Πρόβλημα με οικονομικές προεκτάσεις αποτελεί για την Ελλάδα η αύξηση του αριθμού των διαβητικών, λόγω των δευτερογενών επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και κυρίως λόγω της φτωχότερης διατροφής που ακολουθούν τα φτωχά νοικοκυριά. Το ζήτημα έχει και κοινωνικές διαστάσεις, καθώς διαπιστώνεται πως οι μη έχοντες ανώτατη μόρφωση και καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης πλήττονται περισσότερο, καθώς εμφανίζουν υψηλότερο σάκχαρο.
Σύμφωνα με στοιχεία που επεξεργάστηκε ο ΟΟΣΑ για όλες τις χώρες της ΕΕ, τα άτομα με το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης έχουν περισσότερες από τις διπλάσιες πιθανότητες να αναφέρουν ότι έχουν διαβήτη από εκείνους με το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης.
Στην Ελλάδα, η απόκλιση αυτή είναι ιδιαίτερα υψηλή με το 15% περίπου των ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο να έχουν διαβήτη, σε σύγκριση με το 4% των μορφωμένων ατόμων.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ένα υψηλό ποσοστό ατόμων με χαμηλή μόρφωση βρίσκεται σε ομάδες ηλικιωμένων πληθυσμών (ο κίνδυνος διαβήτη αυξάνεται με την ηλικία), αλλά και στο γεγονός ότι τα άτομα με χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης συχνά έχουν φτωχότερη διατροφή και είναι πιο πιθανό να είναι παχύσαρκα, κάτι που αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τον διαβήτη.
Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η έρευνα του ΟΟΣΑ βασίστηκε σε προ διετίας στοιχεία η φτωχότερη διατροφή οφείλεται κυρίως στην εισοδηματική ένδεια που προκάλεσε η κρίση στην Ελλάδα. Και αυτή η ένδεια επέδρασε δραστικά στο διαιτολόγιο των Ελλήνων, υποβαθμίζοντας αισθητά την ποιότητά του. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας 422 εκατομμύρια ενήλικες είχαν διαβήτη το 2014 παγκοσμίως. Στην πραγματικότητα, τα κρούσματα διαβήτη σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 1980, κυμαινόμενα από το 4,7%, στο 8,5% στον ενήλικα πληθυσμό.
Στην ΕΕ, περίπου το 7% των ενηλίκων σε όλες τις χώρες της ΕΕ ανέφερε ότι πάσχει από διαβήτη. Το ποσοστό κυμαίνεται λιγότερο από 5% στη Δανία, τη Λετονία και τη Σουηδία και πάνω από 9% στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και τη Γαλλία.
Το οικονομικό κόστος από την αύξηση των διαβητικών είναι σημαντικό. Οι δαπάνες υγείας στα κράτη μέλη της ΕΕ για την πρόληψη και τη θεραπεία του διαβήτη, αλλά και των επιπλοκών του εκτιμήθηκαν στα 100 δισ. ευρώ. Περισσότερο από το 25% αυτών δαπανώνται για τον έλεγχο της αυξημένης γλυκόζης στο αίμα, αλλά και τις επιπλοκές του διαβήτη και το υπόλοιπο σε γενική ιατρική περίθαλψη.
Η έρευνα του ΟΟΣΑ υποστηρίζει πως τα άτομα με διαβήτη έχουν επίσης χαμηλότερη πιθανότητα να απασχολούνται και όταν απασχολούνται, έχουν περισσότερες ημέρες άδειας ασθενείας και γενικά κερδίζουν λιγότερα χρήματα από τους μη διαβητικούς.