Νέες μελέτες που ανακοινώθηκαν στο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Ιολογίας από τους επιστήμονες που δημιούργησαν το κρητικό ΙΑΜΑ αποδεικνύουν την αντιιική δράση του εκχυλίσματος των τριών κρητικών βοτάνων έναντι του ανθρώπινου ρινοϊού, στον οποίο οφείλεται το 50% των περιπτώσεων του κοινού κρυολογήματος σε παιδιά και ενήλικες.
Σύμφωνα με την ενημερωτική ανακοίνωση:
«Πρόσφατα ανακοινώθηκαν ενδιαφέροντα αποτελέσματα της ιατρικής έρευνας για την αντιμετώπιση συνήθων ιών που προσβάλλουν το αναπνευστικό. Η ανακοίνωση έγινε από τους τέσσερις διακεκριμένους καθηγητές του Πανεπιστημίου Κρήτης, στo πλαίσιο του Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Κλινικής Ιολογίας της European Society for Clinical Virology (ESCV), που αποτελεί τον κορυφαίο ευρωπαϊκό επιστημονικό φορέα που ασχολείται με τη μελέτη, πρόληψη και αντιμετώπιση των νοσημάτων που οφείλονται σε ιούς.
Μετά από μακροχρόνια έρευνα, οι ερευνητές μετατρέποντας τις ανθρωπολογικές και εθνοβοτανικές παρατηρήσεις που έδειχναν χαμηλή επίπτωση κρυολογήματος και γρίπης σε πληθυσμό που κατανάλωνε συγκεκριμένα ιαματικά βότανα, κατέληξαν σε υψηλής τεκμηρίωσης επιστημονικά συμπεράσματα και σε ανάπτυξη σχετικού παρασκευάσματος.
Απέδειξαν την αντιιική δράση εκχυλίσματος τριών κρητικών βοτάνων, σε συγκεκριμένη αναλογία, έναντι του ανθρώπινου ρινοϊού, δηλαδή του ιού στον οποίο οφείλεται το 50% των περιπτώσεων του κοινού κρυολογήματος σε παιδιά και ενήλικες.
Ακόμη, αναδείχθηκε η άμεση δράση του έναντι των ιών της γρίπης τύπου Α και Β και έναντι της γρίπης Α/Η1Ν1 που έκανε ιδιαίτερα αισθητή την εμφάνισή του και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Μάλιστα, απέδειξαν πως το εκχύλισμα των τριών κρητικών βοτάνων διέθετε την ίδια ισχυρή αντιιική δράση με κλασσικές δραστικές ουσίες έναντι των συγκεκριμένων ιών αναφοράς, καθώς και ότι η αντι -ιική δράση αυτού του εκχυλίσματος επιτελείται κατά τα πρώιμα στάδια της λοίμωξης.
Γεγονός που συνδέθηκε με ηπιότερα συμπτώματα για συντομότερη αποδρομή της ίωσης αν χορηγηθεί έγκαιρα. Τέλος, με εργαστηριακά πειράματα αποκάλυψαν και ένα μηχανισμό δράσης στον ιό της γρίπης Α/Η1Ν1, μέσω αναστολής της δράσης μιας ιδιαίτερα κρίσιμης πρωτεΐνης του ιού, απαραίτητη για τον επιτυχή πολλαπλασιασμό του ιού, η οποία δεν υπόκειται σε μεταλλάξεις που οδηγούν σε ανάπτυξη ανθεκτικότητας, όπως μπορεί να συμβεί με τις τρέχουσες αντιιικές θεραπείες”, όπως υποστήριξαν οι ερευνητές».