ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Θαυματουργή είναι η δύναμη του ανθρώπινου αγγίγματος.

Ο ψυχικός πόνος από την κοινωνική απόρριψη που είναι μια από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες, μετριάζεται με το απαλό άγγιμα από έναν άλλον άνθρωπο ακόμη και αν είναι ξένος.

Οι ερευνητές του Τμήματος Κλινικής και Παιδαγωγικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), με επικεφαλής τη δρα Κατερίνα Φωτοπούλου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature Scientific Reports”, υπέβαλαν -με τη βοήθεια υπολογιστή- 84 εθελόντριες στην εμπειρία του να νιώσουν το αίσθημα του κοινωνικού αποκλεισμού, του εξοστρακισμού και της έλλειψης αυτοεκτίμησης.

Στη συνέχεια οι επιστήμονες έκλεισαν τα μάτια στις γυναίκες που συμμετείχαν στο πείραμα και τις άγγιξαν στο μπράτσο είτε με αργό και απαλό τρόπο, είτε με γρήγορο και συναισθηματικά ουδέτερο τρόπο. Μετά οι εθελόντριες υποβλήθηκαν σε ψυχολογικό τεστ και διαπιστώθηκε ότι όσες είχαν νιώσει το απαλό και ευαίσθητο άγγιγμα, ένιωθαν πλέον μειωμένα συναισθήματα απόρριψης, σε σχέση με όσες είχαν αγγιχθεί ουδέτερα και στα γρήγορα.

Αν και ούτε το απαλό άγγιγμα ήταν αρκετό για να σβήσει τελείως την ψυχική οδύνη του κοινωνικού αποκλεισμού, πάντως τα αρνητικά συναισθήματα είχαν μειωθεί.

«Καθώς η κοινωνία μας γίνεται ολοένα πιο οπτική και ψηφιακή, είναι εύκολο να ξεχάσουμε τη δύναμη του αγγίγματος στις ανθρώπινες σχέσεις. Δείξαμε για πρώτη φορά ότι ένα απλό, αργό και απαλό άγγιγμα από έναν ξένο μπορεί να μετριάσει τα συναισθήματα του κοινωνικού αποκλεισμού μετά την κοινωνική απόρριψη», τόνισαν οι ερευνητές.

Η Κ. Φωτοπούλου επεσήμανε ότι «τα θηλαστικά έχουν μια αναγνωρισμένη ανάγκη για εγγύτητα και προσκόλληση, έτσι δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι η κοινωνική υποστήριξη μείωσε τον συναισθηματικό πόνο του αποκλεισμού από τις κοινωνικές επαφές. Όμως το πιο ενδιαφέρον είναι ότι αρκεί ένα απλό άγγιγμα για κάτι τέτοιο. Δεν χρειάζονται ούτε εικόνες ούτε λόγια, τουλάχιστον όχι σε πρώτη φάση. Κάπως ανάλογη επίδραση μπορεί να έχει το άγγιγμα και στον σωματικό πόνο».

Η ερευνητική ομάδα θα μελετήσει περαιτέρω τους εμπλεκόμενους νευροφυσιολογικούς μηχανισμούς.

Η Κ.Φωτοπούλου, της οποίας η έρευνα «γεφυρώνει» τη νευροεπιστήμη, την ψυχολογία και την ψυχανάλυση, σπούδασε γνωστική νευροψυχολογία και ψυχανάλυση στο UCL, έκανε διδακτορικό στη γνωστική νευροεπιστήμη στο Πανεπιστήμιο του Ντάραμ και σήμερα διδάσκει στη Μονάδα Ψυχανάλυσης του UCL.

Είναι επίσης ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Γνωστικής Νευροεπιστήμης, διευθύντρια στο Κέντρο Νευροψυχανάλυσης του Λονδίνου, ιδρύτρια της Διεθνούς Ένωσης για τη Μελέτη του Ευαίσθητου Αγγίγματος (IASAT) και γραμματέας της Διεθνούς Εταιρείας Νευροψυχανάλυσης. Μεταξύ άλλων διακρίσεων, έχει τιμηθεί με το «Βραβείο Παπανικολάου» από τον Παγκόσμιο Ελληνικό Βιοϊατρικό Σύλλογο και την Ελληνική Ιατρική Εταιρεία της Βρετανίας.