Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ) και Παναγιώτα Ζαχαράκη (Βιολόγος) αναφέρουν πως για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με την μελέτη αυτή, συγκεντρώθηκαν δεδομένα για καπνιστές που δεν καπνίζουν τώρα ή δεν κάπνιζαν ποτέ από τέσσερις εθνικές κοόρτες με σύνδεση με μητρώα θανάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νορβηγία και τον Καναδά μεταξύ ενηλίκων 20 έως 79 ετών από το 1974 έως το 2018.
Μεταξύ 1,48 εκατομμυρίων ενηλίκων που παρακολουθήθηκαν για 15 χρόνια, σημειώθηκαν 122.697 θάνατοι. Προσαρμόζοντας την ηλικία, τη μόρφωση, τη χρήση αλκοόλ και την παχυσαρκία, οι σημερινοί καπνιστές είχαν πολλαπλάσιους κινδύνους θανάτου σε σύγκριση με τους μη καπνιστές (2,8 για τις γυναίκες, 2,7 για τους άνδρες). Η επιβίωση μεταξύ 40 και 79 ετών ήταν 12 και 13 χρόνια μικρότερη στις γυναίκες και στους άνδρες, αντίστοιχα, που κάπνιζαν σε σύγκριση με τους μη καπνιστές. Οι πρώην καπνιστές εμφάνισαν χαμηλότερο κίνδυνο.
Η βραχυπρόθεσμη διακοπή για λιγότερα από 3 χρόνια συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο στις γυναίκες και στους άνδρες ηλικίας κάτω των 40 ετών, με αξιοσημείωτες ευεργετικές συσχετίσεις επίσης σε γυναίκες και άνδρες ηλικίας 40 έως 49 ετών (81% και 61%, αντίστοιχα) και 50 έως 59 ετών (63% και 54%, αντίστοιχα).
Η διακοπή σε κάθε ηλικία συσχετίστηκε με μεγαλύτερη επιβίωση, ιδιαίτερα με διακοπή πριν από την ηλικία των 40 ετών. Μεταξύ όλων των ηλικιών και σε σύγκριση με το συνεχιζόμενο κάπνισμα, η διακοπή για λιγότερα από 3 χρόνια δυνητικά απέτρεψε 5 χρόνια απώλειας ζωής και η διακοπή για 10 ή περισσότερα χρόνια απέτρεψε περίπου 10 χρόνια απώλειας ζωής, αποφέροντας επιβίωση παρόμοια με αυτή των μη καπνιστών.
Η διακοπή του καπνίσματος σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά ιδιαίτερα στα νεότερα χρόνια, συσχετίστηκε με χαμηλότερη θνησιμότητα συνολικά και από αγγειακά, αναπνευστικά και νεοπλασματικά νοσήματα. Οι ευεργετικές συσχετίσεις ήταν εμφανείς ήδη στα πρώτα 3 χρόνια μετά την επιτυχή διακοπή.