Μάης ήρθε… μαγικός, μυστικός, Πασχαλιάτικος και πολύχρωμος!

 

της Ελένης Μπετεινάκη*

 

«Την τελευταία μέρα του Απρίλη μια μεγάλη αναστάτωση επικρατούσε στην αυλή της γιαγιάς. Από το ξημέρωμα φύτευε λουλούδια, βότανα  και πιο πολύ βασιλικούς. Βιαζότανε να γεμίσει τις γλάστρες κι ύστερα να τις μπογιατίσει να΄ναι όλα έτοιμα πριν βασιλέψει ο ήλιος το απόγευμα. Από την επόμενη μέρα, την Πρωτομαγιά δηλαδή,  δεν ακουμπούσε κανένα φυτό, μόνο τους μιλούσε, όλη την ώρα, τα κανάκευε, να μεγαλώσουν, να της ομορφύνουν την αυλή. Μια φορά θυμάμαι με την ίδια ιεροτελεστία, Κυριακή πρωί 30 τ΄ Απρίλη,  είχε βάλει τη λειτουργία στο ραδιόφωνο  στη διαπασών… Όλη η γειτονιά άκουγε. Και σαν τόλμησα να ρωτήσω το γιατί, να πω να το χαμηλώσουμε λιγάκι, εκείνη αποστομωτικά μου απάντησε:

«Να λειτουργηθούνε θέλω! Να δυναμώσουνε! Να χουνε την ευκή του παπά».

Παράξενο μου φάνηκε αλλά τι να πω, γιαγιά Ελένη ήταν  αυτή, αρχηγός όλων μας και όπως έλεγε η μαμά, εκείνη ήξερε τα πάντα. Η σοφή λοιπόν γιαγιά έφτιαχνε με ιδιαίτερη τέχνη τις γλάστρες της. Τα βασιλικά που θα πήγαινε στην Παναγιά, την γειτονόπουλα εκκλησιά μας, τα βαζε στις «καλές» γλάστρες, τις ακριβές. Τηρούσε το έθιμο ετοιμάζοντάς τα για τον 15αυγουστο, που ήθελε την πιο περιποιημένη γλάστρα να΄ναι εκείνη της καλύτερης νοικοκυράς. Πόσες φορές μας είχε πει, ποτέ, ποτέ να μην φυτεύουμε τίποτα τον Μάη γιατί ήταν γρουσουζιά και θα μαραινόταν αμέσως. Το κράτησα  τούτο το  έθιμο, και χθες βράδυ έφτιαξα κι εγώ τους δικούς μου βασιλικούς, να τους βρει το απόι του πρωινού  κι ο Μάης στην γλάστρα την καλή, την πιο καλή, μόνο που δεν είχα ασβέστη να της βάλω και την άφησα άβαφτη με την υπόσχεση του χρόνου να τη στολίσω σωστά, όπως μού ορμήνευε…

Κι ύστερα σαν τέλειωνε η μέρα κι ερχόταν με όλα τα χρώματα του δειλινού ζωγραφισμένα στο φουστάνι της η νύχτα, ξεκινούσαν οι πιο τρομακτικές και μαγικές ιστορίες της φαντασίας της γιαγιάς… Μας έλεγε πως τούτη την τελευταία βραδιά του Απρίλη οι μάγισσες τριγυρνούσαν πάνω στα βουνά και βάζανε νέα ξόρκια και μαγικά σε μέρη που μόνο εκείνες ξέρανε κι αλίμονο αν τις συναντούσε κανείς το ξημέρωμα. Μάγευαν μόνιμα όποιον έκλεινε το διάβα τους… Εγώ, πάλι για πολλά χρόνια πίστευα πως κι η γιαγιά Ελένη τα΄χε καλά με τις μάγισσες γιατί  όλα της τα φαγητά, τα καλούδια, τα κεντίδια είχαν κάτι ξεχωριστό από των άλλων κι άρα σίγουρα κάποιο από εκείνα τα ξόρκια θα ΄χε βρει και θα τη βοηθούσε.

Αργά πια και σαν μαγεμένοι τρέχαμε στα κρεββάτια μας γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να σηκωθούμε πριν ακόμα χαράξει. Μόλις ο ήλιος ανέβαινε ένα καντάρι έπρεπε να φύγουμε για τα χωράφια. Την πολλή δουλειά την είχαμε κάμει από την προηγούμενη μέρα. Τα κλήματα είχαν πλεχτεί σε έναν  πελώριο κύκλο τυλιγμένο με εφημερίδες και δεμένο με σπάγκο καλά, να μην ξεφεύγει τίποτα. Μας  έδινε η μάνα δυο τρεις βελόνες σακοράφες να μην τσιμπιόμαστε, κλωστή χονδρή και μια λεπτή ζακέτα για την πρωινή δροσιά του κάμπου και η αναζήτηση ξεκινούσε. Κι όπως κατεβαίναμε, τρέχοντας, μύριζε όλος ο τόπος εκείνη την πικρή μυρωδιά της μαργαρίτας και ψάχναμε και μαζεύαμε  μόνο  αυτές που δεν τις είχανε τρυγήσει  οι μέλισσες, κι ήταν το χρώμα τους έντονο κίτρινο. Τις κόβαμε στην άκρη άκρη του κοτσανιού και τις περνάγαμε με την βελόνα μέσα στην κλωστή, φτιάχνοντας μακριές γιρλάντες – κολαϊνες – τις λέγαμε στο χωριό. Κι άρχιζαν οι αγώνες μεταξύ μας, ποιος θα μαζέψει τις πιο πολλές, τις πιο μεγάλες, ποιος θα φτιάξει πιο γρήγορα την γιρλάντα του και ποιο στεφάνι θα είναι το πιο όμορφο. Ο κάμπος είχε γεμίσει χρώμα. Μαργαρίτες, μαχαιρίδες και παπαρούνες παντού. Άραγε  να έφταιγε ό ήλιος ή η δική  μου μόνο φαντασία…Νόμιζα πως εκεί κάτω στην άκρη του κάμπου, ήταν  μια γυναίκα με ξέπλεκα μακριά μαλλιά. Το φόρεμα της ολόλευκο κι ανέμιζε με το φύσημα του αέρα όπως και τα μαλλιά της. Κάθε φορά, κάθε χρόνο την συναντούσαμε εκεί,  και την άλλη στιγμή χάνονταν κι έτρεχα με όση δύναμη είχαν τα μικρά, κοριτσίστικα πόδια μου να προλάβω, να δω από κοντά τούτη τη μορφή. Το μόνο που έβρισκα, σαν έφτανα ήταν, μικρές κατακόκκινες παπαρούνες και χόρτα παραμερισμένα που έδειχναν το πέρασμα ανθρώπου ή μήπως εκείνης της νεραΐδας του κάμπου, που μέχρι και τα χρόνια της εφηβείας μου,  νόμιζα πως υπήρχε στ΄ αλήθεια. Κι έμοιαζε με την  ίδια την Άνοιξη που  έρχονταν κάθε χρόνο, την πρώτη μέρα του Μαγιού,  κι εξαφανιζόταν με το πρώτο φύσημα…

Όπως κι οι αναμνήσεις, οι εικόνες, τα λόγια του χθες που ευτυχώς ζουν μέσα μας ακόμα και κάτι τέτοιες στιγμές βγαίνουν στην επιφάνεια και …μοιράζονται!»

Σήμερα,  τα πράγματα έχουνε λίγο αλλάξει. Μόνο μια συνήθεια  παρέμεινε αναλλοίωτη στο χρόνο. Το στεφάνι του Μάη  και ας είναι αγορασμένο  από το ανθοπωλείο της γειτονιάς κι όχι από τις πρώτες κληματόβεργες του αμπελιού, του τότε.

Για τα παρατηρήματα, τα έθιμα, τα όμορφα που γεμίζουν το καλαντάρι και τις μέρες του Μαΐου σας τα΄χω γράψει πολλές φορές αλλά σαν θέλετε να θυμηθούμε τι συνηθιζόταν κάποτε θα τα διαβάσουμε εδώ : https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/2018/04/blog-post_30.html

Και πάμε όλοι να  σιγοτραγουδήσουμε εκείνο το παραδοσιακό τραγούδι, το «must» των δικών μας χρόνων:

Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ

να τον προϋπαντήσουμε παιδιά στην εξοχή!

 

Καλό και μυρωδάτο μήνα!

 

ΠΗΓΕΣ :

 

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/2022/04/blog-post_30.html