Τι μας κάνει να θυμόμαστε τα όνειρά μας;

Μερικοί άνθρωποι ξυπνούν αναπολώντας τα νυχτερινά τους όνειρα και μάλιστα μπορούν να αφηγηθούν με ακρίβεια όλα όσα βίωσαν κατά τη διάρκειά τους, την ώρα που άλλοι δυσκολεύονται να θυμηθούν έστω και μια λεπτομέρεια. Γιατί άραγε να συμβαίνει αυτό;

Μια νέα μελέτη, που διεξήχθη από ερευνητές στο IMT School for Advanced Studies στη Λούκα της Ιταλίας, και δημοσιεύτηκε στο Communications Psychology, διερευνά τους παράγοντες που επηρεάζουν τη λεγόμενη «ανάκληση ονείρων», την ικανότητα να θυμόμαστε όνειρα κατά το ξύπνημα, και αποκαλύπτει ποια μεμονωμένα προσωπικά χαρακτηριστικά, αλλά και πρότυπα ύπνου διαμορφώνουν αυτό το φαινόμενο.

Ο λόγος για τον οποίο υπάρχει τέτοια διαφορά μεταξύ των ατόμων στην ανάκληση ονείρων παραμένει ένα μυστήριο. Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, οι γυναίκες, οι νέοι ή γενικά τα ονειροπόλα άτομα, τείνουν να θυμούνται καλύτερα τα νυχτερινά όνειρα. Ωστόσο, άλλες μελέτες δεν επιβεβαίωσαν ούτε αυτά τα ευρήματα, ούτε άλλες υποθέσεις, όπως ότι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ή οι γνωστικές ικανότητες συμβάλουν σε αυτή. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης πανδημίας της COVID, η ανάκληση των νυχτερινών ονείρων τράβηξε την προσοχή του κοινού και της επιστήμης όταν αναφέρθηκε μια απότομη αύξησή της σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η νέα έρευνα, που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Camerino, διεξήχθη από το 2020 έως το 2024 περιλαμβάνοντας περισσότερους από 200 συμμετέχουσες/ντες, ηλικίας 18 έως 70 ετών. Οι συμμετέχουσες/ντες κατέγραφαν τα όνειρά τους καθημερινά για 15 ημέρες, ενώ ο ύπνος και τα γνωστικά τους δεδομένα παρακολουθούνταν με φορητές συσκευές και ψυχομετρικά τεστ. Σε κάθε συμμετέχουσα/ντα στη μελέτη δόθηκε μια συσκευή εγγραφής φωνής για να αναφέρει, κάθε μέρα αμέσως μετά το ξύπνημα, τις εμπειρίες που είχε κατά τη διάρκεια του ύπνου. Οι συμμετέχουσες/ντες έπρεπε να αναφέρουν εάν θυμούνται τι έχουν ονειρευτεί ή όχι το προηγούμενο βράδυ, αν είχαν την εντύπωση ότι ονειρεύτηκαν αλλά δεν θυμούνται τίποτα από αυτή την εμπειρία και να περιγράψουν το περιεχόμενο του ονείρου τους εάν μπορούσαν να το θυμηθούν. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, όλοι φορούσαν επίσης στο χέρι μια wearable συσκευή που ανιχνεύει τη διάρκεια, την αποτελεσματικότητα και τις διαταραχές του ύπνου. Στην αρχή και στο τέλος της περιόδου καταγραφής των ονείρων, οι συμμετέχουσες/ντες υποβλήθηκαν σε ψυχολογικά τεστ και συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια που μετρούν διάφορους παράγοντες, από τα επίπεδα άγχους έως το ενδιαφέρον για όνειρα, την τάση για περιπλάνηση του νου (η τάση να αποσπάται συχνά η προσοχή από αυτό που κάνουμε), μέχρι τεστ μνήμης και επιλεκτικής προσοχής.

Η ανάκληση ονείρου έδειξε σημαντική μεταβλητότητα μεταξύ των ατόμων και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Η μελέτη αποκάλυψε ότι τα άτομα με θετική στάση απέναντι στα όνειρα και με τάση για περιπλάνηση του νου έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να ανακαλέσουν τα όνειρά τους. Τα πρότυπα ύπνου φαίνεται επίσης πως παίζουν κρίσιμο ρόλο, τα άτομα που κοιμούνται περισσότερο και πιο ελαφρά, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να ξυπνήσουν με ανάμνηση των ονείρων τους. Οι νεότεροι σε ηλικία παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά ανάκλησης ονείρων, ενώ τα ηλικιωμένα άτομα βιώνουν συχνά «λευκά όνειρα» (μια αίσθηση ότι ονειρεύονταν χωρίς να θυμούνται λεπτομέρειες).

Αυτό υποδηλώνει αλλαγές που σχετίζονται με την ηλικία στις διαδικασίες μνήμης κατά τη διάρκεια του ύπνου. Επιπλέον, η μελέτη έδειξε και εποχιακές διακυμάνσεις, με τους συμμετέχοντες να αναφέρουν λιγότερη ανάκληση ονείρων κατά τη διάρκεια του χειμώνα σε σύγκριση με την άνοιξη, υπονοώντας την πιθανή επίδραση περιβαλλοντικών ή κιρκάδιων παραγόντων.

«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η ανάκληση των ονείρων δεν είναι απλώς ένα θέμα τύχης, αλλά μια αντανάκλαση του πώς αλληλεπιδρούν οι προσωπικές στάσεις, τα γνωστικά χαρακτηριστικά και η δυναμική του ύπνου. Όχι μόνο εμβαθύνουν την κατανόησή μας για τους μηχανισμούς πίσω από το όνειρο, αλλά έχουν επίσης επιπτώσεις στη διερεύνηση του ρόλου των ονείρων στην ψυχική υγεία και στη μελέτη της ανθρώπινης συνείδησης», σχολιάζει ο επικεφαλής συγγραφέας Giulio Bernardi, καθηγητής γενικής ψυχολογίας στο IMT School.

«Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν σε αυτό το έργο θα χρησιμεύσουν ως αναφορά για μελλοντικές συγκρίσεις με κλινικούς πληθυσμούς», προσθέτει η Valentina Elce, ερευνήτρια στο IMT School και πρώτη συγγραφέας της μελέτης. «Αυτό θα μας επιτρέψει να προχωρήσουμε την έρευνα για την πιθανή προγνωστική και διαγνωστική αξία των ονείρων για διάφορες παθολογίες».