Η διάγνωση του Γρηγόρη Πασπάτη για τα δημόσια νοσοκομεία

δημόσια νοσοκομεία

Τα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία, μεταξύ αυτών και του Ηρακλείου, δεν μπορούν να αναπτυχθούν και να λειτουργήσουν στα ευρωπαϊκά πρότυπα και είναι μεμονωμένα τα τμήματα και οι κλινικές που λειτουργούν με εξαιρετική επάρκεια.

Όσον αφορά στο ΠΑΓΝΗ και το Βενιζέλειο, δεν έχουν τη δυναότητα να αντιμετωπίσουν τον μεγάλο όγκο των χειρουργικών περιστατικών και πολλά από αυτά καταλήγουν σε νοσοκομεία της Αθήνας.

“Πολύς κόσμος, λίγο προσωπικό και ελάχΙστη ανανέωση των έμπειρων γιατρών” λέει στην “Π” ο συντονιστής διευθυντής της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του Βενιζελείου Γρηγόρης Πασπάτης, ο οποίος εξηγεί γιατί δεν μπορεί η σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να στηρίζει τα δημόσια νοσοκομεία που είναι το καταφύγιο των φτωχοποιημένων Ελλήνων. Όπως τονίζει ο γιατρός:

“Τα μεγάλα ελληνικά δημόσια νοσoκομεία, που δεν ξεπερνούν τα 20, φέρουν το βάρος του 90% της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας υγείας και σημαντικού μέρους της πρωτοβάθμιας μέσω των τμημάτων των επειγόντων περιστατικών. Τα τμήματα των νοσοκομείων αυτών οφείλουν να αποδίδουν τουλάχιστο το μέσο όρο των αντιστοίχων τμημάτων της “Δυτικής” Ευρώπης και της Μεγάλης Βρεττανίας”.

Το αποδίδουν;

ο Γ. Πασπάτης
ο Γ. Πασπάτης

“Σαφώς όχι” λέει ο Γ. Πασπάτης και σημειώνει:

“Μεμονωμένα ιατρικά τμήματα που λειτουργούν με εξαιρετική επάρκεια υπάρχουν, αλλά δυστυχώς αποτελούν τις εξαιρέσεις που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Η ανεπάρκεια είναι εμφανέστερη στα τμήματα της επεμβατικής ιατρικής, όπου η έλλειψη προγραμμάτων συστηματικής εκπαίδευσης και η γενικότερη “ελληνική” κατάσταση δρούν επι τα χείρω συνεργικά”.

Στο ερώτημα εάν το θέμα είναι μόνο οικονομικό ο ίδιος τονίζει:

“Σαφέστατα όχι. Προφανώς χρειάζονται γιατροί, χρειάζεται νοσηλευτικό προσωπικό, χρειάζεται να  διατεθούν  κονδύλια, συνηθισμένες και χιλιοειπωμένες  διαπιστώσεις, αλλά η κρίση  στα νοσοκομεία γίνεται  πιο βαθιά   όσο  την ερμηνεύουμε  μόνο  με βάση  τις οικονομικές  ανάγκες.

Εκτός λοιπόν  από αυτά τα πράγματι σημαντικά πρέπει να γίνουν και άλλα που δεν έχουν οικονομικό κόστος,  χρειάζεται  όμως   πολιτική βούληση και ρήξη με παγιωμένες  αναχρονιστικές αντιλήψεις.

Οφείλει να αποφασίσει η κάθε  κυβέρνηση  τι είδους   ιατρική  οφείλουν να ασκούν τα ιατρικά τμήματα των μεγάλων νοσοκομείων και να τοποθετήσει συντονιστές διευθυντές που να έχουν την ανάλογη κλινική και ακαδημαική επάρκεια για να πραγματώσουν αυτή την προσπάθεια”.

“Όχι” στη μονιμότητα των διευθυντών

Ο συντονιστής διευθυντής εξηγώντας τι γίνεται μέχρι σήμερα αναφέρει:

“Οι διευθυντές των μεγάλων ιατρικών τμημάτων επιλέγονται  και τοποθετούνται από τον διοικητή του νοσοκομείου και συνήθως βάσει της επετηρίδας. Το απαράδεκτο αυτό σύστημα ξεκίνησε το 2009 και έχει γεωμετρικά γιγαντωθεί  στις μέρες μας.

Η ανυπαρξία συντονιστών διευθυντών επιλεγμένων  με πανελλήνιες προκηρύξεις στα μεγάλα και κομβικά ιατρικά τμήματα, με εξαιρετικά αυστηρά κριτήρια επιλογής, αλλά και έλεγχο της απόδοσής τους   είναι  τραγικά σφάλματα που οδηγούν σε αποτυχία του συστήματος  με σοβαρές  συνέπειες στην ποιοτική  αλλά και ποσοτική  απόδοση των νοσοκομείων.

Στους διευθυντές θα πρέπει να αίρεται η μονιμότητα για να ασκείται  σοβαρός έλεγχος. Οι γιατροί που διαχειρίζονται την υγεία και   χρήματα του Ελληνα φορολογούμενου πρέπει να έχουν ονοματεπώνυμο άρα και οι ευθύνες τους.

Είναι υποχρέωση   της Πολιτείας  μας να δημιουργήσει ένα θωρακισμένο δημόσιο σύστημα υγείας, κυρίως  στα μεγάλα νοσοκομεία όπου η διαχείριση του διευθυντικού ιατρικού δυναμικού θα γίνεται με καθαρά ευρωπαϊκά κριτήρια, μετά από σκληρή αξιολόγηση όπως γίνεται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, αν φιλοδοξούμε να συγκαταλεγόμαστε σε αυτές,  για το καλό του μέσου Έλληνα πολίτη και ιδιαίτερα αυτού που βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία.

Tα τελευταία χρόνια ο ιδιωτικός τομέας πολλές φορές συμπληρώνει αποτελεσματικά τον ανεπαρκή δημόσιο,  όχι όμως  για τη μεγάλη πλειονότητα που αγωνίζεται να επιβιώσει.  Στην Ελλάδα με φτωχοποιημένους Έλληνες  το δημόσιο νοσοκομείο πρέπει  να  είναι η  σπονδυλική στήλη του συστήματος”.

Ο Γρηγόρης Πασπάτης πιστεύει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εκείνη που μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο την εικόνα.

Επισημαίνοντας:

“Όχι, δεν μπορεί.

Οι πολιτικές που έχουν “ταξικό πρόσημο” και έχουν αναπτύξει αντισώματα στην ανταγωνιστική αξιόλογηση δεν μπορούν να αναπτύξουν τα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να ρίχνουν νερό σε ένα τρύπιο βαρέλι”.

“Προβληματικές” οι ιατρικές σχολές

Ο ίδιος εξηγεί γιατί πρέπει να αλλάξει ο ρόλος των ιατρικών σχολών αναφέροντας τα εξής:

“Κατά την προσωπική μου άποψη, ο ρόλος των ιατρικών σχολών στην αναπτυξή των μεγάλων δημοσίων νοσοκομείων είναι τουλάχιστον “προβληματικός”.

Οι ιατρικές σχολές δεν έχουν τους απαιτούμενους επιστημονικούς συνεκτι- κούς δεσμούς με το ΕΣΥ, γεγονός που υφίσταται στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης.

Η πολιτεία οφείλει να θεσμοθετήσει τους δεσμούς αυτούς για το καλό του ελληνα πολίτη και της Ελληνικής ιατρικής”.

Πολλά περιστατικά εκτός Κρήτης

Όσον αφορά την προσφορά του ΠΑΓΝΗ και του Βενιζελείου καταλήγει:

“Τα δύο μεγάλα νοσοκομεία της πόλης φαίνεται να “αντέχουν” σε σχέση με τα άλλα μεγάλα νοσοκομεία της επικράτειας.

Σημαντική παράμετρος η πολλές φορές ηρωική προσπάθεια του προσωπικού και ιδίως του νοσηλευτικού.

Διακρίνω όμως τα πολύ τελευταία χρόνια μια ανησυχητική μετακίνηση τακτικών τριτοβαθμίων περιστατικών επεμβατικής ιατρικής σε νοσοκομεία των Αθηνών”.

Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει αυξημένος φόρτος περιστατικών, λίγο προσωπικό και δυστυχώς ελάχιστη ανανέωση των έμπειρων γιατρών”.