Η Κλειώ Σπανάκη
Η Κλειώ Σπανάκη

Για “επανάσταση” στο θεραπευτικό περιβάλλον της σκλήρυνσης κατά πλάκας, καθώς υπάρχουν πλέον πολλές επιλογές για την κατάλληλη θεραπεία στον κατάλληλο ασθενή, έκαναν λόγο οι επιστήμονες στο πλαίσιο του 30ού Πανελλήνιου Νευρολογικού Συνεδρίου, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η ομιλία της επικ. καθηγήτριας από την Κρήτη Κλειώς Σπανάκη.

«Η εποχή που ζούμε είναι μια πολύ ευτυχισμένη εποχή για τους γιατρούς που ασχολούνται με τη σκλήρυνση κατά πλάκας ή πολλαπλή σκλήρυνση (ΠΣ), διότι έχουμε νέες θεραπείες με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης που θεωρητικά στοχεύουν πιθανά σε διαφορετικούς τύπους σθενών.

Αυτό είναι πλούτος για εμάς, γιατί δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή καμία θεραπεία που να ελέγχει το 100% των ασθενών, να έχει 100% αποτέλεσμα στη νόσο, οπότε ο γιατρός καλό είναι να έχει πολλές και διαφορετικές θεραπευτικές επιλογές, ώστε να μπορεί να επιλέξει όταν κάποια αποτυγχάνει, αρκεί να μην καθυστερεί».

Τα παραπάνω ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η επίκουρη καθηγήτρια Νευρολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, Κλειώ Σπανάκη, στο περιθώριο του 30ου Πανελληνίου Νευρολογικού Συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στη Χαλκιδική.

Οι επιστήμονες μιλούν για «επανάσταση» στο θεραπευτικό περιβάλλον που συνεχώς εξελίσσεται και τους δίνει πλέον τη δυνατότητα της κατάλληλης θεραπείας για τον κατάλληλο ασθενή.

σκλήρυνση κατά πλάκας

Πρόσβαση των ασθενών στις νέες θεραπείες

Η καθηγήτρια Νευρολογίας θέτει και το θέμα της πρόσβασης των Ελλήνων ασθενών στις νέες θεραπείες που κυκλοφορούν, τονίζοντας ότι ενώ «έχουν εγκριθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) υπάρχει καθυστέρηση στη διαδικασία ένταξής τους στη  θετική λίστα, ώστε να αποζημιώνονται από τα ασφαλιστικά Ταμεία».

Σήμερα, υπολογίζεται ότι περίπου 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από Πολλαπλή Σκλήρυνση (ΠΣ). Πρόκειται για μια αυτοάνοση, χρόνια και φλεγμονώδη νόσος που επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα και αποτελεί τη συχνότερη, μη τραυματικής αιτιολογίας νευρολογική διαταραχή που προκαλεί αναπηρία στους νεαρούς ενήλικες, με τους επιστήμονες να τη χαρακτηρίζουν «απρόβλεπτη».

Σύμφωνα με την κ. Σπανάκη, η νόσος από την στιγμή που ξεκινάει φαίνεται ότι συνεχίζεται αδιάλειπτα και ο στόχος της θεραπείας είναι να την αναχαιτίσει, να τη σταματήσει. Εξηγεί ότι η ΠΣ έχει «πολλά πρόσωπα», σε κάποιους ασθενείς μπαίνει «επιθετικά», οπότε και η θεραπεία πρέπει να είναι «επιθετική» και σε άλλους είναι «ήπια» και «μας δίνει χρόνο και να τη γνωρίσουμε και να την καταλάβουμε και να την αντιμετωπίσουμε, ίσως με πιο ασφαλή μέσα.

Ολα είναι μια στάθμιση ασφάλειας-αποτελεσματικότητας και αυτό κάθε φορά εξατομικεύεται στον εκάστοτε ασθενή».

Κλειδί στην αντιμετώπιση οι βιοδείκτες.

Σε εξέλιξη πολυκεντρική μελέτη

Μας τρομάζει η κακή πρόγνωση του ασθενή, τονίζουν οι επιστήμονες. «Μακάρι», αναφέρει η κ. Σπανάκη, «να είχαμε βιοδείκτες που θα μας βοηθούσαν να επιλέξουμε την κατάλληλη θεραπεία για τον κάθε ασθενή.

Μέχρι να αναπτύξουμε αυτά τα εργαλεία που θα μας βοηθήσει η γενετική που τρέχει αυτή την περίοδο, δυστυχώς δεν έχουμε τρόπο να διαλέξουμε την απόλυτα σωστή θεραπεία για τον ασθενή, γι’ αυτό και μπορεί να γίνει λάθος, να επιλέξουμε δηλαδή μια θεραπεία που δεν του ταιριάζει, το θέμα είναι να το αντιληφθούμε έγκαιρα και να έχουμε επιλογές θεραπειών για να την αλλάξουμε».

Δεδομένα σε πάνω από 1.000 ασθενείς για ιντερφερόνη- β και εγκυμοσύνη

Πολύ συχνά, εξηγεί η κ. Σπανάκη, «η ΠΣ προσβάλλει γυναίκες νεαρής αναπαραγωγικής ηλικίας και πολλές φορές οι γυναίκες δεν έχουν ξεκινήσει καν τον οικογενειακό τους προγραμματισμό, οπότε είναι πολύ πιθανόν η γυναίκα αυτή να θέλει μια θεραπεία που και να τη βοηθήσει να ρυθμίσει τη νόσο της και να μην τη διακόψει για να μείνει έγκυος.

Χωρίς πρόβλημα», προσθέτει, «να συνεχίσει να τη λαμβάνει και ταυτόχρονα να προσπαθεί να μείνει έγκυος και μόνο αν μείνει έγκυος να τη διακόψει από τη στιγμή που είναι ρυθμισμένη η νόσος, καθώς η εγκυμοσύνη μετά θα την προστατεύει από το να υποτροπιάσει.

Σύμφωνα με την κ. Σπανάκη «υπάρχουν δεδομένα σε πάνω από 1.000 ασθενείς που εκτέθηκαν στην ιντερφερόνη- β και φαίνεται ότι είναι ασφαλής, δεν έχει καμία επιπλοκή ούτε στην κύηση, ούτε στο μωρό, ούτε στη γυναίκα».