Από την άνοιξη έχουν προσβληθεί συνολικά οκτώ άνθρωποι από την γρίπη των πτηνών στις ΗΠΑ, μετά και τις νέες μολύνσεις της Κυριακής.
Οι άνθρωποι που επιβεβαιώθηκε πως μολύνθηκαν είναι εργαζόμενοι σε πτηνοτροφική μονάδα, εξήγησαν τα Κέντρα Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (CDC) σε ανακοίνωσή τους, όπως γράφει το ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Εντοπίστηκε επίσης πέμπτο ύποπτο κρούσμα και διενεργούνται περαιτέρω εργαστηριακές εξετάσεις για να επιβεβαιωθεί, διευκρίνισε ο κυριότερος ομοσπονδιακός οργανισμός δημόσιας υγείας των ΗΠΑ.
Χαμηλός ο κίνδυνος για τον γενικό πληθυσμό
Ο κίνδυνος για τον γενικό πληθυσμό παραμένει «χαμηλός», καθησύχασαν εκ νέου τα CDC. Οι εργαζόμενοι που μολύνθηκαν έχουν «συμπτώματα γρίπης».
Στις ΗΠΑ -και διεθνώς- καταγράφεται έξαρση της γρίπης των πτηνών, που εξαπλώνεται σε άγρια πουλιά, εκτρεφόμενα πτηνά και διάφορα είδη θηλαστικών. Το ασυνήθιστο είναι πως καταγράφονται ξεσπάσματα της H5N1 σε φάρμες εκτροφής αγελάδων στις ΗΠΑ.
Το πρώτο κρούσμα σε άνθρωπο ανακοινώθηκε πως επιβεβαιώθηκε στο Τέξας, στις νότιες ΗΠΑ, την 1η Απριλίου. Επρόκειτο τότε για την πρώτη παγκοσμίως γνωστή περίπτωση μετάδοσης της γρίπης των πτηνών σε άνθρωπο· μολύνθηκε εξαιτίας της επαφής του με αγελάδα-φορέα του. Ακόμη δυο κρούσματα διαπιστώθηκαν κατόπιν στο Μίσιγκαν. Στις αρχές Ιουλίου, εντοπίστηκε τέταρτο κρούσμα σε εκτροφείο αγελάδων στο Κολοράντο.
Ειδικοί ανησυχούν για τον αυξανόμενο αριθμό θηλαστικών που μολύνονται από τη νόσο, παρότι τα κρούσματα σε ανθρώπους παραμένουν σπάνια. Ο λόγος είναι η ενδεχόμενη μετάλλαξη του ιού που θα έκανε ευκολότερη τη μετάδοσή της από άνθρωπο σε άνθρωπο. Τα CDC διαβεβαιώνουν πως δεν έχουν εντοπίσει καμιά τέτοια μετάλλαξη σε αυτό το στάδιο.
Έκκληση σε εργαζομένους
Ο φορέας επανέλαβε την έκκλησή του στους εργαζόμενους σε κτηνοτροφικές και πτηνοτροφικές μονάδες όπου εντοπίζονται κρούσματα της γρίπης των πτηνών να παίρνουν τις μέγιστες δυνατές προφυλάξεις.
Αναμένεται να γίνουν επιπλέον γενετικές αναλύσεις σε δείγματα των νέων κρουσμάτων στο Κολοράντο, για να εντοπιστεί οποιαδήποτε τροποποίηση του γονιδιώματος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε «μεταβολή της εκτίμησης του κινδύνου» για τον πληθυσμό από τις υγειονομικές αρχές.