Βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού και διανύουμε ήδη μερικές από τις πιο ζεστές ημέρες του χρόνου. Οι θερμοκρασίες ρεκόρ πλήττουν διάφορα μέρη του κόσμου, με την υπερβολική ζέστη να προκαλεί δυσφορία, ενισχύοντας την ανησυχία για σοβαρούς κινδύνους υγείας.
Η ακραία ζέστη, άλλωστε, είναι η κύρια αιτία θανάτων που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες και μπορεί να οδηγήσει σε θερμική εξάντληση, θερμοπληξία και πρόσθετη επιβάρυνση της καρδιάς και των νεφρών. Πέρα, όμως, από τις ορατές επιδράσεις της υψηλής θερμοκρασίας, υπάρχει κι άλλος ένας, αφανής παράγοντας που επηρεάζεται σημαντικά από τον υδράργυρο: Η όρεξή μας. Καθώς η θερμοκρασία αυξάνεται, η επιθυμία για φαγητό μειώνεται αισθητά.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι ερευνητές έχουν αρχίσει να ανακαλύπτουν τους λόγους που εξηγούν το φαινόμενο.
Σύμφωνα με την δρα Allison Childress, διαιτολόγο – διατροφολόγο και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Texas Tech University, η πέψη της τροφής και η αποθήκευση των θρεπτικών συστατικών της παράγουν θερμότητα, η οποία καταναλώνει ενέργεια. «Υπάρχουν σαφείς διαφορές στην πρόσληψη θερμίδων σε κρύο και ζεστό καιρό», εξηγεί. Σε ψυχρότερο περιβάλλον, το σώμα χρειάζεται να κάψει περισσότερες θερμίδες για να παράγει θερμότητα, ενώ σε θερμότερο περιβάλλον ισχύει το αντίθετο – η υψηλότερη πρόσληψη θερμίδων θερμαίνει το σώμα, οδηγώντας σε μειωμένη όρεξη.
Οι μηχανισμοί που συνδέουν τη θερμοκρασία και την όρεξη δεν είναι πλήρως κατανοητοί, αλλά η έρευνα σε ζώα δείχνει ότι οι υψηλότερες θερμοκρασίες περιβάλλοντος μειώνουν την παραγωγή της γκρελίνης, μιας ορμόνης του εντέρου, που διεγείρει την πείνα. Ο δρ. Gordon Fisher από το Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα προσθέτει ότι η επικοινωνία μεταξύ των θερμορυθμιστικών διαδικασιών στον εγκέφαλο και το στομάχι μπορεί να παίζει ρόλο στη ρύθμιση της πρόσληψης τροφής, αν και ο ακριβής μηχανισμός δεν έχει εξηγηθεί πλήρως.
Υπάρχει «έξυπνη» διατροφή κατά τη διάρκεια του καύσωνα;
Όταν οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν, οι άνθρωποι τείνουν να αποφεύγουν τροφές που απαιτούν μεγαλύτερη προσπάθεια πέψης και αυξάνουν την παραγωγή θερμότητας του σώματος. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η δρ. Childress, ο οργανισμός εξακολουθεί να χρειάζεται πρωτεΐνες και φυτικές ίνες. Για να καλύψετε αυτές τις διατροφικές ανάγκες χωρίς να υπερθερμανθείτε, συνιστά να τρώτε μικρότερες ποσότητες, πιο συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο δρ. Fisher, από την πλευρά του, συμβουλεύει να αποφεύγονται γενικά τα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες.
Η διατήρηση της ενυδάτωσης είναι επίσης ζωτικής σημασίας κατά τη διάρκεια του ζεστού καιρού. Το νερό είναι η καλύτερη επιλογή, αλλά για όσους αντιπαθούν τη γεύση του, η προσθήκη μιας φέτας πορτοκαλιού ή αγγουριού μπορεί να βοηθήσει. Το γάλα με χαμηλά λιπαρά είναι μια άλλη καλή επιλογή, λόγω των θρεπτικών του συστατικών και της δροσιστικής του επίδρασης. Ο δρ. Fisher προειδοποιεί κατά του αλκοόλ και των ποτών με υψηλή περιεκτικότητα σε καφεΐνη, λόγω των αφυδατωτικών τους ιδιοτήτων. Ωστόσο, οι μέτριες ποσότητες καφεΐνης σε παγωμένο καφέ ή τσάι χωρίς ζάχαρη μπορεί να είναι ενυδατικές, εάν καταναλώνονται με μέτρο. Εκτός από τα ροφήματα, τα ενυδατικά τρόφιμα, όπως πεπόνι, μούρα, μαρούλι, σέλινο, ντομάτες, αγγούρια, σούπες, γιαούρτι και άλλα παρέχουν δροσιστικό και ενυδατικό αποτέλεσμα.
Καθώς η καλοκαιρινή ζέστη εντείνεται, είναι σημαντικό να προσέχουμε τις επιπτώσεις της στην όρεξη και τη συνολική μας υγεία. Κατανοώντας πώς οι υψηλές θερμοκρασίες επηρεάζουν την επιθυμία μας για φαγητό και λαμβάνοντας μέτρα για να παραμένουμε ενυδατωμένοι και να διατηρούμε μια ισορροπημένη διατροφή, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις προκλήσεις της ακραίας ζέστης.