Εντύπωση προκαλεί ο αριθμός των παιδιών που ανήκουν στο φάσμα του αυτισμού και παρουσιάζουν παράλληλα και άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Πιο συγκεκριμένα, όπως συμπέρανε νεότερη μελέτη, τρία στα τέσσερα παιδιά (76,2%) με διαταραχή φάσματος αυτισμού παρουσίαζαν εξίσου και νευροδιαφορικούς νευρότυπους -συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών που σχετίζονται με τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), τη μάθηση και τις κινητικές διαφορές.
Αν και μάλλον δεν προκαλούν μεγάλη έκπληξη αυτά τα αποτελέσματα, η έρευνα -με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης διαπίστωσε ότι περισσότερα από τα μισά (55,6%) παιδιά που παραπέμπονται για αξιολόγηση της διαταραχής φάσματος του αυτισμού μπορεί επίσης να πληρούν το διαγνωστικό όριο για τη ΔΕΠΥ, και σίγουρα έχουν τουλάχιστον κάποια σημαντικά χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ. Eπειδή η μελέτη εξέτασε μόνο μια μικρή επιλογή πιθανών νευροτύπων, σημειώνεται ότι ο πραγματικός αριθμός των παιδιών με αυτισμό και άλλους νευροτύπους μπορεί να είναι υψηλότερος.
Εκτός από τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) και τις διαταραχές του αυτιστικού φάσματος, η νευροδιαφορετικότητα αναφέρεται στο σύνολο των ανθρώπων που πάσχουν από παθήσεις, όπως είναι η δυσλεξία, η δυσπραξία ή άλλα νευρολογικά προβλήματα και αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ο πάσχων μαθαίνει και επεξεργάζεται τις πληροφορίες.
Για τη μελέτη, οι ερευνητές αξιολόγησαν ανώνυμα ιατρικά αρχεία παιδιών ηλικίας μεταξύ δύο και 17 ετών που παραπέμφθηκαν για αξιολόγηση του φάσματος αυτισμού, χρησιμοποιώντας επικυρωμένα ερωτηματολόγια για την αξιολόγηση νευροδιαφορικών χαρακτηριστικών.
Διαπιστώθηκε μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των νευροδιαφορών που εντοπίζονται και στην έγκαιρη διάγνωση, ενώ τα νευροδιαφορετικά κορίτσια είχαν λιγότερες πιθανότητες να εντοπιστούν πριν από την ηλικία των πέντε ετών, σε σύγκριση με τα αγόρια. Ωστόσο, παρά την κλινική αλληλεπικάλυψη και τη συνύπαρξη της νευροδιαφοροποίησης στα παιδιά, μόλις το 26% των συμμετεχόντων στη μελέτη με άλλα χαρακτηριστικά διερευνήθηκε για μια πρόσθετη υποκείμενη διάγνωση.
Συνεπώς, τα ειδικά διαμορφωμένα ερωτηματολόγια για τη διάγνωση άλλων νευροαναπτυξιακών διαταραχών μπορούν να βοηθήσουν τους κλινικούς γιατρούς να εντοπίσουν τη συνυπάρχουσα νευροδιαφοροποίηση κατά την πρώτη αξιολόγηση, επιτρέποντας την έγκαιρη υποστήριξη και την ανάπτυξη μιας ολόπλευρης αντίληψης του νευροτύπου ενός παιδιού.
«Η μελέτη μας θεωρείται σημαντική, καθώς δείχνει πόσο ζωτικής σημασίας είναι η ολιστική προσέγγιση στην αξιολόγηση των παιδιών, ώστε να εντοπίζονται σωστά οι πιθανές αλληλεπικαλύψεις νευροτύπων. Εκτός από την καλύτερη κατανόηση του νευροδιαφοροποιημένου πληθυσμού στο σύνολό του, ο ακριβής προσδιορισμός της νευροδιαφοροποίησης θα βοηθήσει στην παροχή καλύτερης και πιο προσαρμοσμένης υποστήριξης για τα παιδιά αυτά, όταν χρειάζεται. Όσον αφορά τους επαγγελματίες υγείας, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι υπηρεσίες είναι πραγματικά ολιστικές, ώστε να εντοπίζονται σωστά τα επικαλυπτόμενα χαρακτηριστικά» επισημαίνει ο Δρ Jason Lang, κλινικός λέκτορας νευροανάπτυξης και επίτιμος σύμβουλος παιδικής και εφηβικής ψυχιατρικής.