουλάχιστον τέτοια θεωρία, ωστόσο οι διαφορές ανάμεσα στις χώρες ήταν σημαντικότατες. Οι θεωρίες αυτές φαίνεται ότι αναπτύσσονται σε μεγάλο βαθμό για να προστατεύσουν υγιή αλλά ψυχολογικά ευαίσθητα άτομα από το αβάσταχτο στρες, αλλά βρίσκουν γόνιμο έδαφος σε ανεπαρκώς ανεπτυγμένες κοινωνίες από πολιτικο-οικονομική και κοινωνική άποψη καθώς και με προβληματικά συστήματα εκπαίδευσης.
«Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν κλινική κατάθλιψη περίπου στο 1/5 των ανθρώπων συμμετείχαν. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας διπλασιασμός στο ποσοστό της κλινικής κατάθλιψης. Άλλο ένα περίπου 20% είχε έντονο στρες με δυσφορία. Οι παράγοντες οι οποίοι επηρέασαν ήταν οι περιορισμοί ή το lockdown, οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, ο φόβος για την οικονομική κατάσταση , τη δυσκολία της εργασίας, και η ύπαρξη χρόνιας νόσου. Επίσης περισσότερο επηρεάστηκαν οι γυναίκες.
Αυτό ήταν αναμενόμενο γιατί οι γυναίκες έχουν υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης. Οι νέοι επηρεάστηκαν νωρίς στην πανδημία και οι μεγαλύτερης ηλικίας λίγο αργότερα» ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, καθηγητής Ψυχιατρικής του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Φουντουλάκης.
Όσον αφορά τις θεωρίες συνωμοσίας ο κ. Φουντουλάκης είπε: «Είδαμε ότι αυτές έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στις συμπεριφορές του πληθυσμού μειώνοντας τη συμμόρφωση με τις συμπεριφορές υγείας. Κάποιες από αυτές φαίνεται ότι προστάτευσαν από την εμφάνιση κατάθλιψης αλλά τελικά, ούτως ή άλλως, αποδείχθηκαν όλες ένας επιβαρυντικός παράγοντας για την ψυχολογική υγεία του πληθυσμού».
Ο κ. Φουντουλάκης ανέφερε ακόμη ότι δεν υπάρχει αύξηση της αυτοκτονικότητας και ότι πιθανότατα μειώθηκε η χρήση ουσιών και του καπνίσματος ενώ μείωση υπήρξε και στην ποιότητα ζωής σε όλες τις εκφάνσεις (ύπνος, διατροφή, σεξουαλικότητα κλπ).
Η διεθνής έρευνα COMET-G οργανώθηκε υπό την αιγίδα του Τμήματος Ιατρικής και της Πρυτανείας του ΑΠΘ, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Ψυχιατρική Εταιρεία. Τα αποτελέσματά της θα παρουσιαστούν διαδικτυακά στις 5 Ιουνίου.