Η καρδιοαναπνευστική ικανότητα είναι η ικανότητα του κυκλοφορικού και του αναπνευστικού συστήματος να παρέχει οξυγόνο στους μύες κατά τη διάρκεια φυσικής δραστηριότητας. Μειώνεται ολοένα και περισσότερο με την ηλικία, κατά περίπου 3-6% ανά δεκαετία όταν οι άνθρωποι βρίσκονται στη δεκαετία των 20 και 30, αλλά περισσότερο από 20% ανά δεκαετία όταν οι άνθρωποι φτάνουν στη δεκαετία των 70. Η χαμηλή καρδιοαναπνευστική ικανότητα αποτελεί ισχυρό προγνωστικό παράγοντα καρδιαγγειακών επεισοδίων, καθώς και θνησιμότητας από όλες τις αιτίες.
Οι ερευνητές μελέτησαν δεδομένα για 61.214 άτομα χωρίς άνοια ηλικίας 39-70 ετών, τα οποία εγγράφηκαν στη βρετανική βάση δεδομένων UK Biobank μεταξύ 2009 και 2010 και παρακολουθήθηκαν για έως και δώδεκα χρόνια. Κατά την εγγραφή τους συμπληρώθηκε μια εξάλεπτη δοκιμασία άσκησης σε στατικό ποδήλατο για την εκτίμηση της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας. Η γνωστική λειτουργία εκτιμήθηκε με τη χρήση νευροψυχολογικών δοκιμασιών και η γενετική προδιάθεση για άνοια εκτιμήθηκε με τη χρήση της πολυγονιδιακής βαθμολογίας κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Όπως διαπιστώθηκε, τα άτομα με υψηλή καρδιοαναπνευστική ικανότητα είχαν υψηλότερη γνωστική λειτουργία και χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας. Η υψηλή καρδιοαναπνευστική ικανότητα μείωσε επίσης τον κίνδυνο εμφάνισης όλων των μορφών άνοιας κατά 35% μεταξύ των ατόμων με μέτριο ή υψηλό πολυγονιδιακό σκορ κινδύνου για Αλτσχάιμερ.
Πάντως, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι πρόκειται για μελέτη παρατήρησης, που δεν μπορεί να τεκμηριώσει αιτία και αποτέλεσμα. Επίσης, αναγνωρίζουν ορισμένους περιορισμούς στη μελέτη, όπως ότι τα άτομα με ορισμένες παθήσεις αποκλείστηκαν από τη δοκιμασία άσκησης, καθιστώντας τον πληθυσμό που ερευνήθηκε πιο υγιή.