Πρόληψη του καρκίνου του μαστού δεν σημαίνει μόνο μαστογραφία που μπορεί να διαγνώσει έναν όγκο με ποσοστό επιτυχίας 75%-90%, αλλά υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής.
Αυτό μεταφράζεται: όχι στο κάπνισμα, όχι στην κατανάλωση αλκοόλ (μόνο έως 3 ποτήρια κρασί την εβδομάδα), όχι στην παχυσαρκία, ναι στην άσκηση για τουλάχιστον 150 λεπτά εβδομαδιαία.
Αυτό λέει μεταξύ άλλων στην “Π” ο επιμελητής Β’ της Ογκολογικής Κλινικής του Βενιζελείου Μανόλης Σαλούστρος, σημειώνοντας ότι κάθε χρόνο καταγράφονται περίπου 300 νέα περιστατικά καρκίνου του μαστού και παρακολουθούνται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και το Βενιζέλειο.
Η ακρίβεια της μαστογραφίας
Ο ογκολόγος αναφέρει:
“Η ευαισθησία της μαστογραφίας (δηλαδή η διακριτική ικανότητα της εξέτασης να απεικονίζει έναν καρκίνο που υπάρχει στο στήθος) κυμαίνεται από 75% έως 90%, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν είναι 100%.
Αυτό μπορεί να οφείλεται στο μικρό μέγεθος ενός όγκου, στα χαρακτηριστικά του ίδιου του όγκου ή στην αυξημένη πυκνότητα του μαστού.
Στην τελευταία περίπτωση μπορεί να βοηθήσει το υπεροχηγράφημα, του οποίου ο ρόλος στον προσυμπτωματικό έλεγχο (screening) είναι πιο τεκμηριωμένος σε γυναίκες με πυκνούς μαστούς.
Προσοχή στο γεγονός ότι η πυκνότητα του μαστού καθορίζεται από τον ακτινολόγο με τη μαστογραφία”.
Ηλικία διάγνωσης
Ο κ. Σαλούστρος σημείωσε ότι “η διάμεση ηλικία διάγνωσης του καρκίνου του μαστού είναι τα 60 έτη περίπου, γεγονός που σημαίνει ότι είναι μια ασθένεια της εμμηνόπαυσης. Στις ΗΠΑ λέγεται ότι 1 στις 8 γυναίκες που θα ζήσει έως την ηλικία των 80 ετών θα νοσήσει από καρκίνο μαστού. Για την Ευρώπη και πιστεύω για την Ελλάδα τα νούμερα αυτά είναι μικρότερα καθώς στις ΗΠΑ ο καρκίνος μαστού είναι πιο συχνός”.
Πρόληψη σημαίνει πολλά πράγματα
Στο θέμα της πρόληψης δίνει ιδιαίτερη έμφαση ο Μανόλης Σαλούστρος επισημαίνοντας:
“Για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού οι γυναίκες πρωτίστως θα πρέπει να ακολουθούν έναν υγιεινό τρόπο ζωής: με άσκηση (τουλάχιστον 150 λεπτά την εβδομάδα με τέτοια ένταση που να κάνει τη καρδιά να χτυπάει γρηγορότερα), διατήρηση ιδεώδους για το ύψος σωματικού βάρους-αποφυγή κοιλιακής παχυσαρκίας, διακοπή καπνίσματος, αποφυγή αλκοόλ (έως 3 ποτήρια κρασί την εβδομάδα φαίνεται να μην επηρεάζει τον κίνδυνο), θηλασμός (είναι προστατευτικός όταν είναι συνολικά περισσότερο από 6-12 μήνες), μεσογειακή/κρητική δίαιτα και για τα κορίτσια στη εφηβεία περιορισμός κόκκινου κρέατος (η δίαιτα της γιαγιάς ήταν η καλύτερη), αποφυγή ορμονών μετά την εμμηνόπαυση και λογισμένη χρήση των αντισυλληπτικών”.
Όσον αφορά τις προληπτικές εξετάσεις καταλήγει:
“Στον καθορισμό της καλύτερης στρατηγικής screening παίζει σημαντικό ρόλο το οικογενειακό ιστορικό και οι γυναίκες που έχουν συγγενείς (άντρες ή γυναίκες με καρκίνο μαστού) θα πρέπει να συζητούν τις βέλτιστες επιλογές με τον γιατρό τους”.
Οι έρευνες
Οπως έγραψε η “Π”, τρεις επιστήμονες από την Κρήτη, οι καθηγητές Βασίλης Γεωργούλιας, Δημήτρης Μαυρουδής, και ο Μανόλης Σαλούστρος, έβαλαν τη σφραγίδα τους σε μια μεγάλη διεθνή έρευνα με τη συμμετοχή εκατοντάδων ειδικών για τον καρκίνο του μαστού, που θα βοηθήσει μελλοντικά στην καλύτερη θεραπευτική αντιμετώπισή του.
Η μεγάλη διεθνής ερευνητική κοινοπραξία OncoArray Consortium, η οποία περιλάμβανε 550 επιστήμονες από έξι ηπείρους, μεταξύ των οποίων και Έλληνες ανακάλυψε 72 νέες μεταλλάξεις και γονιδιακές παραλλαγές, που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για την εκδήλωση καρκίνου του μαστού. Η ανακάλυψη ελπίζεται ότι θα οδηγήσει σε καλύτερη διάγνωση και θεραπεία της νόσου στο μέλλον.
Οι 65 μεταλλάξεις προδιαθέτουν γενικότερα για καρκίνο του μαστού, ενώ οι άλλες επτά προδιαθέτουν ειδικά για καρκίνους αρνητικούς για τους υποδοχείς οιστρογόνων (η υποκατηγορία των όγκων του μαστού που δεν ανταποκρίνονται στις ορμονικές θεραπείες, όπως με το φάρμακο ταμοξιφέν).
Ο καρκίνος του μαστού προκαλείται, όπως και άλλες παθήσεις, από μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση ανάμεσα σε γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Έως τώρα είχαν ανακαλυφθεί λίγες σπάνιες μεταλλάξεις σε γονίδια όπως τα BRCA1 και BRCA2, που αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο της νόσου, καθώς και πολλά άλλα πολύ πιο κοινά γονίδια, που το καθένα αυξάνει λίγο τον κίνδυνο.
Η νέα γενετική έρευνα έρχεται σχεδόν να διπλασιάσει, σε 177 από 105 που ήδη ήταν γνωστές, τον αριθμό των γνωστών γονιδιακών παραλλαγών, οι οποίες σχετίζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με τον καρκίνο του μαστού.
Οι ερευνητές, που έκαναν τις σχετικές δημοσιεύσεις στα περιοδικά “Nature” και “Nature Genetics”, ανέλυσαν το πλήρες γονιδίωμα περίπου 275.000 γυναικών, από τις οποίες οι 146.000 είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο του μαστού.
Νέα μέθοδος πρόγνωσης των μεταστάσεων
Βρετανοί ερευνητές βρήκαν έναν νέο τρόπο να προβλέψουν ποιες γυναίκες με καρκίνο του μαστού και θετικούς λεμφαδένες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν ανίατους δευτερογενείς όγκους (μεταστάσεις), σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσαν στο επιστημονικό έντυπο The Journal of Pathology: Clinical Research.
Σήμερα, όταν μια ασθενής διαγιγνώσκεται με καρκίνο του μαστού, οι γιατροί διερευνούν αν τα καρκινικά κύτταρα έχουν ήδη εξαπλωθεί στους λεμφαδένες. Οι ασθενείς με θετικούς λεμφαδένες τείνουν να έχουν χειρότερη πορεία και έτσι υποβάλλονται σε επιθετικότερα θεραπευτικά σχήματα.
Στην παρούσα μελέτη η Δρ. Αννίτα Γρηγοριάδη από το Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου και οι συνεργάτες της μελέτησαν δείγματα από λεμφαδενικό ιστό και δείγματα πρωτοπαθών όγκων από 309 γυναίκες με καρκίνο του μαστού που είχαν υποβληθεί σε θεραπεία την περίοδο 1984-2002 στο Νοσοκομείο Guy’s του Λονδίνου.
Στο πλαίσιο της μελέτης οι ερευνητές αναζήτησαν τόσο θετικούς όσο και αρνητικούς λεμφαδένες και παρατήρησαν ότι τα χαρακτηριστικά των ελεύθερων καρκίνου λεμφαδένων είναι αυτά που προσφέρουν νέες και πολύτιμες πληροφορίες για την πρόγνωση της πιθανότητας εξάπλωσης της νόσου.
Χρησιμοποιώντας εξειδικευμένα μαθηματικά μοντέλα, κατάφεραν να αναλύσουν τις μορφολογικές αλλαγές των λεμφαδένων και έφτιαξαν έναν δείκτη (σκορ) πρόγνωσης του ατομικού κινδύνου μετάστασης του καρκίνου του μαστού. Εκ των ασθενών με γνωστή την κατάσταση των λεμφαδένων τους, 143 είχαν καρκινικά κύτταρα παρόντα και στους λεμφαδένες και επομένως διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο καρκινικών μεταστάσεων σε απομακρυσμένα όργανα.
Σε αυτή την ομάδα υψηλού κινδύνου περίπου το ένα τέταρτο των γυναικών ήταν απίθανο να εκδηλώσει μεταστάσεις εντός δέκα ετών. Τα πρώιμα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι διακυμάνσεις στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των ελεύθερων καρκίνου λεμφαδένων μπορούσαν να βοηθήσουν τους γιατρούς να διαχωρίσουν τις ασθενείς που ήταν περισσότερο ή λιγότερο πιθανό να εκδηλώσουν δευτερογενείς όγκους.
Αν τα αποτελέσματα επαληθευθούν σε μεγαλύτερου εύρους μελέτες, τότε ενδεχομένως στο μέλλον να είναι δυνατός ο εντοπισμός των γυναικών με αυξημένο κίνδυνο μετάστασης και έτσι να τους χορηγούνται πιο επιθετικά θεραπευτικά σχήματα. Επίσης οι γυναίκες με χαμηλό κίνδυνο μετάστασης δεν θα χρειάζεται να υποβάλλονται σε θεραπείες που δεν είναι αναγκαίες.