Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας πρέπει να επιβληθεί “πολιτική αχρωματοψία”, να συγχωνευθούν νοσοκομεία, να αλλάξουν οι πολιτικές για το φάρμακο και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, να μειωθούν οι εισακτέοι στις σχολές Υγείας, να αξιολογούνται με τα ίδια κριτήρια ιδιωτικά και δημόσια νοσοκομεία.
Τις θέσεις του για τα 6 πεδία που πρέπει να βελτιωθούν στην υγεία καταγράφει ο Ηλίας Μόσιαλος, πρώην υπουργός, καθηγητής της Πολιτικής της Υγείας και διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics.
Προσπάθειες βελτίωσης, αλλά αποσπασματικές
Ο καθηγητής χθες στη σελίδα του στο Facebook επεσήμανε:
“Τα τελευταία χρόνια, ταυτόχρονα με τις γνωστές παθογένειες του Συστήματος Υγείας, ζούμε κάποιες προσπάθειες βελτίωσης. Νομίζω όμως ότι είναι αποσπασματικές και όχι ενταγμένες σε συνολικό σχεδιασμό. Έχω τη γνώμη ότι οι αναγκαίες αλλαγές αφορούν έξι πεδία:
Πρώτο, άρση του πελατειακού – κομματικού χαρακτήρα του συστήματος. Είναι απόλυτη ανάγκη να επιβληθεί «πολιτική αχρωματοψία». Οι διοικητές των νοσοκομείων και των μεγάλων οργανισμών να επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια. Τα εποπτικά όργανα του Υπουργείου Υγείας να γίνουν ανεξάρτητα από την κυβέρνηση και τα κόμματα. Το ίδιο ισχύει για τις προσλήψεις γιατρών στο ΕΣΥ.
Δεύτερο, άμεση συγχώνευση των νοσοκομειακών μονάδων με κριτήρια βελτίωσης του κλινικού έργου – όχι δημοσιονομικά. Είναι παράλογο να έχουμε χιλιάδες κλινικές σε σχεδόν 120 νοσοκομεία. Εξίσου παράλογο είναι να υπάρχουν 3 και 4 μικρά νοσοκομεία σ΄ ένα νομό, αλλά το 80% των περιστατικών να φεύγει και να πηγαίνει σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία άλλων περιοχών. Η συγχώνευση των νοσοκομειακών μονάδων είναι απαραίτητη όχι τόσο για δημοσιονομικούς, όσο για ιατρικούς λόγους.
Θα εξασφαλίσει καλύτερη παροχή θεραπευτικού έργου, αποτελεσματικότερη εκπαίδευση γιατρών – νοσηλευτών και πολύ πιο ορθολογικές εφημερίες. Ας καθοριστεί επιτέλους ποια είναι η «ασφαλής εφημερία» (δηλαδή ποιες ειδικότητες είναι ανάγκη να εφημερεύουν) και ας πάψει η πολυδιάσπαση των Μονάδων Υγείας και των εφημεριών. Τα Κέντρα Υγείας και τα νοσοκομεία θα πρέπει να στηρίζονται στην ποιότητα, ενώ τώρα το σύστημα λειτουργεί σαν τροχονόμος της ποσότητας και της πολλαπλής διασποράς. Γενικότερα, θα έλεγα ότι πρέπει, το γρηγορότερο, να σχεδιαστεί ο «νοσοκομειακός χάρτης της χώρας» για τα ερχόμενα 20 χρόνια.
Τρίτο, συνολικότερη αλλαγή στο φάρμακο. Δεν αρκεί η παρέμβαση στις τιμές, αν δεν ελέγχεται η κατανάλωση.
Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση είναι σημαντική πρόοδος, όμως απουσιάζει ένα Κέντρο Ελέγχου, που θα δίνει οδηγίες στους γιατρούς και θα ομαδοποιεί τις συνταγές ανά φάρμακο, ασθένεια και γιατρό. Όσο αυτό δε γίνεται, τόσο συχνότερα ο εκάστοτε υπουργός Υγείας θα περιορίζεται να «τσιμπάει» κάθε εξάμηνο ένα γιατρό που εκτελεί υπερσυνταγογράφηση και θα τον δίνει βορά στα πρωτοσέλιδα. Εξάλλου, η τιμολόγηση του φαρμάκου είναι σήμερα ασαφής στην πιστοποίησή της.
Για τον καθορισμό της τιμής ενός φαρμάκου, θα μπορούσαν να ισχύσουν ως κριτήρια οι τιμές σε δύο βόρειες και δύο νότιες χώρες της ΕΕ, συν στάθμιση οικονομικών δεικτών στη Ελλάδα. Πρέπει επίσης να σχεδιαστεί προσεκτικά η βιομηχανική και ερευνητική πολιτική στον τομέα του φαρμάκου.
Διαθέτουμε ακόμη και τώρα σημαντικά ποσά στο φάρμακο χωρίς να έχουμε σημαντική παραγωγή και έρευνα στη χώρα.
Τέταρτο, Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Εδώ, από τη πλήρη πολυδιάσπαση περάσαμε στον απόλυτο συγκεντρωτισμό: με τη μεταφορά του συνόλου των γιατρών του ΙΚΑ στο νέο οργανισμό (στις αρχές του 2011), ο ΕΟΠΥΥ έγινε ταυτόχρονα και χρηματοδότης και πάροχος υπηρεσιών.
H Πρωτοβάθμια Υγεία καλείται ν’αντιμετωπίσει ένα πολύ σημαντικό νέο δεδομένο: ότι σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότεροι πολλοί ηλικιωμένοι ασθενείς, με πολλαπλά νοσήματα, σε σύγκριση με 30 χρόνια πριν. Επειδή λοιπόν πάρα πολλοί ασθενείς είναι δύσκολο να μετακινούνται, απαιτούνται πολλές μικρές ιατρικές «επιχειρήσεις» πολλαπλών ειδικοτήτων. Έτσι ο κάθε ηλικιωμένος ασθενής θα βρίσκει συγκεντρωμένες τις ειδικότητες που χρειάζεται, δε θα μετακινείται αενάως από τον Άννα στον Καϊάφα.
Πέμπτο, ανθρώπινο δυναμικό. Είναι ανάγκη ν’ ανακοπεί ο υπερπληθωρισμός στις Σχολές Υγείας με μείωση των εισακτέων. Οι γιατροί του ΕΣΥ θα μπορούν ν’ασκούν ιδιωτική ιατρική μόνο εφόσον δίνουν εγγυημένα προτεραιότητα στο ΕΣΥ. Πχ. ένας χειρουργός θα χειρουργήσει ιδιωτικά έναν ασθενή του, μόνο αν έχει πρώτα χειρουργήσει ορισμένο αριθμό ασθενών στο ΕΣΥ.
Έκτο, σχέση δημόσιου – ιδιωτικού τομέα. Σήμερα δεν υπάρχει κανένας προγραμματισμός, ούτε συντονισμός δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο ενιαίου στρατηγικού – ρυθμιστικού πλαισίου για την Υγεία. Όλα ανεξαιρέτως τα νοσοκομεία, δημόσια και ιδιωτικά, πρέπει ν’ αξιολογούνται με τα ίδια κριτήρια. Έχοντας τις ίδιες τιμές και παρέχοντας υψηλής ποιότητας υπηρεσίες.
Tο Δημόσιο παρεμβαίνει στην αγορά των δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, ως ρυθμιστής. Καθορίζει κανόνες επαρκούς λειτουργίας, μετράει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών, καθορίζει ενιαίο τιμολογιακό πλαίσιο και συνδέει την αμοιβή με την ποιότητα. Τέλος, στην περίπτωση οποιασδήποτε σύμβασης μεταξύ των δύο τομέων πρέπει να επικρατεί η διαφάνεια”. Ο κ. Μόσιαλος καταλήγει τονίζοντας ότι:
“Τα παραπάνω αφορούν το οργανωτικό – κλινικό κομμάτι. Προφανώς μπορούν να υπάρξουν κι άλλες προτάσεις, που να είναι καλύτερες, στα ίδια ή και σε άλλα πεδία. Προϋποθέσεις για ουσιαστικές αλλαγές: ανάλυση των αναγκών του ελληνικού λαού και, συνεργασία με όσους εργαζόμενους πονάνε το σύστημα και είναι άμεμπτοι. Το βέβαιο είναι ότι θέλουμε σχέδιο αναδιάρθρωσης του ΕΣΥ, όχι μόνο δημοσιονομικό, αλλά διαρθρωτικό. Διαφορετικά, τα ίδια αίτια της δυσλειτουργίας του ΕΣΥ θα επισωρεύσουν, μελλοντικά, τα ίδια αποτελέσματα”.