Σε ενημερωτικό σημείωμα, ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε ότι στην χώρα μας υπάρχει αύξηση των κρουσμάτων λιστερίωσης κατά τα έτη 2023 και 2024 και όπως αναφέρει πρόκειται για μια σοβαρή λοίμωξη (ζωονόσος), η οποία χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Προκαλείται από την κατανάλωση τροφίμων μολυσμένων από το βακτηρίδιο Listeria monocytogenes (Λιστέρια η μονοκυτταρογόνος), και προκαλεί σοβαρή κλινική εικόνα στα νεογνά, στους ενήλικες με αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα και σοβαρές επιπλοκές στα έμβρυα (οι έγκυες γυναίκες εκδηλώνουν ήπια νόσο).
Αναλυτικά τα συμπτώματα της Λιστερίωσης
Στις έγκυες:
- Πυρετός
- Συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη, όπως μυϊκοί πόνοι και κόπωση
Προσοχή: Η μόλυνση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνήθως οδηγεί σε αποβολή, θνησιγένεια, πρόωρο τοκετό ή απειλητική για τη ζωή μόλυνση του νεογνού.
Στον υπόλοιπο πληθυσμό
- Πυρετός
- Συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη, όπως μυϊκοί πόνοι και κόπωση
- Πονοκέφαλο
- Στραβολαίμιασμα
- Σύγχυση
- Απώλεια ισορροπίας
- Επιληπτικές κρίσεις
Προσοχή: Τα συμπτώματα μπορεί να είναι σοβαρά. Σχεδόν 1 στα 20 άτομα με διηθητική λιστερίωση πεθαίνει.
Η λιστέρια μπορεί επίσης να προκαλέσει εντερική ασθένεια. Αυτό το είδος ασθένειας σπάνια διαγιγνώσκεται επειδή τα εργαστήρια δεν δοκιμάζουν τακτικά δείγματα κοπράνων
Τα συμπτώματα συνήθως περιλαμβάνουν
- Διάρροια
- Εμετός
Σοβαρότητα της εντερικής νόσου: Τα συμπτώματα είναι συνήθως ήπια. Ωστόσο, ορισμένα άτομα με εντερική νόσο αναπτύσσουν επεμβατική ασθένεια.
Θεραπεία
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της λιστερίωσης περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιβιοτικών για διάστημα που εξαρτάται από την εντόπιση της νόσου. Φάρμακο εκλογής θεωρείται η αμπικιλλίνη, ενώ συχνά στο θεραπευτικό σχήμα προστίθεται και η γενταμυκίνη [1,5]. Όταν διαγνωστεί η λοίμωξη στη διάρκεια της εγκυµοσύνης, η άµεση χορήγηση αντιβιοτικών στην έγκυο γυναίκα µπορεί να προλάβει τη λοίµωξη του εµβρύου ή του νεογνού. Τα νεογνά που νοσούν λαµβάνουν την ίδια αντιµικροβιακή αγωγή µε τους ενήλικες.
Μέθοδοι εργαστηριακής διάγνωσης
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με την απομόνωση του παθογόνου στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ), στο αίμα, στο αμνιακό υγρό, στο μηκώνιο, σε γαστρικό έκπλυμα και σε άλλα σημεία όπου μπορεί να αναπτυχθεί το παθογόνο. H L. monocytogenes μπορεί να απομονωθεί εύκολα σε φυσιολογικά στείρα υλικά, αλλά θα πρέπει να δίνεται προσοχή στο διαχωρισμό του συγκεκριμένου παθογόνου από άλλα gram-θετικά βακτήρια, ιδιαίτερα τα διφθεροειδή.
Εκλεκτικά εμπλουτιστικά υλικά αυξάνουν την πιθανότητα απομόνωσης του παθογόνου στα μολυσμένα δείγματα. Ο μικροσκοπικός έλεγχος του ΕΝΥ και του μηκωνίου θέτει την υποψία της λιστερίωσης, ενώ ο ορολογικός έλεγχος για την ταυτοποίηση του παθογόνου έχει χαμηλή αξιοπιστία.
Τρόπος μετάδοσης
Η μετάδοση του νοσήματος γίνεται κατά κανόνα:
- μέσω της εντερο-στοματικής οδού με την κατανάλωση τροφίµων που μολύνονται από ασθενείς ή ασυμπτωματικούς φορείς του νοσήματος. Αν και τα υγιή άτοµα µπορεί να καταναλώσουν µολυσµένα τρόφιµα χωρίς να νοσήσουν, τα ευπαθή άτοµα (ηλικιωμένοι, ανοσοκατεσταλμένοι, κ.α) είναι πιθανό να νοσήσουν από λιστερίωση ακόµα και µετά την κατανάλωση τροφίµων µολυσµένων µε µικρό μικροβιακό φορτίο. Τα λαχανικά µπορεί να µολυνθούν από το χώµα ή από την κοπριά, όταν αυτή χρησιµοποιείται ως λίπασµα.
- μέσω της επαφής µε πάσχοντα ζώα ή µε τις απεκκρίσεις τους.
- από τη µητέρα στο έµβρυο είτε μέσω του πλακούντα κατά τη διάρκεια της κύησης είτε κατά τον τοκετό.
Περίοδος επώασης και περίοδος μεταδοτικότητας
Η περίοδος επώασης του νοσήματος ποικίλει και είναι μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή των άλλων τροφιμογενών νοσημάτων. Λοίμωξη μπορεί να αναπτυχθεί από 3 έως και 70 μέρες μετά την κατανάλωση μολυσμένου τροφίμου. Η μέση περίοδος επώασης εκτιμάται στις 3 εβδομάδες περίπου.
Τα μολυσμένα άτομα μπορούν να διασπείρουν το παθογόνο για αρκετούς μήνες, ενώ ασυμπτωματική φορία παρατηρείται σχεδόν στο 5% των μολυσμένων ατόμων, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται σημαντικά σε ορισμένες ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως είναι οι εργαζόμενοι σε σφαγεία, οι εργαζόμενοι σε εργαστήρια που έρχονται σε επαφή με δυνητικά μολυσμένα δείγματα και οι στενές επαφές ατόμων που νοσούν. Οι μητέρες μολυσμένων νεογνών μπορούν να διασπείρουν το βακτήριο μέσω των κολπικών εκκρίσεων και των ούρων από 7 έως και 10 μέρες μετά την γέννηση και σπανιότερα για μεγαλύτερο διάστημα.