Εναλλακτικούς τρόπους φυτοπροστασίας πρέπει να αναζητήσουν οι ελαιοκαλλιεργητές, προκειμένου να καταπολεμήσουν τον δάκο.
Το παραπάνω υποστηρίζει ο καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, συνεργαζόμενο μέλος ΔΕΠ στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, επικεφαλής του Εργαστηρίου Μοριακής Εντομολογίας, κ. Γιάννης Βόντας.
Όπως αναφέρει, η έρευνα για τον δάκο παγκοσμίως είναι σε πολύ περιορισμένο επίπεδο, αφού το πρόβλημα αυτό δεν παρουσιάζεται σε άλλες περιοχές του κόσμου, παρά μόνο στη Μεσόγειο, και έτσι οι λύσεις που υπάρχουν δεν μπορούν να είναι ξεκάθαρες.
Το πρόβλημα με τον δάκο στην Κρήτη δεν είναι φετινό αλλά έχει εμφανιστεί την τελευταία τριετία και φέτος οι συνέπειες έχουν κορυφωθεί.
Η ανθεκτικότητα του εντόμου στα φυτοπροστατευτικά προϊόντα είναι σίγουρα και αποδεδειγμένα ένας από τους παράγοντες που επηρεάζει την αυξημένη προσβολή, κάτι που οφείλεται τόσο στο ιδιαίτερο κλίμα της Κρήτης αλλά και στην αλόγιστη χρήση σκευασμάτων που έχει διαπιστωθεί.
Ο βαθμός στον οποίο ευθύνεται η εφαρμογή του προγράμματος δακοκτονίας είναι κάτι που δεν μπορεί να απαντηθεί με ακρίβεια, σύμφωνα με τον ίδιο, αν και όπως είπε σίγουρα υπήρξε πρόβλημα, αφού παρά την πολύ επιτυχημένη αρχική εφαρμογή, όταν τον Νοέμβριο λόγω υψηλών θερμοκρασιών χρειάστηκε να γίνει ακόμη ένας ψεκασμός, οι φορείς δεν ήταν προετοιμασμένοι για αυτό.
Δικές του προτάσεις προς την Περιφέρεια είναι να υπάρχουν ευέλικτες επιτροπές τοπικών φορέων, στις οποίες θα συμμετέχουν τόσο επιστήμονες όσο και τοπικοί φορείς που γνωρίζουν από κοντά την κατάσταση, ώστε τα προβλήματα να αντιμετωπίζονται πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά.
Παράλληλα, τονίζει πως τουλάχιστον για μια διετία θα πρέπει να περιοριστεί κατά πολύ ή ακόμα και να σταματήσει η χρήση πυρεθροειδών σκευασμάτων εναντίον του δάκου στην Κρήτη, και οι καλλιεργητές να προτιμήσουν εναλλακτικά σκευάσματα, ώστε να μειωθεί η ανθεκτικότητα του εντόμου σε αυτά.