Τι είναι ο κοκκύτης;
Ο κοκκύτης είναι μια άκρως λοιμώδης νόσος που οφείλεται σε βακτήριο και προσβάλλει τους πνεύμονες και τους αεραγωγούς. Ο κοκκύτης οφείλεται σε βακτήρια τα οποία υπάρχουν στο στόμα, τη μύτη και τον φάρυγγα ενός ατόμου που έχει μολυνθεί από το βακτήριο.
Ποια είναι τα συμπτώματα του κοκκύτη;
Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως 7 έως 10 ημέρες μετά τη λοίμωξη, αλλά μπορεί να εμφανιστούν έως και 21 ημέρες μετά:
Τα αρχικά συμπτώματα είναι παρόμοια με εκείνα του κοινού κρυολογήματος (φτέρνισμα, καταρροή, ήπιος πυρετός και ήπιος βήχας).
Μετά από δύο εβδομάδες, ο βήχας γίνεται εντονότερος και χαρακτηρίζεται από επεισόδια παροξυσμικού βήχα ακολουθούμενου από υψίσυχνο εισπνευστικό συριγμό («κοκκοράκι»). Τα επεισόδια αυτά τελειώνουν συνήθως με την αποβολή παχύρευστης, διαυγούς βλέννας η οποία συχνά ακολουθείται από έμετο. Αρχικά τα επεισόδια αυτά εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της νύχτας και στη συνέχεια γίνονται συχνότερα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ ενδέχεται να επανεμφανίζονται για διάστημα ενός έως δύο μηνών.
Στα βρέφη, ενδεχομένως να μην εμφανιστεί καθόλου ο συνήθης «συριγμός», ενώ μετά τα επεισόδια παροξυσμικού βήχα μπορεί να ακολουθήσει διακοπή της αναπνοής για σύντομα χρονικά διαστήματα (άπνοια). Μετά την ολοκλήρωση αυτού του σταδίου οι παροξυσμοί γίνονται αραιότεροι και ηπιότεροι και η κατάσταση του βρέφους σταδιακά βελτιώνεται (το στάδιο αυτό μπορεί να διαρκέσει έως και τρεις μήνες).
Οι έφηβοι, οι ενήλικες και τα παιδιά που έχουν λάβει μερική ανοσοποίηση παρουσιάζουν κατά κανόνα ηπιότερα ή ελαφρώς διαφορετικά συμπτώματα. Στις ομάδες αυτές, καθώς και στα πολύ νεαρά βρέφη, η διάγνωση του κοκκύτη είναι δυσκολότερη.
Ποιες είναι οι επιπλοκές του κοκκύτη;
Οι πιο σοβαρές περιπτώσεις κοκκύτη εμφανίζονται στα βρέφη. Τα μη εμβολιασμένα βρέφη ή τα βρέφη των οποίων η μητέρα δεν είχε εμβολιαστεί εμφανίζουν τις σοβαρότερες εκδηλώσεις της νόσου. Στις επιπλοκές περιλαμβάνονται η πνευμονία, η εγκεφαλοπάθεια (μια εγκεφαλική νόσος), οι επιληπτικές κρίσεις, ακόμη και ο θάνατος.
Στις επιπλοκές που εμφανίζονται στους ενήλικες και τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας περιλαμβάνονται η αδυναμία αναπνοής για σύντομα χρονικά διαστήματα, τα κατάγματα στα πλευρά, η πρόπτωση του ορθού και οι κήλες.
Πώς μεταδίδεται ο κοκκύτης;
Η μετάδοση του κοκκύτη γίνεται αερογενώς μέσω σταγονιδίων που παράγονται όταν το μολυσμένο άτομο βήχει. Ο κοκκύτης μπορεί επίσης να μεταδοθεί ακόμη και από άτομα με ήπια μορφή της νόσου ή από μολυσμένα άτομα που δεν εμφανίζουν κανένα σύμπτωμα. Συχνά, τα μεγαλύτερα αδέλφια και οι γονείς που μπορεί να είναι φορείς του βακτηρίου μεταφέρουν τη νόσο στο σπίτι με αποτέλεσμα να μολύνονται τα βρέφη.
Ποιος κινδυνεύει από τον κοκκύτη;
Κάθε άτομο το οποίο δεν έχει εμβολιαστεί κατά του κοκκύτη ή δεν γνωρίζει αν και κατά πόσο έχει εμβολιαστεί (κατάσταση εμβολιασμού), κινδυνεύει να μολυνθεί από τη νόσο.
Πώς μπορεί να προληφθεί ο κοκκύτης;
Ο καλύτερος τρόπος για την πρόληψη του κοκκύτη είναι η πλήρης ανοσοποίηση. Το εμβόλιο του κοκκύτη χορηγείται συνήθως σε συνδυασμό με τα εμβόλια της διφθερίτιδας και του τετάνου (συχνά σε συνδυασμό επίσης με το εμβόλιο της πολιομυελίτιδας, το εμβόλιο του αιμόφιλου της γρίπης (Haemophilus influenzae) και το εμβόλιο κατά της ηπατίτιδας β). Ο αρχικός κύκλος εμβολιασμού αποτελείται από 2-3 δόσεις και χορηγείται συνήθως κατά την ηλικία των δύο έως δώδεκα μηνών, σύμφωνα με το εκάστοτε εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού. Συνιστάται η χορήγηση τρίτης ή τέταρτης δόσης κατά την ηλικία των 11-24 μηνών καθώς και ακόμη μίας δόσης κατά την ηλικία των τριών έως επτά ετών.
Σε ορισμένες χώρες της ΕΕ/του ΕΟΧ συνιστάται η χορήγηση αναμνηστικών δόσεων στους εφήβους, τους ενήλικες και/ή στις εγκύους, καθώς κατά αυτόν τον τρόπο παρέχεται προσωρινή προστασία και στο βρέφος. Σε ορισμένες χώρες συνιστάται επίσης η χορήγηση αναμνηστικής δόσης σε μη εμβολιασμένες γυναίκες αμέσως μετά τον τοκετό, προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος μετάδοσης της νόσου στο βρέφος.
Πώς θεραπεύεται ο κοκκύτης;
Για τη θεραπεία του κοκκύτη και την πρόληψη της περαιτέρω εξάπλωσής του μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντιβιοτικά. Ωστόσο, για τη διασφάλιση της μέγιστης αποτελεσματικότητας της θεραπείας, η χορήγηση των αντιβιοτικών θα πρέπει να ξεκινάει κατά το αρχικό στάδιο της νόσου, εντός της πρώτης ή της δεύτερης εβδομάδας προτού ξεκινήσουν τα επεισόδια του παροξυσμικού βήχα.
Πηγή: Ευρωπαϊκή Πύλη Πληροφοριών Εμβολιασμού