Το εμβόλιο της αμερικανογερμανικής κοινοπραξίας Pfizer/BioNTech έχει αποτελεσματικότητα 94% στην αποτροπή κρουσμάτων του νέου κοροναϊού με εκδήλωση συμπτωμάτων της νόσου που προκαλεί, δείχνει μελέτη ιδιαίτερα ευρείας κλίμακας που διενεργήθηκε στο Ισραήλ και τα αποτελέσματά της δημοσιοποιήθηκαν προχθες Τετάρτη, επιβεβαιώνοντας τα δεδομένα των κλινικών δοκιμών, αλλά και τον κρίσιμο ρόλο που θα διαδραματίσουν οι εκστρατείες ανοσοποίησης στον αγώνα για να τερματιστεί η πανδημία.
«Πρόκειται για την πρώτη ελεγμένη από ομότιμους (peer-reviewed) απόδειξη της αποτελεσματικότητας ενός εμβολίου σε πραγματικές συνθήκες», τόνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Μπεν Ράις, ένας από τους βασικούς συγγραφείς της μελέτης αυτής, η οποία αναρτήθηκε χθες Τετάρτη στον ιστότοπο της επιθεώρησης New England Journal of Medicine.
Ως εδώ, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου αποδεικνυόταν με κλινικές δοκιμές, που είχαν γίνει μεν σε δείγματα χιλιάδων προσώπων, αλλά όχι σε πραγματικές συνθήκες, που συνεπάγονται πολύ μεγαλύτερη ποικιλία ληπτών και συμπεριφορών, καθώς και την αντιμετώπιση προκλήσεων, ιδίως ότι το συγκεκριμένο σκεύασμα πρέπει να διατηρείται σε πάρα πολύ χαμηλή θερμοκρασία.
Η μελέτη διενεργήθηκε με βάση τα δεδομένα 1,2 εκατ. ανθρώπων στους οποίους προσέφερε φροντίδες ένας από τους μεγαλύτερους οργανισμούς υγείας του Ισραήλ (η Clalit Health Services), από την 20ή Δεκεμβρίου 2020 ως την 1η Φεβρουαρίου 2021. Κατά την περίοδο που έγινε η μελέτη, το παραλλαγμένο στέλεχος του νέου κοροναϊού που ταυτοποιήθηκε αρχικά στο Ηνωμένο Βασίλειο είχε εξαπλωθεί ήδη στο Ισραήλ, κάτι που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέροντα τα αποτελέσματά της.
Σχεδόν 600.000 άνθρωποι που έλαβαν το εμβόλιο «αντιστοιχήθηκαν» με περίπου ισάριθμους που δεν το έλαβαν, με παρόμοια χαρακτηριστικά ως προς το φύλο, τις ηλικίες, τον τόπο κατοικίας και τις συννοσηρότητες.
Συγκρίνοντας τις δύο ομάδες, οι συγγραφείς συμπέραναν ότι ο εμβολιασμός μείωσε κατά 94% τα κρούσματα του νέου κοροναϊού που οδήγησαν στην εκδήλωση συμπτωμάτων της COVID-19· κατά 92% τις πιο σοβαρές περιπτώσεις της νόσου· και κατά 87% τις εισαγωγές σε νοσοκομεία.
Τα ποσοστά αυτά ισχύουν για την προστασία που προσφέρει το εμβόλιο τουλάχιστον επτά ημέρες μετά τη δεύτερη ένεση.
Ωστόσο, «διαπιστώθηκε αρκετά συνεπής επενέργεια πριν ακόμη (ληφθεί) η δεύτερη δόση», τόνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Νόαμ Μπάρντα, άλλος ένας από τους βασικούς συγγραφείς της μελέτης, με αποτελεσματικότητα 57% ως προς τα συμπτωματικά κρούσματα και 62% ως προς τις περιπτώσεις βαριάς νόσησης.
Αποτελεσματικό και εναντίον της μόλυνσης;
Το εμβόλιο έχει επίσης αποτελεσματικότητα ως και 72% όσον αφορά την αποτροπή θανάτων εξαιτίας της COVID-19 μετά την πρώτη δόση, αλλά οι μικροί αριθμοί τους σε αυτή τη μελέτη καθιστούν το συγκεκριμένο εύρημα λιγότερο αξιόπιστο.
Η αποτελεσματικότητα ήταν σχετικά σταθερή σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, «συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων άνω των 70 ετών», διευκρίνισε ο Μπεν Ράις. Από την άλλη, «έχουμε ενδείξεις ότι σε περιπτώσεις ανθρώπων με πολλά (υποκείμενα) νοσήματα, το εμβόλιο είναι ελαφρώς λιγότερο αποτελεσματικό».
Επιπλέον, η μελέτη έδειξε ότι το εμβόλιο έχει αποτελεσματικότητα 92% στην αποτροπή της μόλυνσης από τον SARS-CoV-2 (όχι μόνο στην αποτροπή της εκδήλωσης συμπτωμάτων). Πρόκειται για στοιχείο καίριας σημασίας, καθώς, αν επιβεβαιωθεί, σημαίνει ότι τα πρόσωπα που έχουν εμβολιαστεί δεν μπορούν πλέον να μεταδώσουν τον ιό.
Ωστόσο το εύρημα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάποια επιφύλαξη, σημείωσαν οι ίδιοι οι συγγραφείς της.
Είναι ενθαρρυντικό αλλά, ταυτόχρονα, «η μελέτη αυτή δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι εντοπίσαμε όλες τις ασυμπτωματικές μολύνσεις», προειδοποίησε ο Νόαμ Μπάρντα.
Για αυτό, θα χρειαστεί όλοι οι συμμετέχοντες να υποβάλλονται συχνά σε τεστ προληπτικά, κάτι που δεν συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Νέα μελέτη σε δείγματα ασθενών της Clalit με αυτό το προαπαιτούμενο βρίσκεται σε εξέλιξη.