Συγκινητικός ο αποχαιρετισμός στον σπουδαίο καθηγητή

Με μεγάλη συγκίνηση οικογένεια, συγγενείς και φίλοι αποχαιρέτησαν χθες τον σπουδαίο νευροχειρουργό Βαγγέλη Μαρκάκη, τον κορυφαίο επιστήμονα που άφησε μια μεγάλη καριέρα στο εξωτερικό και επέστρεψε στην Κρήτη, όπου ίδρυσε τη Νευροχειρουργική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου.

Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στον Ιερό Ναό του Αγίου Τίτου, ενώ ο ενταφιασμός έγινε στη Νεάπολη, όπου γεννήθηκε.

Επικήδειους εκφώνησαν ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου Χάρης Βαβουρανάκης, ο πρόεδρος του τοπικού παραρτήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Ζαχαρίας Αμανάκης, ο διευθυντής της Νευροχειρουργικής Κλινικής του ΠΑΓΝΗ Αντώνης Βάκης και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης.

Ο Ν. Ψιλάκης μίλησε εκ μέρους των φίλων του διαπρεπούς νευροχειρουργού με την ανιδιοτελή προσφορά, που αποστρεφόταν τον στόμφο και την έπαρση και χαιρόταν το δώρο της ζωής, με το γέλιο ενός παιδιού.

Το τελευταίο “αντίο”  σε έναν σπουδαίο άνθρωπο

Ο δημοσιογράφος μεταξύ άλλων  είπε:

“Σε γνωρίσαμε όταν είχες πια διαγράψει ένα μεγάλο μέρος της πορείας σου, της επιστημονικής και της ανθρώπινης. Μέχρι τότε ακούγαμε μόνο για κάποιον Κρητικό, κάποιον Έλληνα, που διέπρεπε σε ξένους τόπους, στην κορυφή της επιστήμης. Κι όταν κάποτε βρεθήκαμε κοντά σου, νιώσαμε την αύρα της μεγαλοφυίας.

Ο νευροχειρουργός που μπορούσε να διεισδύει με απίστευτη άνεση στο άδυτο, στο πιο λεπτό και πιο δυσπρόσιτο μέρος της ύλης, εκεί απ’ όπου πηγάζει ο στοχασμός και πλάθεται τ’ όνειρο – ή, καλύτερα, εκεί που η ύλη ακουμπά το πνεύμα, στον εγκέφαλο του ανθρώπου – αυτός ο στιβαρός επιστήμονας γινόταν ένας κοινός, κοινότατος άνθρωπος. Ή, μάλλον, ένα παιδί. Ένα παιδί που σιχαινόταν τον στόμφο, τη μεγαλοστομία, την έπαρση. Ένα παιδί που γελούσε. Ένα παιδί που μετέδιδε γενναιόδωρα τη χαρά της ζωής. Ίσως επειδή ήξερε ν’ αξιολογεί και να θάλπει το θαύμα, το μέγα θαύμα που λέγεται ζωή.

Θυμούμαστε σήμερα εκείνη τη χαλκογραφία στο σπίτι σου. Συμπαθές έργο, αλλά χωρίς τη δεξιότητα του μεγάλου καλλιτέχνη. Μάλλον λαϊκίζουσα θα τη λέγαμε. Την είχες αναρτήσει ανάμεσα σε σπουδαία έργα τέχνης. Απορούσαμε μέχρι που μάθαμε ότι ήταν ένα από τα ελάχιστα δώρα που δέχτηκες ποτέ. Το ξαναλέω: ένα από τα ελάχιστα δώρα που δέχτηκες ποτέ ως γιατρός.

Ήταν έργο ενός απλού ανθρώπου. Λίγους μήνες πριν του είχες αφαιρέσει το ήμισυ περίπου του εγκεφάλου για να τον κρατήσεις στη ζωή. Κι όχι μόνον τον κράτησες, αλλά του ενέπνευσες σιγουριά, βεβαιότητα. Με λίγα λόγια: του μετάγγισες δύναμη. Από τη δική σου! Ο άνθρωπος αυτός μπορούσε όχι μόνο να ζει, αλλά και να δημιουργεί έργα τέχνης. Ίσως ένας τέτοιος πίνακας να αξίζει περισσότερο, όχι στο εφήμερο ανθρώπινο χρηματιστήριο της τέχνης, αλλά στο μεγάλο χρηματιστήριο της ζωής. Και του ήθους.

Αναρωτηθήκαμε πολλές φορές τι ήταν εκείνο που σ’ έκαμε ν’ αφήσεις πίσω μια τόσο θαυμαστή πορεία ως κορυφαίος της πιο λεπτής επιστήμης και να έρθεις εδώ, σ’ ένα σχετικά καινούργιο Πανεπιστήμιο. Σε ρωτήσαμε κιόλας. Απάντηση δεν έδωσες. Μα, γνωρίζαμε. Η ανάγκη να συναντήσεις τις ρίζες σου, να βάλεις ένα αγκωνάρι στο κτήρι που λέγεται πατρίδα.

Μια πατρίδα που κάποτε, στα χρόνια της Χούντας, σου είχε στερήσει ακόμη και το δικαίωμα να λέγεσαι παιδί της. Κανείς μας δεν ήξερε ότι σου είχαν αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια, ένας μόνο, ο αγαπημένος φίλος που φρόντισε κάμποσα χρόνια μετά, ως ανώτερος λειτουργός, ν’ απαλειφθεί μια επαίσχυντη απόφαση που θύμιζε ύβρη· ο πρέσβης Γιάννης Βάββας. Μα κι εκείνος δεν το είπε ποτέ. Ούτε η πιστή σου συντρόφισσα, η Πέτρα, το είπε. Το μάθαμε μόνο χτες, Βαγγέλη Μαρκάκη.

Κι αν πέρασες ώρες ατέλειωτες μέσα σε αποστειρωμένα χειρουργεία, διασχίζοντας διαρκώς τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, κι αν πέρασες μια ζωή παλεύοντας με το άπιαστο, ακουμπώντας το άπιαστο, κι αν έδωσες μάχες αγγίζοντας το μεταίχμιο της ανθρώπινης δυνατότητας, ήταν για να διδάξεις πως τα όρια υπάρχουν για να ξεπερνιούνται.

Τι ήταν η ζωή σου, λοιπόν; Μήπως ένας ύμνος στο θαύμα; Που θα πει: ένας ύμνος στη ζωή. Γιατί, το ξέρομε δα κι εμείς όλοι, είναι φορές που οι ύμνοι δεν γράφονται μήτε με λόγια μήτε με νότες. Ίσως να γράφονται με νυστέρια. Ίσως να γράφονται μόνο την άγια στιγμή που μερικοί ταγμένοι καταφέρνουν ν’ αγγίξουν το θείον. Κι αυτό το άγγιγμα που δεν μπορεί να γίνει μόνο με την κατάκτηση της γνώσης. Χρειάζονται κι άλλα πράγματα, κι άλλα πολλά. Ξέρεις εσύ, Βαγγέλη Μαρκάκη”.