Η Μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος τύπου Β (γνωστή και ως Μηνιγγίτιδα Β) είναι μία ύπουλη νόσος διότι δύσκολα μπορεί να διαγνωστεί. Παρότι αρχικά έχει τα συμπτώματα μιας απλής ίωσης, όπως αυχενική δυσκαμψία, υψηλός πυρετός, αιμορραγικό εξάνθημα, σύγχυση, πονοκέφαλος, έμετος, φωτοφοβία, εξελίσσεται ραγδαία (συνηθώς εντός 24 ωρών) και μπορεί να προκαλέσει ισόβιες αναπηρίες ή σε χειρότερη περίπτωση να οδηγήσει στον θάνατο.
Προκαλείται από το βακτήριο Neisseria meningitidis, το οποίο μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη της μεμβράνης που περιβάλλει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, ενώ, επιπλέον, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή λοίμωξη του αίματος που ονομάζεται μηνιγγιτιδοκοκκική σηψαιμία. Η ομοιότητα των συμπτωμάτων με εκείνα της γρίπης είναι αυτή που καθιστά τη μηνιγγίτιδα τύπου Β τρομακτική. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τα ανησυχητικά σημάδια και να διαγνωστεί έγκαιρα η μηνιγγίτιδα, ώστε να υπάρξει άμεση αντιμετώπισή της.
Στην Ελλάδα η επικρατέστερη ομάδα του Μηνιγγιτιδόκοκκου είναι η οροομάδα Β με 47 κρούσματα κατά μέσο όρο ετησίως – που μεταφράζονται σε ποσοστό εμφάνισης της νόσου 87%, αντίστοιχο με τα ποσοστά εκδήλωσης της νόσου και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Τον μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης Μηνιγγίτιδας Β από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα διατρέχουν τα βρέφη ηλικίας κάτω του 1 έτους και ακολουθούν τα νήπια ηλικίας 1 έως 4 ετών. Οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο προσβολής από τη νόσο, κυρίως επειδή έρχονται αντιμέτωποι με νέες καταστάσεις και ο τρόπος ζωής τους αλλάζει. Οι συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες δυστυχώς εμφανίζουν ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό θνητότητας.
Ο βαθμός επικινδυνότητας της νόσου αυξάνεται δραματικά και από έναν ακόμη παράγοντα, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον τρόπο μετάδοσής του. Πιο συγκεκριμένα, το βακτήριο που προκαλεί τη Μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο μεταδίδεται με τα σταγονίδια και το σάλιο. Συνεπώς, το φιλί, ο βήχας και το φτέρνισμα, είναι οι πιο συχνοί τρόποι μετάδοσης, ενώ καταλυτικό παράγοντα παίζει και το ενεργητικό ή παθητικό κάπνισμα.
Εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι ακόμα και τα άτομα που δεν εμφανίζουν τη νόσο μπορούν να φέρουν τα βακτήρια στη μύτη και τον φάρυγγα και να τα μεταδώσουν σε άλλους. Πράγματι, τα περισσότερα βρέφη, νήπια και έφηβοι με Μηνιγγίτιδα Β . προσβάλλονται μέσα από την επαφή με φαινομενικά υγιή μέλη της οικογένειάς τους ή άτομα που τα φροντίζουν και τα οποία είναι φορείς του βακτηρίου
Η δυσκολία της διάγνωσης της Μηνιγγίτιδας Β έχει αποφέρει τραγικά αποτελέσματα.
Αξίζει να σημειωθεί πως από την αρχή του έτους έχουν καταγραφεί συνολικά 10 κρούσματα της νόσου στη χώρα μας, εκ των οποίων το ένα κατέληξε. Στα Χανιά, πριν δύο χρόνια, κατεγράφησαν δύο κρούσματα αυτής της επιθετικής μορφής μηνιγγίτιδας , με το ένα εκ των δύο να αποβαίνει μοιραίο για ένα παιδί από το Καστέλι, το οποίο κατέληξε, ενώ το πιο πρόσφατο περιστατικό εκδηλώθηκε στις 23 Αυγούστου στην Κρήτη, όπου 3χρονο κοριτσάκι εμφάνισε υψηλό πυρετό και διακομίστηκε στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο. Το συγκεκριμένο περιστατικό είχε ευτυχώς αίσιο τέλος χάρη στη συντονισμένη δράση, τόσο της παιδιάτρου, όσο και της μητέρας.
Η Μηνιγγίτιδα Β μπορεί και πρέπει να προληφθεί εγκαίρως και αποτελεσματικά μέσω του εμβολιασμού. Σύμφωνα με την έρευνα του επίκουρου καθηγητή Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, κ. Σουλιώτη, που διεξήχθη σε δείγμα 201 Ελλήνων παιδιάτρων και 1003 γονέων, 9 στους 10 Έλληνες παιδιάτρους συστήνουν στους γονείς τον εμβολιασμό έναντι της μηνιγγίτιδας Β για το παιδί τους, δίδοντας έμφαση στα μικρότερα του ενός έτους παιδιά με ποσοστό 40.2%.
Ο εμβολιασμός κατά της Μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου τύπου Β κατέστη εφικτός στην Ελλάδα, από το 2013, με το εμβόλιο Bexsero, το οποίο έχει εγκριθεί σε περισσότερες από 35 χώρες και διατίθεται σε 24 χώρες σε όλον τον κόσμο, ενώ πρόσφατα εντάχθηκε στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών παιδιών, εφήβων και ενηλίκων της χώρας μας για χρήση από την ηλικία των 2 μηνών και αποζημιώνεται για τις «ομάδες υψηλού κινδύνου». Η υψηλή ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του εμβολίου τεκμηριώνονται έπειτα από τον εμβολιασμό περίπου ενός εκατομμυρίου παιδιών ηλικίας έως ενός έτους στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη χορήγηση περισσοτέρων από 17 εκ. δόσεων παγκοσμίως.
Πιο συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα του Bexsero αγγίζει το ποσοστό της τάξεως 83% έναντι οποιουδήποτε στελέχους της μηνιγγίτιδας Β και το 95% κατά των στελεχών που μπορούν να προληφθούν μέσω του εμβολιασμού.
Επίσης, όσον αφορά την ασφάλεια του εμβολίου, τα δεδομένα προκύπτουν από τη συνεδρίαση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών του Ηνωμένου Βασιλείου τον Φεβρουάριο του 2017.
Συγκεκριμένα, ο ρυθμός αναφοράς των ανεπιθύμητων ενεργειών του εμβολίου ήταν περίπου το μισό του συνόλου από τα αναμενόμενα, σύμφωνα με την εμπειρία από άλλα σημαντικά νέα εμβόλια κατά το πρώτο έτος εισαγωγής τους στο Εθνικό Πρόγραμμα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τα παραπάνω δεδομένα αποδεικνύουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου και αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει ο εμβολιασμός για την υγεία μας και για την υγεία των παιδιών μας.