Είναι γνωστό ότι οι φυτικές ίνες αποτελούν σημαντικό τμήμα μιας υγιεινής διατροφής. Λιγότερο ωστόσο από το 10% των Αμερικανών, καταναλώνουν την ελάχιστη συνιστώμενη ποσότητα.
Μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, ίσως σάς πείσει να καταναλώνετε περισσότερα φασόλια, ξηρούς καρπούς, σταυρανθή λαχανικά, αβοκάντο και άλλες τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες.
Η έρευνα εντόπισε τις άμεσες επιγενετικές επιδράσεις δύο κοινών υποπροϊόντων της πέψης των φυτικών ινών και διαπίστωσε ότι ορισμένες από τις μεταβολές στην έκφραση των γονιδίων είχαν αντικαρκινικές δράσεις.
Όταν τρώμε φυτικές ίνες, το μικροβίωμα του εντέρου παράγει λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας. Αυτές οι ενώσεις είναι κάτι περισσότερο από μια απλή πηγή ενέργειας για εμάς: υπάρχει εδώ και κάποια χρόνια η άποψη ότι επηρεάζουν έμμεσα τη λειτουργία των γονιδίων. Οι ερευνητές εντόπισαν πώς τα δύο πιο κοινά λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου στο έντερό μας, το προπιονικό και το βουτυρικό, άλλαξαν την έκφραση γονιδίων σε υγιή ανθρώπινα κύτταρα, σε θεραπευμένα και μη θεραπευμένα ανθρώπινα κύτταρα καρκίνου του παχέος εντέρου και σε έντερα ποντικών.
Βρήκαν άμεσες επιγενετικές αλλαγές σε συγκεκριμένα γονίδια που ρυθμίζουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση, μαζί με την απόπτωση, ή τις προγραμματισμένες διαδικασίες κυτταρικού θανάτου – όλα αυτά είναι σημαντικά για τη διακοπή ή τον έλεγχο της ανεξέλεγκτης κυτταρικής ανάπτυξης που αποτελεί τη βάση του καρκίνου.
«Βρήκαμε μια άμεση σύνδεση μεταξύ της κατανάλωσης φυτικών ινών και της τροποποίησης της γονιδιακής λειτουργίας που έχει αντικαρκινικά αποτελέσματα και πιστεύουμε ότι πρόκειται πιθανότατα για έναν παγκόσμιο μηχανισμό, επειδή τα λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου που προκύπτουν από την πέψη των φυτικών ινών μπορούν να φτάσουν σε όλο το σώμα», δήλωσε ο Michael Snyder, καθηγητής γενετικής.
«Γενικά ισχύει ότι η διατροφή των ανθρώπων είναι πολύ φτωχή σε φυτικές ίνες και αυτό σημαίνει ότι το μικροβίωμά τους δεν τρέφεται σωστά και δεν μπορεί να παράγει όσα λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου θα έπρεπε. Αυτό δεν κάνει καλό στην υγεία μας».
Δεδομένων των ανησυχητικών ποσοστών καρκίνου του παχέος εντέρου σε νεότερους ανθρώπους, τα ευρήματα της μελέτης θα μπορούσαν επίσης να προκαλέσουν συζητήσεις και έρευνες σχετικά με τις πιθανές συνεργιστικές επιδράσεις της διατροφής και της θεραπείας του καρκίνου.
«Προσδιορίζοντας τους γονιδιακούς στόχους αυτών των σημαντικών μορίων, μπορούμε να κατανοήσουμε πώς οι φυτικές ίνες ασκούν τις ευεργετικές τους επιδράσεις και τι πάει στραβά κατά τη διάρκεια του καρκίνου», πρόσθεσε ο Snyder.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Metabolism.
Πηγή: onmed.gr