Πριν λίγες μέρες μια 88χρονη οδηγός έχασε τον έλεγχο του οχήματός της και σκότωσε έναν 41χρονο οδηγό μοτοσυκλέτας στην Αθήνα, ανοίγοντας ξανά το θέμα των ηλικιωμένων που πιάνουν το τιμόνι.
Τι προβλέπει η νομοθεσία, τι εξετάσεις γίνονται, σε ποιες περιπτώσεις η ικανότητα να οδηγήσουμε χωρίς να κινδυνεύουμε εμείς ή οι άλλοι, μειώνεται;
«Σαν γιατρός, λέει στην «Π» ο γενικός γιατρός και μέλος της διοίκησης του Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου Δημήτρης Κουναλάκης, δέχομαι συχνά πολίτες για ιατρική εξέταση για ανανέωση του διπλώματός τους».
«Η υπάρχουσα νομοθεσία, εξηγεί ο γιατρός, μέχρι την ηλικία των 65 ετών, προβλέπει την τακτική ιατρική επανεξέταση κάθε πέντε χρόνια, υποχρεωτικά από οφθαλμίατρο και γενικό ιατρό ή παθολόγο, μόνο για τα επαγγελματικά διπλώματα οδήγησης.
Μετά την ηλικία των 65 ετών, τα διπλώματα για μη επαγγελματική χρήση απαιτούν τακτική ιατρική επανεξέταση υποχρεωτικά από οφθαλμίατρο και γενικό ιατρό ή παθολόγο, κάθε τρία χρόνια.
Ο γιατρός μπορεί να παραπέμψει και σε γιατρούς άλλων ιατρικών ειδικοτήτων για εξέταση εφόσον συνυπάρχουν νοσήματα ή καταστάσεις που περιγράφονται από την νομοθεσία».
Οι υποχρεωτικές εξετάσεις
Μετά την ηλικία των 80 ετών, η τακτική ιατρική επανεξέταση απαιτείται υποχρεωτικά από τέσσερις ιατρούς: οφθαλμίατρο, ΩΡΛ, νευρολόγο ή ψυχίατρο και γενικό ιατρό ή παθολόγο.
Σε κάθε περίπτωση αν κάποιος ιατρός κρίνει ότι η επανεξέταση πρέπει να γίνει νωρίτερα ή προβλέπεται από την νομοθεσία λόγω κάποιου νοσήματος, το δηλώνει στην γνωμάτευσή του.
Δεν υπάρχει όριο ηλικίας στην κατοχή διπλώματος οδήγησης, αλλά μπορούν να μπουν περιορισμοί σε όριο ταχύτητας και απόσταση από τον τόπο κατοικίας.
Ποια προβλήματα υγείας επηρεάζουν την οδήγηση
Όπως εξηγεί ο κ. Κουναλάκης, η επίδραση προβλημάτων υγείας και της ηλικίας στην ικανότητα οδήγησης είναι κάτι που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Εκτός από τα προβλήματα στην όραση, ορθοπεδικά νοσήματα στην σπονδυλική στήλη μπορεί να μειώσουν την ικανότητα να χειριστείς το φρένο, η μείωση της ακοής και καρδιαγγειακά προβλήματα μπορεί να οδηγήσουν σε κακή αντίληψη και οδήγηση, νευρολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα μπορεί να επηρεάσουν την συμπεριφορά.
Ακόμη και η παχυσαρκία ανεξαρτήτως ηλικίας μπορεί να οδηγήσει σε άπνοιες και υπνηλία κατά την οδήγηση.
«Γνωρίζω ελάχιστους ανθρώπους, επισημαίνει, που μπορούν να οδηγούν με ασφάλεια ακόμη και σε ηλικία 90 ετών.
Στην συντριπτική πλειοψηφία όμως, η ικανότητα οδήγησης μειώνεται νωρίτερα ακόμη και πριν την ηλικία των 65 ετών, αν συνυπάρχουν συνήθη νοσήματα όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία ή άλλα όχι και τόσο συχνά νοσήματα».
Σύμφωνα με τον γενικό γιατρό, η υπάρχουσα νομοθεσία είναι μάλλον προστατευτική για την πρόληψη των ατυχημάτων που σχετίζονται με ιατρικούς λόγους, αλλά δεν προβλέπει οργανωμένη διαδικασία για την επανεξέταση εάν εμφανιστεί κάποιο πρόβλημα υγείας πριν την ηλικία των 65 ετών ή στα μεσοδιαστήματα των τακτικών ιατρικών εξετάσεων.
Δεν υπάρχει κάποιος ιατρός υπεύθυνος για ένα πρόβλημα υγείας που προκύπτει ώστε να ενημερωθεί η Διεύθυνση Μεταφορών, ούτε υπάρχει κάποια αυτοματοποιημένη διαδικασία από τα ηλεκτρονικά συστήματα των νοσοκομείων ή της ΗΔΙΚΑ.
Το «κρυμμένο» ιατρικό ιστορικό
Αντίθετα, με την νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα, σύντομα ο πολίτης θα μπορεί και να κρύβει το ιστορικό του από τον γιατρό που θα τον επανεξετάζει.
«Ως γιατρός, εξηγεί, δυσκολεύομαι να μαντέψω αν ένας εξεταζόμενος οδηγός έχει ήδη νοσηλευτεί για καρδιακές αρρυθμίες ή άλλα προβλήματα που μπορεί να είναι δυνατόν να διαγνωστούν στην κλινική εξέταση.
Μπορώ να υποχρεώσω σε ένα μεγάλο αριθμό εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων όταν μπορεί να υπάρχουν ήδη στο ιστορικό του και που συνήθως δεν έχω πρόσβαση όταν τον εξετάζω».
“Αν τους στερήσω το δίπλωμα”
Υπάρχει και μια ακόμη σημαντική παράμετρος που τον επηρεάζει σαν ιατρό.
«Τόσο στην πόλη μας όσο και στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδος, η δημόσια συγκοινωνία είναι περιορισμένη ή και ανύπαρκτη και καθόλου φιλική προς ένα ηλικιωμένο πολίτη.
Ξέρω ότι αν αρνηθώ την άδεια οδήγησης για ιατρικούς λόγους, μόλις καταδίκασα αυτόν τον άνθρωπο στο σπίτι του με περιορισμένες δυνατότητες να αυτο-εξυπηρετηθεί.
Είναι και συλλογική η ευθύνη, σε μια κοινωνία που δεν παρέχει ευκαιρίες να κινηθεί και αυτοεξυπηρετηθεί ο πολίτης που πρέπει πλέον να σταματήσει να οδηγεί», καταλήγει ο κ. Κουναλάκης.